Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Ομιλία εις την Ε’ Κυριακήν των Νηστειών

 (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)


Γίνεται λόγος και περί ελεημοσύνης

Περίληψη ομιλίας εις την Πέμπτην Κυριακήν των Νηστειών:
Τα πλοία κρεμούν εις τα πλάγια κώδωνας, δια ν' απομακρύνουν τα απαντώμενα κήτη. Η Εκκλησία είναι το πλοίον του Θεού, έχουσα κώδωνας τους πνευματικούς διδασκάλους, των οποίων η διδαχή εκδιώκει τα πονηρά θηρία, τους δαίμονας. Τούτο προετύπωνον οι κώδωνες, τους οποίους έφερεν η ιερατική στολή του Ααρών. Κύριον στοιχείον της διδαχής είναι το περί νηστείας. Νηστεία είναι η εντολή ζωής υπό του Θεού, ακρασία είναι η εντολή θανάτου υπό του διαβόλου. Η κάθαρσις δια της νηστείας φέρει την θεοπτίαν. Αλλά «ουκ αυτήν καθ' εαυτήν την σωματικήν επαινούμεν νηστείαν, αλλ' ως ενεργούσαν προς έτερα ψυχωφελέστερα». Τα περισσεύματα από της νηστείας πρέπει να διατίθενται εις φιλανθρωπίαν και τούτο αποτελεί το κύριον θέμα της ομιλίας.

ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
1. Υπάρχουν μερικά θαλάσσια μέρη που τρέφουν μεγάλα κητώδη θηρία. Όσοι λοιπόν πλέουν σ' αυτά τα μέρη κρε­μούν κώδωνες στα πλευρά των πλοίων, ώστε τα θηρία τρομαγμένα από τον ήχο τους να φεύγουν. Και του δικού μας βίου η θάλασσα τρέφει πολλά και φοβερώτερα θηρία, τα πο­νηρά πάθη δηλαδή και τους εφόρους των παθών δαίμονες που είναι πονηρότεροι. Επιπλέει σ' αυτή τη θάλασσα σαν πλοίο η Εκκλησία του Θεού κι' αντί για κώδωνες έχει τους πνευ­ματικούς διδασκάλους, ώστε με τον ιερό ήχο της διδασκαλίας τούτων ν' απομακρύνη τα νοητά θηρία. Αυτό προφανώς προτυπώνοντας η στολή του Ααρών, είχε ευήχους κώδωνες ραμμέ­νους στα άκρα της και σύμφωνα με τα θέσμια έπρεπε ν' ακούε­ται η φωνή τους, όταν ελειτουργούσε ο Ααρών.

2. Εμείς δε, μεταφέροντας καλώς το γράμμα στο πνεύμα, ας ηχήσωμε τώρα σε σας πνευματικώς, και μάλιστα κατά τον και­ρό της νηστείας, οπότε επιτίθενται αγρίως φανερά και αφανή θηρία· φανερά μεν η γαστριμαργία, η μέθη και τα παρόμοια, άλλα δε αφανώς ενεδρεύοντα, η κενοδοξία και η υπερηφάνεια, η υπεροψία και η υπόκρισις. Ο ίδιος δε ήχος είναι και φυγαδευτήριο των τοιούτων θηρίων και φυλακτήριο των ασκούντων τη νηστεία.

3. Είναι λοιπόν η νηστεία και η ακρασία αντίθετα μεταξύ τους, όπως η ζωή και ο θάνατος. Η νηστεία είναι εντολή ζωής, που είναι συνομήλικη της ανθρωπίνης φύσεως, αφού εδόθηκε από τον Θεό στον Αδάμ κατά την αρχή στον παράδεισο, για διαφύλαξι της ζωής και της θείας χάριτος που είχε δοθή σ' αυτόν από τον Θεό. Η δε ακρασία είναι συμβουλή για τον θάνατο σώμα­τος και ψυχής, που εδόθηκε δολίως από τον Διάβολο στον Αδάμ δια της Εύας για έκπτωσι της ζωής και απαλλοτρίωσι της από τον Θεό θείας χάριτος· διότι ο Θεός θάνατο δεν εδημιούργησε ούτε ευχαριστείται με την απώλεια των ζώντων. Ποιός άνθρωπος λοιπόν θέλει να εύρη ζωή και χάρι στον Θεό από τον Θεό; Ας αποφύγη την θανατηφόρο ακρασία κι' ας προστρέξη στη θεοποιό νηστεία και εγκράτεια, για να επανέλθη χαρούμενος στον παράδεισο.

4. Ο Μωυσής, νηστεύοντας επάνω στο όρος σαράντα ημέρες, επέταξε σε ύψος θεοπτίας κι' εδέχθηκε πλάκες θεοσεβείας· ο δε λαός των Εβραίων κάτω μεθώντας, εξέπεσαν σε ασέβεια και εχώνευσαν είδωλο μόσχου σε ομοίωμα του αιγυπτίου θεού Απιδος, και αν δεν εστεκόταν μεσίτης προς τον Θεό, αφού με την ανηλεή εξόντωσι των ομογενών του που προηγήθηκε τον εξιλέωσε, δεν θα τους ελυπόταν καθόλου ο Θεός (Εξ. 32, 1 εε.). Αν λοιπόν χρειαζώμαστε κι' εμείς το έλεος του Θεού, να μη μεθούμε με οίνο, ούτε να βαρυνώμαστε από υπερκορεσμό, πράγματα στα οποία υπάρχει η ασωτία και η ασέβεια (Εφ. 5, 18). Θεόπτης ήταν και ο Ηλίας, αλλά αφού και αυτός εκαθαρίσθηκε προηγουμένως με νηστεία (Γ’ Βας. 19, 8 εε.). Επέτυχε και ο Δανιήλ θεοπτία και οπτασία ενός από τους αρχαγγέλους, ο οποίος του παρείχε γνώσι των μελλόντων, αλλά αφού προηγουμένως έμεινε άσιτος επί είκοσι ολόκληρες ημέρες (Δαν. 10, 2 εε.). Αλλος προφήτης εφονεύθηκε από λεοντάρι, αλλ’ αφού έφαγε παρά την εντολή του Θεού. Γνωρίζετε όλοι τον Ησαΰ υιόν του Ισαάκ, ο οποίος λόγω γαστριμαργίας εξέπεσε και από τα άλλα πρωτοτόκια και από την πατρική ευλογία (Γεν. 27, 36). Ας φοβηθούμε μήπως κι' εμείς, προσέχοντας σ' αυτήν την γαστριμαργία, εκπέσωμε από την υπεσχημένη εκείνη ευλογία και κληροδοσία του ανωτάτου Πατρός. Δεν αγνοείτε επίσης τους τρεις παίδες, οι οποίοι, παραδεδομένοι στη νηστεία, κατεπάτησαν με άφλεκτα πόδια και σώματα την κάμινο στη Βαβυλώνα που είχε εκκαυθή εναντίον τους επταπλασίως.

5. Εάν επιδοθούμε κι' εμείς σε αληθινή νηστεία, και την εδώ πύρωσι της σαρκός θα καταπατήσωμε και θα σβήσωμε, και την μελλοντική κάμινο θα περάσωμε άθικτοι, όταν του καθενός το έργο θα δοκιμάση το πυρ. Τί χρειάζεται να αναφέρωμε τον Κύ­ριο των προφητών; Αυτός, αφού έλαβε σάρκα κι' έγινε για μας άνθρωπος, που μας υποδεικνύει τον τρόπο της νίκης κατά του Διαβόλου, νηστεύοντας σε όλα, ενίκησε τον πειρασμό που εκίνησε τα πάντα εναντίον του, και προς τους μαθητάς του έλεγε περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, «τούτο το δαιμόνιο δεν εξέρχεται παρά μόνο με προσευχή και νηστεία» (Μάρκ.9, 21).

6. Αλλά εμπρός, αδελφοί, ας δείξωμε τι είναι η θεάρεστη κι’ αληθινή νηστεία. Να γνωρίζετε τούτο, ότι δεν επαινούμε αυτή καθ' εαυτήν τη σωματική νηστεία, αλλά για την ενέργειά της προς άλλα ψυχωφελέστερα· διότι για τη σωματική άσκησι, λέ­γει και ο θείος Παύλος, ότι ολίγο ωφελεί (Α' Τιμ. 4, 8). Γι’ αυτό και οι θεοφόροι πατέρες που ομιλούν από πείρα δεν δέχονται τις πολυή­μερες νηστείες, αλλά κρίνουν δοκιμώτερο να τρώγωμε καθημε­ρινώς μια φορά και να μη χορταίνωμε· και τούτο λέγουν σύμμε­τρη και συνετή νηστεία, πράγμα που λέγει και η Γραφή, το να μη παρασύρεται κανείς από την χορτασιά της κοιλίας και την ηδονή του λαιμού, αλλά να αφήνη το φαγητό ενώ έχει ακόμη όρεξι, η δε ποιότης και ποσότης της να είναι κατάλληλη προς τη δύναμι και διάθεσι του τρεφομένου σώματος, ώστε να συντηρήται κατά το δυνατό κι’ η υγεία του. Πραγματικά το να τρώγη ο ασθενής από τα υπάρχοντα τρόφιμα καταλλήλως προς την ασθένεια και συμμέτρως, χωρίς να προσθέτη στα αναγκαία τα πολύ περιττά και συμφέροντα, και το να ζητή κανείς την τροφή αλλ' όχι την τρυφή, και την πόσι αλλ' όχι τη μέθη, και την σύμμετρη χρήσι αλλ' όχι την αμετρία και την ακρασία και την κατάχρησι, δεν αφαιρεί την αγιότητά του.

7. Τέτοια λοιπόν είναι η αρχή της αληθινής και θεάρεστης νηστείας, ο δε σκοπός για τον οποίο εθεσμοθετήθηκε κι' ετιμήθηκε από τους Χριστιανούς είναι η κάθαρσις της ψυχής. Διότι ποιά είναι η ωφέλεια, αν απέχωμε της σωματικής τροφής, αλλά κυριαρχούμαστε από σαρκικά φρονήματα και πάθη; Ποιό είναι το όφελος αν απέχωμε οίνου και πιεζώμαστε από δίψα, να με­θούμε δε όχι από οίνο, σύμφωνα με τον λέγοντα, «αλλοίμονο στους μεθύοντας όχι από οίνο», και να ταρασσώμαστε ψυχικά από θυμό και βασκανία; Ποιό είναι το όφελος, αν απέχωμε από τρυφηλή τράπεζα, αλλά έχωμε αταπείνωτη την ψυχή, και αν έχωμε αλλοιωμένη την σάρκα για έλαιο, αλλά δεν έχωμε ταπει­νωμένη την ψυχή κατά τη νηστεία; Ποιό είναι το όφελος, αν απαλλαγήκαμε μεν από την ομίχλη που αναθυμιάται από τα πολλά φαγητά, αλλά αχρειώνεται ο νους μας με φροντίδες και ματαίους λογισμούς και αχρειώνονται μαζί του οι προσευχές προς τον Θεό;
8. Γι’ αυτό καλή νηστεία είναι αυτή που τελείται για τον μαρα­σμό της επιθυμίας, για την ταπείνωσι της ψυχής, για την μεταποίησι του μίσους, για το σβήσιμο του θυμού, για την απάλειψι της μνησικακίας, για την καθαρότητα της διανοίας και την επιτέλεσι της προσευχής. Εάν δε είσαι εύπορος, το περίσσευμα της τροφής σου να προσφέρεται για την παρηγοριά των από­ρων. Εάν νηστεύης έτσι, όχι μόνο θα συμπάσχης και θα συννεκρώνεσαι, αλλά και θα συνανίστασαι και θα συμβασιλεύης με τον Χριστό στους απέραντους αιώνες. Διότι, αφού γίνης δια της νηστείας αυτού του είδους σύμφυτος με το ομοίωμα του θανά­του του, θα γίνης και κοινωνός της αναστάσεως και κληρονό­μος της ζωής σ' αυτόν. Αυτός που νηστεύει, εάν μεν πειράζεται, νικά τον πειράζοντα· εάν δε δεν πειράζεται, συντηρεί την ειρή­νη της ψυχής και του σώματος, ταλαιπωρώντας και δουλαγωγώντας το σώμα κατά τον Παύλο (Α’ Κορ. 9, 27), που εδειλίαζε μήπως φανή αδόκιμος· εάν δε ο Παύλος δειλιάζη, πόσο μάλλον πρέπει να δειλιάζουμε εμείς; Αυτός που νηστεύει λοιπόν δουλαγωγεί το σώμα και καθιστά δόκιμη την ψυχή· ενώ αυτός που παχύνει την σάρκα που έπειτα από λίγο θα φθαρή, αυτός δηλαδή που δεν τρώγει για να ζήση αλλά μάλλον ζη για να τρώγη, όπως τα ζώα που προετοιμάζονται από μας για σφαγή, και στα αναγκαία προσθέτει τα περιττά για να λιπαίνη το σώμα ή να το διεγείρη σε κακές επιθυμίες ή απλώς έτσι για φιληδονία σωματική, πάν­τως δεν κάμει τίποτε άλλο παρά ετοιμάζει πλουσιωτέρα τροφή στους σκώληκες. Επομένως καλώς ψάλλει ο προφήτης Δαβίδ, «ποιά είναι η ωφέλεια από το αίμα μου, όταν θα κατεβαίνω στη φθορά;» (Ψαλμ. 29, 11).

9. Όταν λοιπόν νηστεύης και τρέφεσαι μ' εγκράτεια, να μη αποθηκεύης γι' αύριο τα περισσεύματα, αλλά όπως ο Κύριος πτωχεύοντας μας επλούτισε, έτσι και συ πεινώντας εκουσίως, χόρτασε τον ακουσίως πεινασμένο· τότε η νηστεία σου θα είναι σαν περιστερά που φέρει κάρφος ελαίας κι’ ευαγγελίζεται στην ψυχή σου την σωτηρία από τον κατακλυσμό. «Εάν αφαίρεσης από το μέσο σου τον ζυγό και τη χειροδικία και τον κακόβουλο λόγο», λέγει ο μέγας Ησαΐας, «και δώσης στον πεινασμένο άρτο με την ψυχή σου και χόρτασης πεινασμένη ψυχή, τότε το φως σου θα λάμψη στο σκότος και το σκότος σου θα είναι σαν μεσημβρία» (Ησ. 58, 9). Εάν δε δεν θέλης να δώσης τα δικά σου, τουλά­χιστον ν' απέχης από τα ξένα και να μη κάμης κατοχή στα πράγματα που δεν είναι δικά σου, αρπάζοντας και θησαυρίζον­τας και από τους πτωχότερους μερικές φορές αδίκως, για να μη ακούσης από τον ίδιο τον προφήτη δικαίως τούτο· «δεν είναι αυτή η νηστεία που προτιμώ εγώ», λέγει ο Κύριος, «ούτε αν κάμψης τον λαιμό σου σαν κρίκο, θα γίνη δεκτή η νηστεία σου· αλλά ν' απαλλαγής από κάθε δεσμό αδικίας, να διάλυσης τους δεσμούς των βιαίων συναλλαγών, να διάσπασης κάθε άδικη υποχρέωσι· τότε το φως σου θα εκχυθή σαν αυγή κι' η θερα­πεία σου θ' αναφανή γρήγορα, η δικαιοσύνη σου θα είναι εμπροσθοφυλακή σου και η δόξα του Κυρίου θα είναι οπισθοφυ­λακή σου» (Ησ. 58, 5-8).

10. Εάν λοιπόν δεν δίδης στον πτωχό από τα δικά σου, και μάλιστα τα περισσεύματα, τουλάχιστον να μη τ' αποκτάς σε βά­ρος του πτωχού· αν και ο δεσπότης των όλων Χριστός αποπέμ­ποντάς τους της αριστεράς μερίδος στο πυρ και καταρώμενος αυτούς, δεν τους καταδικάζει σαν άρπαγες, αλλά ως μη μεταδί­δοντας στους ενδεείς. Επομένως οι άρπαγες και οι άδικοι ούτε θ' αναστούν για παρουσίασι και κρίσι, αλλά αμέσως για μεγα­λύτερη καταδίκη και κατάκρισι, αφού κι' εδώ, όπως φαίνεται, αυτοί ποτέ δεν παρουσιάσθηκαν στον Θεό εντελώς από ψυχή· «διότι», λέγει, «όσοι τρώγουν τον λαό μου σαν άρτο δεν επεκαλέσθηκαν τον Θεό» (Ψαλμ. 13, 5). Ο πλούσιος του οποίου οι αγροί εκαρποφόρησαν αφθόνως (Λουκά 12, 16) και ο ενδεδυμένος με πορφύρα και βύσσο (Λουκά 16, 19) δικαίως καταδικάζονται, όχι διότι αδίκησαν κάποιον, αλλά διό­τι δεν μετέδωσαν από όσα δικαίως απέκτησαν αυτοί· διότι τα θησαυρίσματα είναι κοινά από τα κοινά ταμεία των κτισμάτων του Θεού. Πώς λοιπόν δεν είναι πλεονέκτης αυτός που οικειο­ποιείται τα κοινά, έστω και αν δεν είναι σαν εκείνο που σφετε­ρίζεται φανερά τα ξένα; Επομένως ο μεν πρώτος θα υποστή, αλλοίμονο, την φρικτή διχοτόμησι ως κακός δούλος, ο δε άλ­λος θα υποστή τα δεινότερα και φρικωδέστερα, και κανένας από τους δύο δεν θα μπορέση να τα διαφύγη, αν δεν δεξιωθή τους πτωχούς, ώστε ο ένας να διαχειρισθή καλώς τα εμπιστευ­μένα σ' αυτόν από τον Θεό, ο δε άλλος να σκορπίση καλώς τα κακώς συναχθέντα.
11. Ο μέγας Παύλος γράφοντας προς τους Θεσσαλονικείς, τους προγόνους σας βέβαια, περί φιλαδελφίας, λέγει, «δεν έχε­τε ανάγκη να σας γράφω, διότι είσθε θεοδίδακτοι στο ν' αγαπά­τε αλλήλους» (Α’ Θεσσ. 4, 9).

12. Αφού λοιπόν ο Κύριος είπε προς μερικούς, «αν ήσαστε τέ­κνα τού Αβραάμ, θα εκτελούσατε τα έργα του Αβραάμ» (Ιω. 8, 39), ας φοβηθούμε κι' εμείς τον λόγο τούτον, που δεν λέγεται μεν προς εμάς εδώ, αλλά θα λεχθή, ο μη γένοιτο, κατά τη φρικτή ημέρα, όταν η συγγένεια κρίνεται μάλλον από την ομοιότητα των πε­πραγμένων όταν όλοι όσοι έχουν αγαπήσει την εν Χριστώ πτωχεία ή, αν όχι, τουλάχιστον τους πτωχούς, οι καταφρονηταί της δόξας, οι ερασταί της εγκρατείας, οι όχι μόνο ακροαταί αλλά και ποιηταί των ευαγγελικών θεσπισμάτων, κατά την ευχή του κοινού κατά χάριν Πατρός, θα είναι υπερφυώς ένα· «δώσε», λέγει, «να είναι όλοι αυτοί ένα, όπως εμείς είμαστε ένα» (Ιω. 17, 22)· όταν φανερά η κριτικωτάτη μάχαιρα του Πνεύματος θα διχάση τον άνθρωπο κατά του πατρός και την θυγατέρα κατά της μητρός και θα καταστήση ξένους μεταξύ των τους ανο­μοίους στους τρόπους· διότι αν τους ξεχωρίζη εδώ, πόσο περισ­σότερο εκεί, οπού ο παντογνώστης αποφαίνεται προς τους μη ωμοιωμένους «δεν σας γνωρίζω»; Διότι δεν έχουν, όπως έπρεπε την εικόνα του επουρανίου, δεν έγιναν οικτίρμονες όπως ο κοι­νός Πατήρ, δεν έκαμαν τα υπάρχοντα κοινά με τους ενδεείς, όπως εκείνος μετέδωσε δωρεάν από τα αγαθά του σε όλους, δεν έγιναν ευμενείς προς τους πλησίον, δεν έκαμαν πλησίον τους μακρινούς με την ευεργεσία· εξ αιτίας άρα της ανομοιότη­τας αυτής ούτε γνωρίζει ούτε δέχεται στον οίκο του τοιούτους ο αγαθός. Εάν δε αυτός ειπή έτσι, τα ίδια περίπου θα ειπούν και όσοι έζησαν κατά το παράδειγμά του εδώ και θα συμβασιλεύσουν εκεί μαζί του προς τους εξ αίματος συγγενείς των που δεν είναι παραπλήσιοι στην αρετή με αυτούς.

13. Και αν ειπή κάποιος, εγώ είμαι παιδί σου, εγώ ήμουν πατέ­ρας σου, εγώ αδελφός σου· τότε ο μεν τελευταίος θ' ακούση ότι κανείς δεν είναι πατέρας πλην ενός, του Θεού, ο δε πρώτος θ' ακούση, αν ήσουν δικό μου τέκνο, θα ήσουν μιμητής μου, τώρα δε είσαι εκείνου του πατρός τέκνο, του οποίου και των επιθυ­μιών ήσουν εργάτης· φύγε για να μείνης αιωνίως με αυτόν, διό­τι εγώ δεν σε γνωρίζω· διότι όλα όσα είναι του Θεού είναι δικά μου, εσύ δε δεν είσαι του Θεού. Το δικό μου και το δικό σου έχει εκδιωχθή τώρα πλέον, αφού εμείς το εμισήσαμε και στον εκλείψαντα εκείνον βίον· γι' αυτό κι’ εγίναμε κληρονόμοι της βασιλείας αυτής. Όπου υπήρχε αυτός ο κατά τους θείους πατέ­ρες ψυχρός λόγος, το δικό μου και το δικό σου, απουσίαζε ο δεσμός της αγάπης και ο Χριστός είχε εκδιωχθή· σ' αυτούς που τους κυριαρχούσε τότε το πάθος τούτο, προξενούσε φιλαυτία, φιλαργυρία, μισαδελφία και κάθε είδος κακίας· το ίδιο πάθος τους καταισχύνει και τώρα.

14. Ας φοβηθούμε λοιπόν, αδελφοί, αυτά τα πράγματα, παρα­καλώ· διότι πραγματικά είναι φρικτά. Ας ρυθμίσωμε τη διαγωγή μας, όπως αρέσει στο Θεό· ας αφήσωμε για να αφεθούμε, ας ελεήσωμε για να ελεηθούμε πολλαπλασίως· διότι αυτός για χάρι μας επτώχευσε τελευταία, αναδεχόμενος στον εαυτό του την ελεημοσύνη, από μεγαλοδωρία πολλαπλασιάζει την αμοιβή· πρέπει λοιπόν κανείς ή να είναι κατά το παράδει­γμά του πτωχός, και θα ζήση μαζί μ’ εκείνον, ή να έχη τα αγαθά κοινά με τους για εκείνον πτωχούς, και δι' αυτών θα σωθή. Ας αποκτήσωμε ευσπλαγχνία· ας δώσωμε αυτοβούλως δείγμα της προς τον αδελφό αγάπης και της προς τον κοινό Πατέρα και δε­σπότη αφοσιώσεως. Καταλληλότερο δε γι’ αυτά καιρό δεν θα εύρη κανείς από τις νηστήσιμες αυτές ημέρες· διότι, αν συνάψη με την νηστεία την συμπάθεια, θ' απαλείψη κάθε αμάρτημα, θα προσκυνήση με παρρησία τα σωτήρια πάθη, θα συνευφρανθή με την ανάστασι του Χριστού και θα επιτύχη την αιώνια απολύτρωσι.

15. Αυτήν είθε όλοι εμείς να επιτύχωμε εν Χριστώ τω Θεώ ημών στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωο­ποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.


www.alopsis.gr

Όσιος Βλάσιος ο εξ Αμορίου (+909/912)




Σύγχρονη εικόνα Ι.Μ. Δοχειαρίου  
 
 
Αγιορείτης Άγιος
Μνήμη 31 Μαρτίου
Καταγόταν από το Αμόριο της Μ. Ασίας, από το χωριό Απλατιανή, και το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος. Στις αρχές του 9 ου αιώνα εγκαταλείπει την πατρίδα του και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε διάκονος της Αγίας Σοφίας από τον άγιο πατριάρχη Ιγνάτιο. Στον ίδιο ναό είχε τον αδελφό του ιερέα.
Μετά από μια περιπετειώδη φυγή στη Βουλγαρία και τη θαυματουργή σωτηρία του, ταξιδεύει για τη Ρώμη. Εκεί έμεινε περίπου μια δωδεκαετία, χειροτονήθηκε ιερεύς, έζησε υπερθαύμαστη ζωή σε κοινόβιο του αγίου Καισαρίου επιτελώντας θαύματα και δυο φορές τον επισκέφθηκε σε όραμα η Θεοτόκος. Επιστρέφει και μονάζει στην περιβόητη μονή του Στουδίου επί τετραετία, όπου συνδέεται με ισχυρούς άρχοντες, τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό και τον άγιο πατριάρχη Αντώνιο.
Περί το 896, «την καταμόνας μαρτυρικήν παλαίστραν διεξελθείν εφιέμενος», έρχεται στον Άθωνα με μερικούς μαθητές του και ιδρύει μονύδριο. Αφού το αγλάισε και άφησε διάδοχό του έναν από τους μαθητές του, αποσύρθηκε στα πιο ερημικά μέρη του Όρους και δόθηκε στην άσκηση και την προσευχή. Έμενε «μόνος στην έρημο και δινόταν όλος στην προσευχή, δίχως να νοιάζεται για τροφή και να φοβάται τα' άγρια θηρία. Τρεφόταν με τα θεία λόγια και τα χόρτα του βουνού. Τα θηρία του δάσους έγιναν φίλοι του και τον πλησίαζαν με σεβασμό». Συχνά σε υπαίθριες λειτουργίες του συλλειτουργούσε με αγγέλους και οι ποιμένες έμεναν έκθαμβοι από τις ουράνιες μελωδίες και διηγούνταν «μεγάλη τη φωνή πάση τη περιχώρω τα του Θεού τεράστια».
Για όλο τον Άθωνα ήταν «ως αστήρ διαυγής πάντας καταφωτίζων τοις αυτού προτερήμασιν. όθεν αυτό τε το όρος και οι τούτου οικήτορες τη αυτού παρακελεύσει διεξαγόμενοι βαθείαν ήγον ειρήνην ταις αύραις του πνεύματος επαναπαυόμενοι».
Μετά από μια δωδεκαετία αγώνων, επέστρεψε στη μονή Στουδίου, γιατί είχαν αρχίσει οι άνθρωποι να τον συγχίζουν. Ύστερα από έναν υψηλό πυρετό και αφού προείδε το τέλος του και λειτούργησε για τελευταία φορά, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Πλάστη του. Ετάφη ένδοξα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου της μονής Στουδίου.
Ο ωραίος βίος του γράφηκε περί το 940 από Στουδίτη μοναχό, που ήταν μαθητής του μαθητή του Λουκά, ο μεταξύ των «πατέρων άριστος» και «μαθητής του προσφιλέστατος». Άγνωστη στο Όρος η τιμή του ως Αγιορείτου.   


http://agioritikesmnimes.blogspot.com/

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Ο Γερο Κωνσταντίνος, ο δια Χριστόν σαλός



Κωνσταντίνος μοναχός Καρεώτης,
ο διά Χριστόν σαλός (1898-μετά το 1969)
(Φωτογραφία: Chrysostomus Dahm, 1957)
Περισσότερες φωτογραφίες:


.......Ο άκακος και σιωπηλός δια Χριστόν σαλός Γερο-Κωνσταντίνος (Αγγελής) γεννήθηκε στο Καλέντσι της Δωδώνης, στην Ήπειρο, στις 10-2-1898. Τον πατέρα του τον έλεγαν Σταύρο και την μητέρα του Ανθούλα. Λεπτομέρειες από τα πρώτα χρόνια της μοναχικής ζωής του δεν γνωρίζουμε, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι είχε κάνει παλιά στην Ι. Μονή Διονυσίου ως αρχάριος. Χρόνια όμως, συνέχεια, τον έβλεπε κανείς να εμφανίζεται γύρω στις Καρυές και να μένη σ' ένα γκρεμισμένο Κελλί της Μονής Κουτλουμουσίου. (Παλιά ήταν το «Μονύδριο των Φιλαδέλφων» του Αγίου Γεωργίου).
Εκεί λοιπόν σε μία γωνία του γκρεμισμένου κτιρίου, που έπεφταν λιγότερα νερά από την στέγη και έμπαινε λιγότερο κρύο από τα σπασμένα παράθυρα και τις πόρτες, είχε κάτι κουρελιασμένες κουβέρτες και έμοιαζε σαν αετός στην φωλιά του.
Εξωτερικά ο Γερο - Κωνσταντίνος δεν φαινόταν τι είναι, διότι μόνο σκουφί και γένια είχε, που τον έδειχναν για Καλόγηρο. Πάντα τον σκέπαζε μια παλιά χλαίνη, με ένα σχοινί σφιχτά δεμένο στην μέση, και έδειχνε για κοσμικός. Εσωτερικά όμως ήταν ντυμένος με την Χάρη του Αγγελικού Σχήματος, η οποία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Όποιος τον έβλεπε από μακριά τον Γέροντα, τον περνούσε για δυστυχισμένο φτωχό άνθρωπο ή τρελό, αλλά από κοντά, όταν έβλεπε κανείς το λαμπερό του πρόσωπο, καταλάβαινε ότι κάποιο μυστήριο κρύβεται σ' αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο και δεν τον θεωρούσε για τρελό, αλλά τρελούς θεωρούσε εκείνους που έλεγαν τρελό τον Γερο - Κωνσταντίνο.
Ο Γερο - Κώστας (έτσι τον έλεγαν), ενώ ζούσε στις συνθήκες που ανέφερα, με τελεία εγκατάλειψη του εαυτού του, και ενώ ούτε πλενόταν, εν τούτοις ήταν καθαρός, γιατί ζούσε σαν πετεινό του ουρανού.
Με ανθρώπους σπάνια μιλούσε, ενώ με τον Θεό πάντοτε δια της αδιάλειπτου προσευχής. Πολλές φορές ηρπάζετο ο νους του, και, όταν συνερχόταν, έκανε κάτι κινήσεις με το χέρι του, «για να θολώση τα νερά», χωρίς να πη τίποτα και έφευγε. Φυσικά, για τους κοσμικούς ανθρώπους αυτή η συμπεριφορά του ήταν παρεξηγήσιμη. Ακόμη και όταν τους έλεγε κανένα προφητικό, και αυτό τους φαινόταν για ανοησία.
Όταν καμιά φορά μιλούσαν οι γύρω του, και ο Γερο - Κωνσταντίνος δεν τους παρακολουθούσε, γιατί αυτός προσευχόταν, και ο νους του ήταν στον Θεό, πάλι για αφηρημένο τον νόμιζαν. Έπρεπε να τον ρωτάη κανείς πολλές φορές τον Γερο - Κωνσταντίνο και να επιμένη για να απαντήση, και πάλι θ' άκουγε δυό - τρία λόγια μουρμουριστά, αλλά προφητικά.
Ο Γερο Κωνσταντίνος είχε εσωτερική καθαρότητα, γι' αυτό έβλεπε καθαρά πολύ μακριά! Δυστυχώς όμως, μερικοί από εμάς τους ταλαίπωρους «τον άνθρωπο του Θεού» τον θεωρούσαμε για ταλαίπωρο άνθρωπο, επειδή έμενε μέσα στα χαλάσματα, ενώ εκείνος εκεί στα χαλάσματα έκτιζε συνέχεια την ψυχή του, η οποία ψυχή αξίζει περισσότερο απ' όλο τον κόσμο, καθώς μας είπε ο Χριστός.
Όπως ανέφερα, σε μια γωνιά στα χαλάσματα είχε την φωλιά του με τις κουρελιασμένες κουβέρτες και δίπλα του ένα Ψαλτήρι και ένα Ωρολόγιο της Εκκλησίας. Το δε νοικοκυριό του ήταν ένα τενεκάκι από κουτί κονσέρβας με ένα σύρμα για χερούλι! Αυτή ήταν όλη η περιουσία του!
Κάθε Σάββατο περνούσε συνήθως από δύο Κονάκια στις Καρυές, και οι Πατέρες του έβαζαν κάτι από τα περισσεύματα στο τενεκάκι του. Περνούσε πάντα σιωπηλά, χωρίς να ζητάη΄ είχε αρχοντιά. Εάν οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, έφευγε χωρίς να πάρη τίποτα. Κάπου - κάπου περνούσε και από τα μπακάλικα και έπαιρνε μόνος του, σαν σπουργίτης, πέντε - έξι ελιές στο χέρι του και έφευγε. Οι μπακάληδες το θεωρούσαν αυτό ευλογία, γιατί τον αγαπούσαν τον Γερο - Κώστα. Εάν κανείς του έβαζε χρήματα στην τσέπη του κρυφά, τα άφηνε και αυτός κρυφά στα μπακάλικα και έφευγε.
Έτσι φρόνιμα ζούσε ο Γερο - Κώστας στο Περιβόλι της Παναγίας, σαν άκακο αρνάκι.
Δυστυχώς όμως, πριν από ένδεκα χρόνια, το 1969, επειδή έρχονταν πολλοί κοσμικοί, Ευρωπαίοι, και τον νόμιζαν για τρελό, έτσι όπως εμφανιζόταν στις Καρυές, οι Αρχές έστειλαν στο Τρελοκομείο τον άνθρωπο του Θεού! Εκεί στην κλινική, αφού τον εξέτασαν οι γιατροί, δεν του βρήκαν τίποτε. Τα μυαλά του ζύγιζαν τετρακόσια δράμια (μια οκά), αλλά εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, oι εξωτερικοί, με την κατ' όψιν κρίση μας, τον αδικήσαμε και στην συνέχεια. Ενώ τον βρήκαν υγιέστατο, τον έστειλαν από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο. Εκεί, επειδή είχε βρεθή τελείως ξαφνικά σε κοσμικό περιβάλλον - στην Θεσσαλονίκη - έπιανε μία γωνία και έλεγε την ευχή, και από τα μάτια του κυλούσαν συνέχεια τα δάκρυα σαν χάνδρες.
Όταν έμαθα ότι ο Γερο - Κώστας πέρασε αυτή την ταλαιπωρία και βρίσκεται πια στο Γηροκομείο, είπα στην αδελφή που ήταν στην Γραμματεία να τον φροντίζη. Φυσικά, ήταν καλύτερα από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο, αλλά όσο και καλά να ήταν, για τον φιλήσυχο Μοναχό Γερο - Κωνσταντίνο το Περιβόλι της Παναγίας ήταν καλύτερο και απ' όλα τα παλάτια του κόσμου.
Απορούσε το καημένο Γεροντάκι και έλεγε στην αδελφή :
-Γιατί μ' έφεραν εδώ;
Εκεί λοιπόν πέρασε την επίλοιπη ζωή του ο «δια Χριστόν σαλός», ο οποίος ταλαιπωρήθηκε από εμάς τους κοσμικά έξυπνους.
Δεν έχει σημασία που κοιμήθηκε κι αν κοιμήθηκε στο Γηροκομείο ... και όχι στο Άγιον Όρος ο Γερο - Κώστας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι θα ξύπνησε στον Παράδεισο, ο πολύ έξυπνος, ο «δια Χριστόν σαλός» Γερο - Κωνσταντίνος. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Απόσπασμα από το βιβλίο ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ
Γέροντος Παισίου Αγιορείτου
http://agioritikesmnimes.blogspot.com

Πῶς πρέπει νὰ πολεμᾶ ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ


Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης



Ἀφοῦ ξυπνήσεις τὸ πρωί, καὶ ἀφοῦ προσευχηθεῖς κάμποση ὥρα, λέγοντας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με, τὸ πρῶτο πράγμα, ποὺ ἔχεις νὰ στοχασθεῖς εἶναι αὐτό: τὸ νὰ σοὺ φανεῖ πὼς βλέπεις τὸν ἑαυτό σου περικλεισμένο μέσα σ’ ἕναν τόπο, καὶ στάδιο, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ ἡ ἴδια σου ἡ καρδιά, καὶ ὅλος ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος· μ’ αὐτὸ τὸν νόμο, ὅτι, ὅποιος ἐκεῖ δὲν πολεμήσει, νὰ μένει πάντοτε πεθαμένος· καὶ μέσα σ’ αὐτὸ λογαρίασε πὼς βλέπεις ἐμπρός σου ἐκεῖνο τὸν ἐχθρό, καὶ ἐκείνη τὴν κακή σου ὄρεξη, τὴν ὁποία ἀποφάσισες γιὰ νὰ πολεμήσεις, καὶ εἶσαι ἕτοιμος νὰ πληγωθεῖς καὶ νὰ πεθάνεις, ἀρκεῖ μόνο νὰ τὴν νικήσεις.


Καὶ ἀπὸ μὲν τὸ δεξὶ μέρος τοῦ σταδίου, νόμισε πὼς βλέπεις τὸ νικηφόρο σου Ἀρχιστράτηγο, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τὴν Παναγία του Μητέρα, καὶ μὲ πολλὰ Τάγματα Ἀγγέλων καὶ Ἁγίων καὶ μάλιστα μὲ τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ· ἀπὸ δὲ τὸ ἀριστερό, πὼς βλέπεις τὸν καταχθόνιο διάβολο, μὲ τοὺς δικούς του δαίμονες, γιὰ νὰ σηκώσουν τὸ πάθος ἐκεῖνο, καὶ τὴν κακὴ ὄρεξη καταπάνω σου, καὶ νὰ σὲ παρακινήσουν νὰ ἀφήσεις τὸν πόλεμο, καὶ νὰ ὑποταχθεῖς σ’ αὐτό· φαντάσου καὶ πὼς ἀκοῦς μία φωνή, σὰν ἀπὸ τὸ φύλακά σου Ἄγγελο, νὰ σοῦ λέει ἔτσι· «Ἐσὺ σήμερα πρέπει νὰ πολεμήσεις ἐναντίον αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ πάθους, καὶ τῶν ἄλλων ἐχθρῶν· καὶ μὴ δειλιάσει καθόλου ἡ καρδιά σου, καὶ φύγεις ἀπὸ τὸν πόλεμο λόγῳ φόβου, ἢ ἄλλης συστολῆς, μὲ κανένα τρόπο· γιατί ὁ Κύριός μας καὶ Ἀρχιστράτηγός σου Ἰησοῦς, στέκεται ἐδῶ συντροφιασμένος μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους του, δηλαδὴ μὲ ὅλα του τὰ ἔνδοξα τάγματα, γιὰ νὰ πολεμήσει ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου, καὶ νὰ μὴ τοὺς ἀφήσει νὰ σὲ δυναστεύουν ἢ νὰ σὲ νικήσουν· «Κύριος λέει, πολεμήσει περὶ ὑμῶν» (Ὁ Κύριος θὰ πολεμήση διὰ τὴν σωτηρίαν σας) (Ἔξοδ. ΙΔ΄ 14).


Γι’ αὐτό, στάσου στέρεος, βίασε τὸν ἑαυτό σου, ὑπέφερε τὸ βάσανο ποὺ θὰ αἰσθανθεῖς καμιὰ φορά· φώναζε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς καρδιᾶς σου· «μὴ παραδῶς με εἰς ψυχὰς θλιβόντων με» (Μὴ μὲ παραδώσης εἰς τὰ χέρια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σκοπὸ νὰ μὲ καταθλίψουν) (Ψάλμ. ΚΣΤ΄ 12). Φώναζε τὸν Κύριό σου, καὶ τὴν Παρθένο, καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους, καὶ Ἁγίες· καὶ σίγουρα θὰ νικήσεις· γιατί λέει «Γράφω ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι νενικήκατε τὸν πονηρὸν» (Γράφω εἰς σᾶς, νέοι, διότι ἔχετε νικήσει τὸν πονηρὸν) (Α΄ Ἰωάννου Β΄ 13). Καὶ ἂν ἐσὺ εἶσαι ἀδύνατος, καὶ συνηθισμένος στὰ κακά, ἐνῶ οἱ ἐχθροί σου εἶναι δυνατοί, καὶ πολλοί, ἀλλά, πολὺ περισσότερες εἶναι οἱ βοήθειες ἐκείνου, ποὺ σὲ ἔπλασε καὶ σὲ λύτρωσε, καὶ ἀπὸ σένα ἀσυγκρίτως δυνατότερος εἶναι ὁ Θεὸς στὸν πόλεμο αὐτό• ὅπως ἔχει γραφεῖ· «Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατὸς ἐν πολέμῳ» (ὁ Κύριος ὁ κραταιὸς καὶ δυνατὸς εἰς τοὺς πολέμους) (Ψαλμ. ΚΓ΄ 8). Καὶ περισσότερο πόθο ἔχει αὐτὸς νὰ σὲ σώσει, ἀπὸ ὅτι ἔχει ὁ ἐχθρὸς νὰ σὲ καταστρέψει.


Γι’ αὐτὸ πολέμα, καὶ μὴ βαρεθεῖς ποτέ σου τὸν κόπο. Γιατί ἀπὸ τὸν κόπο, καὶ ἀπὸ τὴ βία, καὶ τὸ βάσανο, ποὺ αἰσθάνεσαι γιὰ τὴ συνήθεια, τὴν ὁποία ἀπέκτησες ἀπὸ τὸ κακό, γεννιέται ἡ νίκη, καὶ ὁ μεγάλος θησαυρός, μὲ τὸν ὁποῖο ἀγοράζεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ ἑνώνεται ἡ ψυχὴ διαπαντὸς μὲ τὸ Θεό.


Λοιπόν, ἄρχισε στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ πολεμᾶς μὲ τὰ ἅρματα τῆς ἀπιστίας τοῦ ἑαυτοῦ σου, καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ θάρρους στὸ Θεό σου, μὲ τὴν προσευχή, καὶ μὲ τὴ γύμναση· καὶ περισσότερο μὲ τὸ ἅρμα τῆς καρδιακῆς, καὶ Νοερᾶς Προσευχῆς· τὸ ὁποῖο εἶναι τό, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὄνομα τόσο φοβερό, ποὺ σὰν μαχαίρι δίστομο στρεφόμενο μέσα στὴν καρδιά, μαστίζει, καὶ κατακόπτει τοὺς δαίμονες, καὶ τὰ πάθη.


Γι’ αὐτὸ καὶ περὶ τούτου εἶπε ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος «Ἰησοῦ ὀνόματι, μάστιζε πολεμίους» (Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, μάστιζε τοὺς ἐχθρούς). Μὲ αὐτά, λέω, πολέμα ἐκεῖνο τὸν ἐχθρό, καὶ ἐκεῖνο τὸ πάθος, καὶ τὴν κακὴ ὄρεξη, ποὺ σὲ πολεμάει• δηλαδὴ νὰ τὴν πληγώνεις θανάσιμα, πότε μὲ τὴν ἀντίσταση, πότε μὲ τὸ μίσος, πότε μὲ τὶς πράξεις τῆς ἐνάντιας ἀρετῆς· καὶ ἔτσι, νὰ κάνεις πράγμα ἀρεστὸ στὸ Θεό σου· ὁ ὁποῖος, μὲ ὅλη τὴ θριαμβεύουσα ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησία, στέκει ἀόρατα, καὶ βλέπει τὸν πόλεμό σου· γιὰ τὸν ὁποῖο πόλεμο, δὲν πρέπει νὰ λυπᾶσαι συλλογιζόμενος, ἀφενὸς τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε ὅλοι μας νὰ δουλεύουμε, καὶ νὰ ἀρέσουμε στὸ Θεό, καὶ ἀφετέρου, τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχουμε νὰ πολεμοῦμε, καθώς σοῦ προεῖπα. Γιατί, ἂν ἀπ’ αὐτὸ τὸν πόλεμο φύγουμε, σίγουρα μέλλουμε νὰ θανατωθοῦμε.


Ἔπειτα, καὶ ἂν φύγεις πρὸς ὥραν ἀπὸ τὸν κατὰ Θεὸν αὐτὸ πόλεμο σὰν ἀποστάτης, καὶ δοθεῖς στὸν κόσμο, καὶ σ’ ὅλες τὶς τρυφές, καὶ ἀναπαύσεις τῆς σαρκός· ἀλλὰ ὕστερα, καὶ παρὰ τὴ θέλησή σου πάλι πρέπει νὰ πολεμήσεις· καὶ μὲ τόσες δυσκολίες, ποὺ πολλὲς φορὲς νὰ ἱδρώνει τὸ πρόσωπό σου, καὶ νὰ καταπληγώνεται ἡ καρδιά σου μὲ θανατηφόρες λιποθυμίες. Πότε; Στὸν καιρὸ τῶν γηρατειῶν καὶ τοῦ θανάτου σου. Ὅταν οἱ δαίμονες, καὶ ὅλα τὰ πάθη σου, πρόκειται νὰ σὲ περικυκλώσουν δυνατά. Καὶ τόσο νὰ σὲ κατατροπώσουν, ποὺ ἐσὺ ἀδύναμος, ποιὸν πρῶτα νὰ ἀντιπολεμήσεις, πρόκειται νὰ παραδοθεῖς σὲ αἰώνιο θάνατο.


Γι’ αὐτό, μὴ γίνεις τόσο μωρός, ἀγαπητέ, ὥστε νὰ θέλεις νὰ πολεμᾶς τότε σὲ ἕνα καιρὸ ἀνώφελο· ἀλλὰ σὰν φρόνιμος, ὑπόμεινε τώρα τὸν κόπο τοῦ πολέμου, γιὰ νὰ νικήσεις, νὰ στεφανωθεῖς καὶ νὰ ἑνωθεῖς μὲ τὸ Θεό, καὶ ἐδῶ, καὶ ἐκεῖ στὴ βασιλεία του τὴν οὐράνια, «μνήσθητι τοῦ Κτίσαντός σε ἐν ἡμέραις νεότητός σου, ἕως ὅτου μὴ ἔλθωσιν αἱ ἡμέραι τῆς κακίας σου· καὶ φθάσωσι τὰ ἔτη, ἐν οἶς ἐρεῖς· οὐκ ἔστι μοι ἐν αὐτοῖς θέλημα» (Κατὰ τὰ ἔτη τῆς νεότητός σου, καὶ πάντοτε, νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν δημιουργόν σου, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν ἡμέραι πόνου καὶ ταλαιπωρίας τοῦ γήρατος καὶ φθάσουν ἔτη, κατὰ τὰ ὁποῖα θὰ πῆς, “Δὲν ἔχω πλέον τὴν θέλησιν καὶ τὴν δύναμιν δι΄ αὐτὰ τὰ πράγματα, διὰ τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν ὑπακοὴν πρὸς τὸν Θεόν.”) (Ἐκκλησιαστής ΙB΄ 1).


www.agiazoni.gr

Εκοιμήθη ο Ηγούμενος της Ι.Μ. Οσίου Δαβίδ Κύριλλος


igoumenos kirillos

Εκοιμήθη σήμερα, Παρασκευή 30 Μαρτίου ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ, Αρχιμ. Κύριλλος (Γεραντώνης).
Ο Γέρων Κύριλλος, διάδοχος στην ηγουμενία, αλλά και στην αρετή, του οσίου Ιακώβου (Τσαλίκη), του νέου ασκητού και οσίου της Εύβοιας.
Να αναφερθεί ότι τα τελευταία χρόνια ο μακαριστός Γέροντας, υπέφερε επί σειρά ετών από πολυώδυνες ασθένειες, νοσηλευόμενος σε διάφορα νοσοκομεία.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο Γέροντας εκοιμήθη στο ΝΑΤ, όπου και νοσηλευόταν.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι αύριο Σάββατο ο Μητροπολίτης Χαλκίδος θα τελέσει την Θ. Λειτουργία στο Μοναστήρι, ενώ στις 12.00 θα γίνει η κηδεία.
Ο αοίδιμος π. Κύριλλος, εκοιμήθη σήμερα το πρωί, κατόπιν πολυωδύνου ασθενείας, στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου νοσηλευόταν το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Ο Γέροντας Κύριλλος γεννήθηκε στον Κρυονερίτη της Βορείου Ευβοίας το 1938 και από την μικρή του ηλικία γαλουχήθηκε με τα νάματα της Ορθοδόξου Πίστεως.
Προσήλθε στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαυΐδ του Γέροντος στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και εκάρη Μοναχός την 1η Οκτωβρίου 1965 από τον μακαριστό Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αρχιμανδρίτη Νικόδημο Θωμά (+1977), λαβών το όνομα Κυπριανός. Ως Μοναχός διακρίθηκε για την ταπείνωσή του, την υποδειγματική υπακοή του και την διάθεσή του να υπηρετεί τους πάντες.
Στις 27 Μαρτίου του 1971 χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ι. Ν. Γενεθλίου της Θεοτόκου Λίμνης, λαβών το όνομα Κύριλλος και στις 28 Μαΐου 1971 Πρεσβύτερος στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαυΐδ, από τον μακαριστό Μητροπολίτη Χαλκίδος Νικόλαο (+1975).
Ως ιερομόναχος εξυπηρέτησε την Ιερά Μονή της μετανοίας του, μαζί με τον μακαριστό Γέροντα Αρχιμανδρίτη Ιάκωβο Τσαλίκη (+1991), όπως και τα γύρω χωριά, τα οποία εστερούντο μονίμου Εφημερίου. Παράλληλα και για 20 και πλέον χρόνια, μαζί με τον μακαριστό π. Ιάκωβο και τον επίσης μακαριστό Μοναχό π. Σεραφείμ (+2009) κράτησαν την Ιερά Μονή του Οσίου Δαυΐδ του Γέροντος και διηκόνησαν τους αναρίθμητους προσκυνητές της.
Το 1991 και μετά την κοίμηση του μακαριστού Ηγουμένου Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη, εξελέγη με την ψήφο όλης της Αδελφότητος Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Οσίου Δαυΐδ και ενθρονίστηκε επισήμως στην Ιερά Μονή από τον μακαριστό Μητροπολίτη Χαλκίδος Χρυσόστομο Α΄ (+2010) στις 12 Απριλίου του 1992.
Στα 20 χρόνια της ηγουμενίας του ο π. Κύριλλος, με γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα και άριστη συνεργασία με τους Μητροπολίτες Χαλκίδος Χρυσόστομο Α΄ και Χρυσόστομο Β΄, ανεκαίνισε το κτιριακό συγκρότημα της Ιεράς Μονής, ανεδέχθη δεκάδα και πλέον νέων Μοναχών στην Ιερά Μονή του, πρωτοστάτησε στον τομέα της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης, ανεδείχθη πνευματικός πατέρας και εξομολόγος αναριθμήτων Κληρικών, Μοναχών και Λαϊκών σε όλη την Ελλάδα και ευρύτερα και με οδηγό την υψοποιό ταπείνωση, το αόργητο και πράο του χαρακτήρος του και την ακρίβειά του στα θέματα της Ορθοδόξου Πίστεως, έδωσε την καλή μαρτυρία του Μοναχού και του Ηγουμένου που ζει για την Εκκλησία και αναπνέει στον χώρο της Ορθοδόξου Λατρείας.
Το τελευταίο διάστημα ταλαιπωρήθηκε από σοβαρά προβλήματα της υγείας του και νοσηλεύθηκε πολλές φορές. Όμως και στο πρόβλημα της υγείας του, όμως, έγινε παράδειγμα μίμησης για όλους, αφού το χαμόγελο δεν έλειψε ποτέ από τα χείλη του και η φράση «Δόξα σοι ο Θεός», ήταν η μόνιμη απάντηση σε όσους τον ρωτούσαν για την πορεία της υγείας του, δείγμα ότι εμπιστευόταν ολοκληρωτικά τον εαυτό του στην προστασία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και των Αγίων Του.
Η εξόδιος Ακολουθία του θα λάβει χώρα στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαυΐδ του Γέροντος, αύριο Σάββατο 31 Μαρτίου 2012 και ώρα 12 μ., χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου.
Ο Θεός να του χαρίσει την Βασιλεία Του.


www.romfea.gr

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Ερμηνεία τροπαρίων του Μεγάλου Κανόνος



Αρχιεπισκόπου Μύρων Ιωάννου του Λινδίου
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΡΟΠΑΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ [*]
 
ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ ΙΒ' 
Ει και ήμαρτον, Σωτήρ,
αλλ' οίδα, ότι φιλάνθρωπος ει·
πλήττεις συμπαθώς
και σπλαγχνίζη θερμώς,
δακρύοντα βλέπεις,
και προστρέχεις ως πατήρ,
ανακαλών τον άσωτον.
 
ΕΡΜΗΝΕΙΑ 
Η αγάπη του Θεού, οπού έχει προς τον άνθρωπον, είναι τοσούτον πολλή και με­γάλη. ώστε οπού κάμνει και αυτούς τους αγίους Αγγέλους να εκπλήττωνται και να υπερθαυμάζωσι. Ταύτην δε την υπερβάλλουσαν θείαν αγάπην εννοώντας και ο προφητάναξ, θαυμαστικώς ανεβόησε πρός τον Θεόν λέγωντας· «Τι έστιν άν­θρωπος, ότι μιμνήσκη αυτού; Ή υιός ανθρώπου, ότι επισκέπτη αυτόν;» (Ψαλμ. η' 8). Όθεν αν είχε χώραν το πάθος του φθόνου αναμεταξύ εις την άυλον εκείνην και απαθή φύσιν των υπερκοσμίων και ουρανίων Δυνάμεων, δεν ήθελαν φθονήση βέβαια οι άγιοι Άγγελοι κανένα άλλο πράγμα περισσότερον, παρά μόνον τον αμαρτωλόν εκείνον, οπού μετανοεί με όλην του την ψυχήν και καρδίαν, και προστρέχει εις τον φιλάνθρωπον και φιλόστοργον πατέρα Θεόν με θερμά και κατανυκτικά δάκρυα. Διά τούτο και γί­νεται εις τους ουρανούς διά την επιστροφήν ενός αμαρτωλού μεγάλη χαρά και πανήγυρις, καθώς μας βεβαιώνει το θείον και ιερόν Εύαγγέλιον, και μάλιστα η πα­ραβολή του ασώτου, τον οποίον μόνον οπού είδεν ο ουράνιος πατήρ, ότι διελογίζετο καθ' εαυτόν λέγωντας· «Ας απέλ­θω προς τον πατέρα μου», δεν ανέμεινεν ο φιλόστοργος εκείνος πατήρ του ιδίου υιού την προς αυτόν επιστροφήν και επάνοδον, αλλ' ευθέως προλαβών έδραμε με ανοικτάς αγκάλας εις την τούτου θερμήν προϋπάντησιν. Και αφού γλυκέως τον κατεφίλησε και με ενδύματα φωτεινά τον εστόλισε, τότε παρευθύς σφάξας και τον σιτευτόν μόσχον, εποίησεν εκείνην την ημέραν δι' αυτόν μεγάλην εορτήν και πανήγυριν. Ω φιλανθρω­πίας μέγεθος, ω υπερβολή αγαθότητος! 
Έχωντας λοιπόν, αμαρτωλέ άνθρω­πε, τοιούτον πατέρα φιλεύσπλαγχνον και πανάγαθον, διά τι δεν μετανοείς από τας αμαρτίας σου; Διά τι δεν επιστρέφεις προς το πλούσιον αυτού έλεος; Διά τι αναβάλλης τον καιρόν με το αύριον και μεθαύριον; Μήπως και ηξεύρεις τι θέλει γένει έως την αύριον; Αν σε αρπάση ως κλέπτης ο θάνατος αύριον, τι θέλεις κάμει τότε, ταλαίπωρε; Εδώ μεν εις την παρούσαν ζωήν ο Θεός ως πανά­γαθος πλήττει και μαστίζει τους αμαρτάνοντας με άκραν του ελεημοσύνην και με πατρικήν του συμπάθειαν εκεί δε εις τον μέλλοντα αιώνα δεν πλήττει πλέον συμπαθώς τους αμετανοήτους, ουδέ σπλαγχνίζεται θερμώς τους πονηρούς και αδιορθώτους, αλλ' ως δίκαιος κριτής τους παραπέμπει ομού με τον Διάβολον εις το πυρ το αιώνιον, εις το σκότος το εξώτερον και εις τον κλαυθόν εκείνον τον απαράκλητον και απαραμύθητον. 
Προ του θανάτου λοιπόν, αγαπητέ, οπού σου χρησιμεύει, κατά πολλά η με­τάνοια, προ του θανάτου κλαύσον και δάκρυσον, διά να ιδή ο Θεός τα δάκρυά σου και να εξαλείψη με αυτά πάσας τας αμαρτίας σου. Προ του θανάτου πρόσδραμε εις τον ουράνιον Πατέρα σου, διά να σε προϋπαντήση και αυτός με την συνήθη φιλανθρωπίαν του, καθώς τότε και τον υιόν εκείνον τον άσωτον· προ του θανάτου βόησον, και ειπέ με κατάνυξιν προς τον φιλόψυχον Χριστόν και Σωτήρα σου: «Αγκαλά και ήμαρτον, Σώτέρ μου πολυέλεε, αλλά πάλιν ηξεύρω καλώτατα, ότι είσαι Δεσπότης μου αμνησίκακος και φιλάνθρωπος. Ελέησόν με λοιπόν, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Πλήξόν με εδώ συμπαθώς ως ιατρός ευσπλαγχνικός και πανάριστος. Με τας συμπαθητικάς σου πληγάς ίασαί με τον άθλιον. Ως τον άσωτον υιόν ανακάλεσαί με. Δεν έχω άλλην ελπίδα ο δείλαιος, ειμή μόνην την φιλανθρωπίαν και αγα­θότητα. Άνες μοι ουν, Κύριε, και μη συναπωλέσης με ταις ανομίαις μου, μηδέ τη­ρήσης τα κακά μου εις τον αιώνα τον μέλλοντα, μηδέ καταδικάσης με εν τοις κατωτάτοις τόποις του άδου κατά τας μυσαράς και βδελυράς πράξεις μου, αλλ' οίκτειρόν με ένεκεν του πλήθους του ελέους σου, και συγχώρησόν μοι διά το όνομά σου το άγιον. Ότι μόνος εσύ εί­σαι ο Θεός των μετανοούντων και Σωτήρ των αμαρτιόντων, και σοι την δόξαν και ευχαριστίαν και προσκύνησιν αναπέμπομεν εις αιώνα τον άπαντα».
 

ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ Β'
Πρόσχες μοι
ο Θεός ως οικτίρμων
ιλέω όμματί σου
και δέξαι μου την θερμήν
εξομολόγησιν.
 
ΕΡΜΗΝΕΙΑ 
Φοβερόν πράγμα είναι, αγαπητοί, η αμαρτία. Ο άνθρωπος, οπού την πράτ­τει, δεν έχει ομμάτια να την ιδή με τελει­ότητα. Όταν βιασθή από τους κριτάς να την ομολογήση εις τα κριτήρια, πάσχει με μύριους τρόπους να την συγκαλύψη. Υποφέρει πολλάς τιμωρίας και βάσανα, μόνον διά να μη παρρησιασθή εις τα ομμάτια των ανθρώπων η αμαρτία του. Και τούτο διά τι τάχα; Διότι η αμαρτία, με το να είναι μία ύβρις ασύγκριτος εις τον μέγαν και φοβερόν των απάντων Κύριον, και ένα φαρμάκι άπειρον, οπού φαρμακεύει της θείας εκείνης και απεί­ρου ευσπλαγχνίας το ανεξάντλητον πέ­λαγος, ενεφύτευσεν εις αυτήν ο Θεός φυσικώς και ένα μίσος άπειρον, ώστε οπού να μην έχη ομμάτια να την βλέπη μηδέ εκείνος ο ίδιος, οπού την πράττει. Και με ένα λόγον, τόσον κατά πολλά ασυγκρίτως φοβερόν και τρομακτικόν πράγμα είναι η αμαρτία, οπού όλαις η ζωαίς των μυριάδων Αγγέλων και ανθρώπων αν εδίδοντο εις θάνατον, δεν ήθελαν δυνηθή εις το να την εξαλείψωσιν από τον κόσμον. Παρά μόνος ένας Θεός παντοδύναμος εδυνήθη να το κάμη τούτο με την διά σαρκός επί γης επιδημίαν του, με τα φρικτά πάθη του, και με τον σταυρικόν αυτού θάνατον. 
Όθεν όσαις φοραίς αμαρτάνει ο άν­θρωπος ύστερον από το άγιον Βάπτι­σμα, τόσαις φοραίς πάλιν ξανασταυρώνει και θανατώνει της δόξης τον Κύριον. Και παρακινεί τον Θεόν εις τόσην πολ­λήν οργήν και αγανάκτησιν, ώστε οπού, αν έλιπεν η θερμή εξομολόγησις και τα κατανυκτικά των αμαρτωλών δάκρυα, βέβαια ο Θεός ήθελεν εξαλείψη πάλιν από προσώπου της γης όλον το ανάστη­μα της ανθρωπίνης φύσεως. 
Των ολίγων λοιπόν μετανοημένων α­μαρτωλών η παντελής αποχή της αμαρ­τίας και η θερμή μετάνοια και διάπυρος αυτών εξομολόγησις, και των ενάρετων και αγίων ανθρώπων αι καθημεριναί δεήσεις και πρεσβείαι, οπού κάμνουν προς τον Θεόν υπέρ πάσης της ανθρωπότητος. καταπραΰνουσι την κατά των αμαρτανόντων φοβεράν οργήν του Κυ­ρίου, και προσέχει τω κόσμω ως οικτίρμων και πολυέλεος με όμμα ιλαρόν τε και ήμερον, αποδίδωντας εν καιρώ τω προσήκοντι τους ετησίους όμβρους, των αέρων την ευκρασίαν, της γης την καρποφορίαν και τας λοιπάς άλλας απεί­ρους ευεργεσίας του, όσαι αφορώσι προς σύστασιν του κόσμου και διαμονήν όλης της ανθρωπότητος. 
Και τούτο το έλεος γίνεται μόνον εν­ταύθα, έως οπού ζη ο άνθρωπος. Μετά δε την εντεύθεν αυτού αποβίωσιν, αν εξήλθεν εκ του βίου αμετανόητος, τότε τον απαντά μία εκδοχή φοβέρας κρίσεως, διά να δώση φρικτήν απολογίαν δι' όσα έπραξεν, είτε αγαθά, είτε φαύλα, έως και εις τα παραμικρά κινήματα της διανοίας του. 
Ταύτα λοιπόν εννοούντες, αγαπητοί μου, ας φρίξωμεν, ας τρομάξωμεν. Και όταν πλησιάζωμεν εις το μυστήριον της ιεράς Εξομολογήσεως, ας μην είμεθα απρόσεκτοι και ακατάνυκτοι, αλλ' ας παριστάμεθα μετά πολλού φόβου και τρόμου ως ενώπιον του φοβερού εκείνου Βήματος. Διότι εκείνην την ώραν, οπού εξομολογούμεθα τας αμαρτίας μας, έχομεν όλον τον χορόν των ουρανίων Αγγέ­λων και αρχαγγελικών Δυνάμεων, οπού μας ακροάζονται. Έχομεν και αυτόν τον μέγαν και φοβερόν Θεόν και ποιητήν πάσης της κτίσεως, οπού προσέχει εις την εδικήν μας εξομολόγησιν. Και ει μεν γίνεται με αλήθειαν, με κατάνυξιν και με καρδίας θερμότητα, καταπαύει ο Θεός τον καθ' ημών θυμόν του και την δικαίαν του αγανάκτησιν, και μας προσέχει εις το εξής με όμμα ίλεον, παρέχωντάς μας αοράτως με του Πνευματικού το στόμα και την των αμαρτιών μας συγχώρησιν, και την θείαν του αρωγήν και βοήθειαν, εις το να μένωμεν του λοιπού από τας παγίδας του Διαβόλου και από τα πεπυρωμένα βέλη της αμαρτίας αβλαβείς και απλήγωτοι. 
Ειδέ και δεν γίνεται με τούτον τον τρόπον η εξομολόγησίς μας, αλλά μόνον απλώς και ως έτυχε κατά συνήθειαν, ουαί ημίν, και μυριάκις ουαί, και αλλοίμονον. Διότι ο Θεός τότε περισσότερον αγριούται εναντίον μας, και έτι μάλλον καθ' ημών εξάπτει την δικαίαν του αγα­νάκτησιν. Όθεν διά να μη πάθωμεν ένα τοιούτον, και αποκτήσωμεν τον Θεόν εχθρόν ημών και πολέμιον και κατά πολ­λά εναντίον μας ωπλισμένον και οργιζόμενον, ας κάμωμεν τελείαν αποχήν από τας αμαρτίας μας. Ας τας εξομολογηθώμεν με κατάνυξιν και. θερμότητα, διά να έχωμεν και τον Θεόν ίλεων, και διά να επιτύχωμεν και της ουρανίου αυτού και αϊδίου μακαριότητος, εν Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
 

ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ ΚΕ' 
Ου δάκρυα,
ουδέ μετάνοιαν έχω,
ουδέ κατάνυξιν·
 αυτός μοι ταύτα Σωτήρ,
ως Θεός δώρησαι.
 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ 
Καθώς ο ήλιος λάμπει και φωτίζει της οικουμένης τα πέρατα, τοιαύτης λογής και η χάρις του Θεού ως άλλος πολύφωτος ήλιος λάμπει και φωτίζει τας καρ­δίας εκείνων, οπού είναι κεκαθαρμένοι από τα πάθη ψυχής τε και σώματος. Και εις οποίαν καρδίαν λάμπει η θεία χάρις, από εκείνην ως από πηγήν τινά αναβρύουσι και τα πνευματικά δάκρυα, τα οποία είναι ένας φανερός και αισθητός καρπός του αγίου Πνεύματος. Και περί των τοιούτων δακρύων δεν λέγει ο συγ­γραφεύς του παρόντος τροπαρίου, αλλά περί των άλλων δακρύων της μετανοίας και κατανύξεως, από τα οποία γεν­νώνται εκείνα τα πνευματικά δάκρυα, οπού είναι χαράς αφάτου παραίτια, και ένα σημείον της αγάπης του Θεού ολοφάνερον. 
Όθεν και τα πρώτα και τα δεύτερα δάκρυα είναι δώρον του Πνεύματος, ωσάν οπού τα μεν της μετανοίας καθαίρουσιν την ψυχήν του μετανοούντος από παντός μολυσμού σαρκός τε και πνεύματος, τα δε της αγάπης του Θεού δάκρυα την καθιλαρύνουσι, και την ευφραίνουσι με τρόπον άρρητον τε και ανεκλάλητον. Είναι δε και δάκρυα φυσικά, με τα οποία κλαίομεν τους αποθαμένους μας, και τας συμφοράς, οπού μας επισυμβαίνουσι. Και όταν δεν ημπορούμεν να κλαύσωμεν τας αμαρτίας μας με δά­κρυα μετανοίας και κατανύξεως, πρέπει να μιμώμεθα εκείνους τους κηπουρούς, οπού εγκεντρίζουσι τα άγρια δένδρα εις ήμερα. Και ενθυμούμενοι τους αποθαμένους μας, να κλαίωμεν με φυσικά δά­κρυα· και ευθύς οπού αρχίσουν οι ο­φθαλμοί μας να σταλάζωσι δάκρυα, με­ταφέροντες την ενθύμησιν εκείνην εις τας αμαρτίας μας, να εγκεντρίζωμεν τα φυσικά εις τα της μετανοίας δάκρυα· και μετανοούντες, να δυνάμεθα να κλαίω­μεν και τας αμαρτίας μας με δάκρυα κα­τανύξεως, καθώς προλαβόντες εκλαίομεν τους νεκρούς μας με δάκρυα φύσεως. 
Αλλά τούτο, οπού σε συμβουλεύω, αγαπητέ, είναι μία εδική μας μέθοδος, και τα δάκρυα, οπού προέρχονται από την εδικήν μας μέθοδον και επίνοιαν, αγκαλά και ωφέλιμα, πλην είναι προσω­ρινά, και ολιγοχρόνια, και τρόπον τινά αθεμελίωτα, και καθώς γίνονται, ούτω πάλιν και απογίνονται· τα δε εκ του Θεού δάκρυα, ως θείον δώρον, είναι στε­ρεά και αβίαστα· και μόνον, οπού ενθυμηθώμεν τας αμαρτίας μας, παρευθύς αβιάστως και εν ευκολία κλαίομεν. Και όποιος έλαβε παρά Θεού τούτο το δώ­ρον των δακρύων της μετανοίας και κα­τανύξεως, πρέπει να το φυλάττη με όλην του την δύναμιν, διά να μη του το φθείρη ή η αμέλεια, ή η πολλή παρρησία, ή τα άκαιρα γέλοια, ή η κενοδοξία και η φθοροποιός οίησις. 
Αλλά διά να λάβωμεν τούτο το δώρον των δακρύων των πνευματικών, πρέπει πρώτον μεν, να εισφέρωμεν και ημείς τα εδικά μας· ήγουν τον τρόπον και την μέθοδον οπού είπομεν ανωτέρω· δεύτερον δε, να το ζητώμεν επιπόνως και παρά Θεού με συνεχή δέησιν. Διότι η εδική μας μέθοδος και επίνοια μόνη χωρίς του Θεού την χάριν δεν κατορθώνει τίποτε. «Χωρίς εμού ου δυνασθε» λέγει ο Κύριος, «ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε' 5)· και πάλιν: «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν· ζητείτε, και ευρήσετε» (Ματθ. ζ' 7). Αλλα πρέπει να ηξεύρωμεν, ότι ο Θεός δια τo αυτεξούσιον, οπού μας εχάριαε, δεν μας σώζει χωρίς να του ζητώμεν επιπόνως την σωτηρίαν μας· ουδέ μας δίδει τα εδικά του χαρίσματα, αν πρώτον ημείς δεν του προσφέρωμεν τα εδικά μας θελήματα και κινήματα. «Προηγουμένων μεν γαρ των ημετέρων, έπονται και τα παρά του Θεού», λέγει ο θείος Χρυσόστομος, «μη προηγουμένων δε των ημετέρων, ουδέ τα παρά του Θεού έψεται. Η γαρ χάρις, καν χάρις η, τους εθέλοντας και εκζητούντας αυτήν σώζει». 
Θέλεις να λάβης το χάρισμα της θερ­μής κατανύξεως άνωθεν; Κατανύγου πρώτον εσύ με βιαίαν κατάνυξιν, και τό­τε θέλεις λάβει παρά Θεού και την αβίαστον και θερμήν κατάνυξιν. Θέλεις να λάβης το χάρισμα της μετανοίας; Μετα­νόει εσύ πρώτον με εξωτερικήν μετάνοιαν αναστέναζε με βίαν· ύπαγε σωματικώς εις τον πνευματικόν πατέρα σου, εξομολογού συνεχώς με τα χείλη τας αμαρ­τίας σου, και τότε θέλεις λάβει και της καρδίας την θερμήν και κατανυκτικήν μετάνοιαν. Θέλεις να λάβης το θεοδώρητον χάρισμα των δακρύων; Βιάζου εσύ πρώτον να κλαίης με φυσικά δάκρυα τας αμαρτίας σου, καθώς κλαίεις και εις τας συμφοράς σου, και εις των συγγενών σου τον θάνατον, και τότε θέλεις λάβει και το χάρισμα των πνευματικών δακρύ­ων, διά να κλαίης αβιάστως και ευκόλως με μόνην την ψιλήν των αμαρτιών σου ενθύμησιν. Το ίδιον μεταχειρίζου και εις τα άλλα πνευματικά χαρίσματα· ήγουν δίδε εσύ πρώτον εις τον Θεόν τα σωμα­τικά και επίπονα, και τότε θέλει σου δώ­σει και ο Θεός τα πνευματικά και ακοπίαστα· δίδε εις τον Θεόν σωματικήν προσευχήν και ψαλμωδίαν, διά να σου δώση και ο Θεός πνευματικήν και ακο­πίαστον προσευχήν και ψαλμωδίαν, οπού να προσεύχεσαι με χαράν και κα­τάνυξιν, και να ψάλλης με πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Ομοίως δίδε ελεημοσύνην βιαζόμενος, διά να λάβης χάρισμα αβίαστου ευσπλαγχνίας και ελεημονητικής διαθέσεως· δίδε τα σωματικά, διά να λαμβάνης ως μισθόν τα πνευματικά· δίδε τα εδικά σου, διά να σου δίδη και ο Θεός τα εδικά του. «Προηγουμένων μεν γαρ των ημετέρων, έπονται και τα παρά. του Θεού, μη προηγουμένων δε των ημετέρων, ουδέ τα παρά του Θεού έψεται. Η γαρ χάρις, καν χάρις η, τους εθέλοντας και εκζητούντας αυτήν σώζει». Ης και τύχοιμεν εν Χριστώ τω Θεώ ημών· αυτώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
 

ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ Ι’ 
Γνώτε και ίδετε,
ότι εγώ ειμι Θεός,
ο ερευνών καρδίας
και κολάζων εννοίας,
ελέγχων πράξεις
και φλογίζων αμαρτίας,
και κρίνων ορφανόν
και ταπεινόν και πτωχόν.

 
ΕΡΜΗΝΕΙΑ 
Επειδή ο Θεός έπλασεν εκ χοός τον άνθρωπον και τον εστόλισε με λογικήν ψυχήν και αθάνατον, τον έκαμε προσέτι και αυτεξούσιον, και του έδωκε τόσον τον φυσικόν, όσον και τον γραπτόν και πνευ­ματικόν νόμον, διά να τον οδηγή εις τα ψυχωφελή και σωτήρια και να τον εμποδίζη από τα επιβλαβή και ολέθρια. Ό­θεν ο άνθρωπος ως αυτεξούσιος δεν εμποδίζεται παρά Θεού από του να πράξη ή να μη πράξη τα πονηρά και παράνο­μα· παιδεύεται όμως με διπλάς τιμωρίας ασυμπαθώς και μεγάλως, όταν τα πράττη με πολλήν ασυνειδησίαν και αθεοφοβίαν του. 
Η αιτία λοιπόν της παιδεύσεώς σου, ω αμαρτωλέ άνθρωπε, δεν είναι ο Θεός, οπού σε παιδεύει, διά να σε φέρη εις μετάνοιαν· αλλ’ είσαι εσύ ο ίδιος, οπού αμαρτάνεις, υβρίζωντας το πανάγιον αυ­τού όνομα. Διότι και ένας μεν από ακρασίαν και αφυλαξίαν του περιπίπτει εις μίαν βαρυτάτην ασθένειαν ο δε ιατρός διά να τον ιατρεύση, τον ποτίζει πικρά και φαρμακερά βότανα· κόπτει τας σάρ­κας του, καίει πολλάκις και τα σωματικά μέλη του, αλλ' ο ασθενής πονεί μεγάλως και βασανίζεται. Των πόνων λοιπόν και βασάνων, οπού πάσχει ο ασθενής εκεί­νος, τις είναι ο αίτιος; Ο ιατρός, οπού πικραίνει και καίει; Ή ο ασθενής, οπού πικραίνεται και καίεται; Ο ασθενής βέ­βαια· επειδή, αν αυτός από ακρασίαν και αφυλαξίαν του δεν ήθελε περιπέση εις την θανατηφόρον εκείνην ασθένει­αν, ο ιατρός ούτε τον επίκραινεν, ούτε τον έκαιε. 
Μηδείς λοιπόν πειραζόμενος και παιδευόμενος ας λέγη, ότι παρά Θεού πει­ράζομαι και παιδεύομαι. Ότι ο Θεός κανένα άνθρωπον ούτε πειράζει, ούτε παιδεύει, ως μόνος εύσπλαγχνος και πα­νάγαθος· αλλ' όποιος πειράζεται και παιδεύεται, αφ’ εαυτού του και πειράζε­ται και παιδεύεται. Διότι η δικαία του Θεού κρίσις εξομοιούται με του καθ’ ενός ημών την γνώμην και την διάθεσιν, και ό,τι λογής είναι η κατάστασίς μας, έτσι και μας δίδει ως κριτής δίκαιος και απαραλόγιστος. Όθεν ο Θεός ερευνά τα βάθη της καρδίας μας· και αν έχωμεν μέ­σα εις αυτήν αγαθάς εννοίας και ψυχω­φελή διανοήματα, κατ' εκείνα και μας ανταμείβει και εν τω νυν αιώνι, και εν τω μέλλοντι. Αν όμως είναι αι βουλαί και τα διανοήματα βλαβερά και θανατηφό­ρα και κολάσεως πρόξενα, εξ αυτών λαμβάνωντας, μας αντιβραβεύει εκ των ιδίων με τα ίδια. Και καθώς το πυρ, αν λάβη μεν εις του λόγου του αργύριον ή χρυσίον, το λαγαρίζει, το καθαρίζει και το λαμπρύνει θαυμασιώτατα, αν δε εκ του εναντίου λάβη ξύλα, ή χόρτον, ή καλάμην, τα κατακαίει και τα διαφθείρει με την καυστικήν του ενέργειαν, τοιου­τοτρόπως και ο Θεός είναι ένα πυρ άυλον και υπερούσιον, οπού εισερχόμενον μέσα εις την καρδίαν του ανθρώπου, αν εύρη μεν ως χρυσίον και αργύριον αγαθάς και θεοφιλείς εννοίας και σκο­πούς θεόφρονας, τους καταλαμπρύνει με διαυγάζουσαν της θείας του χάριτος έλλαμψιν αν εύρη δε ως ξύλα και χόρ­τον και καλάμην της ανυπόστατου κα­κίας βδελυρά και αχυρώδη νοήματα και σκοπούς ματαιόφρονας, τους κατακαίει και τους αφανίζει με την φθοροποιόν και δραστήριον ενέργειαν της θεϊκής του δυνάμεως. 
Και λοιπόν ο Θεός, ως μεν Θεός υπεράυλος και υπερούσιος, ερευνά τας καρ­δίας και τα λεπτά του νοός μας διανοή­ματα, και τα μεν αγαθά στερεώνει και χαριτώνει ως φιλάγαθος, τα δε πονηρά τιμωρεί και κολάζει ως μισοπόνηρος· ως δε πυρ άυλον, τας μεν αγαθάς πράξεις στερεώνει και φωτίζει με την φωτιστικήν του ενέργειαν, τας δε πονηράς και παρανόμους πράξεις ελέγχει και παρρησιάζει ενώπιον πάντων προς εντροπήν και καταισχύνην του πράξαντος, τας δε αμαρτίας καταφλογίζει και κατακαίει με την καυστικήν του και δραστήριον δύναμιν. Και ως κριτής δίκαιος, τους μεν ορφανούς κρίνει και δικαιώνει και επιστρέφει προς αυτούς το πατρικόν αυτών δίκαιον, οπού αδίκως διήρπασαν οι πλεονέκται και άρπαγες· τους δε τα­πεινούς και πτωχούς τω πνεύματι ανυ­ψώνει και πλουτίζει με την διανομήν των πνευματικών χαρισμάτων του, έκαστον κατά το ίδιον μέτρον της εν Χριστώ ταπεινώσεως και πνευματικής πτωχείας του. 
Ας γνωρίσωμεν λοιπόν και ημείς, α­γαπητοί, και ας ιδώμεν και με τους αι­σθητούς οφθαλμούς μας διά μέσου της ορατής κτίσεως, και με τους νοερούς οφθαλμούς της διανοίας μας διά μέσου της αοράτου δημιουργίας των υπερκοσμίων Δυνάμεων, ότι αυτός είναι μόνος ο Θεός ο παντοκράτωρ και παντοδύνα­μος· αυτός είναι μόνος ο παντέφορος ο­φθαλμός εκείνος, οπού εφορά και βλέπει τα σύμπαντα· αυτός είναι μόνος, οπού εξετάζει και ερευνά του καθ' ενός της καρδίας τα κρύφια και τα μυστικά και απόρρητα. Και ας μη πάσχωμεν με τους ασυλλογίστους διαλογισμούς της πλά­νης να τον παραλογίζωμεν, άλλα μεν έχοντες εις την καρδίαν μας, άλλα δε εις τα χείλη μας προς απάτην των απλουστέρων διά τα ίδια και επικερδή τέλη μας· αλλ' ας είναι οι λόγοι μας σύμφωνοι με τα διανοήματα της καρδίας μας. 
Και μάλιστα, όταν προσερχώμεθα εις την ιεράν εξομολόγησιν, ας μη λέγωμεν εις τον Πνευματικόν άλλα αντί άλλων, ψευδόμενοι, αλλ’ ας ομολογώμεν χωρίς εντροπήν άπασαν την αλήθειαν, διά να λαμβάνωμεν ως αληθεύοντες και των αμαρτιών ημών την συγχώρησιν· και όχι ως ψευδόμενοι να επισωρεύωμεν εις του λόγου μας οργήν περισσοτέραν και αγανάκτησιν παρά του ερευνώντος Θεού τα απόκρυφα βάθη της καρδίας μας· του κολάζοντος του νοός μας τα πονηρά διανοήματα· του ελέγχοντος τας μιαράς και ακαθάρτους πράξεις μας· του φλογίζοντος ασυμπαθώς τας αμετανόητους αμαρτίας μας· και ημάς μεν τους των αμαρτιών εργάτας παραπέμποντος εις κόλασιν αιώνιον, τους δε ορφανούς δικαιούντος και κρίνοντος δικαίως, ως δι­καίου υπάρχοντος, και τους ταπεινούς και πτωχούς τω πνεύματι ανυψούντος και μεγαλύνοντος και υπερπλουτίζοντος εις την ουράνιον βασιλείαν του, ης και ημάς επιτυχείν γένοιτο. Αμήν.


[*] Από το σπάνιο βιβλίο «Ερμηνεία του θείου και ιερού Μεγάλου Κανόνος του εν αγίοις πατρός ημών Ανδρέου αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου, ερμηνευθέντος θείω ελέει παρά του αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας Ιωάννου του εκ της Λίνδου. Τόμος Α' περιέχων την πρώτην, δευτέραν και τρίτην ωδήν. Βιέννη 1796». Τα τροπάρια που δημοσιεύονται εδώ αναφέρονται κυρίως στην μετάνοια και την εξομολόγησι. Είναι δε τα εξής: το ιβ' της α' ωδής, το β' και κε' του α' ειρμού της β' ωδής και το ι' του β' ειρμού της β' ωδής.
Αγιορείτικη Μαρτυρία
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου


www.impantokratoros.gr

Γιατί στο ναό και όχι στο σπίτι μου;

 (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)


«Αλλά ποιά είναι η ψυχρή δικαιολογία των πολλών; Μπορώ, λέγει, να προσευχηθώ και στο σπίτι μου, ενώ ομιλίες και διδασκαλίες δεν είναι δυνατό ν’ ακούσω εκεί.
Απατάς τον εαυτό σου, άνθρωπε!
Βέβαια είναι δυνατό να προσευχηθείς και στο σπίτι σου, είναι αδύνατο όμως να προσευχηθείς έτσι, όπως προσεύχεσαι στην Εκκλησία, όπου υπάρχει τόσο πλήθος πατέρων, όπου αναπέμπεται απ’ όλους μαζί κοινή προσευχή προς τον Θεό.


Δεν εισακούεσαι τόσο πολύ παρακαλώντας μόνο σου τον Κύριο, όσο όταν τον παρακαλείς μαζί με τους αδελφούς σου.


Γιατί εδώ στην Εκκλησία υπάρχει κάτι το επιπλέον, όπως δηλαδή η ομόνοια, η συμφωνία, ο σύνδεσμος της αγάπης και οι ευχές των ιερέων. Γι’ αυτό βέβαια και επί κεφαλής των ακολουθιών είναι οι ιερείς, ώστε οι ευχές του πλήθους, που είναι ασθενέστερες, ενισχυόμενες με τις δυνατότερες ευχές αυτών, να ανεβούν μαζί μ’ αυτές στον ουρανό.


Εξάλλου ποιά ωφέλεια θα μπορούσε να προκύψει απ’ την ομιλία, όταν δεν συνδέεται με την προσευχή; Πρέπει να προηγείται η προσευχή και ν’ ακολουθεί ο λόγος. Αυτό ακριβώς λένε και οι Απόστολοι: «Εμείς όμως θ’ αφοσιωθούμε στην προσευχή και στην υπηρεσία του Θείου λόγου» (Πράξ. 6, 6). Το ίδιο κάνει και ο Παύλος στα προοίμια των επιστολών του, όπου προσεύχεται, όπως ακριβώς το φως του λυχναριού, έτσι και το φως της προσευχής να βοηθήσει στην ορθή ανάπτυξη της διδασκαλίας.


Αν συνηθίσεις τον εαυτό σου να προσεύχεται σωστά, δεν θα έχεις ανάγκη απ’ τη διδασκαλία των συνδούλων σου, εφ’ όσον ο ίδιος ο Θεός θα σου καταφωτίσει το νου χωρίς τη μεσολάβηση μεσίτη. Αν η προσευχή ενός μόνου άνθρωπου έχει τόση δύναμη, πολύ μεγαλύτερη έχει η προσευχή που γίνεται από πλήθος ανθρώπων. Γιατί είναι μεγαλύτερη ή δύναμη αυτής και πολύ πιο μεγαλύτερη η παρρησία από την ιδιωτική προσευχή πού γίνεται στην οικία.


Από πού γίνεται αυτό φανερό; Άκουσε τον ίδιο τον Παύλο που λέει:«Ο οποίος μας έσωσε από ένα τόσο μεγάλο θάνατο και μας σώζει, ελπίζουμε δε ότι και πάλι θα μας σώσει, εάν και σεις με βοηθήσετε με την προσευχή σας, ώστε ν’ αποδοθεί ευχαριστία από πολλούς για λογαριασμό μας για τη χάρη που έδειξε ο Θεός σε σας» (Β’ Κορ. 1, 10).Έτσι και ο Πέτρος διέφυγε απ’ τη φυλακή. Γιατί λέει: «Προσευχή θερμή γινόταν από την Εκκλησία προς το Θεό γι’ αυτόν» (Πράξ. 12,  5).

Εάν λοιπόν η προσευχή της Εκκλησίας ωφέλησε τον Πέτρο, κι έβγαλε από τη φυλακή το στύλο εκείνο, πες μου, πώς εσύ περιφρονείς τη δύναμή της και ποιά δικαιολογία θα έχεις;

Άκουσε και τον ίδιο το Θεό που λέει ότι συγχωρεί το πλήθος όταν τον παρακαλεί με όλη την αγαθή διάθεση. Γιατί απολογούμενος προς τον Ιωνά, λέει προς αυτόν σχετικά με το φυτό της κολοκυθιάς: «Εσύ λυπήθηκες για μια κολοκυθιά, για την οποία δεν κόπιασες ούτε και την έθρεψες, εγώ δεν θα λυπηθώ για τη μεγάλη πόλη της Νινευί, στην οποία κατοικούν περισσότεροι από δώδεκα μυριάδες άνθρωποι;» (Ιωνά 4, 10). Δεν αναφέρει ο Θεός τυχαία τον αριθμό των κατοίκων, αλλά για να μάθεις, ότι είναι μεγάλη η δύναμη της ομαδικής προσευχής.

Αυτό επιθυμώ να σας το κάνω φανερό κι από μία ανθρώπινη ιστορία.

Πριν από δέκα χρόνια, όπως κι εσείς γνωρίζετε, συνελήφθηκαν μερικοί για συνωμοσία. Κάποιος τότε ανώτερος αξιωματούχος, που αποδείχτηκε συνένοχος για τις κατηγορίες, δέθηκε με σκοινί στο στόμα και οδηγείτο στον τόπο της εκτελέσεως. Τότε λοιπόν όλοι οι κάτοικοι έτρεξαν προς τον ιππόδρομο, παρασύροντας μαζί τους κι εκείνους που εργάζονταν στα εργαστήρια, και σύσσωμος ο λαός άρπαξε απ’ την οργή του βασιλιά, εκείνον που είχε καταδικαστεί και δεν ήταν άξιος καμμιάς συγγνώμης.

Ώστε λοιπόν, θέλοντας να καταπραΰνετε την οργή του επίγειου βασιλιά, τρέχατε όλοι μαζί με τα παιδιά και τις γυναίκες σας, όταν όμως πρόκειται να εξιλεώσετε το Βασιλιά των Ουρανών και να σώσετε απ’ την οργή του όχι ένα, όπως τότε, ούτε δυο και τρεις και εκατό, αλλά όλους τους αμαρτωλούς της οικουμένης, και ν’ απαλλάξετε τους δαιμονιζόμενους απ’ την παγίδα του διαβόλου, κάθεστε έξω και δεν τρέχετε όλοι μαζί μέσα, ώστε ο Θεός, αφού εκτιμήσει τη συμπαράσταση όλων σας, κι εκείνους ν’ απαλλάξει από την τιμωρία, και τα δικά σας αμαρτήματα να συγχωρήσει;

Γιατί, εάν στην περίπτωση εκείνη τύχαινε να βρίσκεσαι στην αγορά, ή στην οικία, ή σ’ επείγουσα εργασία, δεν θα έπρεπε να τρέξεις προς την κοινή παράκληση, σπάζοντας όλα τα δεσμά με πολύ πιο μεγαλύτερη ορμή από οποιοδήποτε λιοντάρι;

Πες μου, αγαπητέ μου, ποιά ελπίδα σωτηρίας θα έχεις κατά τον καιρό εκείνο της απολογίας σου ενώπιον του Θεού; Δεν αναπέμπουν εκείνη τη φρικωδέστατη φωνή μόνον άνθρωποι, αλλά και άγγελοι ικετεύουν τον Κύριο, κι αρχάγγελοι τον παρακαλούν. Έχουν και τον καιρό σύμμαχό τους και την προσφορά της θυσίας βοηθό…».


(Γ΄ Λόγος  «Περί ακαταλήπτου»)




www.alopsis.gr

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Η προσευχή ως διάλογος με το Θεό.Η εμπειρία της παρουσίας του

Η ουσία κάθε προσευχής είναι ο διάλογος με το Θεό ως συνομιλητή. Από τη στιγμή που παρεμβάλλονται αποτρεπτικές από το σκοπό αυτό προθέσεις, η προσευχή βεβηλώνεται. Και αν. παρ’ όλα αυτά, προσποιείται κανείς ότι μιλάει με το Θεό, τότε η προσευχή καταντάει βλάσφημη υποκρισία. Κανένας από όσους πιστεύουν πως μπορούν να απορρίψουν την αυθεντική προσευχή εξαιτίας αυτής της ψευτοπροσευχής δε χαρακτήρισε τόσο τέλεια αυτή την παραμόρφωση και δεν τη στιγμάτισε τόσο αυστηρά όσο ο Ιησούς.
Η παραβολή του τελώνη και του φαρισαίου (Λκ. 18.10 εξ) μας δίνει ένα παράδειγμα. Ο φαρισαίος παραπείθει τον εαυτό του και τους άλλους ότι αποδίδει ευχαριστία στο Θεό. Στην πραγματικότητα, όταν προσεύχεται, αποβλέπει μόνο στον εαυτό του και στους ανθρώπους. Στην προσευχή αυτή που την κατέκρινε ο Ιησούς ταιριάζει πραγματικά εκείνο που ο L. Feuerbach νομίζει πως μπορεί να προσάψει γενικά σε όσους προσεύχονται: ότι λατρεύουν τη δική τους καρδιά. Ο φαρισαίος δε μιλάει στο Θεό. Ο τελώνης, αντίθετα, που έχει συνείδηση των αμαρτιών του, ζητώντας τη χάρη του Θεού, γυρεύει την επαφή μαζί του.
Στην επί του όρους ομιλία (Μτ. 6.5), ο Ιησούς περιγράφει την αλησμόνητη εικόνα του προσευχόμενου υποκριτή στις συναγωγές και στις πλατείες, όπου θέλει να τον βλέπουν οι άνθρωποι. Παίζει θέατρο. Η αρχαία ελληνική λέξη υποκριτής σημαίνει «ηθοποιός». Θέλει να τον βλέπουν οι άνθρωποι, και τον βλέπουν, πετυχαίνει το σκοπό του: «απέχει τον μισθόν του», «πήρε την ανταμοιβή του». Αυτή ακριβώς είναι η σημασία της αρχαίας ελληνικής έκφρασης. Από το Θεό δεν έχει τίποτα να περιμένει.
Ακολουθεί η θετική διδαχή: «Συ δε όταν προσεύχη είσελθε εις το ταμιείον σου» και κλείσε την πόρτα. Η λέξη «ταμιείον» σημαίνει το απόμερο δωμάτιο του σπιτιού, που είναι προφυλαγμένο από τους κλέφτες (όπου φυλάγονται οι προμήθειες) και όπου κανείς δεν μπαίνει. Εκεί. αυτός που προσεύχεται είναι μόνος με το Θεό. Στην περίπτωση αυτή, το κείμενο δε λέει, όπως προκειμένου για την ελεημοσύνη (Μτ. 6.4), ότι ο Θεός «βλέπει εν τω κρυπτώ», αλλά (σύμφωνα με την πολύ καλά βεβαιωμένη εκδοχή, έστω κι αν όχι κατά τρόπο αποκλειστικό ότι ο Θεός «είναι εν τω κρύυπτώ». Εκεί, είναι παρών για μας με τρόπο ξεχωριστό. Είναι βέβαια παντού, αλλά υπάρχουν μέρη όπου, μακριά από κάθε διάσπαση, είναι πιο εύκολο να τον βρει κανείς και να διαλεχθεί μαζί του. Επειδή, γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται. Το ίδιο συμβαίνει και μέσα στο ναό. που η λειτουργία του ως «οίκου προσευχής», όπως λέει ο Ιησούς μαζί με τον Ησαΐα 56,7 (Μκ. 11.17 και πρλ.), καλεί σε περισυλλογή. Και εκεί, πρέπει κανείς να προσεύχεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να είναι μόνος με το Θεό. που θέλει να είναι παρών για όσους τον αναζητούν εκεί. Γιατί εκείνος που βρίσκεται έξω από εμάς. ταυτόχρονα κατοικεί μέσα μας, εν τω κρύπτω.
Μας αποκαλύπτεται εκεί που δεν τον περιμένουμε, εν τω κρυπτώ. Στο σημείο αυτό, σκέπτεται κανείς τη φανέρωση του Θεού στον Ηλία, στο χωρίο Α΄Βασ. 19, 11-12: « ιδού πνεύμα μέγα κραταιόν…. ενώπιον Κυρίου, ουκ εν τω πνεύματι Κύριος και μετά το πνεύμα συσσεισμός. ουκ εν τω συσσεισμώ Κύριος• και μετά τον συσσεισμόν πυρ, ουκ εν τω πυρί Κύριος και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής». Τότε ο Ηλίας άκουσε τη φωνή του Θεού. Αυτό είναι το μέγα παράδοξο της Αγίας Γραφής. Το γεγονός ότι ο Θεός κρύβεται, πράγμα που αποτελεί συχνά πηγή σκανδάλου για την πίστη, αλλά που απορρέει από την αγιότητα του Θεού, συμβαδίζει με το γεγονός ότι ο Θεός αποκαλύπτεται μέσα στην αγάπη: ο άγιος και κεκρυμμένος Θεός συγκαταβαίνει προς το πλάσμα του όπως ένας πατέρας που αγαπά. Σ’ αυτό το παράδοξο στηρίζεται η σύσταση που κάνει ο Ιησούς να αναζητείται με την προσευχή ο διάλογος με το Θεό εν τω κρυπτώ.
Μέσα στα ευαγγέλια, ο Ιησούς δίνει το παράδειγμα, καθώς διαλέγει τον τόπο όπου προσεύχεται ο ίδιος. Το γεγονός ότι οι ευαγγελιστές το σημειώνουν συστηματικά δείχνει ότι θεώρησαν αυτή την αναζήτηση από μέρους του Ιησού της ερημικότητας και της απομόνωσης ως σχέδιο ηθε-λημένο. Μκ. 1,35: « Και πρωί έννυχα λίαν αναστάς εξήλθεν και απήλθεν εις έρημον τόπον, κακεί προσηύχετο» (Λκ. 4,42). Μτ. 14.13: «… ο Ιησούς ανεχώρησεν εκείθεν εν πλοίω εις έρημον τόπον κατ’ ιδίαν». Λκ. 5.16: «αυτός δε ην υποχωρών εν ταις ερήμοις και προσευχόμενος». Λκ.9.18: «…εν τω είναι αυτόν προσευχόμενον κατά μόνας». Λκ. 9,28: «ανέβη εις το όρος προσεύξασθαι» (Μκ. 9.2 και Μτ. 17.1: «εις όρος υψηλόν κατ’ ιδίαν»). Ο Ιησούς, την ερημικότητα του όρους (Μκ. 3.13, Λκ. 6,12, Μκ. 6,46. Μτ. 14,23) την αναζητά επίσης και στο όρος των Ελαιών. Το εδάφιο Λκ. 22.39 σημειώνει ότι «επορεύθη» εκεί «κατά το έθος». Οι μαθητές τον ακολουθούν στη Γεθσημανή, αλλά εκείνος «προέρχεται μικρόν» (Μκ. 14.35, Μτ. 26.39. Σύμφωνα με το χωρίο Λκ. 22.41, «απεσπάσθη απ’ αυτών ωσεί λίθου βολήν» για να προσευχηθεί).
Να διαλέγεται κανείς προϋποθέτει όχι μόνο ότι ο θεός βλέπει εν τω κρυπτώ. αλλά και ότι ακούει εν τω κρυπτώ. άσχετο αν οι προσευχές προφέρονται με δυνατή ή σιγανή φωνή, όπως και ότι εκείνοι που προσεύχονται θέλουν εκεί να τον ακούν. Επειδή να ελπίζει κανείς πως ο Θεός ακούει σημαίνει καθαυτό: να ελπίζει πως ο Θεός εισακούει. Γι’ αυτό και στο χωρίο Μκ. 11,24, ο Ιησούς παροτρύνει τους μαθητές του να πιστεύουν, ενώ προσεύχονται, ότι έχουν ήδη λάβει εκείνο για το οποίο προσεύχονται: «πιστεύετε ότι ελάβετε». Αυτή η πίστη είναι συστατικό στοιχείο του διαλόγου. Να γεύεται κανείς την παρουσία του Θεού, ο οποίος βλέπει και ακούει, σημαίνει ήδη πως έχει εισακουσθεί.
Οι αντιγραφείς ήδη δεν κατάλαβαν ούτε αυτοί τον αόριστο έλαβεν. Αντικαθιστώντας τον με τον ενεστώτα ή το μέλλοντα, απογύμνωσαν αυτήν ακριβώς τη σύσταση του Ιησού από το βάθος της. Θα δούμε ότι στα χωρία Ρωμ. 8,15 και Γαλ. 4.6 εξ, ο Παύλος, μιλώντας για την υιοθεσία μας από το Θεό. αναπτύσσει θεολογικά αυτή την αντίληψη, με το επιχείρημα ότι, στην προσευχή μας, ο Θεός μάς διακηρύσσει παιδιά του. όταν το Πνεύμα του μας ωθεί να τον επικαλούμεθα ως πατέρα.
Θυμίζοντας πιο πάνω την αναγκαιότητα της περισυλλογής όταν κανείς βρίσκεται στο ναό, είδαμε ήδη πως η προτίμηση του Ιησού για την ερημικότητα και η διδαχή του στους μαθητές να προσεύχονται στο Θεό εν τω κρυπτώ καθόλου δεν αποκλείουν (όπως και η Παλαιά Διαθήκη) ότι μπορεί κανείς το ίδιο να συναντά το Θεό και στο ναό, «εν τω οίκω της προσευχής μου» (Ησ. 56,7), όπου συγκεντρώνονται πολλοί. Στο χωρίο Μτ. 18.20. ο Ιησούς υπόσχεται να είναι παρών όπου δύο ή τρεις είναι συνηγμένοι στο όνομα του. Και όπου δύο συμφωνήσουν για να φέρουν το αίτημα τους στο Θεό, ο πατέρας θα τους το εκπληρώσει (Μτ. 18,19).
(Oscar Cullman, «Η Προσευχή στην Καινή Διαθήκη», εκδ. Άρτος Ζωής, σ. 64-68)


www.pemptousia.gr

Πειραματικό φάρμακο εξαφανίζει τους καρκινικούς όγκους



Μεγάλες ελπίδες για εκατομμύρια ανθρώπους γεννά φάρμακο που έδρασε αποτελεσματικά ενάντια σε επτά διαφορετικούς τύπους καρκίνου και συγκεκριμένα του μαστού, του εντέρου, του προστάτη, των ωοθηκών, του εγκεφάλου, της ουροδόχου κύστεως και του ήπατος.

Η συγκεκριμένη θεραπεία, η οποία βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο, έχει βάση ένα αντίσωμα με σχήμα Υ, το οποίο συρρικνώνει ή ακόμα και εξαφανίζει όγκους σε ποντίκια.

Το θαυματουργό φάρμακο ανέπτυξαν ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ στην Καλιφόρνια. Μάλιστα, προηγούμενες μελέτες της ίδιας ομάδας επάνω σε πειραματόζωα είχαν δείξει ότι το ίδιο αντίσωμα μπορεί να είναι αποτελεσματικό και ενάντια σε καρκίνους του αίματος, όπως το λέμφωμα.

Οι επιστήμονες που βρίσκονται πίσω από το νέο φάρμακο ελπίζουν ότι θα μπορεί να περάσει σε δοκιμές σε ανθρώπους μέσα σε δύο χρόνια.

Όπως μάλιστα εκτιμούν, εάν η χορήγησή του γίνεται σε πρώιμο στάδιο της νόσου, θα μπορούσε ακόμη και να προσφέρει ίαση.

Το αντίσωμα στοχεύει μια πρωτεΐνη που ονομάζεται CD47 και η οποία εντοπίζεται σε μεγάλες ποσότητες στην επιφάνεια των καρκινικών κυττάρων. Η πρωτεΐνη αυτή βοηθά τα καρκινικά κύτταρα να διαφεύγουν την επίθεση των μακροφάγων κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος.

Το νέο πειραματικό φάρμακο καλύπτει το σήμα «μη με φας», επιτρέποντας έτσι στο ανοσοποιητικό σύστημα να επιτεθεί στον καρκίνο.

Εξίσου σημαντικό είναι ότι τα πειράματα σε καλλιέργειες κυττάρων στο εργαστήριο, αλλά και σε ποντίκια έδειξαν ότι η θεραπεία συνδέεται με ελάχιστες παρενέργειες.

Η χορήγησή της σε ποντίκια με ανθρώπινους όγκους οδήγησε σε συρρίκνωσή τους, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και σε εξαφάνισή τους.

Σύμφωνα με δημοσίευση των ειδικών στην επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences», το αντίσωμα φαίνεται να οδηγεί σε πολύ μεγάλη αύξηση των ποσοστών επιβίωσης στα πειραματόζωα.

Όπως ανέφερε ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας καθηγητής Έρβινγκ Βάισμαν «το μπλοκάρισμα του σήματος "μη με φας" αναστέλλει σε ποντίκια την ανάπτυξη σχεδόν όλων των ανθρώπινων καρκίνων που μελετήσαμε με ελάχιστη τοξικότητα. Τα ευρήματά μας αποδεικνύουν ότι η πρωτεΐνη CD47 αποτελεί έναν καλό και υποσχόμενο στόχο για θεραπεία των ανθρώπινων καρκίνων».

Ο καθηγητής Βάισμαν τόνισε ότι, όταν το φάρμακο χορηγήθηκε σε ζώα με μικρούς όγκους, φάνηκε ότι μπορούσε να προσφέρει ίαση.

Έσπευσε, ωστόσο, να συμπληρώσει ότι την ίδια στιγμή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα σε κάποια ζώα. Σε κάθε περίπτωση, όπως είπε, τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν στην ερευνητική ομάδα ότι πρέπει να προχωρήσει γρήγορα, αλλά και με προσοχή σε κλινικές δοκιμές του φαρμάκου σε ανθρώπους. Ο ερευνητής εκτίμησε ότι, εάν όλα πάνε καλά, το φάρμακο θα μπορεί να κυκλοφορήσει ευρέως σε περίπου μία δεκαετία.



www.zougla.gr