Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Ο π. Ιωάννης


Σε μια από τις εκκλησίες του χωριού λειτουργούσε κάποιος παπάς, που τον έλεγαν Ιωάννη. Ήταν οικογενειάρχης. Τις καθημερινές πήγαινε στα χωράφια, τις Κυριακές και γιορτές λειτουργούσε στην εκκλησία. Ήταν πολύ απλός, ταπεινός, ατημέλητος. Αν τον έβλεπες στον δρόμο, δεν του 'δινες και πολλή σημασία. Αν όμως τον γνώριζες από κοντά, έβλεπες πως πρόκειται για άνθρωπο πνευματικό με σπάνια χαρίσματα. Κυρίως τον διέκρινε το χάρισμα της προσευχής. Φαίνεται πως στα μέρη της Ανατολής η προσευχή ήταν ένα λουλούδι που ευδοκιμούσε πάρα πολύ.
Γι' αυτόν λοιπόν τον π. Ιωάννη ο γέροντας Ιερώνυμος μας διηγόταν πράγματα θαυμαστά, που μόνο στους παλιούς ασκητές με τη φλογερή πίστη μπορούσε να συναντήσει κανείς. Το χαρακτηριστικότερο γεγονός, που σημάδεψε την παρουσία του στο Γκέλβερι, ήταν το εξής:
Όταν λειτουργούσε, πάντα σχεδόν δάκρυζε, αναστέναζε και πολλές φορές δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους λυγμούς. Τόση πίστη είχε και τόσο έντονα ζούσε το μυστήριο της θείας ευχαριστίας! Όταν όμως έφθανε στην ώρα του καθαγιασμού των τιμίων δώρων, η συγκίνηση του κορυφωνόταν. Οι ψαλτάδες τέλειωναν το «Σε υμνούμεν..», που το έψελναν όσο πιο μακρόσυρτα μπορούσαν, και μέσα απ το ιερό ακούγονταν ακόμα οι προσευχές και οι αναστεναγμοί του ιερέα. Ξανάρχισαν το «Σε υμνούμεν..», το έλεγαν ξανά. Συχνά έπρεπε να το επαναλάβουν πέντε-έξι φορές μέχρι να τελειώσει ο π. Ιωάννης και να εκφωνήσει το «Εξαιρέτως..». Όταν η καθυστέρηση αυτή για την εκφώνηση του «Εξαιρέτως..» επαναλήφθηκε μερικές Κυριακές, οι ψαλτάδες άρχισαν να ρίχονται σε αμηχανία. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Δεν μπορούσαν να πουν και τίποτε άλλο, π.χ. πολυέλαιο, γιατί το αιδέσιμο της στιγμής δεν το επέτρεπε. Δεν τολμούσαν όμως και να κάνουν την παρατήρηση στον ιερέα, γιατί τον σέβονταν πολύ. Μια μέρα λοιπόν λένε στους επιτρόπους το πρόβλημά τους.
- Ο ιερέας αργεί πολύ να τελειώσει την ευχή κατά την ώρα του καθαγιασμού των τιμίων δώρων και μείς ερχόμαστε σε αμηχανία. Ψάλλουμε και ξαναψάλλουμε το «Σε υμνούμεν..» αλλά έτσι, νομίζουμε, γίνεται χασμωδία. Δεν του λέτε να συντομεύσει όσο γίνεται;
Οι επίτροποι διαβίβασαν την παράκληση των ψαλτών στον ιερέα. Εκείνος τους απάντησε :
- Πώς μπορώ να τελειώσω νωρίτερα; Αυτό δεν εξαρτάται από μένα. Μόλις αρχίσω να διαβάζω την ευχή, η αγία τράπεζα κυκλώνεται από θείο πύρ, που φθάνει τα 2-3 μέτρα ύψος. Κι εγώ δεν μπορώ να πλησιάσω. Πέφτω καταγής και προσεύχομαι, ως ότου ευδοκήσει ο Θεός ν αποσυρθεί το θείο αυτό πύρ ή πολλές φορές να χωριστεί στα δύο και τότε εισέρχομαι και συνεχίζω την ευχή «και ποίησον τον άρτον τούτον..» κλπ.
Οι ψαλτάδες όταν τα άκουσαν αυτά, θαύμασαν την αγιότητα του ιερέα τους. Και δεν τόλμησαν να τον ξαναενοχλήσουν. Συνέχισαν έτσι να ψάλλουν, όσο πιο αργά μπορούσαν, το «Σε υμνούμεν..». Και το επαναλάμβαναν όσες φορές χρειαζόταν για να τελειώσει εκείνος την ευχή, προσπαθώντας να νοιώσουν κάποια συντριβή από τα τελούμενα στο Ιερό.
Ο π. Ιωάννης, αν και ήταν απλός, επιβλήθηκε με την αγιότητά του. Στην εκκλησία του άρχισαν να συρρέουν πλήθη πιστών. Πολλές φορές έρχονταν χριστιανοί από άλλα γειτονικά χωριά για να παρακολουθήσουν την λειτουργία του. Υπήρχαν περιπτώσεις που μαζεύονταν στην εκκλησία του περισσότεροι από χίλιους χριστιανοί! Όλοι κατανύγονταν πολύ και έκλαιγαν. Όταν τέλειωνε η θεία λειτουργία, δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο να δει κανείς το δάπεδο της εκκλησίας υγρό από τα δάκρυά τους.


Για να προσεγγίσουμε κάπως περισσότερο και να εισχωρήσουμε βαθύτερα στο πνευματικό κλίμα που επικρατούσε στο Γκέλβερι, άς αφήσουμε τον ίδιο τον γέροντα Ιερώνυμο να μας διηγηθεί για τους ανθρώπους της εποχής του :
«Οι άνθρωποι στην πατρίδα μου είχαν πολύ ζήλο στα Θεία. Ήταν αγνοί και πολύ ευλαβείς. Είχαν φόβο και μεγάλη αγάπη για το Θεό. Στις αγρυπνίες, το πάτωμα γέμιζε δάκρυα. Τα παιδιά είχαμε ευσέβεια, αγάπη και υπακοή στους γονείς και σεβασμό στους ξένους. Στο σχολείο οι δάσκαλοι πρώτα μας μάθαιναν την ευσέβεια και την αγάπη στο Θεό και στην πατρίδα κι έπειτα στα γράμματα. Οι θρησκευτικές γιορτές μας είχαν μεγαλοπρέπεια. Κι όλοι παρακαλούσαμε πότε θα 'ρθουν. Εγώ τα αγαπούσα όλα αυτά, είχα μεγάλο ζήλο, ιδιαίτερα προς τα θεία, από μικρό παιδί. Όταν ήρθαμε στη Ελλάδα, μετά την ανταλλαγή, σκανδαλιστήκαμε πολύ. Είχαμε την εντύπωση ότι στη χώρα αυτή δεν κατοικούν ούτε καν Χριστιανοί. Οι άνθρωποι βλασφημούσαν, τραγουδούσαν κοσμικά τραγούδια, ντύνονταν άσεμνα, δε νήστευαν και δεν εκκλησιάζονταν. Αμάν, είπαμε, που ήρθαμε; Αν ήταν δυνατό να παίρναμε αμέσως το καράβι και να γυρίζαμε πίσω, στην Ανατολή. Εκεί τα χωριά μας ήταν σαν μοναστήρια. Όλοι νήστευαν, προσεύχονταν κι' έτρεχαν στις εκκλησίες. Οι νέοι στα χωράφια και οι νέες στο σπίτι κάνοντας τις δουλειές τους σιγόψελναν διαφόρους ψαλμούς, αντί να τραγουδούν άσεμνα τραγούδια όπως εδώ. Ούτε κι έβλεπες γυναίκες με ακάλυπτη κεφαλή και κοντά μανίκια. Εδώ όμως όλα είναι διαφορετικά. Κι όσο περνάει ο καιρός τόσο βαδίζουμε στο χειρότερο.»

www.kannavos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου