Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Για τίποτε να μην έχετε άγχος



 Όταν βλέπετε άγχος, να ξέρετε ότι εκεί έχει βάλει την ουρά του το ταγκαλάκι.
Για τίποτε να μην έχετε άγχος.
Το άγχος είναι του διαβόλου. Όταν βλέπετε άγχος, να ξέρετε ότι εκεί έχει βάλει την ουρά του το ταγκαλάκι. Ο διάβολος δεν πηγαίνει κόντρα. Αν υπάρχη μια τάση, σπρώχνει και αυτός, για να ταλαιπωρήση και να πλανήση τον άνθρωπο. Τον ευαίσθητο λ.χ. τον κάνει υπερευαίσθητο. Όταν έχης διάθεση να κάνης μετάνοιες, σπρώχνει και ο διάβολος να κάνης περισσότερες από την αντοχή σου και, αν οι δυνάμεις σου είναι περιορισμένες, δημιουργείται μια νευρικότητα, γιατί δεν τα βγάζεις πέρα, και στην συνέχεια σου δημιουργεί άγχος με ελαφρά απελπισία κατ’ αρχάς και μετά συνεχίζει… Θυμάμαι, όταν ήμουν αρχάριος μοναχός, ένα διάστημα, μόλις έπεφτα να κοιμηθώ, μου έλεγε ο πειρασμός: “Κοιμάσαι; Σήκω! Τόσοι άνθρωποι υποφέρουν, τόσοι έχουν ανάγκη…” Σηκωνόμουν και έκανα μετάνοιες, ό,τι μπορούσα. Μόλις έπεφτα να κοιμηθώ, άρχιζε ξανά: “Οι άλλοι υποφέρουν κι εσύ κοιμάσαι; Σήκω!” Σηκωνόμουν πάλι. Μέχρι που έφθασα να πω: “Αχ, να μου κόβονταν τα πόδια, τι καλά! Θα ήμουν τότε δικαιολογημένος, αφού δεν θα μπορούσα να κάνω μετάνοιες”. Μια Μεγάλη Σαρακοστή την έβγαλα με το ζόρι, γιατί πήγαινα να στριμώξω τον εαυτό μου περισσότερο από την αντοχή μου.

Όταν νιώθουμε στον αγώνα μας άγχος, να ξέρουμε ότι δεν κινούμαστε στον χώρο του Θεού. Ο Θεός δεν είναι τύραννος να μας πνίγη.
 
Γράφει: Γέροντας Παϊσιος 
 
www.gonia.gr

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

ΓΕΡΟ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Ο ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΑΣ ΈΛΕΓΕ: «Μεγάλο πράγμα είναι ή ευχή.

  Κάθε φορά που λέμε "Κύριε Ιησού Χριστέ..." είναι σαν να λέμε "μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου"».



Ο γερό-Χαράλαμπος ό Κομποσχοινάς διηγήθηκε: «Ήταν μία γριούλα στην Μικρά Ασία με μία θαυματουργή εικόνα. Θεράπευε Τούρκους και Χριστιανούς. Στον πόλεμο του '22 αυτή πήρε την εικόνα- ενώ, λοιπόν, σκότωναν οι Τούρκοι, αυτήν δεν την έβλεπαν και ήρθε στην Αθήνα. Με το μύρο πού έβγαζε ή εικόνα θεράπευσε άρρωστο».
Διηγήθηκε άλλη φορά: «Κατά τον χειμώνα του 1943 στην Αθήνα, όπου διέμενα ως λαϊκός, υπήρχε μεγάλη στέρηση των αναγκαίων και σε συνδυασμό με τον βαρύ χειμώνα πολύς κόσμος πέθαινε. Εκείνη την εποχή συνήθιζα να επισκέπτομαι αυτήν την πολύ ευλαβή καλογριά, ή όποια είχε στο σπίτι της την παλιά εικόνα της Παναγίας από την Μικρά Ασία.

Ή εικόνα αυτή έφερε επάνω της πολλά παλαιά τάματα, μερικά εκ των όποιων ήσαν πολύτιμα. Καθώς λοιπόν στενοχωρούμεθα από την έλλειψη τροφών, μία ημέρα της λέω: «Βρε Μαρία, δεν πουλάς το μάλαμα από την εικόνα να αγοράσουμε τίποτα να φάμε;"» Αυτή απάντησε: «"Τό μάλαμα αυτό είναι της Παναγίας και δεν μπορώ να το πειράξω. "Αν ήθελε ή Παναγία να μας το δώσει θα μας το έδινε"». Μόλις όμως είπε αυτά τα λόγια ένα χρυσό βραχιόλι από τα τάματα της εικόνος σηκώθηκε μόνο του από την εικόνα και κόλλησε στο τζάμι της σαν να ήθελε να βγει έξω από το προσκυνητάρι. Αυτό το θεώρησε πώς ήταν σημάδι από την Παναγία. Πούλησε το βραχιόλι και αγοράσαμε τρόφιμα, με τα οποία βγάλαμε εκείνο τον δύσκολο χειμώνα».


Όταν έγινε μοναχός στο Καλύβι της Παναγίας Καζάνσκας στην Καψάλα αγωνιζόταν πολύ. Ήταν πανύψηλος και γεροδεμένος. Του είπε κάποιος Χανιώτης μοναχός ότι κάνει 3.000 μετάνοιες την ώρα και προσπάθησε να τον μιμηθεί και ό ίδιος αλλά έπαθε πτώση στομάχου. Έλεγε όταν γήρασε: «Έκανα αδιακρισία. Ό Θεός δεν τα θέλει αυτά».
Έλεγε: «Μεγάλο πράγμα είναι ή ευχή. Κάθε φορά που λέμε "Κύριε Ιησού Χριστέ..." είναι σαν να λέμε "μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου"».

Έπλεκε όλη μέρα κομποσκοίνι λέγοντας την ευχή. Το καλοκαίρι έβγαινε και ξάπλωνε στην αυλή μέσα σε έναν λάκκο πού είχε σκάψει ό ίδιος για να τον ζεσταίνει ό ήλιος. Από κει του βγήκε και το παρατσούκλι «εν τω λάκκω». Παρά την ηλικία του, υπέργηρος ων, περιποιόταν τον κήπο με πολύ κόπο, καθώς μάλιστα είχε και μία κήλη μεγάλη σαν πορτοκάλι, πού τον ταλαιπωρούσε και πού την έδενε με ένα κομμάτι ράσο. Πέραν τούτου είχε καμπουριάσει από την πολύχρονη άσκηση, γι' αυτό και ή κάθε του κίνηση ήταν εξαιρετικά επίπονη. Του πρότειναν να τον πάνε στο Νοσοκομείο για να κάνη εγχείρηση, καθώς ή κατάσταση του ήταν πολύ επικίνδυνη, αλλά αρνήθηκε ευγενικά λέγοντας: «Δεν πειράζει, αυτός είναι ό κανόνας μου• αν θέλει ό Θεός, δεν παθαίνω τίποτα». Είχε 14 αρρώστιες, όπως έλεγε, και έμενε σ' ένα κελί ετοιμόρροπο πού έβαζε νερά όταν έβρεχε.

Κάποτε πήγε στον γερό-Χαράλαμπο ένας μοναχός νέος για να αγοράσει κομποσκοίνια. Εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε ό νέος μοναχός έναν μεγάλο πειρασμό και ήταν πολύ στενοχωρημένος. Όταν έφτασε λοιπόν στον γερό-Χαράλαμπο και του ζήτησε κομποσκοίνια εκείνος, αντί να τον στείλει μέσα στο καλύβι να του φέρει τον τενεκέ πού τα αποθήκευε, όπως έκανε συνήθως, σηκώθηκε με πολύ κόπο από τον λάκκο του και πήγαν μαζί μέσα. Μόλις μπήκαν, του είπε: «Ξέρεις, πάτερ μου, όταν ήμουν νέο καλογέρι στο Έσφιγμένου, ό δαίμονας μου δημιούργησε τον έξης πειρασμό». "Άρχισε τότε να περιγραφή ακριβώς την κατάσταση πού αντιμετώπιζε ό νέος, λες και ήταν αυτός στην θέση του, καθώς και να του δίνη οδηγίες για την αντιμετώπιση της. Στο τέλος, αφού τον παρακίνησε με πολλούς λόγους στον πνευματικό αγώνα, του είπε σοβαρά: «Όλα αυτά σου τα είπα, για να μην απογοητεύεσαι και να αγωνίζεσαι».

Έλεγε: «Έρχονται πολλές φορές τα δαιμόνια εδώ πού κάθομαι και πλέκω κομποσκοίνι, να με πειράξουν. Τα σταυρώνω και φεύγουν. Αλλά δεν πάνε μακριά. Τα βλέπω πού κάθονται και περιμένουν πότε θα αμαρτήσω με τον λογισμό για να ξανάρθουν. Θέλει πολλή προσευχή, για να φύγουν μακριά τα δαιμόνια. Θέλει ταπείνωση. Αν ταπεινωθείς, γίνεσαι αμέσως σοφός».

«Να προσευχόμαστε για όλους, εκτός από τούς εχθρούς του Θεού, δηλαδή τούς αιρετικούς. Γι' αυτούς καλά είναι να λέμε: Αν θέλεις. Κύριε, φώτισε τους"».
«Σε όσους δεν πιστεύουν δεν λέω βαριά πνευματικά λόγια, για να μην κολαστούν πολύ. "Ό γνούς και μή ποιήσας δαρήσεται πολλά"».

«Μία φορά στο Βατοπέδι πήγα να βγω έξω, αλλά θα χτυπούσα, γιατί ήταν βράδυ και δεν έβλεπα. Όποτε ξαφνικά φάνηκε μπροστά μου ένας νέος πού άστραφτε. Το φώς του μ' έκανε να δώ ότι μπροστά μου ήταν κενό και θα έπεφτα. Αυτός ήταν ό άγιος Ευδόκιμος, όπως μου είπαν, μετά εξαφανίστηκε».

Ό γερό-Χαράλαμπος ζούσε απλά, ασκητικά με την ευχή και την ψαλμωδία στο στόμα. Ήταν ειρηνικός και έδινε πολύ καλές συμβουλές, πρακτικές και πνευματικές. Ενώ έκανε όλα τα ανωτέρω, δεν σταματούσαν τα χέρια του να πλέκουν κομποσκοίνι. Είχε μάθει να πλέκει και τη νύχτα χωρίς φώς.

Όταν έμενε στον Άγιο Χαράλαμπο στις Καρυές, πάνω από το κρεβάτι του έσταζαν νερά, όταν έβρεχε. Έβαλε τάβλες κάτω από το ταβάνι και πάνω από την θέση του κρεβατιού και ένα νάιλον έτσι τα νερά κυλούσαν δίπλα.
"Έλεγε: «Ό μοναχός πρέπει να αρκουδίζει, (δηλαδή να περπατά με τα τέσσερα), από τη νηστεία».

Κάποιος νέος πήγε να αγοράσει ένα κατοστάρι κομποσκοίνι από τον γερό-Χαράλαμπο. Τον ρώτησε: «Για την αδελφή σου το θέλεις;». Πράγματι το ήθελε για την αδελφή του. Πρόσθεσε: «Να βάλω στην φούντα κόκκινο νήμα, πού είναι το χρώμα της παρθενίας, γιατί θα γίνει καλογριά». Και όντως έγινε μοναχή μετά από λίγα χρόνια.
 «Ό Θεός λέει, "θα   εξολοθρεύσω    πάντας τούς εργαζομένους την άνομίαν".   Αλλά   πέφτουν (γονατίζουν) οι Άγιοι  και  λένε  "και
μείς αμαρτωλοί είμαστε, συγχώρεσε μας. Κύριε μας", και σταματάει την οργή Του ό Θεός».

«Άμα εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου, τα χάνει ό δαίμονας τα αμαρτήματα και να θέλει δεν μπορεί να πει τίποτε. Διαλύονται οι αμαρτίες, δηλαδή τις συγχωρεί ό Θεός. Αλλά να εξομολογηθείς με αγνότητα, όχι να εξομολογηθείς και να μη βγαίνεις από το δικό σου. 

Αυτοί λέγονται "πονηρευόμενοι" και" οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται", λέει. Με ειλικρίνεια να εξομολογήσθε. Σκέψου ότι τα λες στον Χριστό».

«Να λέμε την ευχή, αυτή διώχνει τον πειρασμό. Τότε αδυνατεί ό σατανάς. Ή ευχή τον τρώει σαν το ροκάνι, τον καταστρέφει. Μας πολεμά ό εχθρός, όταν το επιτρέπει ό Θεός. Και όσο ζούμε, μέχρι να βγει ή ψυχή μας, θα τον πολεμούμε και μείς. Τότε, όταν τον νικήσουμε και δεν κάνουμε το θέλημα του, θα μάς πάρει στα δεξιά του ό Θεός, στην βασιλεία Του».

«Μέγα πράγμα έχουμε το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με". Ή ευχή τα έχει όλα και σωτηρία ψυχής και υγεία σωματική και φώτιση και ευχαριστία. Να λέμε την ευχή».
«Ή προσευχή χωρίς μετεωρισμούς είναι των τελείων. Ό καλόγερος να κάνη 33 κομποσκοίνια (εκατοστάρια για την ακολουθία του) και να μην τον μέλλη. Ας τον πειράζει με λογισμούς ό διάβολος. Αυτός να συμμαζώνει το νου του. Κάποτε ό Μ. Βασίλειος έταξε μία σκούφια λίρες σε όποιον παπά θα κάνει μία Λειτουργία χωρίς λογισμούς. Πράγματι ένας παπάς κατάφερε μέχρι να τελείωση να κράτηση το νου του καθαρό από λογισμούς. Μετά, λίγο πριν τελείωση, τού ήρθε στο νου του ή σκούφια με τις λίρες και έτσι τις έχασε».

«Θέλει ταπείνωση ό Θεός. Όσες αρετές και αν κάνουμε και μάς ρωτήσουν, πώς πάει ή πνευματική ζωή, να λέμε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι. Άμα πεις καλά είμαι στην πνευματική ζωή τάχασες όλα. Είναι υπερηφάνεια. Γι' αυτό λέει στις Ώρες "ου κατώκει εν μέσω της οικίας μου ποιών υπερηφανίαν", δεν κάθομαι λέει στων υπερήφανων τον οίκον».

«Για την σωτηρία της ψυχής μας πρέπει να κάνουμε το νόμο του Θεού, να πάμε στην Εκκλησία μας, να συγχωρούμε τον πλησίον σε ότι μας έφταιξε. Επομένως, το παν είναι τα καλά έργα και ή πίστη. Μην απελπιζόμαστε. Ή απελπισία είναι διάβολος».

«Εν τω ονόματι Ιησού φάλαγγες δαιμόνων συντρίβονται. Εν τω ονόματι Ιησού στην Δευτέρα Παρουσία παν γόνυ κάμψει. Και μερικοί πλανεμένοι λένε: "Τί θα προσκυνήσουμε το όνομα;". Ό Απόστολος Παύλος εννοεί Ότι θα προσκυνήσουμε τον Χριστό, όχι το όνομα. Δεν χωρίζεται ό Χριστός από το όνομα Του, ό ίδιος είναι. Με το όνομα Του οι Απόστολοι έκαναν θαύματα».

«Μία μέρα έκανα κάτι κουτσοδούλια εδώ πέρα, έπεσα και χτύπησα στο πόδι. Μέρα ήταν και μόλις σηκώθηκα βλέπω κάποιον να με χαμογελάη. "Τί θέλεις εδώ;" του λέω, και δεν μιλάει. "Ποιος είσαι;" τον ξαναρωτώ, και μόλις πήγα να σηκώσω το χέρι να τον σταυρώσω, έγινε άφαντος. "Κοπρόσκυλο", λέω στον διάβολο, "εσύ ήσουν που με έριξες κάτω;"».

«Τον είδα σαν θηρίο, σαν αράχνη, με τα μάτια μου, όχι όνειρα, και παρακάλεσα τον Θεό να με στερέωση στην πίστη».

«Αφήνουμε τα θεολογικά, εμείς λέμε τα πρακτικά. Είδα κάποτε σε αγρυπνία στο Κουτλουμουσι τον Άγιο της ημέρας ντυμένο με διακονικά άμφια τρεις φορές βγήκε από το ιερό και χάθηκε. Αφού κοινώνησα, περίμενα να δώ τον διάκο να κάνη κατάλυση, δεν είδα. Ρώτησα και μου είπαν ότι δεν υπάρχει διάκος».
«Ό Θεός χαίρεται, όταν λέμε λόγια ψυχικής ωφελείας». 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ2011
 
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/
 

Η δύναμη και η αξια των Χαιρετισμων προς την Θεοτοκο...


Στην παράδοση της Εκκλησίας μας, μάς αναφέρεται και το εξής θαυμαστό γεγονός για την δύναμη που έχουν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Θα πούμε αυτό το γεγονός, αυτήν την ιστορία.
Στα παλιά χρόνια, δηλαδή πριν από το 1800, κάποιος εκεί τότε, – υπήρχαν πολλοί λησταί, όπως είναι γνωστό, που στήνανε καρτέρι στα σταυροδρόμια, και λήστευαν τους περαστικούς,- κάποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους αρχιληστάς είχε βάλει μερικούς συντρόφους, να στήνουν το καρτέρι τους σε ένα σταυροδρόμι που ήτο αναγκαστικό πέρασμα για τους περαστικούς πεζοπόρους, από τη μια πόλη στην άλλη. Και όποιος περνούσε, είτε ήταν μόνος του, είτε ήταν δύο είτε τρείς, τους λήστευαν.
Και μετά τους άφηναν να φεύγουν, δεν τους έκαναν κακό. Δεν τους τραυμάτιζαν, δεν τους κακοποιούσαν.
Κάποτε πέρασε απ’ αυτό το σταυροδρόμι και ένας άγιος μοναχός. Εκείνος, – τον σταμάτησαν βέβαια και τον λήστεψαν, τι να πάρουν από έναν μοναχό, τέλος πάντων, ό,τι είχε – δεν έφυγε. Παρακάλεσε τους ληστάς να τον οδηγήσουν στο λημέρι του αρχηγού τους, – λέει «τι τον θέλεις;»
-Α, λέει, θα σας πώ κάτι πολύ σπουδαίο. Σε λίγο θα περάσει ένας πολύ μεγάλος και πλούσιος έμπορος φορτωμένος διαμάντια, αλλά, θέλω να του πώ, πώς θα είναι ντυμένος, για να τον καταλάβετε, γιατί θάχει μαζί του πολλά τα κουρέλια.
Έτσι και έγινε, όχι για να μην του χαλάσουν το χατίρι, αλλά για τις απολαβές που θα είχε.
Τον πήγαν λοιπόν… μόλις συναντήθηκε ο μοναχός με τον αρχιληστή, του λέγει ότι θα καλέσεις όλους τους ανθρώπους εδώ, για να τους πω αυτό το μεγάλο νέο, διότι είναι πολύ σπουδαίο.
Πράγματι λοιπόν, εκείνος τους μάζεψε.
Α, λέει, κάποιος λείπει. Να μου τον φέρετε κι αυτόν εδώ.
Λέει, τι τον θέλεις, αυτός μαγειρεύει τώρα για το μεσημέρι.
Όχι, να τον φέρετε.
Πάνε λοιπόν, εκείνος δεν ήθελε να ’ρθεί, και τον άρπαξαν με το ζόρι, και τον έφεραν μπροστά στο μοναχό.
Μόλις ο μάγειρας αντίκρισε τον μοναχό, δεν ήθελε να τον βλέπει.
Αλλά ούτε και ο μοναχός γύρισε να τον δει.
Αντιθέτως ο μάγειρας άρχισε να τρέμει, να τρέμει πολύ.
Τον ρωτάει λοιπόν ο μοναχός.
- Γιατί τρέμεις μάγειρα;
- Ε, – αναγκάστηκε εκείνος να ομολογήσει, – ότι ήταν διάβολος που είχε μετασχηματιστεί σε άνθρωπο, για να παρακολουθεί από κοντά αυτόν τον αρχιληστή.
Ο αρχιληστής όμως αυτός, είχε μια πολύ καλή συνήθεια.
Προσευχόταν στην Παναγία καθημερινά. Και πώς προσευχόταν; – λέει.
Διάβαζε κάθε μέρα τους Χαιρετισμούς. Πρωί και μεσημέρι και βράδυ. Την καλή αυτή συνήθεια την πήρε απ’ τη μάνα του. Την πήρε απ’ το σπίτι του, που του είχε μάθει τους Χαιρετισμούς από μικρό παιδί, και έτσι τους ήξερε από στήθους. Δηλαδή από μνήμης, και τους έλεγε χωρίς να τους διαβάζει.
Βέβαια, αργότερα πήρε τον κακό το δρόμο κι έγινε ληστής, παρά ταύτα όμως, τους Χαιρετισμούς δεν τους είχε αφήσει ούτε μια μέρα. Έτσι η Παναγία βρισκόταν κοντά του και τον φύλαγε.
Και τον φύλαγε επειδή περίμενε μια ευκαιρία η Παναγία για να τον σώσει, να τον φέρει σε μετάνοια, ν’ αλλάξει ζωή, να σωθεί.
Ο μάγειρας διάβολος, είχε σταλεί πάλι απ’ τον αρχισατανά για να τον σκοτώσει και να πάρει την ψυχή του στην Κόλαση.
Δεν μπορούσε όμως γιατί τον εμπόδιζαν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Περίμενε λοιπόν μια ευκαιρία. Ποια; Το πότε θα ξεχνούσε έστω και μία φορά, έστω και μια μέρα, να απαγγείλει ο αρχιληστής τους Χαιρετισμούς της Παναγίας.
Τότε θα ήταν αφύλακτος από την προστασία Της, θα προκαλούσε για τη μοιρασιά, ανάμεσα στους ληστάς και τους συντρόφους του κάποια φασαρία, εκείνοι με την προτροπή βέβαια του διαβόλου μάγειρα, θα τον σκότωναν και έτσι θάπαιρνε την ψυχή του στην Κόλαση.
Μα η Παναγία τον προστάτευε και τον προστάτευε χάριν των Χαιρετισμών. Μπορεί να ήτο ληστής, αλλά δεν ήταν φονιάς.
Παρά ταύτα όμως τους Χαιρετισμούς δεν τους άφησε. Μπορεί η ζωή του να ήτο άσχημη, να ήτο κακή, να ήτο αντιευαγγελική αλλά ο Θεός όμως που δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν, και ακούγοντας και τις μεσιτίες και τις παρακλήσεις της Παναγίας Μητρός Του, του έδωσε την ευκαιρία για να σωθεί.
Μόλις λοιπόν ο αρχιληστής άκουσε αυτή την ομολογία από τον μάγειρο διάβολο, αμέσως φωτίσθηκε. Κατάλαβε τα τραγικά του λάθη. Τις αμαρτίες του, και κείνη τη στιγμή μετανόησε, και σώθηκε.
Η μετάνοιά του συγκλόνισε και τους άλλους ληστάς, τους συντρόφους του, και με τις οδηγίες του αγίου εκείνου μοναχού όλοι τους οδηγήθηκαν στο μεγάλο μυστήριο της ευσπλαχνίας του Θεού, δηλαδή στην Ιερά Εξομολόγηση. Και με την έμπρακτη αποκατάσταση όλων των κλοπιμαίων, όλοι οι λησταί μαζί με τον αρχιληστή εσώθησαν.
Τους έσωσαν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας.
Οι Χαιρετισμοί λοιπόν χριστιανοί μου, έχουν τεράστια σωτηριώδη σημασία, όταν τους διαβάζουμε ή τους απαγγέλουμε κάθε βράδυ με πίστη και ευλάβεια




www.romfea.gr

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Σαρακοστή:Η ζωή στο σπίτι



ΣΤΙΣ Σαρακοστές καλό είναι να γνωρίζεις μόνο εκκλησία και σπίτι, τίποτ’ άλλο. Φτάνεις, λοιπόν, στο σπίτι. Τί θα κάνεις εκεί; Θα αγωνιστείς μ’ όλη σου τη δύναμη να διατηρήσεις την προσήλωση του νου και της καρδιάς στον Κύριο. Αμέσως μετά την εκκλησία, τρέξε στο δωμάτιό σου και κάνε αρκετές μετάνοιες, ζητώντας ευλαβικά από τον Θεό να σε βοηθήσει , ώστε να αξιοποιήσεις το χρόνο της παραμονής σου στο σπίτι με τρόπο ωφέλιμο για την ψυχή σου.
Ύστερα κάθησε και ξεκουράσου για λίγο. Αλλά και τότε μην αφήνεις τους λογισμούς σου να ξεστρατίζουν. Διώχνοντας κάθε σκέψη, επαναλάμβανε νοερά την ευχή : “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!”. Αφού ξεκουραστείς πρέπει ν’ ασχοληθείς με κάτι, είτε προσευχή είτε εργόχειρο. Τί εργόχειρο θα κάνεις δεν έχει σημασία∙ ξέρεις ήδη τί σου αρέσει. Είναι, βλέπεις, αδύνατο να ασχολείσαι όλη την ώρα με πνευματικά πράγματα∙ χρειάζεται να έχει και κάποιο ευχάριστο εργόχειρο. Μ’ αυτό θα καταπιάνεσαι, όταν η ψυχή σου είναι κουρασμένη, όταν δεν έχεις τη δύναμη να διαβάσεις ή να προσευχηθείς. Αν, βέβαια, οι πνευματικές σου ενασχολήσεις πηγαίνουν καλά, το εργόχειρο δεν είναι απαραίτητο. Εκπληρώνει μόνο την ανάγκη αξιοποιήσεως του χρόνου , που αλλιώς θα σπαταλιόταν σε απραξία. Και η απραξία είναι πάντα ολέθρια, πολύ περισσότερο όμως στον καιρό της νηστείας.
Πώς πρέπει να προσεύχεται κανείς στο σπίτι; Σωστά σκέφθηκες ότι τη Σαρακοστή οφείλουμε να προσθέτουμε κάτι στον συνηθισμένο κανόνα προσευχής. Νομίζω, ωστόσο, πως αντί να διαβάζεις περισσότερες προσευχές από το Προσευχητάρι, είναι καλύτερο ν’ αυξήσεις τη διάρκεια της άμεσης επικοινωνίας σου με τον Κύριο. Κάθε μέρα, πριν αρχίσεις και αφού τελειώσεις τη την ορθρινή και βραδυνή ακολουθία, να απευθύνεσαι με δικά σου λόγια στον Κύριο, την Υπεραγία Θεοτόκο και τον φύλακα άγγελό σου, ευχαριστώντας τους για την προστασία τους και παρακαλώντας τους για την ικανοποίηση των πνευματικών σου αναγκών. Ζήτα τους να σε βοηθήσουν , ώστε, πρώτα απ’ όλα να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να αποκτήσεις αυτογνωσία  και, όταν την αποκτήσεις, να σου χαρίσουν ζήλο και δύναμη, ώστε να θεραπεύσεις τις πληγές της ψυχής σου. Ζήτα τους, ακόμα, να γεμίσουν την καρδιά σου  με το αίσθημα της ταπεινώσεως και της συντριβής. Η ταπείνωση είναι η πιο ευάρεστη στον Θεό θυσία. Έτσι να προσεύχεσαι. Μην επιβάλεις, όμως, στον εαυτό σου έναν προσευχητικό κανόνα μακρύ και βαρύ, έναν κανόνα που θα υπερβαίνει τα μέτρα των ψυχοσωματικών σου δυνάμεων και θα σε καταβάλλει. Καλύτερα είναι να προσεύχεσαι συχνότερα στη διάρκεια της ημέρας και, όταν ασχολείσαι μ’ οποιαδήποτε άλλη εργασία, να έχεις το νου σου στο Θεό.
Μετά την προσευχή , διάβαζε για λίγο με αυτοσυγκέντρωση. Η μελέτη δεν αποσκοπεί στο φόρτωμα του μυαλού σου με διάφορες πληροφορίες και γνώσεις, αλλά στην ψυχική σου ωφέλεια και εποικοδομή. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να διαβάζεις πολλά. Διάβαζε όμως με προσοχή μεγάλη και με καρδιακή συμμετοχή.
“Τί να διαβάζω;”, θα με ρωτήσεις. Μόνο πνευματικά βιβλία ,φυσικά. Η προσεκτική ανάγνωση τέτοιων βιβλίων εμπνέει την ψυχή περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο. Αν πάντως, στη διάρκεια της μελέτης γεννιέται ο πόθος της προσευχής, ν’ αφήνεις το βιβλίο και να προσεύχεσαι .
Θα διαβάζεις, λοιπόν, θα προσεύχεσαι, θα κάνεις μετάνοιες. Και μ’ όλα αυτά, ωστόσο, δεν θα μπορέσεις να κρατήσεις το νου και την καρδιά σου σε κατάσταση συνεχούς και έντονου αγώνα. Είναι αναπόφευκτο να κουράζεσαι. Τότε, όπως σου είπα, θα ασχολείσαι με κάποια πρακτική εργασία.
Σκέφτεσαι, καθώς μου γράφεις, να μειώσεις την  ποσότητα του καθημερινού σου φαγητού. Σωστή κι ωφέλιμη η σκέψη σου∙ σωστή, γιατί το σώμα, που με τις παρεκτροπές του σε αναγκάζει να μετανοείς, οφείλει να καταβάλει στη διάρκεια της Σαρακοστής τους μόχθους  που του αναλογούν∙ και ωφέλιμη, γιατί με τη νηστεία το σώμα δουλαγωγείται, ο νους καθαρίζεται, η καρδιά μαλακώνει, τα πάθη νεκρώνονται. Μόνο μην το παρακάνεις. Ήδη τρως τόσο λίγο. Πρέπει να έχεις δυνάμεις ,για να στέκεσαι στην εκκλησία και για ν’ αγωνίζεσαι στο σπίτι. Κοίτα να τρως τόσο, όσο χρειάζεται για να μην εξασθενήσεις.
Καλό θα ήταν επίσης , να μείωνες λίγο το χρόνο του ύπνου και της αναπαύσεώς σου. Είναι μία θυσία για σένα, αλλά κάθε λογής θυσία ταιριάζει σ’ αυτή την περίοδο .
Και με τις συζητήσεις τί θα γίνει; Τη Σαρακοστή τουλάχιστον, οι συζητήσεις με τους άλλους ας περιοριστούν σε πνευματικά θέματα. Ακόμα καλύτερες είναι οι κοινές πνευματικές αναγνώσεις, που δίνουν αφορμές για την ανταλλαγή εποικοδομητικών σκέψεων και  για την εξαγωγή ωφέλιμων συμπερασμάτων. Κατάλληλοι γι’ αυτό τον σκοπό είναι οι Βίοι των Αγίων. Αρκετά έγραψα. Θα προσθέσω ό,τι άλλο χρειάζεται αργότερα. 


«Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
γράμματα σε μια ψυχή»
ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ 2000




www.gonia.gr

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Ιεροδιάκονος Θεοδόσιος (†2012)




Κατά το έτος 1939 ένα δεκατριάχρονο αγνό, ήσυχο και σεμνό χωριατόπουλο από τα χωριά της Πελοποννήσου ήρθε στο Ίβηρίτικο Κελλί της Αγίας Άννης να γίνει μοναχός. Γέροντας τότε στο Κελλί ήτο ό εκ Πατρών ορμώμενος, αλλά με Στεμνιτσιώτικη καταγωγή, Μοναχός Θεοδόσιος με συνοδεία τους μονάχους Μόδεστο, Λάζαρο, Πολύκαρπο και τον αλησμόνητο Γεώργιο (Ζήτο).
Την εποχή εκείνη ήρχετο κατά καιρούς από την Ίβηρίτικη Σκήτη του Τίμιου Προδρόμου όπου διέμενε, χάριν πνευματικής φιλίας και συμπνευματισμού, ό μετά ταύτα καθηγούμενος της Ί. Μονής Αγίου Παύλου, Ιερομόναχος Ανδρέας, ό ενάρετος και άγιος εκείνος άνθρωπος. Ολίγων προ του Β' Παγκοσμίου πολέμου ό Γέρων Ανδρέας επέστρεψε στη Μονή της μετανοίας του όπου διηγούμενος τα της σκητιώτικης ζωής του, είπε στους παραδελφούς του Άγιοπαυλίτες πώς στο Κελλί της Αγίας Άννης προσήλθε να μονάσει ένας άγγελος.
Με αυτόν τον άγγελο μας αξίωσε ό καλός Θεός να ζήσουμε μαζί 15 ολόκληρα χρόνια και σήμερα που επιτελούμε το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του, όφειλετικά και εύγνωμόνως επιθυμούμε να αναφερθούμε στην όσια και αγγελική βιωτή του, αφού βεβαίως πρωτίστως σας ευχαριστήσουμε ολόψυχα όλους για την παρουσία και συμπροσευχή σας υπέρ μακάριας μνήμης και αιώνιας αναπαύσεως της ψυχής αυτού.
Ό κατά κόσμο Θεόδωρος Κοΰζιος, τέκνο του Φωτίου και της Ελένης Κοΰζιου, γεννήθηκε το έτος 1926 στην Τοπόριστα -το σημερινό Θεόκτιστο- Γορτυνίας, όπου μαζί με τα άλλα δυο αδέλφια του, τον Γεώργιο και τον Παναγιώτη, τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Εκείνα τα χρόνια ένα θαυμαστό γεγονός, που συνέβη στον ίδιο, τον έκανε πιο ευλαβή και θεοφοβούμενο. 
Διερχόμενος έξω από το παρεκκλήσι του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου είδε  ένα μικρό κορίτσι να κόβει αχλάδια από μία αχλαδιά που ητο στην αυλή του παρεκκλησίου. Τότε φώναξε: «Έλα 'Αϊ Γιώργη και σε κλέβουν». Αμέσως άνοιξε ή πόρτα του Ναού και ξεπρόβαλε ένας πανέμορφος και λαμπρός νέος που κοίταξε διερευνητικά, αλλά και συγχρόνως γλυκά τον μικρό Θεόδωρο. Πάντα ένεθυμείτο την ομορφιά αυτού του νέου, που προφανώς δεν ητο άλλος από τον Άγιο Γεώργιο που εξαφανίστηκε πάραυτα.
Στο Άγιον Όρος ήλθε μαζί με άλλα παιδιά από το χωριό του, δυο εκ των όποιων -οι αυτάδελφοι Γεράσιμος και Ιωακείμ του Ίβηριτικού Κελλίου της Μεταμορφώσεως- ήσαν και συγγενείς του. Σε λίγο κηρύχτηκε ό πόλεμος του 1940 και ή εντολή της τότε Ελληνικής Κυβέρνησης ητο όλα τα ανήλικα παιδιά που διέμεναν στο Όρος, να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ό Θεόδωρος επειδή ητο αποφασισμένος όχι μόνο να ζήσει, αλλά και να πεθάνει στο Περιβόλι της Παναγίας, για να μη τον ανακαλύψουν οι αστυνομικοί, επί ένα ολόκληρο χρόνο έκρύπτετο στο υπόγειο του Κελίου.
Ή μοναχική του κουρά έγινε το 1944 (24/2) και έλαβε το όνομα του Γέροντος του, Θεοδόσιος. Το 1952 (19/5) χειροτονήθηκε διάκονος στο ναό του Κελίου από τον «γέρο Δεσπότη», όπως τον αποκαλούσε, Μιλητουπόλεως Ιερόθεο. Παρέμεινε διάκονος σε όλη του τη ζωή και δεν δέχτηκε να χειροτονηθεί ιερεύς «από ευλάβεια προς την Ιεροσύνη» όπως έλεγε γι' αυτόν ό ηγιασμένος Γέροντας Παΐσιος.
Από το 'Άγιον Όρος εξήλθε ελάχιστες φορές και σε μία από αυτές κατόπιν πολλής πιέσεως από τον παραδελφό του, πατέρα Γεώργιο, επισκέφτηκε το χωριό του να δει τους γονείς και τ' αδέλφια του. Μία άλλη φορά, κατόπιν δικής μας πιέσεως δέχτηκε να πάμε στους Αγίους Τόπους και το Όρος Σινά, όπου -αν και γέρων 75ετής-άνέβηκε με πολύ πόθο και ενθουσιασμό στην αγία Κορυφή.
Είπαμε στην αρχή του ταπεινού μας λόγου πώς ό μακάριος Γέρων Ανδρέας ό Άγιοπαυλίτης τον απεκάλεσε «άγγελο». Αν ήτο δυνατόν να ζούσε μέχρι σήμερα και μάλιστα να ζούσε μαζί με τον Γέροντα Θεοδόσιο για 15 ολόκληρα χρόνια όπως εμείς και έβλεπε το μακάριο και όσιακό του τέλος, ασφαλώς δεν θα μετάνιωνε γι' αυτόν τον χαρακτηρισμό του. Και να γιατί:
Ό Γέρων Θεοδόσιος ήτο άνθρωπος βαθειάς πίστεως. Πίστευε ακράδαντα στον Θεό και Τον αγαπούσε πραγματικά. Καρπός αυτής της πίστεως ήτο ό φόβος του Θεού που τον διακατείχε πάντοτε και ή ευλάβεια του στα θεια. Ή αγάπη του για την λατρεία του Θεού μέχρι τέλους αμείωτη. Όταν για έναν χρόνο μετά την τελευτή του Γέροντος Γεωργίου παρέμεινε μόνος, παρόλο που έκουράζετο υπέρμετρα με τις διάφορες δουλειές του Κελίου, έπ' ούδενί δεν άφηνε τις ακολουθίες και διάβαζε όλα τα γράμματα, τα όποια σχεδόν ήξερε απ' έξω.
Αυτός πού αγαπάει τον Θεό αληθινά -όπως όλοι γνωρίζουμε-άγαπάει και τον πλησίον πραγματικά. Γι' αυτό ήτο πάντα φιλόξενος, πάντα καταδεχτικός, πάντα εύπροσήγορος. Πρόθυμος να διακονήσει, να μαγειρεύει με επιμέλεια και ν' αναπαύσει όλους τούς γνωστούς και άγνωστους πού άρχοντα στο Κελλί. Ολίγων προ του θανάτου του βλέποντας ανθρώπους στο Κελλί, ρωτούσε αν έχουμε ετοιμασία, αν έχουμε μαγειρεύσει.
Εκεί όμως πού έδωσε εξετάσεις και πήρε άριστα ήτο ή υπομονή του, ή εργατικότητα του και προπαντός ή ταπείνωση του. Ήτο όντως άνθρωπος πολλής υπομονής και καρτερίας, ή δε εργατικότητα του μέχρι τα βαθειά του γεράματα μάς άφηνε άναυδους. Ότι άρχιζε, είτε  στο εργόχειρο στον τόρνο, είτε στις γεωργικές εργασίες το τελείωνε μόνος του. Ποτέ δεν μας ζήτησε βοήθεια. Με σιωπή προσευχόμενος και με σκυμμένο το κεφάλι ήργάζετο «από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός» και παρόλο που είχε σοβαρό πρόβλημα με την κοίλη του δεν το έβαζε κάτω. Πάλευε υπεράνθρωπα γιατί αγαπούσε και το Κελλί του, στο όποιο έζησε 73 ολόκληρα χρόνια, αλλά αγαπούσε και εμάς, τη συνοδεία του.
Για την ταπείνωση του που ήτο πηγαία και αληθινή θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες πολλές. Μόνο τούτο θ' αναφέρουμε, χαρακτηριστικό του ταπεινού του φρονήματος: όταν έσκυβαν ακόμη και λαϊκοί να του φιλήσουν το χέρι, αυθόρμητα έκανε και εκείνος το ίδιο. Και αν σε κάτι είχε άλλην άποψη, υποχωρούσε αμέσως λέγοντας «ας είναι και έτσι». Αυτή ή ταπείνωση του τον έκανε πράο και ήσύχιο. Τον έκανε να θέλει να ζει πάντα στην αφάνεια. Μου είπε κάποτε: «Εγώ ούτε σε εργάτη δεν έκανα παρατήρηση». Εντύπωση μεγάλη έκανε στον Γέροντα Παΐσιο -ό όποιος και το διηγείτο- ή στάση του Γέροντος Θεοδοσίου μέσα στο Ταχυδρομείο στις Καρυές, όπου έστέκετο σε μία άκρη με το κομποσχοίνι στο χέρι παραχωρώντας τη σειρά του ακόμη και σε νεωτέρους. Τότε είναι που είπε πώς: «Ό Θεοδόσιος είναι κεκρυμμένος θησαυρός». Και σαν «κεκρυμμένος θησαυρός» δεν θα μπορούσε ασφαλώς να μην είχε εξορίσει από μέσα του τον θυμό, την άργολογία και την κατάκριση. Έλεγε ό μοναδικός και ανεπανάληπτος μακαριστός π. Γεώργιος: «Αυτός ό Θεοδόσιος μουγγός πάει στις Καρυές μουγγός και γυρίζει ένα νέο δεν μου φέρνει από εκεί». Ητο ολιγόλογος, και όταν άνοιγε το στόμα του με το γλυκύτατο εκείνο μειδίαμα ό λόγος του ητο πάντοτε «αλάτι ήρτυμένος».
Πολλά είδαμε στον Γέροντα Θεοδόσιο και πολλά ζήσαμε κοντά του. Πολλά ακούσαμε και όντως πολύ ωφεληθήκαμε, όπως και όλοι οι επισκέπτες του Κελίου μας. Απ' όλα, ένα γεγονός μάς εντυπωσίασε περισσότερο, και παρόλο πού μειώνει εμάς τούς νεωτέρους θα το διηγούμαι πάντοτε. Σε έναν παροξυσμό και διαφωνία για κάτι μεταξύ μας ήρθε ανάμεσα μας και έβαλε μετάνοια σαν να έφταιγε εκείνος, λέγοντας πώς: «μήπως πρέπει να φύγω εγώ από το Κελλί για να ησυχάσετε;» Ή στάση του αυτή όχι μόνο μάς συγκίνησε, αλλά και μάς έκανε πιο προσεκτικούς.
Θα μπορούσα να πω πολλά, όμως θα καταπαύσω τον λόγο γιατί δεν επιθυμούμε να σάς κουράσουμε.
 Οι περισσότεροι άλλωστε γνωρίζατε και συναναστραφήκατε τον μακάριο Γέροντα μας, «το παιδί της Παναγίας» όπως τον απεκάλεσε σε ομιλία του ό σεβαστός Καθηγούμενος της Μονής μας, π. Ναθαναήλ. Σας ευχαριστούμε και πάλι ολόψυχα όλους που υποβληθήκατε στον κόπο να έλθετε στο μνημόσυνο του.
Και συ, Γέρων Θεοδόσιε, «μη εάσεις ημάς ορφανούς» τώρα που ή ολοφώτεινη ψυχή σου είναι μέσα στον παράδεισο, ενώπιων του θρόνου του Θεού «μη διαλείπης ημάς εποπτεύων». Εύχου να βαδίσουμε πάνω στα χνάρια που άφησες και συγχώρεσε μας για όσες φορές σε λυπήσαμε. 
Εμείς θα σε ευγνωμονούμε πάντοτε για το καλό παράδειγμα που μας άφησες και θα ευχαριστούμε από καρδίας τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό που μας έφερε μέσα στην στοργική πατρική αγκαλιά σου, όταν βρεθήκαμε απρόσμενα έμπερίστατοι, για λόγους πού Εκείνος μόνο γνωρίζει.
 Εύχου ακόμη να αξιωθούμε και εμείς οι περιλειπόμενοι της επουρανίου Βασιλείας «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος» και όπου «ήχος καθαρός έορταζόντων» και βοώντων άπαύστως αγγέλων και σεσωσμένων ανθρώπων: «Δόξα τω Πατρί και τω Υιώ και τω Άγίω Πνεύματι νύν και άεί και εις τούς αιώνας των αιώνων αμήν.
Ιερομόναχος Άντίπας
Περιοδικό «ΠΡΩΤΑΤΟΝ» τεύχ. 129

 http://agioritikesmnimes.blogspot.gr
 

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Περί ελεημοσύνης

(Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)


Ἐπιστολή σέ μητέρα πού πενθεῖ γιά τόν γιό της
Σταμάτα τά κλάμμματα! Καί ἄρχισε τίς ἐλεημοσύνες. Γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ σου. Εἶναι ἀρκετά τά δάκρυα, μέ τά ὁποῖα πότισες τήν γῆ. Εἶναι καιρός πιά, νά κάνεις νά ἀνθίσουν μέσα σου κάτι ἄλλα λουλούδια. Πιό ὄμορφα! Πιό γλυκά ἀπό ἐκεῖνα, πού γίνονται ὅταν ποτισθοῦν μέ δάκρυα. Ποιά λουλούδια; Ἡ προσευχή καί ἡ ἐλεημοσύνη! Καί ἄφηνε τόν ἑαυτό σου στά χέρια τοῦ Θεοῦ.


Πάρε δυό σανίδες καί φτιάξε ἕνα σταυρό. Ἡ μιά σανίδα εἶναι ἡ προσευχή πρός τόν Θεό. Ἡ ἄλλη, ἡ ἐλεημοσύνη πρός τούς ἀνθρώπους. Ἡ προσευχή σέ ἀνεβάζει ὅλο καί πιό ψηλά στόν Θεό.

Ἡ ἐλεημοσύνη πλαταίνει ὅλο καί πεισσότερο στούς γύρω μας ἀνθρώπους. Ἡ γαλήνη πού δοκιμάζουμε, ὅταν ἀναθέσωμε τόν ἑαυτό μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό καρφί. Χρειάζεται νά ἔχωμε γαλήνη καί ὑπομονή. Γιατί μόνο τότε, μόνο μέ τό καρφί αὐτό θά στερεωθοῦν οἱ δύο αὐτές σανίδες (ἡ προσευχή καί ἡ ἐλεημοσύνη) καί θά γίνουν πηγή εὐλογίας: Σταυρός.

Μήν τήν ἀποχωρίζεσαι ποτέ τήν ἐλεημοσύνη καί τήν προσευχή. Αὐτές θά κατεβάσουν τήν εὐλογία καί τήν παρηγοριά ἀπό τόν οὐρανό στήν καρδιά σου. Καί θά τήν δροσίσουν, ὅπως δροσίζει ἡ πρωϊνή δροσιά τό διψασμένο χορταράκι.


(Πηγή ηλ. κειμένου: imaik.gr)
 
www.alopsis.gr

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Φιλάρετος Κωνσταμονίτης, ο όσιος του Θεού

  (τού Αρχιμ. Πορφυρίου Μπατσαρά )


filaretos-1
Tα δύο συνεχόμενα έτη, 2012 και 2013, είναι για ένα άξιο τέκνο της Ημαθίας επετειακά. Αναφερόμαστε στον Όσιο Γέροντα Φιλάρετο τον Κωνσταμονίτη, που γεννήθηκε στο χωριό που τότε ονομαζόταν Τσιόρνοβο, η σημερινή Φυτειά, το κεφαλοχώρι αυτό του Βερμίου.Το 1912, στις 26 Οκτωβρίου, την ημέρα του Μυροβλύτη πολιούχου της Συμβασι-λεύουσας Θεσσαλονίκης, και ενώ η πόλη πανηγύριζε την απελευθέρωσή της από τον Οθωμανικό ζυγό, από τον αρχιστράτη-γο και ελευθερωτή Κωνσταντίνο, διάδοχο τότε του βασιλικού θρόνου της φιλτάτης πατρίδας μας Ελλάδας, ο εικοσάχρονος περίπου Αντώνιος Μάστορας, που μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική με πλοίο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αναχω-ρούσε για το Περιβόλι της Παναγίας. Με  το ίδιο καράβι επέστρεφαν στην πατρίδα Ελλάδα και άλλοι συνομήλικοι. Εκείνοι θα γύριζαν στην οικογενειακή θαλπωρή, αλλά ο Αντώνης από καιρό το σχεδίαζε και τώρα έβαζε σε εφαρμογή να φύγει στο Άγιο Όρος και να γίνει μοναχός.Πού έμαθε ο Αντώνης για τον ιερό Άθωνα και τι τον έκανε να αναχωρήσει για εκεί ποτέ δεν θα το μάθουμε πλέον. Ποτέ ο ίδιος δεν το φανέρωσε. Ήταν κάποιο όραμα, μήπως ήταν εμφάνιση της Θεοτό-κου, γνώρισε κάποιον αγιορείτη γέροντα; Μόνο εκείνος το ήξερε. Ποτέ δεν αναφέρ-θηκε σε αυτό. Μεταφορικό μέσο για το Άγιο Όρος μέχρι την Αρναία της Χαλκιδικής δεν ξε-ρουμε. Από εκεί και πέρα στοίχισε έναν χαλκιδικιώτη αγωγιάτη, φόρτωσαν την βαλίτσα του στο υποζύγιο, και ξεκίνησαν ένα ταξίδι, που για τον Αντώνη δεν θα είχε γυρισμό.Ήταν 26 Οκτωβρίου 1912 όταν ο Αντώνης εγκατέλειπε την επίγεια πατρίδα, για τον επίγειο Παράδεισο, το Περιβόλι της Παναγίας.
Στις 28 Ιανουαρίου / 10 Φεβρουαρίου 1963 ο αρχιμανδρίτης Φιλάρετος αναχώρησε για την αιώνια πατρίδα, τον ουρανό. Στα 51 αυτά έτη επίγειας βιοτής ένας ακόμα άγιος ανδρώθηκε στο Άγιο Όρος. Κατά το έτος 1890, στο χωριό του Βερμίου Τσιόρνοβο, ο Γεώργιος Μάστορας και η Αικατερίνη Στεργίου έφεραν στον κόσμο ένα αρσενικό παιδί, που έλαβε το όνομα Αντώνιος κατά το άγιο βάπτισμα. Στην ηλικία των 22 ετών, ο Αντώνης, με εντολή του μεγαλομάρτυρα στρατηλάτη της Συμβασιλεύουσας, του μυροβλύτη Αγίου Δημητρίου, εγγράφεται ως δόκιμος στο Μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου, στο άγιο όρος του Άθωνος.
Το μοναστήρι του Κωνσταμονίτου, τα χρόνια εκείνα δεν μπορούμε να πούμε ότι περνούσε και την καλύτερη πνευματική του περίοδο. Οι αγιορείτες πατέρες, με τον χαρακτηριστικό ευφυή και εκφραστικότατο τρόπο τους, απέδιδαν την κατάστασή του με φράσεις που δανείζονταν από τους κατ’ ήχον αναβαθμούς του κυριακάτικου όρθρου. «Τι γίνεται στού Κωνσταμονίτου;» ρωτούσε ο ένας, για να απαντήσει ο άλλος «επί οίκον Δαβίδ φόβος μέγας» ή, σε άλλη περίπτωση, «επί οίκον Δαβίδ τα φοβερά τελεσιουργείται».
Ήταν οι εποχές δύσκολες. Τα μοναστήρια τα κουμάνταραν οι προιστάμενοι – ισόβιοι ηγουμενοσύμβουλοι – ενώ οι ηγούμενοι περιορίζονταν σε ελάχιστα λειτουργικά καθήκοντα, «για το μπαστούνι», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν στο Άγιο Όρος. Ακόμα και για την εξομολόγηση των μοναχών, καλούσαν εξωτερικούς πνευματικούς – εξομολόγους, ασκητές από τις αγιορειτικές σκήτες, εγνωσμένης και γνωστής παναγιορειτικά πνευματικότητος. Όλη η διοίκηση, αλλά και το ταμείο, βρισκόταν στα χέρια του πιο ισχυρού προισταμένου, ο οποίος μπορούσε να αλλάξει τον ηγούμενο, όποτε ήθελε, αν δεν υπήκουε!; Νόμος στο μοναστήρι ήταν το δικό του θέλημα. Παράδοξη, για τα μοναστικά δεδομένα, και τραγική για μοναχό κατάσταση! Ο μοναχός, που οφείλει να υπακούει στον γέροντα και ηγούμενο του, να διατάζει και να έχει αυτός τον πρώτο λόγο. Αυτά γινόταν και στην Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου, όπου «κυβερνούσε» ο μοναχός που το όνομά του υποκρύπτεται μέσα στα λόγια των αντιφώνων.
Όμως εκείνες οι εποχές ανέδειξαν αγίους ηγουμένους, τον Γέροντα Ιερώνυμο στην Σιμωνόπετρα, τον Αρχιμανδρίτη Αθανάσιο στην Μονή Γρηγορίου, τον ηγούμενο Κοδράτο στην Μονή Καρακάλλου. Καί φυσικά, τον αγίας μνήμης γέροντα Φιλάρετο. Ο ηγούμενος, στα αγιορειτικά μοναστήρια, έχει το πρώτο στασίδι στο Καθολικό, δίπλα ακριβώς στον ηγουμενικό θρόνο. Εκεί ήταν και η θέση του πατρός Φιλαρέτου. Και στις επίσημες ημέρες, εορτές και πανηγύρεις, και Κυριακές, ο ηγούμενος ενδύεται τον επίσημο, πορφυρό συνήθως ή μέλανα, μανδύα του και ανεβαίνει στον θρόνο του. Στου  Κωνσταμονίτου όμως, ο παπα-Φι-λάρετος πότε δεν φόρεσε τον ηγουμενικό μανδύα, παρά μόνον την ημέρα που ενθρονίστηκε από την Ιερά Κοινότητα στον θρόνο του Αγίου Στεφάνου. Και για «στασίδι του» είχε επιλέξει μία γωνία μέσα στο ιερό βήμα, πίσω από την τεμπλαία εικόνα της Θεοτόκου. Λειτουργούσε απλά, σαν ιερομόναχος, κάθε ημέρα, όλα τα χρόνια της επίγειας ιερωσύνης του, και όταν δεν είχε εκφωνήσεις, στεκόταν όρθιος στην ίδια πάντα θέση. Ρωτήσαμε στο μοναστήρι του και ζητήσαμε να δούμε τον ηγουμενικό μανδύα του ηγουμένου Φιλαρέτου, αλλά στο Κωσταμονίτου δεν υπήρχε καν μανδύας. Όταν τον χρειαζόταν, δανείζονταν από την Μονή Ξενοφώντος, μέχρι τελευταία. Ο πατήρ Φιλάρετος ήταν μικρού αναστήματος, με στρογγυλό πρόσωπο, πυκνή γενειοφυία, δασέα φρύδια, φωτεινά μάτια. Πράος, γλυκύς, ταπεινός, άκακος, προσηνής, ολιγόλογος.
Πέρασε, σαν δόκιμος, από το διακόνημα του μαγείρου σε μετόχι της Μονής, και ως μοναχός, από το «διακόνημα των αρχαρίων», το βαρύ διακόνημα του εκκλησιαστικού, μέχρι που έλαβε την ιερωσύνη, και τελικά το ισόβιο διακόνημα του ηγουμένου.
Ως ηγούμενο, τον εύρισκαν οι προσκυνητές στην αυλή του μοναστηριού, και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι αυτός ο απλούτσικος και ατημέλητος μοναχός ήταν ο ηγούμενος της Μονής. Όμως, κάποια στιγμή, σε φώναζε κοντά του και σε φανέρωνε πράγματα που τα είχες καλά κρυμμένα μέσα στο βάθος της ψυχής σου. Και τα έλεγε με τέτοια αφοπλιστική αθωότητα που δεν μπορούσε κανείς να τον αμφισβητήσει.
Οι εκκλησιαστικές λειτουργικές συνάξεις, οι Ακολουθίες, στον ιερόν Άθωνα, προαναγγέλονται με την κρούση του ταλάντου, τρεις φορές, και της καμπάνας δύο. Καμπάνα, τάλαντο-τάλαντο-τάλαντο, καμπάνα. Ο παπα-Φιλάρετος από την πρώτη καμπάνα κατέβαινε στο Καθολικό, την κεντρική εκκλησία της Μονής, και περίμενε. Όμως αυτό σκανδάλιζε τον εντεταλμένο μοναχό, τον εκκλησιαστικό, ο οποίος ήθελε μόνος του μέσα στην εκκλησία και απερίσπαστος από την παρουσία άλλων προσώπων, να ανάψει τα καντήλια και γενικά να ετοιμάσει τον ναό για την επόμενη ακολουθία. Δεν ήταν σπάνιο, σε μερικές περιπτώσεις, όταν πλέον ήταν ο πατήρ Φιλάρετος μεγάλης ηλικίας, να ξυπνάει νωρίτερα και να ζητάει από τον εκκλησιαστικό να σημάνει και να ανοίξει την εκκλησία, γιατί πέρασε … η ώρα …Οι επίσημοι της εποχής εκφράζονταν με τα πλέον επαινετικά σχόλια για τον όσιο εκείνον άνθρωπο του Θεού.
Ήταν καθιερωμένη η αντίληψη ότι ο γέρο-Φιλάρετος, ο ηγούμενος της Κωνσταμονίτου, ήταν στην εποχή του ο αγιότερος ηγούμενος στο Άγιο Όρος, όπως είχε καταθέσει την μαρτυρία του ο Σωτήριος Σχοινάς, μεγαλο-εκδότης από τον Βόλο, που εξέδιδε εκείνα τα χρόνια το εξαιρετικό περιοδικό «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη».Τα χρόνια κύλησαν. Το έτος 1963 θεωρήθηκε από τον τότε οικουμενικό πατριάρχη Αθηναγόρα τον μεγαλοπρεπέστατο ως επετειακό έτος για τον ιερό Άθωνα. Συμπληρώνονταν χίλια έτη από την ίδρυση, από τον Όσιο Αθανάσιο και τον αυτο-κράτορα Νικηφόρο Φωκά, της Μεγίστης Λαύρας. Το έτος αυτό ήταν και το τελευταίο της επίγειας ζωής του οσίου Φιλαρέτου. Στις 28 Ιανουαρίου (Φεβρουαρίου 10) το 1963, ο Κύριος κάλεσε κοντά του και τον πατέρα Φιλάρετο.
Στην αγιορειτική Μονή του Κωνσταμονίτου συχνοί είναι οι προσκυνητές μέχρι σήμερα που βρίσκουν την τιμία κάρα του αγίου Γέροντος στο κοιμητήριο της Μονής και την ασπάζονται με πολλή ευλάβεια.Καί εμείς την προσκυνήσαμε και, με την ευλογία του γέροντος Αγάθωνος, πριν πολλά χρόνια, ελάβαμε λίγο λειψανάκι από τα κροταφικά οστέα.
Από αυτά, ο μα-καρίτης παπα Ευθύμιος, εφημέριος της πατρίδας του γέροντος, της Φυτειάς, έβαλε σε ασημένια λειψανοθήκη το τεμάχιο που, με την ευλογία του σεπτού ποιμενάρχη μας, του δώσαμε. Και το προσκυνούσε σε κάθε ιερή ακολουθία, εκεί στον ενοριακό ναό του χωριού του.Δεν είναι λίγοι και αυτοί που επικαλούνται και ζητούν την βοήθεια του οσίου πατρός, και μάλιστα σε καιρό πειρασμού. Εφέτος λοιπόν έκλεισαν εκατό χρόνια από την αποταγή του Αντωνίου Μάστορα και πενήντα από την κοίμηση του ιδίου, του μακαριστού και οσίου Γέροντος Φιλαρέτου Κωνσταμονίτου.
Μακάρι να μας συντροφεύει η πατρική του ευχή και προσευχή.

ΠΗΓΗ.Περιοδικό ΠΑΥΛΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
 http://fdathanasiou.wordpress.com/

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Οι φροντίδες του σπιτιού. Η μουσική και το τραγούδι.Επηρεαζουν την πνευματικη ζωή?




ΕΞΑΙΤΙΑΣ της συζητήσεώς μας για τον αγώνα με τα πάθη, την οποία πια ολοκληρώσαμε- αν και στην πραγματικότητα μια τέτοια συζήτηση δεν ολοκληρώνεται ποτέ-, άφησα σχεδόν αναπάντητα διάφορα ερωτήματα, που μου έθεσες στο μεταξύ. Κάποιες έμμεσες απαντήσεις σε ορισμένα απ’ αυτά σου έχω δώσει ήδη. Τώρα θ’ απαντήσω στα υπόλοιπα.


Γράφεις ότι έχεις πολλές φροντίδες και μέριμνες στο σπίτι.

 Κάνε με επιμέλεια και φιλοτιμία ό,τι σου ζητούν οι δικοί σου. Αυτό είναι το καθήκον σου. Αλλά να ασχολείσαι με όλα ήρεμα, δίχως άγχος, ταραχή ή βαρυγγώμια. Οι μέριμνες συνοδεύονται συνήθως από εσωτερική αναστάτωση. Αυτό δεν είναι σωστό. Δεν μπορείς, βέβαια, πάντοτε να εξετάζεις ό,τι σου αναθέτουν με απόλυτη νηφαλιότητα και να το εκτελείς με τέλεια αυτοσυγκέντρωση, χωρίς την παραμικρή ταραχή ή διάσπαση. Την πνευματική ζωή, πάντως, δεν τη δυσχεραίνουν τόσο αυτές καθεαυτές οι καθημερινές ασχολίες του επίγειου βίου μας, που είναι αναγκαίες και αναπόφευκτες, όσο οι μάταιες μέριμνες, οι πολλαπλές έννοιες και το διαρκές άγχος. Το άγχος κατατρώει βασανιστικά την καρδιά και εμποδίζει την πνευματική προκοπή. Ξεχώρισε, λοιπόν, τις αναγκαίες ασχολίες από τις μάταιες μέριμνες και τον έλλογο ζήλο από το άλογο άγχος. Μάθε να εργάζεσαι νηφάλια, διατηρώντας τη μνήμη του Θεού και πιστεύοντας ότι ευαρεστείς Εκείνον, όταν όλα σου τα έργα τα πράττεις ευσυνείδητα.

“Τί να κάνω”, ρωτάς, “με το τραγούδι και τη μουσική; Άλλοτε έπαιζα πιάνο και τραγουδούσα, χωρίς να δίνω σημασία στο περιεχόμενο των τραγουδιών. Τώρα όμως προβληματίζομαι γι’ αυτό.

 Όπως αναμφίβολα γνωρίζετε, δεν έχουν όλα τα τραγούδια καλούς στίχους , παρότι μπορεί να έχουν ωραία μελωδία”. Τί να κάνεις; Είναι αδύνατο να τ’ αλλάξεις όλα μονομιάς. Παίζε πιάνο, λοιπόν, και τραγούδα όπως πριν, προσπαθώντας να μην προσέχεις το περιεχόμενο των τραγουδιών. Στο μεταξύ,  άρχισε να επιλέγεις και να μαθαίνεις τραγούδια με καλό ή έστω ανεκτό περιεχόμενο, ώσπου τελικά να ξεχάσεις εντελώς τα άλλα. Πάρε, λ.χ. τις συνθέσεις του Τουρτσανίνωφ και πάθε όποια σου αρέσουν περισσότερο. Μάθε το «Ο Θεός σώζοι τον βασιλέα», το «Ευλογητός Κύριος εκ Σιών¨» και άλλα όμοια. Αν τα τραγουδάς με αισθαντικότητα και θέρμη σε βεβαιώνω ότι θα τα αγαπήσεις πολύ περισσότερο απ’ όσα τραγουδούσες ως τώρα. Και τότε όλοι θα σου ζητούν όχι ασήμαντα και ελαφρά τραγουδάκια, αλλά τις υπέροχες αυτές συνθέσεις.

Πριν από καιρό μου έγραψες ότι πολλοί σε θαυμάζουν και σε επαινούν για τη φωνή σου. Εκείνοι τη δουλειά τους, κι εσύ τη δική σου. Δεν μπορείς ν’ αποφύγεις το θαυμασμό και τους επαίνους των ανθρώπων. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξιπάζεσαι με όσα σου λένε, αλλά να διατηρείς πάντα την ταπεινοφροσύνη σου. Σκέψου:  Πώς απέκτησες τη μελωδική φωνή και την κλίση στο τραγούδι; Ο Θεός σου τις έδωσε. Γιατί; Για ν’ αποκτήσεις φήμη και να δοξαστείς από τους ανθρώπους ή για κάποιον άλλο λόγο; Για έναν και μοναδικό λόγο: Για να δοξολογείς Εκείνον. Αυτό κάνεις; Όχι. Απλά και μόνο διασκεδάζεις τους άλλους και τον εαυτό σου. Για τον Θεό ούτε λόγος!
Μέχρι τώρα, επομένως, έχεις κάνει κακή χρήση του θεϊκού δώρου, χαραμίζοντάς το σε τιποτένια πράγματα. Στις σκέψεις σου, λοιπόν, για την ευαρέστηση του Θεού  πρέπει να προσθέσεις και τις σκέψεις για την καλή χρήση του δώρου Του. Αν ο καθένας μας οφείλει να τρώει και να πίνει για του Κυρίου τη δόξα (βλ. Α΄ Κορ. 10:31 ), πολύ περισσότερο οφείλει να τραγουδάει και να παίζει μουσική για τον ίδιο σκοπό. Αν τραγουδούσες κάτι, που θα προξενούσε τέτοιαν αλλοίωση στις ψυχές των ακροατών, ώστε θα τους έκανε να στραφούν στον Θεό και να Τον δοξάσουν, δεν θα επιτελούσες έργο λιγότερο σπουδαίο και ιερό απ’ αυτό που επιτελεί ένας απλός ιεροκήρυκας στην εκκλησία. Να ποιός μπορεί να είναι ο καρπός του χαρίσματός σου! Έτσι, λοιπόν, αξιοποίησέ το. Διάλεξε μελωδίες εποικοδομητικές και μάθε να τις εκτελείς όσο γίνεται καλύτερα. Αυτό, βέβαια, θα το κάνεις για τους άλλους. Για τη δική σου οικοδομή να προτιμάς τους εκκλησιαστικούς ύμνους, που φέρνουν στην ψυχή κατάνυξη. Επαναλαμβάνω γι’ άλλη μία φορά : Μην τ’ αλλάξεις όλα στη ζωή σου απότομα , αλλά σταδιακά.
Γενικά, μη δείχνεις ιδιορρυθμία σε καμιά περίπτωση. Να είσαι ευγενική, καλοσυνάτη και πρόσχαρη με όλους, όπως πάντα. Μόνο ν’ αποφεύγεις τα πολλά γέλια, τα χοντροκομμένα αστεία και τα μάταια λόγια. Μπορείς και χωρίς αυτά να είσαι αβρή, ιλαρή και ευσυμπάθητη. Ποτέ να μην είσαι σκυθρωπή. ¨όταν ο Κύριος λέει σ’ εκείνους που νηστεύουν να περιποιούνται τα μαλλιά τους και να νίβουν τα πρόσωπά τους  ( Ματθ. 6:17 ), εννοεί ακριβώς ότι πρέπει ν’ αποφεύγουν τη σκυθρωπότητα.
Ο Θεός να σε φωτίσει!



«Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
γράμματα σε μια ψυχή»
ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ 2000



www.gonia.gr

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Αντί οι γέροι να γίνουν όπως τα παιδιά, κάνουν τα παιδιά γέρους!

 (Αγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)



Γράφετε πόσο αγαπάτε τα παιδιά εξαιτίας της υπέροχης ευγνωμοσύνης τους, η οποία έχει χαθεί στους μεγάλους ή έχει περιοριστεί αρκετά. Δίνετε παραδείγματα. Θα σας δώσω και εγώ ένα.


Ο μητροπολίτης της Αγίας Πετρούπολης Ισίδωρος έλεγε συχνὰ πως όταν ήταν παιδὶ ήταν ξυπόλυτος. Κάποιος άνθρωπος ονόματι Πέτρος τον λυπήθηκε και του αγόρασε ένα ζευγάρι γαλότσες με λαστιχένιες σόλες για πέντε καπίκια. Αυτή η μικρή ευεργεσία χαράχθηκε τόσο βαθιά στη μνήμη του μικρού Ισίδωρου, ώστε μετά και κατά τη διάρκεια πενήντα χρόνων ως ιερέας και ως επίσκοπος συχνά στις Λειτουργίες μνημόνευε τον ευεργέτη του Πέτρο.
Παρακάτω γράφετε, ότι ακριβώς επειδή αγαπάτε τα παιδιά γι’ αυτό τα λυπάστε.

Διότι ήρθαν δύσκολοι καιροί για την παιδική ψυχή, για τον παιδικό χαρακτήρα. Οι αντιθέσεις σαν κρύοι άνεμοι κτυπούν τα παιδιά στο σπίτι, στο σχολειό και τον δρόμο. Και δεν είναι ότι απλά φέρνουν μπροστά στα παιδιά δύο ποτήρια, αλλά δύο αντίθετες θεωρίες για τη ζωή, την εκπαίδευση, την οικογένεια, την πατρίδα, ακόμα δε περισσότερο μπερδεύουν τα παιδιά με αντίθετα παραδείγματα. Θα επιθυμούσατε κάποια ιδιαίτερη εκπαίδευση για τα παιδιά που θα τα προστάτευε από τη σύγχρονη ανευθυνότητα και σύγχυση.

Ο Χριστός είπε: «Αν δεν αλλάξετε κι αν δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν θα μπείτε στη βασιλεία του Θεού» (Ματθ. 18, 3). Ο Χριστός, λοιπόν, βλέπει μεγαλύτερη ανάγκη στην εκπαίδευση των ενηλίκων παρά των παιδιών. Δείχνει τη μέθοδο, πώς πρέπει να εκπαιδευτούν οι ενήλικες. Πολύ απλά: Κοιτάζοντας τα παιδιά. Αλλά είπε πως πρέπει να εκπαιδεύσουμε και τα παιδιά: «Αφήστε τα παιδία και μην τα εμποδίζετε να έλθουν κοντά μου» (Ματθ. 19, 14). Αφήστε τα παιδιά να πλησιάσουν τον Χριστό και αφήστε τους ενήλικες να πλησιάσουν τα παιδιά. Επειδή ο Χριστὸς δεν διδάσκει μόνο, αλλά δίνει και ευλογημένη πνευματική δύναμη ώστε τα παιδιά να μπορούν να φέρουν εις πέρας όλα όσα έμαθαν. Ο Χριστός είναι η αιώνια νεότητα. Αυτή η αιώνια νεότητα καλεί τα παιδιά για να τους δωρίσει τη δύναμη για να μην γεράσουν την ψυχή τους, αλλά να παραμείνουν για πάντα νέοι, αγαθοί και χαρούμενοι άνθρωποι.

Με μια λέξη η σοφία της εκπαίδευσης των παιδιών από τον Χριστό έγκειται στο γεγονός ότι τα παιδιά παραμένουν για πάντα παιδιά και δεν μεταμορφώνονται σε γέρους. Αντίθετα μ’ αυτή τη σοφία στέκει η σχολική σχολαστική εκπαίδευση που με τη δύναμή της βαραίνει έτσι τα παιδιά, που τα γερνάει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Προβάλλει τους γέρους ως παράδειγμα, τα διαποτίζει με γερασμένες σήψεις, τους μαραζώνει την καρδιά με γεροντική απαισιοδοξία. Αντί οι γέροι να γίνουν όπως τα παιδιά, κάνουν τα παιδιά γέρους. Και έτσι ούτε οι γέροι μπαίνουν στο Βασίλειο του Χριστού ούτε επιτρέπουν στα παιδιά να μπουν. Γι’ αυτό αναφέρεται παντού στην Ευρώπη ότι η νεολαία βρίσκεται σε απόγνωση. Ας ευλογήσει ο Χριστός να ξανανιώσει η νεολαία της Ευρώπης.


(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη»)

www.alopsis.gr

Ένα ιδιότυπο αγώνισμα

 (Στάρετς Ανατόλιος της Όπτινα)


image0011
1.Ο στάρετς Ανατόλιος δεν δημιούργησε μαθητές του -συνεχιστές του έργου του.
Κάποτε ένας από τους διακονητές του του είπε:
—Γιατί το κάνεις έτσι; Γιατί διακονητές σου παίρνεις μόνο φτωχά παιδιά-ολιγογράμματα;
Ποίος θα σε διαδεχθή; Ποίος θα συνεχίσει το έργο σου; Ο π. Βαρνάβας είναι μόνιμα άρρωστος. Εγώ είμαι αστοιχείωτος! Ποίος θα σε αναπληρώσει;
Ο π. Ανατόλιος ακούοντας τα λόγια αυτά γέλασε∙ αλλά δεν είπε τίποτε. (Ίσως γιατί «έβλεπε», ότι δεν θα εχρειαζόταν!) Οι διακονητές του ήσαν ο π. Βαρνάβας και ο π. Ευσίγνιος. Και οι δύο διακρίνονταν για την θαυμαστή τους απλότητα και για την αφοσίωσή τους στον γέροντά τους. Και η «δουλειά» τους άρχιζε το πρωί και τελείωνε το πρωί.
2. Ο π. Βαρνάβας ήταν ψηλός· με μαύρα γένεια, που μόλις άρχιζαν να ψαραίνουν με μάτια, από τα οποία έβγαινε μια ουράνια φλόγα. Τον ξεχώριζε κανείς εύκολα από μακριά∙ από το βάδισμα∙ γιατί είχε μεγάλο πρόβλημα στο πόδι. Ήταν πολύ ευπροσήγορος∙ και όλο χαμόγελο. Έμοιαζε σ’ αυτό στον γέροντά του.Και του έδωκαν το όνομα «Βαρνάβας» σε δήλωση τίνος ήταν πνευματικός υιός. Το όνομα Βαρνάβας σημαίνει «υιός παρακλήσεως»∙ «υιός του παρακλήτου».
Γράφει λοιπόν ο π. Βαρνάβας:
«Δύσκολη η ζωή κοντά του! Κόσμος ερχόταν όλο και περισσότερος. Και έπρεπε να τους προλαβαίνει κανείς όλους. Και από τις 4 το πρωί μέχρι τις 11 την νύχτα, όλο έρχονταν!.. Και, έτσι και γινόταν κάτι όχι καλά, ο γέροντας άρχιζε τις επιπλήξεις!.. Τώρα, και μας χαϊδεύει, πότε-πότε, και πίνοντας τσάι μας δίνει και καραμέλλες!.. και ό,τι άλλο έχει!.. Και εγώ τα παίρνω. Και μέσα μου λέω.
—Το ξέρω, γέροντα∙ το ξέρω, γιατί μας τις δίνεις!..
Μια φορά περιμέναμε να πάμε στην εκκλησία. Και εγώ κάτι έκαμα όχι καλά. Και μου τα έψαλε μπροστά σε όλον τον κόσμο. Και ο κόσμος συγχύσθηκε. Και μετά, όταν πιά τελείωσε η εκκλησία και όλοι βγήκαμε, βλέπω από απέναντι μου να έρχεται σ’εμένα τρέχοντας! Έπεσε μπροστά μου στα γόνατα. Και φώναξε:
-Συγχώρα με! Συγχώρα με!
Έπεσα και εγώ στα γόνατα. Και τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει. Ο ένας παρακαλεί τον άλλον! Και για μια στιγμή πετιέται επάνω. Με άρπαξε. Με σήκωσε… Και επήγαμε μαζί να πιούμε τσάι. Ο γέροντας ήταν πολύ θερμός στις εκδηλώσεις του. Κάποτε εγώ του είπα:
—Γέροντα, αν δεν ήξερα την αγάπη σου, που τα σκεπάζει όλα, που «πάντα στέγει»,δεν θα έμενα κοντά σου ούτε δέκα ημέρες.
Από όταν μου πόνεσε το πόδι, έπαψα να διακονώ τον γέροντα. Και οι προεστώτες αναζήτησαν άλλον διακονητή. Αλλά μου εφάνηκε βαρύ, να φύγω από κοντά του. Έπεσα επάνω του,τον αγκάλιασα, και άρχισα να κλαίω».
Κλαίει ο Βαρνάβας. Κλαίει και ο Ανατόλιος. Δάκρυα ποτάμι. Δάκρυα -γλύκα και βάλσαμο για την ψυχή. Και στην σκέψη, ότι, αν έφευγε αυτός, άλλος θα φρόντιζε τον γέροντα, ρίχτηκε στο κρεβάτι με τα μούτρα μέσα στο προσκέφαλο και συνέχισε να κλαίει.
«Και από τότε κάθε φορά που καθόμαστε, να πιούμε μαζί τσάι προσπαθώ να μη το δείχνω,ότι κλαίω. Μα δεν ξέρω∙ αυτός, το έχει καταλάβει; η όχι;».
3. Ο άλλος διακονητής του π.Ανατόλιου ήταν ο π. Ευσίγνιος. Καταγόταν από πολύ απλούς ανθρώπους. Είχε γεννηθή σε ένα από τα μικρά χωριουδάκια επάνω στα βουνά του Ροσλάβλι στην περιοχή του Σμολένσκ. Εκεί κοντά είχαν ζήσει οιπεριβόητοι γέροντες του Ροσλάβλι, οι μαθητές του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (|15 Νοεμβρίου 1794), και διδάσκαλοι των πρώτων γερόντων της Όπτινα, του Μωυσή και του Αντωνίου. Ο π. Ευσίγνιος έφυγε το 1911 από το σπίτι του, τάχα πως θα πήγαινε να προσκυνήσει τα λείψανα του εν αγίοις πατρός ημών Ιωάσαφ επισκόπου Μπέλγκοροντ (4 Σεπτεμβρίου 1911), αλλά πράγματι επήγε στην Όπτινα. Και έμεινε εκεί με ευλογία του στάρετς Ανατόλιου. Διακονητής του τοποθετήθηκε, με ευλογία του ηγουμένου, το 1917. Ήταν ψυχικά πολύ απλός άνθρωπος∙ εντελώς ανεπιτήδευτος∙ και εντελώς αγράμματος. Και αφοσιώθηκε στον π. Ανατόλιο σαν μικρό παιδί στον πατέρα του.
Ας ακούσωμε μια διήγησή του, για τους πειρασμούς που είχε σαν διακονητής του π.Ανατόλιου:
«Δύσκολη δουλειά, βαρειά δουλειά, να διακονεί κανείς τον γέροντα. Ερχόταν κόσμος πολύς.Πολλά του έφερναν, πολλά σκόρπιζε. Μερικές φορές, έδιδαν και σε μένα χρήματα,να του τα παραδώσω: μα εγώ δεν του τα έδινα. Συνέβαινε, άλλοι του έδιναν χρήματα το πρωί, άλλοι το απόγευμα, και σε λίγα λεπτά ο γέροντας δεν είχε τίποτε…
Δεν πρόφθαναν να του τα δώσουν, και αυτός τα είχε σκορπίσει σε άλλους…
Και έλεγε χαρακτηριστικά:
—Αν δεν τα πάρεις, τους προσβάλλεις…
Και αν του έδιναν είδη ή πράγματα, ερωτούσε:
—Για ποιόν;
Και αν του έλεγαν:
—Για σένα, γέροντα,
τα έπαιρνε∙ αν του έλεγαν:
—Για τον π. Εύσίγνιο,
δεν τα έπιανε στα χέρια του∙ τους έστελνε σε μένα».


 http://vatopaidi.wordpress.com/


Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Αρετές και πνευματικές εμπειρίες στην μοναχική παλαίστρα

[Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995)]


image002 (2)«…Δέν έχω την ευφράδεια του λόγου…
τα ταπεινά αυτά λογάκια που λέω,
τα λέω άπ’ την καρδιά μου…».
(Γερ. Μακρίνα, Διακαινήσιμος 1989)

Η Γερόντισσα Μακρίνα εκοσμείτο με πλείστες αρετές που επήγαζαν από την Χριστοκεντρική βιοτή της και από την γνήσια ασκητική πολιτεία της, αλλά ιδιαιτέρως διεκρίνετο για την εγκάρδια φιλοξενία και την ελεημοσύνη. Βοηθούσε αφανώς και στήριζε ποικιλοτρόπως πολλούς πονεμένους αδελφούς μας που ευρίσκοντο σε ανάγκη και δυσχέρεια. Διαρκώς μας νουθετούσε περί ελεημοσύνης: «Η Παναγία δεν αφήνει. Δίνεις ένα, εκατό δίνει η Παναγία. Όταν έχουμε αυτή την πίστι! Ό,τι δίνουμε από το σπίτι της Παναγίας, είναι όλα ευλογία της Παναγίας. Γι’ αυτό λοιπόν η Χάρι της Κυρίας Θεοτόκου μας ενισχύει και μας βοηθάει».
Όταν ζυμώνανε οι αδελφές, είχε πάρα πολύ μεγάλη χαρά να δίδη ως ευλογία ζυμωτό ψωμί. Κάποτε στον Εσπερινό του Σαββάτου της Τυρινής είχε έλθει μία οικογένεια και η Γερόντισσα, όταν την κατευώδωνε, είπε σε μία μοναχή να τους δώση ενα καρβέλι ψωμί, καίτοι η υπεύθυνη αδελφή την είχε ενημερώσει ότι ήταν το τελευταίο και δεν υπήρχε χρόνος να ζυμώσουν άλλο, διότι θα άρχιζε η Καθαρά Εβδομάδα. Η Γερόντισσα είχε πλήρη εμπιστοσύνη ότι η Παναγία θα οικονομούσε το Μοναστήρι Της και έτσι το τελευταίο καρβέλι δόθηκε. Μετά το Απόδειπνο, και ενώ είχε κλείσει η πύλη της Μονής, κάποιος κτυπούσε το κουδούνι επιμόνως. Ήταν ένας αρτοποιός, γνωστός της Μονής, ο οποίος είχε φέρει ένα αυτοκίνητο φρέσκα ψωμιά. Ήταν τόσο μεγάλη η ποσότητα, ώστε οι αδελφές το έκαναν παξιμάδι και πέρασαν με αυτό όλη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Η αρετή της φιλοξενίας της Γερόντισσας φαίνεται και στην περίπτωσι ενός ευλαβούς ιερομονάχου, που επισκέφθηκε την Μονή μαζί με πενήντα άτομα προσκυνητές από την συνοικία Χαριλάου της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι ζήτησαν να διανυκτερεύσουν για να παρευρεθούν στην Θεία Λειτουργία της Κυριακής. Παρ’ ότι η φιλοξενία τόσων άνθρώπων ήταν αδύνατη, εν τούτοις η Γερόντισσα μερίμνησε να τους προσφερθή φαγητό και κατάλυμα πρόχειρο σε τρία δωμάτια, τα μόνα που υπήρχαν διαθέσιμα, για να ξεκουρασθούν. Η Γερόντισσα ήταν στενοχωρημένη που δεν είχε την δυνατότητα να φιλοξενήση άνετα, όπως θα ήθελε, τους προσκυνητές, και σκέφθηκε να αγρυπνήση όλη την νύκτα, για να συμμετέχη με αυτόν τον τρόπο στην ταλαιπωρία τους. Το πρωί που κατέβηκαν στην εκκλησία ο ιερεύς με τους προσκυνητές έσπευσαν να την ευχαριστήσουν, διότι όλη την νύκτα ξάγρυπνη δεν σταμάτησε να περνά ανάμεσά τους και να τους σκεπάζη για να μή κρυώσουν. Η Γερόντισσα όμως τους είπε ότι δεν βγήκε καθόλου από το κελλί της και τότε όλοι αντιλήφθηκαν ότι ήταν θαύμα της Παναγίας της Οδηγητρίας και το απόγευμα πριν φύγουν ετέλεσαν την ιερά Παράκλησι προς τιμήν Της.
Η Γερόντισσα Μακρίνα είχε, επίσης, το χάρισμα της προσευχής, την οποία ήδη από μικρό παιδί είχε «εγκολπωθή». Στην προσευχή η ψυχή της εύρισκε την ανάπαυσι και σε αυτήν εμπιστευόταν όλα τα αιτήματά της. Κάποτε ζήτησε με δάκρυα από τον Θεό να της δείξη πως πρέπει να προσεύχεται, ούτως ώστε η προσευχή ενώπιον Του να είναι καθαρή και απηλλαγμένη από την οίησι, για να μπορή ανεμπόδιστα ο προσευχόμενος να ενώνεται με τον Θεό. Εκείνο το βράδυ της παρουσιάσθηκε Άγγελος Κυρίου με ολόλευκη στολή, ο οποίος την δίδαξε πως πρέπει να προσεύχεται ο άνθρωπος αναλόγως προς τις πνευματικές καταστάσεις του. Συμφώνως με τις υποδείξεις του Αγγέλου, όταν η ψυχή αισθάνεται την τελεία αγάπη προς τον Θεό, ο άνθρωπος υψώνει τα χέρια του ψηλά. Όταν κυριαρχούν εντός του η ταπείνωσι και η μνήμη των Παθών του Κυρίου, ο άνθρωπος σταυρώνει τα χέρια και σκύβει το κεφάλι. Όταν η ψυχή από τον πόλεμο των παθών νοιώθη την άκρα ταπείνωσι, τότε ο άνθρωπος προσεύχεται με τα χέρια πίσω, σαν κατάδικος. Κατόπιν ο Άγγελος άρχισε να προσεύχεται γονατισμένος και να κλαίη σαν να αγκάλιαζε τα πόδια του Χριστού, δεικνύων πως, όταν ο άνθρωπος συναισθάνεται την μηδαμινότητά του, προσεύχεται έτσι και βιώνει ανεκλάλητη χαρά και παράκλησι από τον Θεό.
Στην συνέχεια εμφανίσθηκε μία τεράστια κλίμαξ, που στεκόταν στον αέρα· τα δε σκαλοπάτια της είχαν μεγάλη απόστασι μεταξύ τους. Ο Άγγελος της είπε να τον ακολουθήση και κρατώντας την από το χέρι άρχισαν να τα ανεβαίνουν. Σιγά-σιγά τους περιέβαλε ένα πυκνό, μελανό και ψηλαφητό σκότος που μύριζε θειάφι. Καθώς ανέβαιναν, ολοένα και περισσότερο δυσκολευόταν η Γερόντισσα στην αναπνοή. Έφθασαν τέλος στις φυλακές, όπου ευρίσκονταν οι άνθρωποι με τα θανάσιμα αμαρτήματα. Στον απαράκλητο εκείνο τόπο με το βαθύ σκοτάδι, κυριαρχούσαν τα μουγκρητά των κολασμένων που η όψι τους ήταν φρικτή. Από παντού ακούγονταν θρήνοι και οιμωγές. Αυτόν τον θρήνο η Γερόντισσα δεν μπόρεσε ποτέ σε όλη της την ζωή να τον ξεχάση.
Μετά από αυτή την εμπειρία που βίωσε, όταν συνήλθε, κατελήφθη από κλαυθμό. Επί δέκα ημέρες δεν μπορούσε να σταματήση τα δάκρυά της. Αισθανόταν αφ’ ενός την ευφροσύνη της αγγελικής παρουσίας και της διδασκαλίας του Αγγέλου περί προσευχής αφ’ ετέρου το πένθος από την θεωρία της Κολάσεως. Μετά από αυτήν την επίσκεψι αισθανόταν στην προσευχή της περισσότερη κατάνυξι, δεν είχε κατ’ αυτήν την αίσθησι του χρόνου και τα δάκρυά της έρρεαν άφθονα.
Πολιτευομένη ησυχαστικώς και ασκούσα αδιαλείπτως την «ευχή», η Γερόντισσα Μακρίνα προσευχόταν για όλους τους ανθρώπους και ιδιαιτέρως για όσους είχε γνωρίσει εν όσω ζούσε στον κόσμο. Με πολύ πόνο ευχόταν υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των κεκοιμημένων, οι οποίοι δεν είχαν εξομολογηθή, κυρίως θανάσιμα αμαρτήματα. Μία τέτοια περίπτωσι, για την οποία παρακαλούσε και άλλους ανθρώπους να προσεύχωνται υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της, ήταν η Γλυκερία, μία γνωστή της από τα νεανικά της χρόνια. Η Γλυκερία στην Κατοχή δεν άντεξε την πείνα και για να επιβιώση άρχισε να κάνη στην ζωή της παραχωρήσεις μέχρι που κατέληξε στην αμαρτία. Η Γερόντισσα με πολλή θλίψι διερωτάτο σε τι κατάστασι ευρίσκεται η ψυχή της Γλυκερίας, η οποία είχε κοιμηθή. Ένα βράδυ, ύστερα από έντονη προσευχή, είδε ένα πύρινο ποταμό και στο μέσο του πάνω σε μία σχεδία διέκρινε την Γλυκερία, που φώναζε προς την Γερόντισσα εκλιπαρώντας την για προσευχή και βοήθεια: «Βοήθησέ με, Γερόντισσα, καίγομαι!». Αυτή η εικόνα της Κολάσεως και οι απεγνωσμένες κραυγές της Γλυκερίας δεν έφυγαν ποτέ από τον νού της Γερόντισσας και η προσευχή της γινόταν με πολύ πόνο ψυχής και συντριβή για την ανάπαυσι ανθρώπων, που έφευγαν από αυτόν τον κόσμο ανεξομολόγητοι και ατακτοποίητοι ενώπιον του Θεού.
Διαρκής μέριμνα και διακαής πόθος της Γερόντισσας μας ήταν η σωτηρία όλων των ανθρώπων και πρωτίστως των μοναζουσών. Για να δύναται να αντεπεξέρχεται στην διακονία της διαποιμάνσεως της αδελφότητος, ζητούσε από τον Θεό να της χαρίζη βιώματα, για να μή μας ομιλή μόνο μέσα από τα βιβλία, αλλά και από την προσωπική της πείρα, για να έχη έτσι μεγαλύτερη απήχησι ο λόγος της στις ψυχές μας. Και ο Κύριος της έδωσε όρασι πνευματική, διδάσκοντάς την με θείες οπτασίες και ουράνιες εμπειρίες. Μέσα της δεκαετίας του 1980, κατά την εορτή της Κυριακής των Βαΐων και κατά την ώρα του Χερουβικού ύμνου, ενώ η Γερόντισσα ήταν γονατισμένη εμπρός από το στασίδι της, βρέθηκε νοερώς στο Ιερό Βήμα. Είδε ότι η Αγία Προσκομιδή είχε ως κάλυμμα ένα ύφασμα κατακόκκινο, σαν βελούδο. Επάνω ήταν το Άγιο Ποτήριο και ολόγυρά του σχηματίζονταν γλώσσες. Η κάθε μία γλώσσα είχε παραστάσεις από την εβδομάδα των Παθών του Κυρίου μέχρι και την Ανάστασί Του. Καθώς κοιτούσε η Γερόντισσα, επάνω από το Άγιο Ποτήριο ξεχύθηκε ένα φως με εκτυφλωτική λάμψι και επί ολίγα λεπτά νόμιζε ότι έχασε την δρασί της. Η έμπειρία αυτή του ακτίστου Φωτός χάρισε στην Γερόντισσα ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια και κατάνυξι εις το φρικτόν Μυστήριον της Θείας Εύχαριστίας.
Η πνευματική μας Μητέρα είχε πολύ μεγάλη ευλάβεια και στον όσιο Εφραίμ τον Σύρο, τον Άγιο των δακρύων, και τακτικώς μελετούσε και εντρυφούσε στα Ασκητικά Έργα του. Μία ημέρα ο Άγιος εμφανίσθηκε στο κελλί της ως γέρων ασκητής, με το Αγγελικό Σχήμα και με ένα «ντουρβά» στον ώμο του. Συστήθηκε και την κάλεσε πλησίον του, την ευλόγησε, την ασπάσθηκε στην κεφαλή και εξαφανίσθηκε· αμέσως μετά αισθάνθηκε τον εαυτό της σαν μικρό παιδάκι και ένοιωσε μία ευλογημένη θερμότητα στο πρόσωπό της. Η χαρά που της άφησε κράτησε για ημέρες.
Πέρα από τις προσωπικές της εμπειρίες, η Γερόντισσα επιζητούσε θεοφρόνως να πληροφορήται τα πνευματικά βιώματα και άλλων ανθρώπων, και δή των ιερέων, για να ωφελήται η ίδια και εν συνεχεία για να καταρτίζη και εμάς. Στις συναθροίσεις μας πάντοτε μας μιλούσε με πολύ δέος και φόβο Θεού για την μεγίστη αξία της Θείας Λειτουργίας. Συνήθιζε να λέη ότι το Θείον Μυστήριον δεν εξαγοράζεται με τίποτε γήινο. Όταν επισκεπτόταν κάποιος ιερέας την Μονή μας, παρακινουμένη από την βαθυτάτη ευλάβειά της προς το ύψιστο υπούργημα της ιερωσύνης, τον ρωτούσε τι βίωνε κατά την ώρα της Θείας Μυσταγωγίας. Κάποτε επισκέφθηκε το Μοναστήρι μας ο μακαριστός Γέρων π. Γαβριήλ (1910-1994) εκ της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Φλαμουρίου Μαγνησίας. Ερωτηθείς από την Γερόντισσα για τις πνευματικές καταστάσεις που του χαρίζει ο Θεός κατά την ώρα της Θείας Λατρείας και ειδικώτερα για την θεωρία των Αγγέλων εν αυτή, ο Γέρων Γαβριήλ απάντησε με απλότητα: «… Λέγονται αυτά, Γερόντισσα; Δεν μπορείτε να τα καταλάβετε, δεν μπορεί να τα πή η γλώσσα μας αυτά. Δεν μπορούμε να τα πούμε, είναι ουράνια! Την ώρα της Θείας Μυσταγωγίας τι γίνεται εκεί μέσα!… Άγγελοι, Αρχάγγελοι, γεμίζει περισσότερο από την αναπνοή μας η εκκλησία από αγίους Αγγέλους». Έν συνεχεία ο σεβάσμιος Γέρων κατανυχθείς δάκρυσε και πρόσθεσε ότι η θεωρία της Παναγίας μας υπερτερεί ασυγκρίτως της θεωρίας των Ασωμάτων Θείων Δυνάμεων.
Η Γερόντισσα, παρ’ όλη την πίστι και την θερμή προσευχή της, δεν εφησύχαζε ποτέ, αλλά απαύστως αγωνιούσε και προβληματιζόταν για την πορεία και την σωτηρία της αδελφότητος. Νυχθημερόν παρακαλούσε την Παναγία για όλες τις ψυχές που ειχε ύπ’ ευθύνη της, και η Παναγία δεν της στερούσε την παράκλησι και την επίσκεψί Της. Κάποια φορά, κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, στον Χερουβικό ύμνο, καθώς ήταν γονατισμένη και ενώ την συνείχε αυτή η αγωνία, είδε στην Ωραία Πύλη την Παναγία, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, με υπερκόσμιο φως στο πρόσωπό Της. Κρατούσε ως βρέφος τον Χριστό, όπως είναι η εικόνα της Γοργοϋπηκόου στο κελλί της. Η Γερόντισσα εξέφρασε την ανησυχία της για την σωτηρία της αδελφότητος και η Παναγία της χαμογέλασε, γεγονός που έφερε πάραυτα την ειρήνη εντός της.
Αλλά και στις πρακτικές υποθέσεις και εργασίες της Μονής η Υπεραγία Θεοτόκος την καθοδηγούσε. Κάποτε ειδε την Παναγία στο μαγειρείο να της υποδεικνύη πως να εργάζεται, να τακτοποιή τα φλιτζάνια και τα ποτήρια και να συμμαζεύη τον χώρο εν ριπή οφθαλμού. Διά τούτο συνήθιζε να λέη ότι η Παναγία είναι πολύ καλή νοικοκυρά και πολύ σβέλτη και μας παρώτρυνε να εργαζώμαστε προσεκτικώς και εν τάχει. Άλλοτε πάλι πορευομένη προς το παρεκκλήσι της Παναγίας Οδηγητρίας, για τα πνευματικά καθήκοντά της, είδε την Παναγία ως μοναχή να την διδάσκη πως να κάνη τον κανόνα της.
Η Γερόντισσα αγαπούσε πολύ να ψάλλη στον Χριστό και στην Παναγία ύμνους και τροπάρια, με την εύτονον και κατανυκτική φωνή της, και κυρίως τα δογματικά Θεοτοκία των Αναστασίμων Εσπερινών της Οκτωήχου και τα Απολυτίκια των Αγίων. Ιδιαιτέρως έψαλλε το τροπάριο: «Επιθυμώ, Παναγία, τα κάλλη του Παραδείσου, τους μυρισμούς και τα άνθη, και την τερπνήν ευωδίαν, και τάς φωνάς των Αγγέλων, όταν υμνούν τον Δεσπότην»[1]. Επίσης, πολύ κατανυσσόταν με το Προκείμενον: «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών…»[2], καθώς και με το ιδιόμελο Δοξαστικό των Αποστίχων του Εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής: «Σε τον αναβαλλόμενον το φως…», τα οποία παρακαλούσε να της ψάλλουν και οι εκάστοτε ιεροψάλτες επισκέπτες της Μονής. Όταν έψαλλε, το πρόσωπό της φωτιζόταν από την εμπειρική θεολογία των υψηλών νοημάτων των ύμνων, όπως μυστικώς τα εβίωνε την ώρα της Λατρείας και της κατ’ ιδίαν προσευχής.
Σημειώσεις:
1. Κατά το μέλος των Εξαποστειλαρίων του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, σε ήχο γ’.
2. Μέγα Προκείμενον των μεθεόρτων Εσπερινών Δεσποτικών εορτών, σε ήχο βαρύ.

 Φωτογραφία:  pigizois.net 

Πηγή: Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς», Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, 2012.

http://vatopaidi.wordpress.com