Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

ΑΘΩΝΑΣ




Αλέξανδρος Μωραϊτίδης

Οταν ποτέ, περιηγούμενος το Άγιον Ορος, διέβαινον ταπεινός προσκυνητής από μοναστηρίου εις μοναστήριον, συχνά ο άνεμος της Χερσονήσου, ο ηγιασμένος από τα τόσα καιόμενα θυμιάματα των προσευχών, διανοίγων των πυκνοφύλλων καστανεών τους κλάδους, μου απεκάλυπτε μίαν τριγωνικήν κορυφήν, ως ασκητού πολιού κεφαλήν, προσευχομένου, εγγύς των νεφών, ένα κώνον πέτρινον, όστις σαν να μ' εκοίταζε και σαν να με συνώδευε πανταχού παρών, με το τεφρόν εκείνο μέτωπόν του.

Κατ' αρχάς ησθανόμην αναφρικίασιν φόβου και περιδεής απέστρεφον αλλαχού το βλέμμα, κλίνων την κεφαλήν από τα μαύρα έλατα του Ξηροποταμινού* δάσους. Αλλ' εν τη παρακαμπή της οδού, πάλιν, ιδού ενώπιόν μου ο πέτρινος ασκητής, με την μολυβδίνην εκείνην όψιν του ιλαρώς προσμειδιών μοι από του κρημνώδους του ύψους. Άλλοτε ως νεφέλη και άλλοτε ως πέτρα αιωρουμένη. Κι έκυπτον την κεφαλήν, αναμένων κάτι τι να πέση επ' εμού. Αλλ' έπειτα τόσον τον εσυνήθισα, ώστε τον εθεώρουν πλέον συμπροσκυνητήν μου. Όπου καό αν ήμουν, ο φαλακρός γερων πάντοτε εμπρός μου. Εν οδώ βαδίζοντα με παρηκολούθει. Εις τας ξυλίνας απλωταριάς των Μονών καθήμενον μ' εσυντρόφευεν.

Εν θαλάσση παραπλέοντα την απότομον ακτήν με κατευώδωνεν. Εις τον ύπνον μου μ' εσκέπαζε. Και όταν αφυπνιζόμενος επήγαινον να νιφθώ εις την βρύσιν την κρύαν, τον έβλεπον πρώτον πρώτον, ως άγγελον νεφελοσκέπαστον, τον πέτρινον σύντροφόν μου. Επρόβαινον είτα από τον λεμονεώνα των Ιβήρων* εις τους αμπελώνας, πέραν εις τους πέντε Μάρτυρας, να ο ερημίτης ενώπιον μου με το συννεφένιον του κουκούλιον. Ανηρχόμην από τα Παντοκρατορινά κελία προς τας Καρυάς*, μου εθώπευε το βλέμμα η στακτερά όψις του. Εξετρύπωνον από καμίαν χαράδραν, πέραν από τον τάφον του Αγίου Νήφωνος, όπου κρημνώδης η ατραπός, παρά το χείλος του βράχου, ιδού πάλιν μ εχειραγώγει ο σύντροφός μου από τα ουράνια ύψη του.

Μίαν ημέραν όμως, ημέραν συννεφώδη και βροχεράν, τον έχασα τον προσφιλή συμπροσκυνητήν μου, αφανισθέντα μέσα εις τα πυκνωθέντα νέφη, την αγαπημένην του συντροφιάν. Ο ουρανός μ' εφάνη, ότι κατήλθε μολύβδινος και βαρύς προς τα κάτω κι έλειψαν εν τω άμα και λόφοι και κράσπεδα των κορυφών. Ενόμισα προς στιγμήν, ότι ευρισκόμην εις το υψηλότερον της χερσονήσου μέρος. Αλλ' αίφνης, μετά την εκπνοήν της τρικυμίας, διελύθησαν διωχθέντα εδώ κι εκεί τα νέφη και ανέκυψε πάλιν η ιερά του Άθωνος κορυφή ωσάν μία βυζαντινού Παντοκράτορος εικών, εζωσμένη γύρω γύρω του αγίου στήθους του από φαιά νεφελώματα ως πυκνωμένου εκεί λιβανοκαπνού.

Ο Άθωνας είναι αυτός!

Ο Άθωνας, τον οποίον ο αρχαίος γλύπτης εσχεδίασέ ποτε να μεταμορφώση εις ανδριάντα του μεγάλου Μακεδόνος, βαστάζοντα δύο πόλεις εις τας δύο τεταμένας χείρας του, η δε ορθοδοξία μετέβαλεν αυτόν χαριέστερον εις «Περιβόλι της Παναγίας», καλλίδενδρον και ευανθές. Από τούτου αναρίθμητοι προσευχαί καθ' εκάστην αναπέμπονται προς τον Θεόν, συνοδευόμεναι από τα ευωδέστερα άνθη, τα θυμιάματα των ασκητων, εν αρμονία γοητευτική καλλικελάδων ερημικών πτηνών, των οξυφώνων των μονών σημάντρων από μέσα από ανθοβολούντας θάμνους, τ' αναρίθμητα μαρτυρικά και οσιακά λείψανα τ' αποκείμενα εις τους θησαυρούς εκάστου μοναστηρίου. Και όσοι αναβούν, μετανοούν και όσοι δεν αναβούν παλιν μετανοούν! Ούτω ζωηρώς χρωματίζει το κοινόν εν Αγίω Ορει λόγιον το μεγαλείον της κορυφής του ΆΘωνος, όστις κυρίως υπό του λαού καλείται Αθωνας.

Δύο χιλιάδων περίπου μέτρων το ύψος του. Η ανάβασις εις αυτήν γίνεται από της μεσημβρινής πλευράς, διοτι από το βόρειον μέρος, προς την Μονήν του Αγίου Παύλου, το μέγα βουνόν κατέρχεται καθέτως, δια βαθυτάτων χαραδρών, αίτινες καθ' όλον το έτος είναι σκεπασμέναι από κρυσταλλωμένας χιόνας. Πρέπει αφ' εσπέρας να έχη βρέξει και τότε λίαν πρωί επιτυγχάνει η ανάβασις εις την θαυμαστήν κορυφήν, ότε η ατμόσφαίρα είναι διαυγής και καθαρά, αμειβομένων απεριγράπτως των κόπων του προσκυνητού δια του εξελισσομένου εκείθεν μεγαλοπρεπούς πανοράματος.

Συνήθως όμως γίνεται η ανάβασις τη 6η Αυγούστου, ότε πανηγυρίζει την εορτήν της Μεταμορφώσεως ο επί της κορυφής ναίσκος. Τότε αφ' εσπέρας, αφ' όλης της Χερσονήσου μοναχοί ανέρχονται, βαστάζοντες εις χείρας, αντί ράβδου, από εν χονδρόν ξύλον, ίνα την νύκτα, εν τη αγρυπνία, ανάψωσι φωτιάν και θερμανθώσι δια το ψύχος, το οποίον επάνω εκεί είναι λίαν επαισθητόν, ιδίως εν αιφνιδία μεταβολή του καιρού τας ημέρας εκείνας του Αυγούστου. Φθάσαντες εις την Κερασιάν, την υδατόρρυτον και χλοεράν εκείνην κοιλάδα, αρχίζομεν εντεύθεν την ανάβασιν δι' ημιονικής οδού, πότε πλαγίως και πότε δι' ελιγμών, δια μέσου ωραιοτάτουδάσους ελατών και πευκών, των οποίων πολλοί κορμοί κατάξηροι υψούνται κεραυνόπληκτοι, ως σκελετοί παλαιών τιτάνων. Ούτω μετά τρίωρον πορείαν φθάνομεν εις την Παναγίτσαν, μικρόν ναΐσκον, όπου σταθμεύουν συνήθως οι προσκυνηταί οι αναμένοντες την ευδίαν* του όρθρου δια την ανάβασιν. Ο ναΐσκος ούτος ως μία αετοφωλεά διακρινόμενος από το πέλαγος με τον χαμηλόν σφαιρικόν θόλον του, τέσσαρας μήνας του έτους είναι αόρατος, σαβανωμένος υπό τας χιόνας με το μικρόν παράρτημά του, όπου αναπαύονται οι Λαυριώται πατέρες με τους ημιόνους των, οι αποστελλόμενοι από την Λαύραν*, εις την οποίαν ανήκει η κορυφή, δια την ετήσιον της Μεταμορφώσεως πανήγυριν, δειπνούντες εδώ αφ' εσπέρας και την επαύριον μετά την λειτουργίαν, εν τη καταβάσει, παραθέτοντες γεύμα εις τους προσκυνητάς.

Από την Παναγίτσαν η οδος πλέον είναι άβατος επί του βράχου δι' ατραπών αποκρήμνων. Και εδαπάνησε μεν ικανάς λίρας εξ ιδίων του ο πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄, ίνα καταστήση βατήν εις τους ημιόνους την επί του βράχου δυσχωρίαν, αλλά πάντοτε είναι επικίνδυνος η μέχρι της κορυφής δι' ημιόνου ανάβασις, διότι το μέρος είναι όλως άδενδρον, ολισθηρόν και πετρώδες. Είναι αυτή η φαλακρά κορυφή πλέον, η πανταχόθεν της Χερσονήσου θεωρουμένη με το μολύβδινόν της κουκούλιον.Εις εν διάστημα η οδός είναι σκαλιστή επί του βράχου και εις εν αυτής μέρος, απόστασιν έως πέντε βημάτων, ένας ένας διέρχονται οι προσκυνηταί, έντρομοι θεωρούντες την άβυσσον, την χαίνουσαν κάτω,με τους δυσαναβάτους κρημνούς της. Μετά ημίσειαν ακριβώς ώραν αναχωρούντες από την Παναγίτσαν, ευρισκόμεθα επί της κορυφής.

Ουδείς ποιητής, ουδείς ζωγράφος, κανέν χρώμα και καμία φαντασία, καμία πτερωτή λογογράφου γραφίς δεν ημπορεί να παραστήση το μεγαλείον του θεάματος, το οποίον πληροί θάμβους βαθυτάτου την ψυχήν του ανθρώπου. Ολη η Χερσόνησος, με τα βουνά της και με τους λόφους της, τα ακρωτήριά της και τους όρμους της, όλη ευρίσκεται, θαρρείς, γύρω γύρω, εις την ευρείαν του Άθωνος ποδιάν. Αι μεγαλοπρεπείς και πολυώροφοι μοναί, άλλαι μεν ως καλυβάκια εν τω δάσει, άλλαι δε ως πεταλίδες επί των σκοπέλων. Ένθεν η Χαλκιδική όλη και ο Θερμαϊκός λάμπων ως καθρέφτης από άργυρον. Ο Ολυμπος και τα βουνά της Θεσσαλίας. Εκείθεν το Θρακικόν πέλαγος με τας νήσους του ως κύκνους κολυμβώντας προς τα Δαρδανέλλια. Κάτω το Αιγαίον με τα κύματα τα κάτασπρα και τα Ερημονήσια, ως κήτη φουρτουνιασμένα και συμμαζευμένα ως προς σωτηρίαν υπό την σκιάν του μεγαλοπρεπούς βουνού. Όπισθεν των βουνών ιδού οι κάμποι της Μακεδονίας, με τους ποταμούς της ως όφεις ασημένιους διολισθαίνοντας με γυαλιστερούς ελιγμούς υπό την ανταύγειαν των πρώτων του ηλίου ακτίνων. Οσοι δε των προσκυνητών είναι καλώς ετοιμασμένοι με ισχυράς διόπτρας βλέπουν και την Προποντίδα ως ομίχλην απλουμένην, και το ογκώδες

Επταπύργιον, την περίφημον του Βυζαντίου Ακρόπολιν, ως μίαν μαυρίλαν με επτά στεφανωμένην κορυφάς, τους επτά πύργους της. Έχουν δίκαιον λοιπόν οι μοναχοί να λέγουν, ότι και όσοι αναβούν εις τον Άθωνα, μετανοούν, και όσοι δεν αναβούν πάλιν μετανοούν. Μετανοούν οι πρώτοι, διότι καταβαίνοντες χάνουν μίαν τοιαύτην μυθικού μεγαλείου εικόνα. Μετανοούν και οι δεύτεροι, διότι από την ολιγοψυχίαν των δεν ηξιώθησαν να απολαύσουν μίαν αλησμόνητον ηδονήν από εκείνας, τας οποίας σπανίως χαρίζει εις τον άνθρωπον η θεία δημιουργία. Ο ναΐσκος της Μεταμορφώσεως μόλις δύναται να περιλάβη έως οκτώ μοναχούς, ως λευκή κολονίτσα φαινόμενος, επί της βραχώδους αιχμής ακριβώς εκτισμένος. Έξω όμως αυτού υπάρχει μικρόν υπόστεγον και μία ισοπέδωσις πελεκητή, οπού ημπορούν να σταθούν έως διακόσιοι άνθρωποι. Η αγρυπνία τελείται ταχέως και τροχάδην μετά της λειτουργίας, διότι αν αίφνης μεταβληθή, ο καιρός και ψύχος επιπνευση, οι οδόντες πάραυτα αρχίζουν να τρίζουν και κτυπούν, αι χείρες παγώνουν, τα γόνατα ξυλιάζουν. Οταν δε τα νέφη συμπυκνωθούν, τότε - δεινόν! - οι κεραυνοί εκρήγνυνται, και τελείται επάνω εις την πετρίνην κορυφήν φοβερά πάλη των στοιχείων, εν μέσω αστραπών και βροντών. Χαλασμός κόσμου· εικών υπερνεφούς τιτανομαχίας, εν η συντρίβονται αι απορρώγες* πέτραι της φαλακράς εκείνης κορυφής μετά σπαρακτικών τριγμών και ενίοτε φεύ και άνθρωποι παραπεσόντες απροσδοκήτως εν μέσω της κραταιάς των στοιχείων πάλης. Ο τρόμος αυτός από των φημιζομένων σπαρακτικών επεισοδίων παρακολουθεί τον προσκυνητήν καθ' όλην την αγρυπνίαν, όστις τότε μόνον καταπαύει, όταν αισίως καταβαίνοντες οι ολίγοι εκείνοι μοναχοί αναπνεύσωσι κάτω εις την Παναγίτσαν. Τότε, παρελθόντος πλέον του κινδύνου, αισθάνονται την χαράν από της αναπολήσεως του μεγαλοπρεπούς πανοράματος, το οποίον μένει αλησμόνητον πλέον εις όλην των την ζωήν.

«Με του Βοριά τα Κύματα», τόμ. Γ΄ Άλέξανδρος Μωραϊτίδης

www.egolpio.com

3 σχόλια:

  1. Είναι πολυ ωραία.. Οι άντρες μπορείτε να το ζήσετε απο κοντά.. Εμείς απο το καραβάκι με τα κυάλια ..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ε.Π είπε...

    Συμφωνώ με την αποψή σου, αλλά είναι και γυναικεία μοναστηρια στην Ελλάδα που είναι αβατα για τους άντρες.Καλο σου βράδυ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δεν παραπονιέμαι.. Άλλωστε είναι θέλημα της Παναγίας να μην πηγαίνουμε οι γυναίκες εκεί.. Ό,τι θέλει ο Χριστός και η Παναγία αυτό θέλουμε κι εμείς. Καλο βράδυ

    ΑπάντησηΔιαγραφή