Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Ο Άγιος Βασίλειος του Όστρογκ (+1671)



Αγιορείτης Άγιος
Μνήμη 29 Απριλίου

Γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1610 στο χωριό Μρκόνιτς της επαρχίας Πόποβο της Ερζεγοβίνης από ευσεβείς γονείς. Στη βάπτισή του έλαβε τ' όνομα Στογιάν. Νέος εισήλθε στη μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Τρέμπινκ κι εκάρη μοναχός με τ' όνομα Βασίλειος.
Για να γνωρίσει την ανώτερη πνευματική ζωή, επι­σκέφθηκε και παρέμεινε στο Άγιον Όρος, μελετώντας την ησυχαστική παράδοση. Συναντήθηκε με πολλούς ασκητές σημειοφόρους και παρέμεινε αρκετά στη μονή Χιλανδαρίου.
Για την αρετή του, εξελέγη επίσκοπος Τρεμπίνσκυ το 1638 και κατόπιν Ζάκχολμσκ και Σκεντερίας, το 1656. Υπήρξε αληθινός ποιμένας και αγάπησε υπέρμετρα το ποίμνιο του. Αξιώθηκε του χαρίσματος της θαυματουργίας. Προφύλαξε σθεναρά το ποίμνιό του από τους Ιησουίτες, τη λατινική προπαγάνδα και την Ουνία.


Στα τέλη του βίου του, ο άγιος Βασίλειος κατοίκησε σε σπήλαιο και από εκεί ποίμαινε τη μητρόπολή του επί δεκαπενταετία. Συγκεντρώθηκαν πλησίον του μοναχοί κι έκτισε ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου και του Τιμίου Σταυρού και κατόπιν μονή με τα ίδια του τα χέρια. Ζούσε λίαν ασκητική ζωή και ήταν πάντα ισχνός και κάτωχρος. Από το σπήλαιο κατέβαινε συχνά στο ποίμνιό του προς νουθεσία.
Ανεπαύθη ειρηνικά στις 29 Απριλίου 1671 κι ετάφη στην πόλη Όστρογκ του Μαυροβουνίου.


Το άφθαρτο τίμιο λείψανό του έγινε πηγή μεγάλων και πολλών θαυμάτων σε πολλούς μέχρι σήμερα. Θεωρείται από τους πιο θαυματουργούς και λαοφίλητους αγίους της Σερβίας. Ασματική ακολουθία προς τιμή του συνέθεσε στα ελληνικά πρόσφατα ο αρχιμανδρίτης π. Νικόδημος Αεράκης.
Η μνήμη του τιμάται στις 29 Απριλίου.

 από το βιβλίο ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ του Μοναχού Μωυσέως, Αγιορείτου
. . 
 
 
Πηγή: http://agioritikesmnimes.blogspot.com/

Ομιλία εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν Μυροφόρων,῞Οπου λέγεται καί ὅτι πρώτη ἡ Θεοτόκος εἶδε τόν Κύριο μετά τήν ἀνάστασί του ἐκ νεκρῶν


Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς


 





Ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί ἐπάνοδος πρός τήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου ᾿Αδάμ πού καταβροχθίσθηκε ἀπό τόν θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου ἐπαλινδρόμησε πρός τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐπλάσθηκε. ῞Οπως λοιπόν ἐκεῖνον στήν ἀρχή δέν τόν εἶδε κανείς ἄνθρωπος νά πλάττεται καί παίρνη ζωή, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, μετά δέ τήν λῆψι τῆς πνοῆς ζωῆς μέ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, διότι μετά ἀπό αὐτόν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα· ἔτσι τόν δεύτερο ᾿Αδάμ, δηλαδή τόν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς, κανείς ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, ἀφοῦ δέν παρευρισκόταν κανείς δικός του καί οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλασσαν τό μνῆμα ταραγμένοι ἀπό τόν φόβο εἶχαν γίνει σάν νεκροί, μετά δέ τήν ἀνάστασι πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, ὅπως ἀκούσαμε νά εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος.διότι, λέγει, “ὅταν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή”.


Φαίνεται βέβαια σαφῶς ὅτι ὁ εὐαγγελιστής εἶπε καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδή πρωί, καί ὅτι παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί ὅτι ἐφάνηκε ἀκριβῶς τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δέν λέγει ὅμως ἔτσι, ὅπως θά φανῆ ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα τά πράγματα. διότι λίγο παραπάνω καί αὐτός σέ συμφωνία μέ τούς ἄλλους εὐαγγελιστάς λέγει ὅτι αὐτή ἡ Μαρία ἦλθε καί προηγουμένως μαζί μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες στόν τάφο, καί ἀφοῦ τόν εἶδε ἀδειανό ἀπῆλθε. ῞Ωστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολύ ἐνωρίτερα ἀπό τό πρωί πού τόν εἶδε. ᾿Επισημαίνοντας δέ καί τήν ὥρα ἐκείνη, δέν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλά πολύ πρωί· ἑπομένως ὡς ἀνατολή ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τό ἀμυδρό φῶς πού προτρέχει στόν ὁρίζοντα, τό ὁποῖο δηλώνοντας καί ὁ ᾿Ιωάννης λέγει ὅτι ἦλθε τό πρωί, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνημεῖο καί εἶδε τήν πέτρα σηκωμένη ἀπό τό μνημεῖο.


Δέν ἦλθε δέ μόνο πρός τό μνῆμα τότε αὐτή, κατά τόν ᾿Ιωάννη, ἀλλά καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μνῆμα, χωρίς νά ἰδῆ τόν Κύριο ἀκόμη. Τρέχει κι᾿ ἔρχεται πρός τόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, καί ἀναγγέλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλ᾿ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπό τόν τάφο, ὥστε δέν ἐγνώριζε ἀκόμη τήν ἀνάστασι. ῾Επομένως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή Μαρία ὄχι ἐντελῶς πρώτη, ἀλλά μετά τήν πλήρη ἔλευσι τῆς ἡμέρας. ῾Υπάρχει λοιπόν κάτι πού ἀναφέρεται συνεσκιασμένως ἀπό τούς εὐαγγελιστάς, τό ὁποῖο θ᾿ ἀποκαλύψω πρός τήν ἀγάπη σας. Πραγματικά τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, ἐδέχθηκε ἀπό τόν Κύριο ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπό ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τή θεία ὁμιλία του, καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς της καί ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια του, ἔστω καί ἄν οἱ εὐαγγελισταί δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τήν μητέρα, γιά νά μήν δώσουν ἀφορμή ὑποψίας στούς ἀπίστους. ᾿Επειδή δέ τώρα ἐμεῖς μέ τή χάρη τοῦ ἀναστάντος ὁμιλοῦμε πρός πιστούς καί ἡ ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς ἀπαιτεῖ ἐπείγουσα διευκρίνησι τῶν σχετικῶν μέ τίς Μυροφόρες, μέ τήν ἄδεια αὐτοῦ πού εἶπε “δέν ὑπάρχει κρυφό πού δέν θά γίνη φανερό”, θά τό φανερώσωμε καί τοῦτο.


Λοιπόν Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο μαζί μέ τήν Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατά τήν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καί ἐφρόντισαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου. ῞Οταν δηλαδή ὁ ᾿Ιωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Πιλᾶτο τό δεσποτικό σῶμα, τό κατέβασαν ἀπό τόν σταυρό, τό περιέβαλαν σέ σινδόνια μαζί μέ ἐκλεκτά ἀρώματα, τό ἐτοποθέτησαν σέ λαξευτό μνημεῖο, καί ἔβαλαν μεγάλη πέτρα ἐπάνω στή θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τόν εὐαγγελιστή Μάρκο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία πού ἐκαθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Μέ τήν φράσι καί ἡ ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τήν Θεομήτορα· διότι αὐτή ἐλεγόταν μητέρα καί τοῦ ᾿Ιακώβου καί τοῦ ᾿Ιωσῆ, πού ἦσαν ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ τόν Μνήστορα. Δέν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές παρατηρώντας, ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλά καί ἄλλες γυναῖκες, ὅπως ἱστόρησε ὁ Λουκᾶς γράφοντας· “παρακολουθώντας κάποιες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπό τήν Γαλιλαία, εἶδαν τό μνημεῖο καί τήν σ᾿ αὐτό τοποθέτησι τοῦ σώματός του· ἦσαν ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ᾿Ιωάννα καί ἡ Μαρία τοῦ ᾿Ιακώβου καί οἱ ἄλλες μαζί τους”.


᾿Αφοῦ δέ ἐπέστρεψαν, λέγει, ἀγόρασαν ἀρώματα καί μῦρα· διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκριβῶς ὅτι αὐτός εἶναι ἀληθινά ἡ ὀσμή τῆς ζωῆς γιά ἐκείνους πού τόν πλησιάζουν μέ πίστι, ὅπως ὀσμή θανάτου καταλαμβάνει τούς ἕως τό τέλος ἀπειθεῖς, καί ἡ ὀσμή τῶν ἐνδυμάτων του, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, εἶναι ἀνωτέρα ἀπό ὅλα τά ἀρώματα καί τό ὄνομά του εἶναι μῦρο χυμένο, μέ τό ὀποῖο ἐγέμισε θεία εὐωδία τήν οἰκουμένη. ῾Ετοιμάζουν λοιπόν μῦρα καί ἀρώματα, ἀφ᾿ ἑνός μέν πρός τιμήν τοῦ νεκροῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιά παρηγοριά ἀπό τή δυσωδία τοῦ σώματος, ὅταν θά ἔλειωνε, βοηθώντας μέ τήν ἀλοιφή των τούς ἐπιθυμοῦντας νά παραμένουν δίπλα.


᾿Αφοῦ λοιπόν ἑτοίμασαν τά μῦρα καί τά ἀρώματα, κατά τήν ἐντολή τό Σάββατο ἡσύχασαν· διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκόμη τά ἀληθινά σάββατα, οὔτε εἶχαν γνωρίσει καλά τό εὐλογημένο ἐκεῖνο σάββατο πού μεταφέρει τή φύσι τους ἀπό τά βάραθρα τοῦ ἅδη στό ὁλόφωτο καί θεῖο καί οὐράνιο ὕψος. “Τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ”, ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, “ἦλθαν στό μνῆμα, φέροντας τά ἀρώματα πού ἑτοίμασαν”· ὁ δέ Ματθαῖος λέγει, “ἀργά τό Σάββατο, ξημερώνοντας τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι οἱ προσελθοῦσες εἶναι δύο· ὁ ᾿Ιωάννης “τό πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά”, καί ὅτι μιά εἶναι ἡ προσελθοῦσα, Μαρία ἡ Μαγδαληνή· ὁ δέ Μάρκος “πολύ πρωί τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ προσελθοῦσες. Πρώτη λοιπόν τῆς ἑβδομάδος λέγουν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί τήν Κυριακή· ἀργά τό Σάββατο, ὄρθρο βαθύ, πολύ πρωί καί πρωί σκοτεινά ἀκόμη, ὀνομάζουν τόν χρόνο γύρω ἀπό τόν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπό φῶς καί σκότος· αὐτός ὁ χρόνος εἶναι, ἀφοῦ ἀρχίζει νά αὐγάζει τό ἀνατολικό μέρος τοῦ ὁρίζοντος πού προκαταγγέλλει τήν ἡμέρα. Μπορεῖ δέ κανείς παρατηρώντας ἀπό μακριά, πρός αὐτό, νά τό ἰδῆ νά ἀρχίζη νά χρωματίζεται ἀπό φῶς γύρω ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα τῆς νυκτός, ὥστε ἕως τήν πλήρη ἡμέρα νά ὑπολείπωνται τρεῖς ὥρες.


Φαίνονται βέβαια νά διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταί μεταξύ τους τόσο γιά τήν ὥρα, ὅσο καί γιά τόν ἀριθμό τῶν γυναικῶν, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλές, καί ἦλθαν στόν τάφο ὄχι μιά φορά, ἀλλά καί δύο καί τρεῖς φορές, συντροφιά μέν, ἀλλ᾿ ὄχι οἱ ἴδιες, καί κατά τόν ὄρθρο μέν ὅλες, ἀλλ᾿ ὄχι τόν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς, ἡ δέ Μαγδαληνή ἦλθε πάλι μόνη της καί ἔμεινε περισσότερο. Κάθε εὐαγγελιστής λοιπόν ἀναφέρει μιά προέλευσι μερικῶν καί παραλείπει τίς ἄλλες. ῞Οπως δέ ἐγώ ὑπολογίζω καί συνάγω ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστάς, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπα προηγουμένως, πρώτη ἀπό ὅλες ἦλθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί τήν Μαγδαληνή Μαρία. Τοῦτο κυρίως τό συμπεραίνω ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Διότι, λέγει, “ἦλθε ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ἄλλη Μαρία”, πού ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, γιά νά ἰδοῦν τόν τάφο. Καί ἰδού ἔγινε μέγας σεισμός· διότι ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, προσῆλθε, ἀπεκύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου κι᾿ ἐκαθόταν ἐπάνω σ᾿ αὐτήν· ἦταν δέ ἡ μορφή του σάν ἀστραπή καί τό ἔνδυμά του λευκό σάν τό χιόνι, ἀπό τόν φόβο δέ ἐμπρός του ἐταράχθηκαν οἱ φύλακες κι᾿ ἔγιναν σάν νεκροί”.


῞Ολες λοιπόν οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετά τό σεισμό καί τήν φυγή τῶν φυλάκων, κι᾿ εὑρῆκαν τόν τάφο ἀνοιγμένο καί τήν πέτρα ἀποκυλισμένη· ἡ δέ Παρθενομήτωρ ἔφθανε τή στιγμή πού ἐγινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καί ἀνοιγόταν ὁ τάφος καί οἱ φύλακες ἦσαν παρόντες, ἄν καί συγκλονισμένοι ἀπό τόν φόβο· γι᾿ αὐτό μετά τόν σεισμό αὐτοί ἀνασηκώθηκαν καί ἐκύτταξαν ἀμέσως νά φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στή θέα. ᾿Εγώ πάντως νομίζω ὅτι γι᾿ αὐτήν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος (διότι γι᾿ αὐτήν πρώτη καί δι᾿ αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθῆ σ᾿ ἐμᾶς ὅλα, ὅσα εἶναι ἐπάνω στόν οὐρανό καί κάτω στή γῆ) καί ὅτι γι᾿ αὐτήν ἄστραπτε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη σκοτεινή, αὐτή μέ τό πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νά ἰδῆ τόν τάφο κενό, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα καί πολυτρόπως νά μαρτυροῦν τήν ἔγερσι τοῦ ἐνταφιασθέντος.


῏Ηταν δέ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τήν εἶδε αὐτός νά σπεύδη πρός τόν τάφο, αὐτός πού παλαιότερα τῆς εἶχε εἰπεῖ, “μή φοβῆσαι, Μαρία, διότι εὑρῆκες χάρι ἀπό τόν Θεό”, σπεύδει καί τώρα καί κατεβαίνει νά εἰπῆ τό ἴδιο πάλι στήν ἀειπάρθενο καί νά ἀναγγείλη τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ γεννηθέντος ἀπό αὐτήν ἀσπόρως, νά σηκώση τήν πέτρα, νά ὑποδείξη τόν κενό τάφο καί τά ἐντάφια, κι᾿ ἔτσι νά ἐπιβεβαιώση τήν καλή ἀγγελία. Διότι, λέγει, “ἀποκρινόμενος ὁ ἄγγελος, εἶπε στίς γυναῖκες· μή φοβῆσθε ἐσεῖς, ζητεῖτε τόν ᾿Ιησοῦ, τόν ἐσταυρωμένο; ἀναστήθηκε· ἰδού ὁ τόπος ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος”. ᾿Εάν, λέγει, βλέπετε τούς φύλακες συγκλονισμένους ἀπό τόν φόβο, ἀλλά ἐσεῖς νά μήν φοβῆσθε· διότι γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε ᾿Ιησοῦν τόν ἐσταυρωμένο.ἐσηκώθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ. Διότι αὐτός, ὄχι μόνο εἶναι ἀκράτητος ἀπό τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου τά κλεῖστρα καί τούς μοχλούς καί τίς σφραγίδες, ἀλλ᾿ εἶναι καί κύριος τῶν ἀθανάτων καί οὐρανίων ἀγγέλων μας καί μόνος αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος.“ἰδέτε”, λέγει, “τόν τόπον ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος καί πηγαίνετε γρήγορα νά εἰπῆτε στούς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς”.


“᾿Αφοῦ δέ ἐξῆλθαν”, λέγει, “μέ φόβο καί χαρά μεγάλη”. ᾿Εγώ νομίζω πάλι ὅτι τόν μέν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί οἱ ἄλλες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει ἕως τότε μαζί (διότι αὐτές δέν κατενόησαν τήν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νά συλλάβουν τελείως τό φῶς, ὥστε νά ἰδοῦν καί μάθουν ἀκριβῶς), ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τή μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τά λόγια τοῦ ἀγγέλου καί παραδόθηκε ὁλόκληρη στό φῶς, ὡς τελείως καθαρά καί θείως χαριτωμένη, ἐγνώρισε μέ ὅλα αὐτά τήν ἀλήθεια κι᾿ ἐπίστευσε στόν ἀρχάγγελο, ἐπειδή αὐτός ἀπό πολύν καιρό τῆς ἐφάνηκε διά τῶν ἔργων ἀξιόπιστος. Πῶς ἄλλωστε, ἀφοῦ ἦταν παροῦσα στά γεγονότα ἡ θεόσοφος Παρθένος, δέν θά κατανοοῦσε τό συμβάν, ἀφοῦ δηλαδή εἶδε σεισμό, καί μάλιστα μεγάλο, ἄγγελο νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό, καί μάλιστα ἀστραποβόλο, τή νέκρωσι τῶν φυλάκων καί τοῦ λίθου τήν μετάθεσι, τήν κένωσι τοῦ τάφου καί τό μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, πού ἦσαν ἄλυτα καί συγκρατημένα μέ σμύρνα καί ἀλόη καί συγχρόνως ἐφαίνονταν ἀδειανά ἀπό τό σῶμα, καί ἐπί πλέον ἀφοῦ ἔλαβε τήν χαρμόσυνη πρός αὐτήν θέα καί ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου; ῞Οταν δέ ἐξῆλθαν μετά τόν εὐαγγελισμό τοῦτον, ἡ μέν Μαγδαληνή Μαρία, σάν νά μήν ἄκουσε κἄν τόν ἄγγελο, ἀφοῦ ἄλλωστε οὔτε ἐκεῖνος ὡμίλησε γι’ αὐτήν, διαπιστώνει μόνο τήν κένωσι τοῦ τάφου, χωρίς νά ἀναφέρει καθόλου τά ἐντάφια· καί τρέχει πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης.


῾Η δέ Θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευομένη ἀπό ἄλλες γυναῖκες, ἐπανερχόταν πάλι ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἦλθε· καί ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος “ὁ ᾿Ιησοῦς τίς συνάντησε λέγοντας, χαίρεται”. Βλέπετε ὅτι καί πρίν ἀπό τήν Μαγδαληνή Μαρία ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτόν πού γιά τήν σωτηρία μας ἔπαθε σαρκικά καί ἐτάφηκε καί ἀναστήθηκε; “Αὐτές δέ”, λέγει, “προσῆλθαν, ἔπιασαν τά πόδια του καί τόν προσκύνησαν”. ῞Οπως δέ, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζί μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ἀπό τόν ἄγγελο, μόνο αὐτή κατάλαβε τή σημασία τῶν λόγων, ἔτσι καί μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συνάντησε τόν Υἱό καί Θεό, πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες εἶδε καί ἀναγνώρισε τόν ἀναστάντα καί προσπίπτοντας ἔπιασε τά πόδια του κι᾿ ἔγινε ἀπόστολός του πρός τούς ᾿Αποστόλους. ῞Οτι δέ ἡ Μαγδαληνή Μαρία δέν ἦταν μαζί μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν τάφο τήν συνάντησε καί τῆς παρουσιάσθηκε καί τῆς ὡμίλησε ὁ Κύριος, διδασκόμαστε ἀπό τόν ᾿Ιωάννη· διότι, λέγει, “τρέχει αὐτή πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί πρός τόν ἄλλο μαθητή, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς, καί λέγει σ᾿ αὐτούς, ἐσήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν γνωρίζομε πού τόν ἐτοποθέτησαν”. Πῶς τάχα, ἄν τόν εἶδε καί τόν ἄγγισε μέ τά χέρια της καί τόν ἄκουσε νά ὁμιλῆ, θά ἔλεγε τέτοια πράγματα, ὅτι τόν ἐσήκωσαν καί τόν μετέθεσαν, ποῦ ὅμως, δέν γνωρίζομε; ᾿Αλλά μετά τό δρόμο τοῦ Πέτρου καί τοῦ ᾿Ιωάννη πρός τόν τάφο καί τήν ἐκεῖ θέα τῶν σινδονιῶν καί τήν ἐπιστροφή, λέγει, “ἡ δέ Μαρία ἐστεκόταν κόντα στό μνημεῖο ἔξω κλαίοντας”.


Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν εἶχε ἰδεῖ ἀκόμη, ἀλλ᾿ οὔτε κἄν εἶχε πληροφορηθῆ σχετικά; Καί ὅταν δέ τήν ἐρώτησαν οἱ παρουσιασθέντες ἄγγελοι, γυναῖκα, “γιατί κλαίεις”, ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σάν γιά νεκρό. Καθώς δέ ἐστράφηκε καί εἶδε τόν ᾿Ιησοῦ, οὔτε τότε δέν ἐκατάλαβε, ἀλλά ἐρωτωμένη ἀπό αὐτόν, τί κλαίει, ἀπαντᾶ παρόμοια, ἕως ὅτου ἐκεῖνος, καλώντας την ὀνομαστικά, παρουσίασε τόν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας καί αὐτή καί ζητώντας νά προσφέρη τόν ἀσπασμό στά πόδια ἐκείνου, ἄκουσε ἀπό αὐτόν τίς λέξεις, “μή μ᾿ ἐγγίζης”. ᾿Από αὐτό μαθαίνομε ὅτι, ὅταν προηγουμένως ἐφάνηκε στή μητέρα καί στίς γυναῖκες πού ἦσαν μαζί, μόνο σ᾿ αὐτήν ἐπέτρεψε νά πιάση τά πόδια του, ἄν καί ὁ Ματθαῖος ἀποδίδει τοῦτο καί στίς ἄλλες γυναῖκες, μή θέλοντας γιά τήν αἰτία πού εἴπαμε στήν ἀρχή νά προβάλη φανερά τήν μητέρα στό θέμα αὐτό.


᾿Αφοῦ δέ πρώτη ἦλθε στόν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καί πρώτη ἐδέχθηκε τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν πολλές μαζί, εἶδαν καί ἐκεῖνες τήν πέτρα ἀποκυλισμένη καί ἄκουσαν τούς ἀγγέλους, πού ἐπιστρέφοντας μέ τό ἄκουσμα αὐτό καί τήν θέα ἐχωρίσθηκαν. ῎Αλλες, ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, “ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα, κυριαρχημένες ἀπό φόβο καί ἔκστασι καί δέν εἶπαν σέ κανένα τίποτε, διότι ἐφοβοῦνταν“· ἄλλες ἀκολούθησαν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, καί αὐτές ἦσαν πού ἐπέτυχαν τήν θέα καί συνομιλία τοῦ Δεσπότη. ῾Η δέ Μαγδαληνή ἐπῆγε στόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, μαζί μέ τούς ὁποίους ἔρχεται πάλι μόνη στόν τάφο· ὅταν δέ ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτή παραμένοντας ἀξιώνεται τῆς δεσποτικῆς θέας, στέλλεται καί αὐτή πρός τούς ᾿Αποστόλους καί ἔρχεται πάλι πρός αὐτούς, γιά ν᾿ ἀπαγγείλη σέ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης, “ὅτι εἶδε τόν Κύριο, πού εἶπε σ᾿ αὐτήν αὐτά”. Αὐτή λοιπόν ἡ θέα λέγει καί ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε πρωί, δηλαδή κατά τήν πλήρη ἀρχή τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ ἐπέρασε ὅλος ὁ ὄρθρος, ἀλλά δέν ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἤ ἡ πρώτη ἐμφάνισίς του.


῎Εχομε λοιπόν τά συμβάντα ἐξακριβωμένα καί τήν ἀπό τήν ἀρχή ζητουμένη συμφωνία τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν ὡς πρός αὐτά. Οἱ δέ μαθηταί κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τήν ἴδια, ἐνῶ ἄκουσαν ἀπό τίς Μυροφόρες καί τόν Πέτρο, καθώς καί ἀπό τόν Λουκᾶ καί τόν Κλεόπα, ὅτι ὁ Κύριος ζῆ καί ἐθεάθηκε ἀπό αὐτές, ἀπίστησαν· γι᾿ αὐτό ὀνειδίζονται ἀπό αὐτόν, ὅταν τούς ἐμφανίσθηκε ὕστερα, καθώς ἦσαν συναθροισμένοι μαζί. ῞Οταν ὅμως παρέστησε τόν ἑαυτό του ζωντανό κατά πολλούς τρόπους καί πολλές φορές, ὄχι μόνο ἐπίστευσαν ὅλοι, ἀλλά καί ἐκήρυξαν παντοῦ· “ὁ λόγος τους ἐξῆλθε σέ ὅλη τή γῆ καί τά ρήματά τους ἔφθασαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης”, “ἐνῶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐβεβαίωνε τόν λόγο μέ τά συνοδευτικά θαύματα”· διότι τά θαύματα ἦσαν ἀναγκαιότατα, μέχρις ὅτου κηρυχθῆ ὁ λόγος σέ ὅλη τή γῆ. ᾿Αλλά χρειάζονται μέν σημεῖα καί τεράστια θαύματα πρός παράστασι καί βεβαίωσι τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματος.χρειάζονται ὅμως σημεῖα, ἀλλ᾿ ὄχι τεράστια πρός παράστασι αὐτῶν πού ὑποδέχθηκαν τόν λόγο, ἄν βεβαίως ἐπίστευσαν. Ποιά δηλαδή σημεῖα; Τά ἀπό τά ἔργα. “Δεῖξε μου”, λέγει, “τήν πίστη σου ἀπό τά ἔργα σου”, καί “ποιός εἶναι πιστός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή διαγωγή”. Ποιός θά πιστεύση πραγματικά ὅτι ἔχει διάνοια θεία καί ὑψηλή, καί θά ἐλέγαμε οὐράνια, ὅπως εἶναι ἡ εὐσέβεια, αὐτός πού ἐπιδίδεται σέ φαῦλα ἔργα καί εἶναι προσηλωμένος στή γῆ καί στά γήινα;


Δέν ὠφελεῖ τίποτε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν λέγη κανείς ὅτι ἔχει θεία πίστι, δέν ἔχει ὅμως ἔργα κατάλληλα στήν πίστι. Τί ὠφέλησαν οἱ λαμπάδες τίς μωρές παρθένους, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἔλαιο, δηλαδή τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπαθείας; Τί ὠφέλησε ἡ ἐπίκλησις τοῦ ᾿Αβραάμ σάν πατρός τόν πλούσιο ἐκεῖνον πού τηγανιζόταν στήν ἄσβεστη φλόγα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυμπαθείας πρός τόν Λάζαρο; Τί ὠφέλησε ἡ δῆθεν εὐπείθεια πρός τήν πρόσκλησι ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον πού δέν εἶχε ἀποκτήσει διά τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἔνδυμα κατάλληλο γιά τό θεῖο γάμο καί γιά τόν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυμφῶνα; Προσκλήθηκε μέν καί προσῆλθε, διότι ἐπίστευσε ὁπωσδήποτε, καί παρακάθησε μέ τούς ἁγίους ἐκείνους συνδαιτυμόνες, ἀλλ᾿ ὅταν ἐξεσκεπάσθηκε καί καταισχύνθηκε, ὡς ἐνδεδυμένος τήν φαυλότητα ἀπό τά ἤθη καί τίς πράξεις ἐδέθηκε ἀνηλεῶς χειροπόδαρα κι᾿ ἐρρίφθηκε στή γέεννα τοῦ πυρός, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων.


Αὐτήν εἴθε νά μή τήν δοκιμάση κανείς Χριστιανός, ἀλλ᾿ ἐπιδεικνύοντας ὅλοι διαγωγή πρέπουσα στήν πίστι, νά εἰσέλθωμε στόν νυμφώνα τῆς ἄφθαρτης εὐφροσύνης καί νά ζήσωμε αἰωνίως μαζί μέ τούς ἁγίους ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία ὅλων τῶν εὐφραινομένων. Γένοιτο. 


www.agiazoni.gr

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Ο Χριστός μεσίτης Θεού και ανθρώπων

κατά τον Μέγα Αθανάσιο.


(απόσπασμα από την Δ’ Ομιλία Κατά Αρειανών)
6. Ως προς την ασθενή και ανθρωπίνην σκέψιν των Αρειανών, επειδή υπονοούν ότι ο Κύριος έχει ανάγκην όταν λέγει ούτος «Ἐδόθη μοι» (Ματθ. 28.18), και «έλαβα», και δι’ αυτά που λέγει ο Παύλος «διά τοῦτο ὑπερύψωσεν αὐτόν» (Φιλ. 2.9), και, «Ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ» (Κολ. 3.1), και τα παρόμοια, πρέπει να ἀπαντήσωμεν ότι ο Κύριος ημών, ενώ είναι Λόγος και Υιός του Θεού, εφόρεσε ανθρώπινον Σώμα και έγινε Υιός ανθρώπου, ώστε, αφού γίνει μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, να υπηρετεί τα μεν του Θεού εις εμάς, τα δεν ιδικά μας εις τον Θεόν.
Όταν λοιπόν λέγεται ότι πεινά, και δακρύζει, και κουράζεται και «Θεέ μου, Θεέ μου», ενώ είναι ανθρώπιναι αδυναμίαι και ιδικά μας παθήματα, τα παίρνει από εμάς και τα δίδει εις τον Πατέρα, παρακαλών υπέρ ημών δια να εξαφανισθούν δι’ αυτού.
Όταν δε λέγει «Ἐδόθη μοι εξουσία» και «ἔλαβον» (Ιω. 10.18), και «Διά τοῦτο ὑπερύψωσεν αὐτόν ο Θεός», αυτά είναι χαρίσματα που λαμβάνονται εκ του Θεού και δι’ αυτού δίδονται εις εμάς.
Διότι δεν είχε ανάγκη ο Λόγος, ούτε αυτός εδημιουργήθει κάποτε˙ ούτε πάλιν οι άνθρωποι ήσαν ικανοί να υπηρετήσουν προς χάριν των αυτά, αλλά δια του Λόγου δίδονται εις εμάς˙ δι’ αυτό, ως προσφερόμενα εις αυτόν δίδονται εις εμάς˙ δι’ αυτό, άλλωστε, ενηνθρώπισε, ώστε χαριζόμενα εις αυτόν να μεταβιβασθούν εις εμάς.
Διότι ένας κοινός άνθρωπος δεν θα ήτο άξιος να τα λάβει˙ ο δε Λόγος μόνος δεν θα τα εχρειάζετο. Συνηνώθη λοιπόν με την ανθρώπινην φύσιν ο Λόγος και τότε μας έδωσε δύναμιν και μας υπερύψωσε.
Ως άνθρωπος δηλαδή ο Λόγος υπερύψωσε τον άνθρωπον, και ο άνθρωπος έλαβε τα χαρίσματα, όταν ο Λόγος έλαβε ανθρώπινον σώμα.
Επειδή λοιπόν ο άνθρωπος υψώθη έλαβε εξουσίαν όταν ο Λόγος έγινε άνθρωπος, δι’ αυτό αναφέρονται ταύτα εις τον Λόγον, επειδή ακριβώς εξαιτίας αυτού  εδόθησαν˙ εξ αιτίας δηλαδή της ανθρωπίνης φύσεως που έλαβε ο Λόγος εδόθησαν τα χαρίσματα αυτά.
Και όπως έγινε άνθρωπος ο Λόγος, έτσι και ο άνθρωπος έλαβε δια του Λόγου διδόμενα χαρίσματα.
Όλα επομένως όσα έχει λάβει ο άνθρωπος αναφέρονται ότι έχουν ληφθεί υπό του Λόγου, για να καταδειχθεί ότι παρά το ότι δεν ήτο άξιος ο άνθρωπος να τα λάβει, όσο εξηρτάτο από την φύσιν του, όμως τα έχει λάβει εξ αιτίας του Λόγου, ο οποίος έγινε άνθρωπος.
Επομένως, όταν αναφέρεται ότι δίδεται κάτι εις τον Κύριον ή κάτι παρόμοιον, πρέπει να σκεπτόμεθα ότι δεν δίδεται εις αυτόν επειδή το έχει ανάγκην, αλλά εις τον άνθρωπον διά του Λόγου.
Και άλλωστε, καθένας που παρακαλεί υπέρ άλλου λαμβάνει αυτός την χάριν, όχι διότι έχει αυτός ανάγκην, αλλά δι’ εκείνον υπέρ του οποίου παρακαλεί.
(Μετ. Σοφ. Τοκατλίδη, εκδ. Γρηγόριος ο Παλάμάς, τ.3 σσ. 213-5).



www.impantokratoros.gr

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Η αγία Ελέναμπα η προορατική


Η Ελέναμπα ήταν μια ευσεβής και σοφή έφηβη κόρη, που ζούσε στο χωριό Κεφαλοχώρι της Νίκαιας της Μικράς Ασίας. Το όνομά της σημαίνει «Ελένη που μιλάει σαν αββάς» (=γέροντας, πνευματικός διδάσκαλος). Ήταν ορφανή και πάμπτωχη και εργαζόταν ως υπηρέτρια σε έναν πονόψυχο Τούρκο. Εκείνος πολλές φορές την άκουγε τη νύχτα να προσεύχεται και να παρακαλεί το Θεό να φορτωθεί τις αμαρτίες άλλων, συγκεκριμένων, ανθρώπων, που αργότερα προφανώς θα έκανε προσευχές, νηστείες και άλλες θυσίες για να τις εξαλείψει.
Ήταν προικισμένη από το Θεό με προορατικό χάρισμα και πολλοί άνθρωποι έρχονταν να πάρουν τη συμβουλή της, αλλά και να ζητήσουν τις προφητείες της (εννοείται, χωρίς αμοιβή). Ιδίως πληροφορούσε γυναίκες για την τύχη των συζύγων τους, που είχαν επιστρατευθεί στα τουρκικά Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού). Ο Τούρκος αφέντης της τη σεβόταν και κατέγραφε τις προφητείες της, γιατί διαπίστωνε με τα ίδια του τα μάτια το χάρισμά της.
Η οσία αυτή νέα κοιμήθηκε γύρω στο 1920, σε ηλικία μικρότερη των 14 ετών. Πριν κοιμηθεί είχε προβλέψει το θάνατό της και είχε ζητήσει να τη ντύσουν σαν μοναχή. Από τον τάφο της ανέβλυσε αγίασμα και όσοι άρρωστοι το έπιναν θεραπεύονταν. Τα ρούχα της και κάποια προσωπικά της αντικείμενα μεταφέρθηκαν από τους συγγενείς της, με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, στο Νέο Κεφαλοχώρι, στο νομό Σερρών, όπου την ευλαβούνται ως αγία.


www.oodegr.com

Ο ιερέας στον Παπαδιαμάντη

Γιος παπά ο κυρ-Αλέξανδρος και με επώνυμο παπαδικό. Τον ξεχώριζαν τ’ άλλα παιδιά. Κι αυτό τον πονούσε.
Έβλεπε στον παπά τον συνεχιστή του έργου του Χριστού. Έδειχνεν ο παπάς τον αόρατο Χριστό. Εδάνειζε το χέρι και το στόμα του σ’ Εκείνον. Και όπως ο Χριστός νοιαζότανε τους ανθρώπους στα χρόνια της ενσάρκου οικονομίας Του, έτσι και ο παπάς νοιάζεται τους ανθρώπους. Λειτουργεί και συλλειτουργεί μαζί τους στο Ναό. Παίρνει τα αιτήματά τους, «τα πάθια και τους καϋμούς» των και τα προσφέρει στο Χριστό, που είναι «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Κατεβάζει με την έγκριση των πιστών το Άγιον Πνεύμα σε όλους και στα Δώρα. Και σε λίγο, αφού μεταλάβει αυτός, βγαίνει να κοινωνήσει τους πιστούς το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας.
Και γίνεται έτσι ο παπάς πατέρας που γεννά μέσα μας το Χριστό. Αρχικά βέβαια με το μυστήριο του Βαπτίσματος και ύστερα με τ  ἄλλα.
Οι τύποι των ιερέων στον Παπαδιαμάντη είναι μορφές (δηλαδή μορφωμένοι), ενάρετοι, σεβάσμιοι, ιεροπρεπείς. Μπορεί να είναι ολιγογράμματοι, αλλά μπορούν και κάνουν πολύ καλά το έργο τους.
Μπορούν και στέκουν μέσα στο Ναό μα και στην Κοινωνία.
Κάνουν τη θεία Λειτουργία και παίρνουν τα υπερκόσμια δώρα της. Και υστέρα βγαίνουν, «προέρχονται εν ειρήνη», και συνεχίζουν τη λειτουργία της ζωής. Τη λειτουργία μετά τη Λειτουργία.
Ο ιερέας πατέρας του ήταν άριστος λειτουργός, τέκνον των Κολλυβάδων, αλλά και ικανός και θαρραλέος και χρήσιμος μέσα στην Κοινωνία.
Στο διήγημα «Στο Χριστό στο Κάστρο» νοιάζεται για τους δύο αποκλεισμένους σε αυτό. Κάνοντας ο ίδιος το ντελάλη, το ανακοινώνει. Κι υστέρα στο σπίτι του συγκεντρώνει ενορίτες και συνεργάτες του και, αποφασισμένος όντας εκείνος, συμπαρασύρει και πείθει αρκετούς να τον ακολουθήσουν στον πηγαιμό του για βοήθεια των κινδυνευόντων ενοριτών του.
Και όλοι μαζί πηγαίνουν με κίνδυνο της ζωής των στο Χριστό στο Κάστρο, βρίσκουν σώους τους κινδυνεύοντας από τα χιόνια, κάνουν εκεί τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, προσφέρουν βοήθεια και σε ναυαγούς που ξώκειλαν κατά τ’ ακροθαλάσσι, κι όλοι μαζί τρώνε και πίνουν ευχαριστημένοι και κοιμούνται πανάλαφροι. Και την άλλη μέρα το απόγευμα γυρίζουν αισίως στην πολίχνη.
Τι καρτερούν οι άνθρωποι από την Εκκλησία; Την αγάπη την έμπρακτη, την έγνοια και την αποδοχή. Η Εκκλησία είναι η Μάννα μας, κι εμείς πιστά Της τέκνα. Όπως και ο σήμερα τιμώμενος και φίλτατός μας κυρ-Αλέξανδρος.
Στην Αθήνα τον εσαγήνευε ο μακάριστος παπα-Πλανάς. Ο ταπεινός. Ο άξιος του πρώτου μακαρισμού του Σωτήρος. Πόση γαλήνη εύρισκε κοντά του. Γνωστό μας είναι και το άρθρο του γι  αὐτόν.
Τα μέγιστα τιμούσε και τους άγαμους ενάρετους κληρικούς και μοναχούς. Είχε υπέροχο παράδειγμα τον Διονύσιο το Γέροντα, τον ιεροπρεπή ασκητή και λόγιο, τον συγγενή του. Τόνιζε την προσφορά τους τη μεγάλη…
Και στα τελευταία του εκάλεσε τον αξιαγάπητο αρχιμανδρίτη Ανδρέα Μπούρα, τον σπουδαίο και φίλο του, για εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία. Ζήτησε να του διαβάσει τη μεγάλη εξομολογητική ευχή. Και τον μετέλαβε. Κι υστέρα ο κυρ-Αλέξανδρος άρχισε να κλαίει. Έφευγε για την άλλη πλάση. Είχε συναίσθηση της αμαρτωλότητός του.
Αναφέρει στα έργα του και ιερείς με αδυναμίες. Αναγκάζεται να κρίνει. Αλλά με πόνο και ταπείνωση και μοναδικό σκοπό τη διόρθωση, τη θεραπεία και την σωτηρία. Φέρεται μ  εὐσπλαγχνία και καλωσύνη. Ποτέ δεν προσβάλλει και δεν εκχυδαΐζει τους ήρωές του. Περιβάλλει μ  ἀνείπωτη στοργή ακόμα και τον πειναλέο ανθρωπίσκο στο «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Και δείχνει σε όλους και στον εαυτό του, χωρίς αφόρητο διδαχτισμό, την θύρα του Παραδείσου, που είναι η Μετάνοια.
Θεωρεί ως κύρια αιτία του πολλαπλασιασμού των αιρέσεων την έλλειψη πραγματικής ποιμαντικής μέριμνας εκ μέρους των ιερέων.
Το δέσιμο κλήρου και λάου και η συνεργασία σώζει. Πάντοτε φυσικά με του Χριστού τη Χάρη.
Διαβάζοντας κανείς τα έργα του Παπαδιαμάντη έχει την αίσθηση πως βρίσκεται εδώ και κάπου άλλου ταυτόχρονα. Πως βρίσκεται εδώ, στα πάθια και τους καϋμούς του κόσμου και συγχρόνως στα Ρόδινα ακρογιάλια της Θείας Βασιλείας. Και τούτο γιατί ο Παπαδιαμάντης είναι γνήσιον τέκνον της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και όλα μέσα σ  αὐτὴν είναι θεανθρώπινα.
Και ζώντα μέσα σ’ αυτήν την θεανθρώπινη διάσταση της Εκκλησίας ο κυρ-Αλέξανδρος, μεταξύ της ανθρώπινης αδυναμίας και της Πηγής της Παντοδυναμίας σχοινοβατούσε κι αγωνιζότανε. Άφηνε την οντότητά του στην Αγκάλη του Χριστού και στη στοργή της Παναγίας, που Τους υπεραγαπούσε. Υμνούσε «μετά λατρείας τον Χριστό του».
Επόνεσεν αμέτρητα στη ζωή του. Πέρασε φτώχεια σαν ασκητής, μα έμεινε στην έντιμη πενία του, όπως έγραψε κάποτε στον ιερέα πατέρα του, και είχε τη βοήθεια του Θεού. Πέρασε μοναξιά και δυσκολίες «σαν σκοτεινό και άμοιρο τρυγόνι». Κατέφευγεν όμως στην αγία Εκκλησιά, εκεί που «το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη».
Δεν έγινε ο ίδιος ιερέας, μα ιερουργούσε με τα αθάνατα γραφτά του τον λόγον της αληθείας. Και πόσους δεν ωφέλησε και ωφελεί.
Λένε πως κάποια φορά απελπισμένος επήγε να εξομολογηθεί (πίστευε στην Εξομολόγηση). Και είπε στον παπά πως δυσκολεύεται και υποφέρει πολύ. Και ο παπάς, χωρίς να τον ξέρει, αφού τον παρηγόρησε δεόντως, του συνέστησε να διαβάζει τα έργα του Παπαδιαμάντη.
Αναφέρει ο Μικρασιάτης λογοτέχνης και μακαριστός πλέον Ηλίας Βενέζης πως ενώ ευρίσκοντο στα περίφημα τάγματα εργασίας κι έμεναν σ  ἕνα σταύλο κλεισμένοι, βρήκε κάποιος πεταμένο μέσα εκεί ένα φύλλο από περιοδικό και άρχισε να το διαβάζει, για να περνά η ώρα. Και καθώς εδιάβαζε άρχισαν όλοι ν· ακούνε μ  ἐνδιαφέρον. Μαλάκωσαν και γαλήνεψαν οι ταλαίπωρες ψυχές τους. Και καθώς τελείωσε το διάβασμα, έβγαλαν όλοι ανακουφισμένοι μια φωνή: «ρε αυτό ήταν Ευαγγέλιο. Λες κι είμαστε στην Εκκλησία». Και τι λέτε πως ήταν; Ένα κομμάτι απ’ το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Υπό την Βασιλικήν Δρυν».
Θυμάμαι κάποια φορά ήρθε και με βρήκε στην εκκλησία ένας πολύ πονεμένος. Ήθελε να πεθάνει, μου έλεγε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήταν Μεγαλοβδομάδα. Είχα μαζί μου τα «Πασχαλινά Διηγήματα» του κυρ-Αλέξανδρου και σκέφθηκα να ζητήσω κι εγώ μια εξυπηρέτηση από τον πονεμένο αδελφό μας. Τον παρακάλεσα να μου διαβάσει, αν ήθελε, ένα διήγημα πασχαλινό. Του είπα πως ήμουν πολύ κουρασμένος, και ήμουν, και θα με εξυπηρετούσε μ’ αυτό. Κι υστέρα θα μιλάγαμε για τα δικά του. Εκείνος σάστισε για λίγο, μα υποχώρησε στο αίτημά μου και άρχισε να διαβάζει σιγά-σιγά το «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Και διαβάζοντας άρχισε λίγολιγο να συνέρχεται. Έβλεπα το πρόσωπό του ν’ αλλάζει. Έλαμπε αγάλι-αγάλι η θωριά του. Διαβασεν αρκετά. Και κάποια στιγμή άρχισε να κλαίει. Έσκυψε και μου φίλησε το χέρι. Κι είπε με χαρμολύπη: «Παππούλη, τι μου έκανες; Τι είναι αυτό που διαβάζω; Γιατί έφυγεν ο πόνος από μέσα μου κι αλάφρωσεν η ψυχή μου;» Κι έκλαιγεν, όλο έκλαιγεν από χαρά και θαυμασμό. Του είπα για τον Παπαδιαμάντη και το έργο του. «Μα τούτος είναι άγιος, άνθρωπος του Θεού, σοφός, ποιητής μεγάλος, μάγος του λόγου» μου είπε. Και έφυγεν ο άνθρωπος πουλάκι Ήθελε να ζήσει.
Αυτός είναι ο κυρ-Αλέξανδρος. Μιλάει όμως με γλύκα και αποδοχή για τους αρχαίους. Και συναιρεί στο έργο του το διαιώνιο Ελληνισμό. Καταγράφει τη γλώσσα μας απ’ τις αμμουδιές τ’  Ὁμήρου μέχρι σήμερα.
Είναι λάτρης του Χριστού και μέγιστος πατριώτης. Και συνάμα αγαπά «πάντα τα έθνη», λέγοντας σε κάποιο διήγημά του «πως κι ο Εβραίος έχει ψυχή».
Ευχαριστούμε το Θεό, που μας έδωκε τον κυρ-Αλέξανδρο. Ευχαριστούμε και τον ίδιο, που αφηκε σε μας «άλλο, τας βίβλους, στόμα του»
Πηγή: «Παπαδιαμαντικοί Λόγοι», εκδ. Ακτή
(Εισήγηση στο Διήμερο Συνέδριο για τον Αλ. Παπαδιαμάντη, που οργάνωσε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 25-26 Μαΐου 2001)


www.pemptousia.gr

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Για την Ταπείνωση




Χωρίς την ταπείνωση, έλεγε ο στάρετς Αμβρόσιος, δε σώζεται ο άνθρωπος. Αν πιστέψουμε πως από δική μας αξία σωζόμαστε, έχουμε απατηθεί. Θα σας αναφέρω ένα διδακτικό περιστατικό. Μια επιφανής αρχόντισσα, αρκετά ευσεβής αλλά όχι και αρκετά ταπεινή, καθώς κοιμόταν είδε ένα συγκλονιστικό όνειρο: Πάνω σε ένδοξο θρόνο ο δίκαιος Κριτής! Και απέναντί του πλήθη λαού, μεταξύ των οποίων και η ίδια. Ο Χριστός ετοιμαζόταν να καλέσει κοντά Του τους εκλεκτούς. Εκείνη που βασιζόταν στις αρετές της και στις καλοσύνες της περίμενε μεγάλες τιμές, αλλά έπεσε έξω στην πρόβλεψή της. Κάποια ταπεινή χωριατοπούλα κρίθηκε άξια για την πρώτη θέση. Δεύτερος ήταν ένας φτωχός χωρικός που φορούσε μάλιστα και τσαρούχια. Ακολούθησαν στη σειρά πλήθη απλοϊκών ανθρώπων. Σε μια στιγμή ο Κύριος έπαυσε να προσκαλεί άλλους. Εκείνη πάνω στην απελπισία της αποφάσισε να τον πλησιάσει και να του υπενθυμίσει τα καλά που είχε κάνει. Ο Χριστός όμως απέστρεψε εντελώς το πρόσωπό Του απ’ αυτήν. Εξουθενωμένη πλέον, έπεσε στο έδαφος, έκλαψε και αναγνώρισε ταπεινά πως πραγματικά δεν της άξιζε η ουράνια Βασιλεία. Να, αγαπητοί μου-εδώ δυνάμωσε τη φωνή του ο στάρετς-το ταπεινό φρόνημα! Έτσι έπρεπε να σκεφτόμαστε όλοι. Όταν ξύπνησε από το όνειρο η αρχόντισσα, δεν τόλμησε πια να φιλοξενήσει υπερήφανες ιδέες στην ψυχή της. Της έδωσε ο Θεός με το όνειρο αυτό ένα αξέχαστο όνειρο.


www.xfd.gr

Ο Κανόνας και η προσευχή στη ζωή του μοναχού και για κάθε ευσεβή χριστιανό!


Ας προχωρήσωμε σε ένα άλλο στοιχείο, που έχει σχέσι με την εγρήγορσι και την χαρά και είναι ό κανόνας. Αυτό είναι το καθημερινό φαγοπότι του ανθρωπου, στην γλώσσα δε των ασκητικών Πατέρων αποκαλείται «λειτουργία». Όταν οι ασκητικοί Πατέρες ομιλούν περί λειτουργίας, δεν εννοούν την θεία λειτουργία. Αυτήν σπανίως την είχαν. Θεία μετάληψι μπορεί να είχαν συχνότερα, αλλά λειτουργίες είχαν αραιά, και μάλιστα οι ασκηταί. Την καθημερινή τους όμως λειτουργία, δηλαδή τον κανόνα τους δεν τον παρέλειπαν ποτέ, διότι ο κανόνας είναι η ώρα της ιδιαίτερης πάλης με τον Θεόν. Τότε μπορεί κανείς να κερδίζη τον Θεόν ή να τον χάνη. Ο κανόνας είναι ο τρόπος και το ποσόν και το ποιόν της αγρυπνίας του κάθε μοναχού. Προφανώς, δεν εννοούμε τις κοινές αγρυπνίες στον ναό. Εκείνες είναι κάτι άλλο, μία κοινή παράστασις ενώπιον του Θεού. Ο κανόνας είναι η αγρυπνία που κάνομε κάθε ημέρα στο κελλί μας, είναι το μεδούλι της υπάρξεώς μας, το λεπτότερο και το σοβαρώτερο μέρος της μοναστικής ζωής· δείχνει εάν έχωμε Θεόν ή δεν έχωμε, αν έχωμε διάθεσι να τον αποκτήσωμε ή όχι.
Όποιος δεν έχει κανόνα, ασφαλώς αυταπατάται ότι έχει Άγιον Πνεύμα. Δεν υπάρχει Άγιον Πνεύμα «ενεργούν και λαλούν εν ημίν», εφ’ όσον δεν έχομε νυκτερινή ζωή. Και εάν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για νυκτερινή ζωή, τουλάχιστον πρέπει να υπάρχη ο πόθος και η λαχτάρα να τις δημιουργήσωμε, ώστε κάποτε να έχωμε αυτή την νυκτερινή ζωή. Ο Θεός θα δη τον πόθο και θα μας τον πραγματώση.
Πότε όμως θα κάνωμε τον κανόνα μας και πότε θα αναπαυώμαστε; Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ως προς το θέμα της αναπαύσεως. Πολλοί Πατέρες κοιμούνταν λίγο το πρωί, άλλοι λίγο το βράδυ, άλλοι μία ώρα το εικοσιτετράωρο. Άλλοι όμως κοιμούνταν τρεις ώρες, άλλοι έξι ώρες, άλλοι επτά ώρες, ανάλογα με την προσωπική αντοχή και τον τρόπο ζωής τους και με την αγωγή που είχαν λάβει. Το βέβαιο είναι ότι αυτή η λειτουργία φέρνει τον φωτισμό στην ψυχή και την ένωσι με τον Θεόν. Στην αγρυπνία φωτίζεται ο άνθρωπος, καθαρίζεται η διάνοιά του, φεύγουν οι λογισμοί, μένει μόνος του ο νους, οπότε μπορεί να αναπετάννυται, να ανέχεται προς τον Θεόν, να τον χαίρεται, να τον αγαπά, να τον γνωρίζη, διότι είναι πλέον ο Θεός του και όχι κάποιος άγνωστος Θεός. Βεβαίως, όσο άγνωστος και να είναι ο Θεός μας, δεν θα εγκαταλείψωμε την αγρυπνία μας. Θα κουρασθούμε, θα ταλαιπωρηθούμε, για να ζήσωμε μαζί του.
Εάν οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν βωμό αφιερωμένο «τω αγνώστω Θεώ», πόσο μάλλον έχομε εμείς. Για να λέμε την αλήθεια, για τους πιο πολλούς ανθρώπους ο Θεός είναι άγνωστος, πέρα από τα σύννεφα, μέσα στον γνόφο. Είναι ένας Θεός που δεν τον ζούμε, δεν τον νοιώθομε, δεν τον ξέρομε. Γι’ αυτό ακριβώς και η πνευματική μας ζωή είναι δύσκολη. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να αδολεσχούμε στην αγρυπνία μας, γι’ αυτό δεν μπορούμε να καθίσωμε περιορισμένοι στην λατρεία. Δεν νοιώθομε τον Θεόν, δεν τον ξέρομε, δεν τον αγαπούμε, ο Θεός δεν μας συγκινεί, δεν σημαίνει τίποτε για μας. Η προσευχή και η αγρυπνία των περισσοτέρων ανθρώπων, καμιά φορά και των μοναχών, είναι ένα πηχτό σκοτάδι.
Παρ’ όλα αυτά, ο φωτισμός της ψυχής και η ένωσις με τον Θεόν, δηλαδή η οικειοποίησις του προσωπικού Θεού γίνεται κατ’ αυτές τις ώρες. Είναι σκληρές ώρες, επειδή είμαστε χωρίς Θεόν και καλούμεθα να τον αποκτήσωμε. Ο Θεός όμως υπάρχει. Ξέρομε ότι ο Θεός είναι στο είναι μας, στην ατμόσφαιρα, στο μοναστήρι, είναι πανταχού παρών. Εν τούτοις, εμείς ζούμε ως «άθεοι εν τω κόσμω», δεν διαφέρομε ούτε από τους αμαρτωλούς ούτε από τους τελώνες ούτε από τις πόρνες ούτε από τους εγκληματίες. Μπορεί να έχωμε «άπασαν την δικαιοσύνην», αλλά το θέμα είναι: έχω προσωπικόν Θεόν εγώ; υπηρετώ τον Θεόν; τον είδα; τον κατάλαβα; με φώτισε εμένα ο Θεός; Όχι τί μου είπε στο όνειρό μου, στο όνειρο που κάνω εγώ, αλλά ποιά μετοχή έχει η υπαρξίς μου στην ζωή του Θεού.
Επειδή, κατά κανόνα, μας λείπει ο Θεός, αναγκαζόμαστε να καταλάβωμε ότι η προσευχή μας θα είναι μια άσκησις, ένας αγώνας. Όπως βάζομε την εσχάρα στα κάρβουνα και τοποθετούμε επάνω το κρέας, για να το ψήσωμε, και βλέπομε να χύνεται το αίμα του και οσφραινόμεθα την μυρωδιά του, έτσι ακριβώς και ο κανόνας μας είναι η εσχάρα πάνω στην οποία ξηροψηνόμαστε· είναι η θυσία του εαυτού μας, η άσκησίς μας η οδυνηρή, το δόσιμο της νύκτας μας, της χθαμαλής ζωής μας, της αμαρτίας μας, του ιερού πόθου μας στον Θεόν. Όλα τα βάζομε εκεί, και έτσι γινόμαστε θύμα του Χριστού. Αν όμως εγώ δεν ζω τον Θεόν, τουλάχιστον ας θυσιάζωμαι γι’ αυτόν τον Θεόν και ας στέκωμαι έτσι ενώπιον του. Ο Θεός βλέπει αυτή την θυσία, το ότι γίνομαι ένας μάρτυς ενώπιον Του. «Αγάγετέ μοι τους μάρτυρας», λέγει ο Κύριος. Έτσι, γίνομαι και εγώ ένας μάρτυς, τον οποίον προσάγει η Εκκλησία στην εσχάρα, σε εκείνο το συγκεκριμένο κελλί μέσα στο σκοτάδι μου, στην πίκρα μου, στην αορασία μου, στην ακατανοησία μου, στην αγνωσία μου, θυσιάζομαι για τον Θεόν.
Επειδή ο κανόνας είναι το κέντρο της πνευματικής ζωής, βλέπομε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν πολλούς τρόπους αγρυπνίας, ο καθένας ανάλογα με το πνεύμα του, τον τόπο και τον χρόνο στον οποίο ζη. Άλλος κάνει όλη την νύκτα ορθοστασία. Άλλος διαβάζει Ψαλτήρι, άλλος λέγει μόνον το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», άλλος διαβάζει γονατιστός την Αγία Γραφή επί δύο, τρεις ώρες, άλλος όρθιος· άλλος διαβάζει ενώπιον των εικόνων την Παλαιά Διαθήκη ή το Ευαγγέλιο ή τους ψαλμούς. Ο καθείς κάνει ό,τι μπορεί. Άλλος εργάζεται, κουβαλάει πέτρες. Χίλιους δυο τρόπους εφευρίσκουν, ούτως ώστε να ξεπεράσουν το αδιαπέραστο τείχος που υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς και στον Θεόν. Στο κοινόβιο, όσον αφορά την αγρυπνία μας, πρέπει να βρισκώμαστε σε ένα κοινό σημείο, για να συναντιώμαστε. Στο κοινό αυτό σημείο, άλλος μπορεί να είναι πιο ψηλά και άλλος πιο χαμηλά, ανάλογα με την εισδοχή του Πνεύματος στον νου και στην καρδιά του, ανάλογα με την αγωνιστικότητα και την χωρητικότητά του.
Αλλά ποιά πρέπει να είναι η διάρκεια της καθημερινής αγρυπνίας μας; Η αγρυπνία πρέπει να διαρκή όσο το δυνατόν περισσότερο, αρχίζομε όμως με μία ώρα, μετά πάμε στις δύο, στις τέσσερις, στις πέντε ώρες. Αυτό έρχεται φυσιολογικά, εξοικειώνεται ο οργανισμός. Όπως εξοικειώνεται ο άνθρωπος με την φτώχεια του και δεν μπορεί να κάνη στον πλούτο, ή με τον πλούτο και δεν μπορεί να κάνη στην φτώχεια, ή με το χωριό και δεν μπορεί να κάνη στην πόλι, έτσι ακριβούς συμβαίνει και με την αγρυπνία. Βεβαίως δεν θα υποφέρωμε, αλλά θα κουρασθούμε λιγάκι· διότι πώς αλλοιώς από την χοντροκοπιά μας, από την ραθυμία μας και την υπνηλία μας, θα φθάσωμε στην κατάστασι του στρουθίου που αγρυπνεί ενώπιον του Θεού; Πώς από άνθρωποι θα γίνωμε άγιοι; Τα μάτια μας θα πρησθούν, θα πονέσουν. Όλα όμως αυτά θα γίνουν εξελικτικά, δεν θα γίνουν αμέσως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας έκαναν πάρα πολλές δοκιμές, για να μπορέσουν να συνηθίσουν στην αγρυπνία. Δεν με υποχρεώνει κανένας να αγρυπνώ και μετά να σπάω και να μην μπορώ να ξεκουράζωμαι ή να μην μπορώ να κάνω την δουλειά μου ή να κοιμάμαι όλη την νύκτα στην καρέκλα και να ταλαιπωρούμαι. Ο Θεός δεν είναι σωματοκτόνος ούτε ψυχοκτόνος. Ο Θεός είναι ζωοδότης, σωτήρας. Σκοτώνει τα πάθη, μας, όχι εμάς τους ίδιους.
Επίσης, διαφέρει και η ώρα που κάνομε την αγρυπνία. Άλλοι από τους Πατέρες προτιμούσαν να συνεχίσουν την ημέρα τους με την αγρυπνία και να ξεκουρασθούν τις πρωινές ώρες. Άλλοι, οι περισσότεροι, έκαναν το αντίθετο. Ξεκουράζονταν και εν συνεχεία φρέσκοι έκαναν την αγρυπνία τους. Άλλοι κοιμούνταν λίγο, αγρυπνούσαν και εν συνεχεία πάλι ξεκουράζονταν λίγο. Ο καθένας μπορεί να έχη τον τρόπο του. Πάντως, αυτό που προσιδιάζει περισσότερο στο δικό μας πλαίσιο είναι, να προτιμάμε τις ώρες τις μεσονύκτιες ή τις μεταμεσονύκτιες.
Το να συνέχισης την ημέρα σου με την αγρυπνία είναι πολύ εύκολο. Αυτό το κάνουν και οι φοιτητές, και οι μαθητές, και οι καθηγητές, και οι εργοστασιάρχες, και οι εργάτες. Έτσι κάνει όλος ο κόσμος. Μπαίνεις και συ μαζί με την κοσμική εργατιά ή τον φοιτητόκοσμο, μαζί με τους παλιούς φίλους σου. Ενώ το «μετά» είναι κάτι που προσιδιάζει στους ανθρώπους της Εκκλησίας. Είναι πιο σκληρό να σηκωθή κανείς την νύκτα, να αφήση τις κουβέρτες του, όταν μάλιστα είναι χειμώνας και ακούη τον αέρα να σφυρίζη, να κτυπά στο παράθυρό του. Αλλά μία ώρα όλοι μπορούν, ακόμη και οι ανάπηροι και αυτοί που τους λείπει το μυαλό. Ας δίνωμε στον Θεόν το μεσονύκτιο μας· αυτό είναι το καλύτερο. Βεβαίως, εξαρτάται από τον τρόπο της ζωής μας και από τον τόπο, στον οποίο βρισκόμαστε, αλλά εμείς ας κάνωμε την προσπάθεια μας.
Μία ώρα προσευχής το μεσονύκτιο έχει περισσότερη ενέργεια από δέκα ώρες προσευχής την ήμερα. Όποιος δεν χρησιμοποιεί αυτές τις ώρες, οι ώρες και οι ημέρες του συνήθως είναι αγονώτατες. Κοιμάσαι το μεσονύκτιο; Η ζωή σου θα είναι πάντοτε μία ζωή αδύναμη. Παραλύει η ύπαρξίς σου, όταν δεν έχης την νύκτα δική σου, διότι δεν μπορείς να πάρης το Πνεύμα. Το μεσονύκτιο γνωρίζει και αναγνωρίζει ο Θεός, αλλά το μεσονύκτιο το μόνιμο. Είτε είσαι στο κελλί, είτε εκτός μονής, το μεσονύκτιο να είσαι ενώπιον του Θεού. Να ξέρης ότι αυτή η ώρα ανήκει στον Θεόν. Αυτή η ώρα είναι η ώρα που θα παλέψης και θα αντιμετώπισης τον Θεόν, και θα πρέπει ο Θεός να γίνη ο δικός σου Θεός· είναι ή ώρα της δικής σου κλίμακος.
Το μεσονύκτιο αγρυπνεί και η Εκκλησία και παλεύει με τους δαίμονες, διότι τότε οι δαίμονες πειράζουν τους ανθρώπους και τους πλανούν οδηγώντας τους στην διασκέδασι ή στο έγκλημα. Αυτές τις ώρες υποφέρουν οι άρρωστοι, ταλαιπωρούνται οι αμαρτωλοί. Αυτές τις ώρες, που είναι ώρες ησυχίας, το Άγιον Πνεύμα φωτίζει τον άνθρωπο, και ο Θεός αγαπάει να βρίσκη το πλάσμα του και να του μιλάη. Τότε μπορεί κανείς να γίνεται νικητής.
Αυτές τις ώρες και οι άγιοι της Εκκλησίας μας προσκυνούν και δοξολογούν τον Θεόν, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο εγείρεται. Πόσο ωραία παρουσιάζει το Ευαγγέλιο και η Παλαιά Διαθήκη, ιδιαίτερα οι ψαλμοί, τον Χριστόν εγειρόμενον! Εγείρεται ο Θεός την ώρα εκείνη «νικών και ίνα νικήση και συεχίση την ζωή του «νικών». Εάν δεν θα συμμετέχωμε σε αυτή την πανεκκλησιαστική σύναξι, δεν θα μπορέσωμε να νοιώσωμε την συντροφιά, την κοινότητα της εκκλησιαστικής μας εν Χριστώ ζωής.
Σήκω λοιπόν και συ μία ώρα πριν από το μεσονύκτιο, ή έστω και μετά, και χρησιμοποίησε αυτές τις ώρες, θα δης ότι ο Θεός είναι εύληπτος, ευαίσθητος. Συνήθως παραπονούμεθα ότι ο Θεός είναι σκληρός, ότι του φωνάζαμε και δεν μας απαντά. Ο Θεός όμως είναι περισσότερο ευαίσθητος και από το πιό ευαίσθητο πλάσμα της οικουμένης. Αλλά έχει και εκείνος τις ώρες του, «άχρις ου το σήμερον καλείται», που μπορείς να του μιλήσης. Πρέπει να ξέρης τα «χούγια» του Θεού. Και ο Θεός έχει αυτό το «χούι»: το μεσονύκτιο να μιλάη στον άνθρωπο. Εάν τότε τον ζήτησης, μετά, οποιαδήποτε στιγμή τον θέλησης, θα τον έχης στο χέρι σου. Αν τότε δεν τον ζητήσης, δεν θα τον έχης σχεδόν ποτέ στο χέρι σου. Θα εχης ίσως κάποιες μελιστάλακτες στιγμές, όμορφες περιστάσεις στην ζωή σου, ωραίες καμιά φορά σκέψεις, δεν θα εχης όμως τον Θεόν. Ο Θεός τότε παρουσιάζεται στα τέκνα του. Ο Θεός τότε δεσπόζει στους αγίους. Τότε το ουράνιο θυσιαστήριο προσφέρει την ολοκάρπωσι, και οι άγιοι νοιώθουν την κοινότητα με τους πιστούς και τους προσδοκούν για να τελειωθούν μαζί τους.
Γι’ αυτό η Εκκλησία μας δεν έπαψε να χρησιμοποιή το μεσονύκτιο. Κατήρτισε την ακολουθία του μεσονυκτικού και όλες τις ακολουθίες τις συνέδεσε με το μεσονύκτιο. Όποιος χρησιμοποιεί το μεσονύκτιο, γίνεται πολύ εύκολη η ζωή του. Και ο Θεός, ο ευαίσθητος Θεός, μπορεί και σε συναντά και δεν σε αφήνει να κουράζεσαι άδικα, όπως νομίζεις εσύ.
Εφ’ όσον έχω την ατμόσφαιρα της χαράς, την ολοήμερη και ολονύκτια εγρήγορσι, και εφ’ όσον δίνω ιδιαίτερη σημασία στον κανόνα μου, ο οποίος δεν είναι μία στιγμή κοσμική, μία έντασις των επιθυμιών μου, ένα ξεγέλασμα του εαυτού μου, αλλά είναι μία αληθινή συνάντησις με τον Θεόν, ή έστω ένα αληθινό καμίνι, μία πυρκαιά την οποία υφίσταμαι, ένα ολοκάρπωμα, μία θυσία τελεία για τον Θεόν, πώς πρέπει να ίσταμαι ενώπιον του Θεού κατά την διάρκεια της αγρυπνίας μου;
Ασφαλώς, όταν κάποιος ξεκινά τήν αγρυπνία του, νυστάζει, βαριέται, έχει απιστία, απελπισία, νομίζει ότι αυτός είναι χαμένος, ότι αυτός ούτε έκανε ούτε θα κάνη ποτέ τίποτε στην ζωή του. Αυτό είναι το σύνηθες για κάποιον που αρχίζει την αγρυπνία του. Μπορεί να είναι και ένας εβδομηντάρης μοναχός, και ακόμη να μην έχη αρχίσει να κάνη λειτουργία με την ασκητική έννοια, διότι ίσως έχει μάθει να χορταινη τον ύπνο του και μετά να σηκώνεται να κάνη την προσευχή του. Ή ίσως έχει μάθει ότι ο κανόνας είναι κάτι τυπικό: να κάνη τετρακόσιους κόμπους, τριακόσιες μετάνοιες, λίγη μελέτη και μετά τελειώσαμε. Και αυτό, από το τίποτε, κάτι είναι· μου υπενθυμίζει ότι δεν έχω Θεόν. Αλλά δεν αρκεί μόνον αυτό. Η αγρυπνία πρέπει να γίνεται με τον τρόπο που μου την ζητά η Εκκλησία και όπως βοηθά έμενα για να παρασταθώ ενώπιον του Θεού.
(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 450-458)


www.pemptousia.gr

Μαθαίνοντας να ζούμε με ένα πρόσωπο, μαθαίνουμε να ζούμε με εκατομμύρια προσώπων πού τού μοιάζουν


Στην κοινή ζωή ή υπακοή μας επιτρέπει σιγά-σιγά να κατανοήσουμε την ψυχολογία των άλλων προσώπων. Μαθαίνοντας να ζούμε με ένα πρόσωπο, μαθαίνουμε να ζούμε με εκατομμύρια προσώπων πού τού μοιάζουν. Έτσι, προοδευτικά, εισχωρούμε σε βαθύ πόνο για όλη την ανθρωπότητα. Το πνεύμα μας πρέπει ν’ αναπτυχθεί σε όλες τις διαστάσεις τού ανθρωπίνου είναι, και όχι μόνο στο επίπεδο των καθημερινών φροντίδων και δυσκολιών. Οι μικρές αυτές εργασίες, οι προστριβές πού τις συνοδεύουν, είναι ασφαλώς αναπόφευκτες, αλλά δεν είναι ό τελικός σκοπός της ζωής μας. Ό προορισμός μας είναι να γίνουμε «καθ’ όμοίωσιν» τού Χριστού. Εάν όμως «εγώ» δεν μπορώ να φέρω μέσα μου μια μικρή αδελφότητα, πώς θα μπορούσα να αγκαλιάσω, όπως ό Χριστός, το σύνολο της ανθρωπότητας μέσα στο χρόνο και το χώρο;

Γράφει: Άρχιμανδρίτης Σωφρόνιος

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Άγιος Στέφανος Επίσκοπος Περμ

 

Ο Άγιος Στέφανος, Φωτιστής της πόλεως Περμ και Απόστολος των Ζυριανών, γεννήθηκε το έτος 1345 στην πόλη Ούστιουγκ της επαρχίας Βολογκντά της Ρωσίας από την οικογένεια του ιερέα Συμεών και της Μαρίας. Στην διάπλαση του χαρακτήρα του, επηρεάστηκε πάρα πολύ από την ευσεβή μητέρα του. Προικισμένος με πολλές δυνατότητες είχε ήδη δείξει ένα ασυνήθιστο ζήλο για τον λειτουργικό βίο της Εκκλησίας. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε μάθει να διαβάζει τα ιερά βιβλία και βοηθούσε τον πατέρα του στο ναό κατά την διάρκεια των Ακολουθιών, εκτελώντας χρέη κανονάρχου και αναγνώστου.

Ο νεαρός Στέφανος εκάρη μοναχός στη μονή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, στο Ροστώβ. Το μοναστήρι ήταν διάσημο για την περίφημη βιβλιοθήκη του. Επειδή ο Άγιος Στέφανος θέλησε να μελετήσει τους Πατέρες στην αυθεντική τους γλώσσα, σπούδασε τα Ελληνικά.

Κατά την περίοδο της νεότητάς του, όταν βοηθούσε τον ιερέα πατέρα του στην εκκλησία, πολύ συχνά συνομιλούσε με τους Ζυριανούς. Τώρα πια, έχοντας εντρυφήσει στην πλούσια παράδοση της Εκκλησίας, ο Στέφανος φλεγόταν από την επιθυμία να κηρύξει στους Ζυριανούς το Ευαγγέλιο του Χριστού.

Για να επιτύχει τον φωτισμό των Ζυριανών σχεδίασε ένα αλφάβητο από την γλώσσα τους και μετέφρασε μερικά από τα εκκλησιαστικά βιβλία. Γι' αυτή την σπουδαία πολιτιστική, ιεραποστολική και θεολογική εργασία ο Επίσκοπος Ροστώβ Αρσένιος (1374-1380) τον χειροτόνησε διάκονο.

Έχοντας ετοιμασθεί για ιεραποστολική δραστηριότητα, μετά από παραμονή δεκατριών ετών μέσα στο μοναστήρι, ο Άγιος Στέφανος ταξίδεψε στη Μόσχα, το έτος 1379, για να δει τον Επίσκοπο Κολόμνας Γεράσιμο, ο οποίος τότε προΐστατο της διοικήσεως στη μητροπολιτική περιφέρεια. Ο Άγιος τον ικέτευσε: «Ευλόγησέ με, Γέροντα, για να πάω σε μια ειδωλολατρική χώρα, το Περμ. Θέλω να διδάξω την Αγία Πίστη στους άπιστους ανθρώπους. Έχω αποφασίσει είτε να τους οδηγήσω στον Χριστό, είτε να θυσιάσω την ζωή μου γι' αυτούς και τον Κύριο». ο Επίσκοπος με χαρά τον ευλόγησε και τον χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Του πρόσφερε μάλιστα ένα αντιμήνσιο, Άγιο Μύρο και λειτουργικά βιβλία, ενώ ο μεγάλος πρίγκιπας Δημήτριος του έδωσε ένα έγγραφο για ασφαλή διάβαση.

Από την πόλη Ούστιουγκ, ο Άγιος Στέφανος, ξεκίνησε για τον βόρειο ποταμό Ντβίνα μέχρι τη συμβολή του ποταμού Βικέγκντα, περιοχή μέσα στην οποία υπήρχαν οικισμοί των Ζυριανών. Ο πρόδρομος της πίστεως του Χριστού υπέφερε πολλές μοχθηρίες, αγώνες, στερήσεις και πικρίες, ζώντας ανάμεσα σε ειδωλολάτρες, οι οποίοι τιμούσαν είδωλα με φωτιά, νερό, δένδρα, πέτρες, μια χρυσή γυναικεία φιγούρα και εμπιστεύονταν την ζωή τους σε μάγους.

Το ιεραποστολικό έργο του Αγίου με την βοήθεια του Θεού άρχισε να καρποφορεί. Εκεί που άλλοτε υψωνόταν ένα είδωλο, οικοδομήθηκε ναός προς τιμήν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, νικητή του σκότους. Ο ιερέας των ειδωλολατρών, μετά από μια ισχυρή δοκιμασία κατά την οποία αποκαλύφθηκε η πλάνη των ειδώλων, αρνήθηκε να δεχθεί το Φως της Θεότητας και αυτοεξορίσθηκε. Και ο Άγιος Στέφανος, για να ευχαριστήσει τον Θεό, έχτισε στο Βισερό μια εκκλησία προς τιμήν του Αγίου Νικολάου.

Το έτος 1383 ο Άγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Επίσκοπος της Περμ. Ως στοργικός πατέρας αφοσιώθηκε στο ποίμνιό του. Για να ενθαρρύνει τους νεοβαπτισθέντες άνοιξε σχολεία δίπλα στις εκκλησίες, όπου μελετούσαν τα ιερά κείμενα στην περμιανή γλώσσα. Τους δίδαξε τι έπρεπε να ξέρουν προκειμένου να γίνουν ιερείς και διάκονοι για να διακονήσουν την Εκκλησία, όπως επίσης και το πώς να γράφουν στην περμιανή γλώσσα.

Ο Άγιος Στέφανος προστάτευε το ποίμνιό του από τις απάτες των διεφθαρμένων αξιωματούχων, προσέφερε ελεημοσύνη και το βοηθούσε στην οργάνωση της άμυνάς του εναντίων των εισβολών των άλλων φυλών. Άλλοτε πάλι ταξίδευε στη Μόσχα και το Νόβγκοροντ, για να υποστηρίξει τα συμφέροντα των Ζυριανών, που πολλές φορές καταπιέζονταν από τους Ρώσους υπαλλήλους.

Η ιεραποστολική προσπάθεια του Αγίου και η προσευχή του απέδωσαν καρπούς. Οι κάτοικοι της περιοχής της Περμ ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό και την αλήθεια.

Όταν το έτος 1390 ο Άγιος Στέφανος ταξίδευε στην Μόσχα για υποθέσεις της Εκκλησίας, πέρασε από το μοναστήρι του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ. Το μοναστήρι απείχε από τον τόπο που βρισκόταν ο Άγιος Στέφανος περί τα δέκα χιλιόμετρα. Ο Άγιος Στέφανος διακαώς αγαπούσε τον Άγιο ασκητή του Ραντονέζ και επιθυμούσε πάρα πολύ να τον επισκεφθεί, δεν είχε όμως χρόνο για να το κάνει. Τότε ο Άγιος Στέφανος γύρισε προς την κατεύθυνση του μοναστηριού και κάνοντας μία υπόκλιση είπε: «Ειρήνη σε εσένα, πνευματικέ μου αδελφέ». Ο Άγιος Σέργιος, ο οποίος εκείνη την στιγμή γευμάτιζε μαζί με τους αδελφούς, σηκώθηκε, έκανε μια προσευχή και υποκλινόμενος προς την κατεύθυνση όπου βρισκόταν ο Άγιος Στέφανος απάντησε: «Χαίρε και σε εσένα, αρχηγέ του ποιμνίου του Χριστού. Είθε η ειρήνη του Θεού να είναι μαζί σου».

Ο Άγιος Στέφανος ίδρυσε, επίσης, αρκετές μονές για τους Ζυριανούς: τη μονή του Σωτήρος στην έρημο του Ουλιάνωβ, τη μονή του Στεφάνωβ, τη μονή του Αρχαγγέλου στο Ουστ-Βιμ και τη μονή του Αρχαγγέλου στο Ιάρενκ.

Το έτος 1395 ο Άγιος Στέφανος πήγε πάλι στη Μόσχα για υποθέσεις του ποιμνίου του. Εκεί ασθένησε και μετά από λίγες ημέρες κοιμήθηκε με ειρήνη. Το ιερό λείψανό του τοποθετήθηκε στην εκκλησία της Μεταμορφώσεως, στο Κρεμλίνο της Μόσχας. Οι Ζυριανοί με πικρία θρήνησαν το θάνατο του ποιμένα τους. Με ειλικρίνεια παρακάλεσαν τον πρίγκιπα της Μόσχας και τον Μητροπολίτη να στείλουν το σκήνωμα του προστάτου τους, πίσω στην Περμ, αλλά η Μόσχα δεν θέλησε να φύγουν από εκεί τα ιερά λείψανα του Αγίου Στεφάνου.


www.saint.gr

Με τον γέροντα Γαβριήλ


Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΜΒΥΣΕΛΛΗΣ

Αγνωρες δυνάμεις κι ένα αόρατο χέρι με σπρώχνανε, το αποφάσισα.  Με ένα ξερόκλαδο για μπαστούνι, πήρα το μονοπάτι στο δάσος εδώ στο Όρος το Ιερό, πέρασα αγριοκαστανιές, βάτα, καρυδιές, ελιές και θάμνους πολλούς, τρύπωσα, ξετρύπωσα ανάμεσα νεροφαγιές, σκόνταψα σε χωμένες στα ξερά φύλλα ρίζες, ακροβάτησα να διασχίσω το ποταμάκι, έστριψα δεξιά, βρέθηκα στη σκήτη του.
Απ? όξω περίμεναν κάμποσοι προσκυνητές. Χαιρέτισα, φάνηκε ένας μεσήλικας καλόγερος, με κέρασε λουκούμι και νερό, δεν πήρα, είχα αγωνία, βλέπεις και τον παρακάλεσα αν μπορούσα να δω τον γέροντα Γαβριήλ.  Άφωνος, μπήκε μέσα, ξαναβγήκε και μου έγνεψε να περάσω. Ένα σκελετωμένο γεροντάκι, μια χούφτα κόκαλα κι ένα άσπρο πετσί ολόγυρα κι ένα τριμμένο ράσο να κρέμεται απάνω τους, χρόνια ανήλιος, με υποδέχτηκε χωρίς να μιλήσει. Ήταν σκυμμένος στο χιλιόχρονο τραπεζάκι με μια στοίβα θρησκευτικά βιβλία μπροστά του. Σε τούτο το δωμάτιό που δεν χωρούσανε πάνω από τέσσερα άτομα, η μόνη πολυτέλεια ήταν το πίσω μέρος μιας εντοιχισμένης ξυλόσομπας. Χωρίς να αφήσει τα βιβλία του, αδιαφορώντας θαρρείς για την παρουσία μου, είπε μπερδεμένα: «Λέγε». Δεν ήξερα τι να κάνω, τον ρώτησα μήπως τον ενοχλώ. «Λέγε», επανέλαβε, πήρα θάρρος. «Μήπως θυμόσαστε, γέροντα, κάποιον Αλέξανδρο Γαλανό;» Τώρα, σταμάτησε, γύρισε, είδα κάτι βαθουλωμένα κόκκινα από τα ξενύχτια και τις προσευχές μάτια και βαθιά μες απ? την ψυχή του ήρθε απορημένη η φωνή του. «Ζει;». Τούτη τη φορά κοίταζε με αγωνία. Του είπα ότι είχε κοιμηθεί, μουρμούρισε κάτι λόγια, έκανε το σταυρό του, δεν έδειξε λύπη και ξαναμίλησε. «Καλός άνθρωπος. Κι ελεήμων. Πολλούς βοηθούσε. Ό,τι είχε τα έδινε. Απ? όλο το κορμί του έβγαινε αγάπη». Μετά με ξανακοίταξε, σα να ?μπαινα κείνη την ώρα και χαρούμενος, με λίγο μπερδεμένα λόγια, όπως πάντα αυτοί οι γέροντες, μου είπε.  «Ήθελε να πεθάνει καλόγερος. Και να τον θάψουμε εδώ. Παράγγειλε και τον τάφο του. Πλέρωσε και του τον έφτιαξα να, εδώ». Κείνη την ώρα παίρνοντας ένα πιο χαρούμενο ύφος ανασηκώθηκε λίγο στην ξεχαρβαλωμένη καρέγλα του, λες κι ήταν ένα πετεινό του ουρανού, έσκυψε αριστερά στο αρχαίο παράθυρο, μου έδειξε με το σκελετοδάχτυλο του και ανέκφραστος είπε. «Νάτος. Τον βλέπεις; Δικός του ήταν.» Έσκυψα προσεχτικά μην τον σπρώξω και τον βεβαίωσα ότι είδα τον τάφο. Τότε ήταν που πήραν φωτιά τα μάτια του, μεγάλωσαν, βγήκαν από τις κόγχες, περιπλανήθηκαν στον ουρανό και με ένα ύφος θριάμβου, ευγνωμοσύνης και πληρότητας, είπε δυνατά. «Ήθελε ο Αλέξανδρος και μάρμαρο! Του παράγγειλα μάρμαρο! Να? δες το τι ωραίο που είναι! Μετά όμως άλλαξε γνώμη. Ήθελε να πάει στην Αθήνα να κοιμηθεί. Και μια μέρα μου λέει: Γέροντα, θα σου κάνω δώρο τον τάφο μου.» Κι η ευδαιμονία ζωγραφίστηκε στα χείλη του, ξέσκισε τα ράσα του, βγήκε από μέσα ολάκερος και ζωντανός μπήκε στο μνήμα. Το δικό του! Δίπλα στο καλύβι του. Που το βλέπει συνέχεια όσο κάθεται ή όταν προσεύχεται. «Το φαντάζεσαι; Έχω δικό μου τάφο? και με μάρμαρο! Δε μου λείπει τίποτα. Μόνο ένα σκαμνάκι πρέπει να σάξω δίπλα, να έρχονται όσοι με αγαπάνε να τα λέμε με την ησυχία μας». Έκανε μετά το σταυρό του, δίπλωσε τα χέρια του χιαστί στο στήθος του απάνω κι έμεινε κάμποσο έτσι, λες και βρισκόταν εκεί μέσα. Γαλήνιος, δίπλα στην Παναγία. Γιατί αυτή είναι η ευχή τους, η στερνή τους επιθυμία, όπως κι ο γέροντας Παΐσιος έγραψε με τρεμάμενο χέρι στους λιγοστούς στίχους που ζήτησε να χαραχτούν στον τάφο του: Εδώ τελείωσε η ζωή, // εδώ και η πνοή μου, // εδώ το σώμα θα θαφτεί // θα χαίρει κι η ψυχή μου. // Ο Άγιός μου κατοικεί, // αυτό είναι τιμή μου. // Πιστεύω Αυτός θα λυπηθεί // την άθλια ψυχή μου //  θα εύχεται στο λυτρωτή, // νάχω την Παναγιά μαζί μου. Γιατί εδώ, οι Αγιορείτες μοναχοί, δεν τον φοβούνται τον θάνατο. Απεναντίας τον περιμένουν? χαρούμενοι. Αμέσως μετά ο αιωνόβιος αυτός ασκητής άρχισε να γελάει και να λέει. «Φαντάζεσαι να πεις έξω σε κανέναν λαϊκό, 'σου κάνω δώρο ένα τάφο!', θα σε κυνηγήσει. Για μας είναι μεγάλο αγαθό».
Εκστασιασμένος ζήτησα την ευχή του κι έφυγα με το μυαλό μου πίσω.  Μεσόστρατα, βρεθήκανε μπροστά μου οι μοναχοί Ιάκωβος και Μακάριος. Είχανε ανησυχήσει μη χαθώ κι ερχόντουσαν προς αναζήτησή μου. Κάτσαμε σε μια πέτρα με μια βατομουριά από πάνω να μας αγκυλώνει κι όσο τους έλεγα την ιστορία αυτή για το δώρο του Γαλανού στον γέροντα Γαβριήλ, ανοίγανε τα μάτια τους λες κι επρόκειτο για κανένα καράβι γιομάτο λίρες. Τόση η χαρά και η ζήλια που νιώθανε. «Άαα!!» Είπανε με ένα στόμα.
* Giorgiok1936@yahoo.gr 



www.haniotika-nea.gr

Οι τρεις βαθμίδες της πνευματικής ζωής.

Δημήτριος Τσελεγγίδης


Ορίσατε κάποιες προϋποθέσεις αγιοπνευματικής ζωής και κάποιος μπορεί να πει ότι κάποια κίνητρα μας κοιτούν να έχουμε σχέση με τον Θεό. Υπάρχουν τρεις βαθμίδες, που οι Πατέρες αναφέρουν, η σχέση που έχει κάποιος που φοβάται τον Θεό ή φοβάται κατ’ ακρίβειαν την τιμωρία, ή οι σχέσεις πελατειακές ή μισθωτού με εργοδότη, ή σχέση αγαπητική, υιική, πατρική που έχει ο πιστός με το Θεό. Τι έχετε να μας πείτε γι’ αυτόν, αν οι δύο πρώτες βαθμίδες μπορεί να βοηθήσουν, ας πούμε, να έχει πνευματική ζωή.

Ναι, προφανώς έχουμε έναν Θεό που είναι Πατέρας. Όσοι από μας συμβαίνει να είμαστε γονείς τα αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά τα πράγματα. Όταν τα παιδάκια μας είναι μικρά, δεν έχουν δηλαδή την ηλικιακή ωριμότητα και κατ’ επέκταση -επειδή τους έχουμε μπαζώσει δηλαδή, εκεί οφείλεται το ότι δεν βλέπουν το καλό- τότε τους απειλούμε, στα κορυφαία πράγματα, που κινδυνεύουν, είναι θέμα ζωής και θανάτου, «μη» του λέμε «γιατί θα σε δείρω». Είναι κίνδυνος θάνατος, το παιδί αν κάνει ένα βήμα ακόμα θα βρεθεί στον γκρεμό· και προκειμένου εμείς να μην το θέσουμε στον κίνδυνο αυτού του θανάτου, μπορεί να το δείρουμε κιόλας, αν το επιχειρήσει.
Αυτή η έκφρασή μας, η οποία έχει και κάποια βία, θα έλεγε κανείς  -έτσι;- είναι έκφραση αγάπης, γιατί το παιδί, του τό ‘παμε με το καλό, του τό ‘παμε λίγο με το άγριο, δεν τό ‘πιασε και εδώ χειροδικούμε στο παιδάκι αυτό, το οποίο δεν το καταλαβαίνει. Και μετά, όταν μεγαλώσει βέβαια, αντιλαμβάνεται ότι αυτή ήταν μια κίνηση αγάπης και με πολύ πόνο ο γονιός φέρθηκε μ’ αυτό τον τρόπο. Αυτά τα λέω ανθρωποπαθώς τώρα ή σε κάποιο παιδάκι, το οποίο έχει έτσι μεγαλώσει αλλά και μικρά όταν είναι τους δίνουμε ως κίνητρο, εάν κάνουν το θέλημά μας, που είναι, υποτίθεται ότι είναι το θέλημα του Θεού, αν έρθει στην εκκλησία, αν καθίσει καλά στην εκκλησία και μετά, μετά την εκκλησία, έχει κερασματάκι, έχει μια μπουγάτσα, έχει το παγωτό, έχει μια σοκολάτα, έχει μια εκδρομή....
Αυτό βλέπουμε ότι έχει ανταπόκριση το παιδί. Γιατί το παιδί δεν έχει ωριμάσει πνευματικά, δηλαδή δεν έχει γευτεί αυτήν την νοστιμιά  που ευφραίνει και την καρδία του ανθρώπου, ο οίνος, και του δίνουμε τέτοια κίνητρα, μισθανταποδοτικά, και κάνει το παιδί το καλό· δεν είναι κακό για το παιδί, το παιδί κερδίζει σ’ αυτή την κατεύθυνση. Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο κάνει και ο Θεός. Στο καλό παιδί κανείς ως γονιός δε λέει τίποτα, διότι αντιλαμβάνεται αυτό το παιδί με την ωριμότητα που έχει την πνευματική ότι ο πατέρας του ό,τι κάνει κι ό,τι έχει όλα είναι δικά του και στον καιρό, το κάθε ένα του επιτρέπει· και καταλαβαίνει εκ πείρας ότι ό,τι δεν του δίνει τώρα, δεν είναι γιατί είναι τσιγκούνης, αλλά γιατί δεν είναι η ώρα του, δεν είναι η στιγμή που θα το ωφελήσει.
Λοιπόν αυτές οι τρεις βαθμίδες τελειότητας, όπως τις λένε οι Πατέρες, δεν πρέπει κατ’ αρχήν να νομίσουμε ότι είναι έτσι. Στο ένα υπάρχει ο φόβος της κολάσεως...  Δηλαδή μπορεί ένας να φοβάται τον Θεό, δηλαδή να φοβάται μήπως πάει στην κόλαση, και σου λέει, εγώ δεν θέλω να πάω στην κόλαση· το κάνω αυτό, δεν το καταλαβαίνω, γιατί διαφορετικά ο Θεός μού είπε θα πας στην κόλαση, δεν τον αγαπώ τον Θεό, ας πούμε, αλλά δεν θέλω και το κακό του εαυτού μου. Τι να πω; Σε κάποιες όμως στιγμές ο ίδιος άνθρωπος θέλει και τη μισθαποδοσία. Σου λέει αν κάνετε αυτό, αν θα δώσετε ελεημοσύνη, εγώ το κρατώ αυτό, σε πορτοφόλια μη παλαιούμενα και απ’ όπου κανείς δεν μπορεί να τα κλέψει. Σου λέει καλή δουλειά αυτή, να κάνω και μια επένδυση, ξοδεύουμε τόσα, να κάνουμε και μια επένδυση στον ουρανό. Έχει κανέναν πόνο κτλ και λέει πώς να απαλλαγεί από αυτόν· έχω υπόψη μου μια γιαγιούλα εκεί, που πήγε στον π. Παΐσιο και λέει «τι θες εσύ;». Λέει «βαλ’ τα χέρια σου επάνω μου, δε με βλέπεις» λέει «δεν μπορώ να σηκωθώ». Λέει «γιατί;». «Ε, για να γίνω καλά». «Ε,» λέει «μια σύνταξη έχεις κι αυτή να σου την κόψω;». «Ποια σύνταξη;» λέει «εγώ ούτε απ’ τον ΟΓΑ παίρνω». «Παίρνεις σύνταξη από αυτό» της λέει, μέχρι να της δώσει να καταλάβει, «δεν κάνεις» λέει «τίποτε άλλο, απ’ ότι βλέπω».
Πνευματικά έβλεπε ότι δεν έκανε, «αλλά κάνεις υπομονή γι’ αυτό». «Ε, ο Θεός θέλησε μέσα απ’ την υπομονή και την εκζήτησή Του, να σου κάνει κάποιες καταθέσεις. Άμα,» λέει «εγώ σε κάνω καλά, θα χάσεις τη σύνταξη» εννοώντας τη μελλοντική αιώνια ζωή. Διότι, έχουμε κι αυτή την ελαφρότητα, όταν δεν έχουμε ωριμάσει πνευματικά. Λέμε, την υγειά μας θέλουμε να ‘χουμε και το ζητούμενο είναι μετά την υγεία τι θέλουμε; Την αμαρτία ουσιαστικά. Χρήματα· γιατί τα θέλουμε τα χρήματα; Γιατί θα κάνουν πιο άνετη τη ζωή. Εισηγητής της άνεσης κτλ ξέρουμε ότι είναι ο πονηρός και όλα τα συναφή.
Άρα τα στάδια υπάρχουν, δεν υπάρχουνε στεγανά, κανείς μπορεί να κινείται, αλλά οπωσδήποτε υπάρχουν κάποιοι τύποι ανθρώπων. Η αγαθότητα του Θεού όλους αυτούς τους εντάσσει στη Βασιλεία Του και είναι τα φώτα που διαφέρουν αστήρ αστέρος τη λάμψη κι αυτό έχει σχέση με τη δεκτικότητα. Όχι γιατί ο Θεός δεν θέλει να γίνεις κι εσύ πολύ πλούσιος πνευματικά, αλλά γιατί πας με μικρό σκεύος. Και ανάλογα με το σκεύος, το οποίο είναι η προαίρεσή σου, το γεμίζει, το γεμίζει και χύνεται, αλλά εσύ δεν μπορείς να το απολαύσεις. Υπάρχει το φως, αλλά δεν μπορείς να το απολαύσεις τη γλυκύτητά του. Αλλά το παρήγορο είναι ότι στην άλλη ζωή, όπως μας λεν οι άγιοί μας, δεν θα καταλαβαίνουμε την απόλαυση εκείνου που έχει περισσότερο φως· γιατί για να το καταλάβεις πρέπει να το έχει γευτεί! Κι επειδή δεν χωράει άλλο μέσα μας χαρά, ευτυχία, γλυκύτητα, από αυτήν που έχουμε, είμαστε πολλοί ευχαριστημένοι και δοξάζουμε τον Θεό, όπως Τον δοξάζει και ο άλλος για τους δικούς του λόγους. Κι εκείνος δεν ξέρει τι απολαμβάνει ο άλλος κτλ.
Αν όμως τα ερωτήματά μου δεν απαντούν πλήρως, μπορείτε να επανέρχεστε.

Όχι, η απάντηση ήταν πλήρης!


www.impantokratoros.gr

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Πως θα ελεηθούμε; Πως θα σωθούμε;



Πως θα ελεηθούμε; Πως θα σωθούμε; Εγώ θα σας το πω˙ ας έχουμε πάντοτε μέσα στην ψυχή μας την προσευχή και τους καρπούς της, εννοώ δηλαδή την ταπεινοφροσύνη και την πραότητα. Διότι λέγει: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και θα βρήτε ανάπαυσι στις ψυχές σας» ( Ματθ. 11, 29 ) ˙ και πάλι ο Δαυίδ λέγει˙ «Θυσία για το Θεό είναι το συντριμμένο πνεύμα˙ καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη ο Θεός δεν θα την περιφρονήση» ( Ψαλμ. 50, 19 ) . Διότι ο Θεός τίποτε δεν αποδέχεται και δεν αγαπά τόσο, όσο ψυχή πράη, ταπεινή και ευχάριστη.
Πρόσεχε λοιπόν και συ αδελφέ, και όταν δης κάτι από τα απροσδόκητα να έρχεται και να σε ενοχλή, μην καταφύγης στους  ανθρώπους και στηρίξης την ελπίδα σου σε θνητή βοήθεια αλλά αφήνοντας τους όλους κατά μέρος, τρέξε με τη σκέψι σου στο γιατρό των ψυχών. Διότι μόνον Εκείνος μπορεί να θεραπεύση την καρδιά. Εκείνος που μόνος έπλασε τις καρδιές και γνωρίζει όλα τα έργα μας ( Ψαλμ. 32,15 ) . Αυτός μπορεί να μπη στη συν-είδησί μας, ν’ αγγίξη την διάνοιά μας  και να παρηγορήση την ψυχή μας. Διότι εάν Εκείνος δεν παρηγορήση τις καρδιές μας, περιττά και ανώφελα είναι τα των ανθρώπων˙  όπως πάλι όταν μας παρηγορή και μας ενθαρρύνη ο Θεός, και αν ακόμη μας παρενοχλούν αμέτρητοι άνθρωποι, δεν θα μπορέσουν να μας βλάψουν σε τίποτε˙ διότι όταν Εκείνος στερεώση την καρδιά, κανένας δεν μπορεί να την κλονίση.
Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά αγαπητοί, ας καταφεύγουμε πάντοτε  στο Θεό, ο Οποίος θέλει και μπορεί να μας απαλλάξη από τις συμφορές . Διότι, όταν χρειάζεται να παρακαλέσουμε ανθρώπους , πρέπει πρώτα να συναντήσουμε και θυρωρούς και παρασίτους και να παρακαλέσουμε και κόλακες και πολύ δρόμο να βαδίσουμε˙ ενώ στην περίπτωσι του Θεού, δε χρειάζεται τίποτε το παρόμοιο, αλλά μπορεί να Τον παρακαλέση κανείς χωρίς να χρησιμοποιήση μεσίτη, χωρίς χρήματα˙  χωρίς δαπάνη αποδέχεται την παράκλησί μας˙ αρκεί μόνο με την καρδιά του να φωνάξη κανείς και να χύση δάκρυα και αμέσως θα τρέξη και θα τον βοηθήση…


Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ Τα νεύρα της ψυχής» Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους




www.gonia.gr

Η ασπιρίνη μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου των πνευμόνων στις γυναίκες


Άλλη μία επιστημονική έρευνα έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενες και να επιβεβαιώσει ότι η συχνή λήψη ασπιρίνης συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Έπειτα από διάφορες μελέτες που έχουν δείξει ότι, μεταξύ άλλων, η ασπιρίνη δρα προληπτικά κατά του καρκίνου του εντέρου, του προστάτη και του οισοφάγου, η νέα ασιατική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες που παίρνουν ασπιρίνη τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα, για τουλάχιστον έναν μήνα, έχουν σημαντικά χαμηλότερες πιθανότητες ανάπτυξης καρκίνου των πνευμόνων, είτε καπνίζουν είτε όχι.

Οι ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης, με επικεφαλής τον επιδημιολόγο δρ Γουέι-Γιεν Λιμ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό για θέματα καρκίνου των πνευμόνων «Lung Cancer», σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, μελέτησαν τις περιπτώσεις άνω των 1.000 γυναικών (400 με καρκίνο και 814 υγιείς) και διαπίστωσαν ότι η τακτική λήψη ασπιρίνης συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο καρκίνου σε ποσοστό 50% ή και παραπάνω.


Οι ερευνητές διευκρίνισαν ότι η μελέτη τους δεν αποδεικνύει ότι η ίδια η ασπιρίνη έχει άμεσα αντικαρκινική δράση, όμως σαφώς συσχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο καρκίνου των πνευμόνων. Πάντως, οι Ασιάτες επιστήμονες δήλωσαν ότι το όλο ζήτημα χρήζει περαιτέρω διερεύνησης και η έρευνά τους δεν πρέπει να θεωρείται πως έχει καταλήξει σε κάποιο οριστικό συμπέρασμα.


Ακόμα, μεγαλύτερη ωφέλεια φαίνεται να έχουν οι καπνίστριες που λαμβάνουν τακτικά ασπιρίνη, καθώς σε αυτές η μείωση του κινδύνου έφθασε το 62% έναντι 50% για τις μη καπνίστριες. Πάντως, αν και είναι σχετικά μεγάλη η διαφορά του κινδύνου μεταξύ όσων παίρνουν τακτικά ασπιρίνη και όσων δεν παίρνουν, σε απόλυτους όρους η μείωση του ατομικού κινδύνου για την κάθε γυναίκα είναι μάλλον μικρή.


Υπάρχουν συγκεκριμένες αιτίες που η ασπιρίνη μπορεί να δρα προστατευτικά κατά του καρκίνου. Μία αιτία είναι ότι μπλοκάρει ένα ένζυμο (Cox-2) που ενισχύει τη φλεγμονή και την κυτταρική διαίρεση (δύο παράγοντες που διευκολύνουν την εμφάνιση καρκίνου) και το οποίο βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα στους όγκους.


Από την άλλη, όμως, δεν έχουν πειστεί όλοι οι επιστήμονες. Για παράδειγμα, ο γαστρεντερολόγος Άντριου Τσαν της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο οποίος δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη, δήλωσε ότι τα έως τώρα στοιχεία για τη σχέση ασπιρίνης-καρκίνου είναι «ανάμεικτα». Όπως είπε: «το καλύτερο που έχει να κάνει κάποιος, για να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο καρκίνου των πνευμόνων, είναι να μην καπνίζει». Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι ειδικά για το έντερο υπάρχουν πιο ισχυρά στοιχεία ότι η ασπιρίνη μπορεί όντως να δράσει προστατευτικά κατά του καρκίνου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, συμπλήρωσε, είναι πολύ πρόωρο να συστήσουν οι γιατροί σε όλους τους ανθρώπους από τη μέση ηλικία και μετά να παίρνουν ασπιρίνη κάθε ημέρα.


Η συχνή λήψη ασπιρίνης αποδεδειγμένα μειώνει τον κίνδυνο εμφράγματος και ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου, όμως έχει πιθανές παρενέργειες, κυρίως στο στομάχι (κίνδυνος αιμορραγίας).


Πηγή: ΑΠΕ

Επιμέλεια: Άννα Μορφούλη


www.zougla.gr

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Ποια είναι η υψηλότερη σκέψη που αρμόζει στον άνθρωπο...;



ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΧΡΙΔΟΣ

Στον αξιωματούχο Ιωάννη, για τα τρία μεγαλύτερα πράγματα στον κόσμο

Μου θέσατε τα εξής τρία ερωτήματα:
*  Ποια είναι η υψηλότερη σκέψη που αρμόζει στον άνθρωπο;
*  Ποια είναι η μεγαλύτερη μέριμνα που αρμόζει στον άνθρωπο;
*  Τι είναι εκείνο που πρέπει να προσμένει ο άνθρω­πος σαν το πιο αντάξιό του;

  • Το να σκέφτεται ο άνθρωπος για την Πρόνοια του Θεού στη ζωή του, είναι η υψηλότερη σκέψη που του αρμόζει. 
  • Το να μέριμνα για τη σωτηρία της ψυχής, είναι η μεγαλύτερη μέριμνα που αρμόζει στον άνθρωπο. 
  • Το να προσμένει το θάνατο, είναι η προσμονή που αρμόζει περισσότερο στον άνθρωπο.
Πώς πρέπει να σκέφτεστε για την Πρόνοια του Θε­ού στην ανθρώπινη ζωή; Θα πρέπει να πάρετε σαν μέ­τρο τον ηθικό νόμο του Θεού. Σύμφωνα με το μέτρο αυτό, να παρατηρείτε αυτά που συμβαίνουν στη ζωή των ανθρώπων, αυτών που γνωρίζετε και όσων έχετε κάποια σχέση μαζί τους. Το πιο σημαντικό απ' όλα εί­ναι να εξετάζετε τα ηθικά αίτια σε όλα όσα συμβαί­νουν σε κάποιον. Αυτό δεν είναι πάντα μια εύκολη υπόθεση, επειδή τα αίτια κάποιες φορές είναι απομα­κρυσμένα και κρυμμένα στο απώτερο παρελθόν ενός ανθρώπου, ενώ άλλοτε μπορούν να εντοπιστούν και στη ζωή των γονέων του. Η χριστιανική εξομολόγηση βασίζεται στην ανακάλυψη αυτών των αιτίων. Ο Ψαλ­μωδός λέει προς τον Θεό: εν ταις εντολαίς σου αδολεσχήσω και κατανοήσω τας οδούς σου (Ψ. 118, 15). Ως ηγάπησα τον νόμον Σου, Κύριε· όλην την ημέραν με­λέτη μού εστιν (Ψ. 118, 97). Επειδή στη βάση όλων ό­σων συμβαίνουν στους υιούς Αβραάμ βρίσκονται οι ε­ντολές του Κυρίου. Και ο νόμος του Κυρίου είναι φως το οποίο φωτίζει αυτό που συμβαίνει σε κάποιον.
Πώς πρέπει να μεριμνάτε για τη σωτηρία της ψυ­χής; Για να μην σας απαριθμώ: να διαβάζετε το Ευαγ­γέλιο και να ρωτάτε την Εκκλησία. Πραγματικά, ο άνθρωπος δεν έχει μεγαλύτερο θησαυρό σε τούτο τον κόσμο. Και είναι αυτό, το μόνο αγαθό που μπορεί να διασώσει από το θάνατο και τη φθορά. Όλα τα άλλα, όσα δεν είναι ο άνθρωπος αλλά είναι ανθρώπινα, όσα ο άνθρωπος εκτιμά και φυλάγει, όσα είναι έξω από την ψυχή, φθείρονται αναπόφευκτα και πεθαίνουν.
Η ψυχή του ανθρώπου, είναι στα μάτια του Θεού, θησαυρός πολυτιμότερος απ' όλο τον υλικό κόσμο, σύμφωνα με τους λόγους του Χριστού: τι γαρ ωφελεί­ται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; (Μτ. 16, 26). Δεν μπορεί λοι­πόν, να υπάρξει μέριμνα περισσότερο αντάξια για τον άνθρωπο από εκείνη για τη σωτηρία της ψυχής του.
Πώς πρέπει να προσμένετε το θάνατο; Όπως τον προσμένει και ο στρατιώτης στον πόλεμο. Ή όπως ο μαθητής που ετοιμάζεται με σπουδή, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να τον καλέσει ο δάσκαλος. Ο ί­διος ο Σωτήρας, μας υπενθύμισε την αδιάλειπτη προ­σμονή του θανάτου με την παραβολή του άφρονος πλουσίου ο οποίος έκτιζε καινούριες αποθήκες και ετοιμαζόταν για μακρές απολαύσεις επί της γης, όταν ξαφνικά άκουσε να του λένε: άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου·  α δε ητοίμασας τίνι έσται; (Λκ. 12, 20).
Λοιπόν γιατί, το να σκέφτεται ο άνθρωπος για την Πρόνοια του Θεού στη ζωή του, είναι η υψηλότερη σκέψη που του αρμόζει;
Επειδή ακριβώς, φέρνει στον άνθρωπο σοφία και μακαριότητα.
Γιατί η μέριμνα για τη σωτηρία της ψυχής είναι η μεγαλύτερη μέριμνα που αρμόζει στον άνθρωπο;
Επειδή η ψυχή είναι, ο μεγαλύτερος θησαυρός που υπάρχει στη γη και είναι φυσικό, για τον μεγαλύ­τερο θησαυρό να αφιερώνεται και η περισσότερη φροντίδα.
Γιατί είναι η προσμονή του θανάτου, η προσμονή που αρμόζει περισσότερο στον άνθρωπο;
Επειδή αυτή η προσμονή καθαρίζει τη συνείδηση και ωθεί τον άνθρωπο σε κάθε έργο αγαθό. Όταν κά­ποτε ρώτησαν κάποιον άξιο και καλό άνθρωπο, τι απ' όλα στη ζωή τον έσπρωχνε στο μόχθο και την αγαθο­εργία, εκείνος απάντησε: ο θάνατος.
Τούτα τα τρία, δεν θα τα συναντήσει κανείς στα ζώα. Είναι ιδιώματα μονάχα του ανθρώπου και μάλι­στα ενός ανωτέρου τύπου ανθρώπου. Όλα τα υπόλοι­πα είναι κοινά στους ανθρώπους και τα ζώα.
Ειρήνη υμίν και ευλογία από Θεού.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Επισκόπου Αχρίδος 1956
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΟΡΘΟΔΞΟΞΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
ΤΗΛ: 2310212659


www.impantokratoros.gr