του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Στους περισσοτέρους κανονισμούς των συγχρόνων Ιερών Μονών διαλαμβάνεται ότι η μοναχική ζωή θα εξασκήται σύμφωνα με τις ασκητικές διατάξεις του Μ. Βασιλείου, και τούτο γιατί πράγματι θεωρείται ότι ο Μ. Βασίλειος είναι εκείνος που διαμόρφωσε τον κοινοβιακό μοναχισμό.
Τό σπουδαιότερο όμως είναι ότι υπάρχουν μερικοί μοναχοί οι οποίοι χρησιμοποιούν τον Μ. Βασίλειο, για να δικαιολογήσουν τον τύπο του κοινωνικού μοναχισμού, δηλαδή δικαιολογούν τούς μοναχούς εκείνους που ασκούν κοινωνικό έργο, στον τύπο του κοινωνικού δυτικού φράγκικου μοναχισμού.
Νομίζω όμως ότι ο Μ. Βασίλειος δεν προσφέρεται για να δικαιολογήση έναν μοναχισμό που βρίσκεται έξω από την ορθόδοξη παράδοση, έξω δηλαδή από τον ησυχαστικό-νηπτικό μοναχισμό, που αποτελεί την πεμπτουσία της ορθοδόξου παραδόσεως.
Στά επόμενα θα προσπαθήσω να αναπτύξω εν συντομία αυτό το θέμα, διότι θεωρώ ιεροσυλία να εκλαμβάνεται ο Μ. Βασίλειος ως διδάσκαλος ενός μοναχισμού με έντονο δυτικό πνεύμα, με την ακτιβιστική νοοτροπία και την αποβολή του ησυχαστικού–νηπτικού πνεύματος της ορθοδόξου παραδόσεως.
1. Ο Μ. Βασίλειος ως ασκητής
Είναι γνωστόν ότι ο Μ. Βασίλειος μετά την επιστροφή του από την Αθήνα στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, επισκέφθηκε τα τότε μοναστικά κέντρα της Ανατολής (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Κοίλη Συρία, Μεσοποταμία) και γνώρισε πολλούς ασκητές. Είχαν προηγηθή οι πρώτοι ερημίτες μοναχοί, όπως ο Μ. Αντώνιος, καθώς επίσης και ο πρώτος διοργανωτής του κοινοβιακού μοναχισμού, δηλαδή ο όσιος Παχώμιος. Έχοντας αυτά τα πρότυπα ο Μ. Βασίλειος, κατ’ αρχάς επιδόθηκε στον ερημητικό βίο με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Αφού εγκατέλειψε τα εγκόσμια πορεύθηκε σε ερημική τοποθεσία, παρά τον Ίρι ποταμό του Πόντου και εκεί ασκήθηκε στα ενδότερα της πνευματικής ζωής. Υπάρχουν επιστολές που εκθέτουν κατά τον πλέον ανάγλυφο τρόπο αυτήν την περίοδο της ζωής του.
Σέ επιστολή του προς τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο περιγράφει την τοποθεσία στην οποία ησκείτο εκείνη την εποχή. Πρόκειται για ένα μέρος που ευρίσκεται σε υψηλό όρος κεκαλυμμένο με πυκνό δάσος και στις υπώρειες επεκτείνεται μιά ομαλή πεδιάδα. Ο τόπος αυτός ομοιάζει με νήσο, δηλαδή είναι σάν αποκλεισμένος, αφού από την μιά πλευρά υψώνεται το βουνό, από τις άλλες δύο πλευρές τα φαράγγια και από την τέταρτη πλευρά ρέει ο ποταμός που χύνεται στο βάθος του γκρεμού. Μόνον μία είσοδος υπάρχει της οποίας ήταν κύριος ο Μ. Βασίλειος, δηλαδή μπορούσε να επικοινωνήση με τούς άλλους. Ο τόπος εκείνος είχε πολλά δένδρα, τα οποία παρήγαγαν πολλούς καρπούς, αλλά όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, λόγω απουσίας των θορύβων, ο τόπος εκείνος «ήδιστον εμοί πάντων καρπών την ησυχίαν τρέφει».
Σέ άλλη επιστολή του προς τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο προχωρεί στην περιγραφή της ασκητικής μεθόδου την οποία ακολουθούσε και είναι η λεγομένη ησυχαστική–νηπτική μέθοδος, διά της οποίας ο άνθρωπος οδηγείται προς τον Θεό, ενώνεται μαζί Του και έτσι αποκτά την γνώση του Θεού, όσο είναι δυνατόν στα όρια της ανθρωπίνης ύπαρξης.
Αναλύει ότι μόνον διά της ησυχίας είναι δυνατόν να τιθασσευθούν τα πάθη, αφού η ησυχία είναι η αρχή της καθάρσεως της ψυχής. Καί βέβαια, όπως φαίνεται καθαρά στο κείμενο αυτό, δεν εννοεί μόνον την σωματική ησυχία, δηλαδή την απουσία των θορύβων, αλλά κυρίως την νοερά ησυχία, γι’ αυτό γράφει: «εν ησυχία τον νούν έχειν πειράσθαι προσήκει». Ο νούς του ανθρώπου δεν πρέπει να περιφέρεται δεξιά και αριστερά, δεν πρέπει να περισπάται από κοσμικές μέριμνες, γιατί τότε δεν μπορεί να ατενίση την αλήθεια. Τό ίδιο συμβαίνει με τον οφθαλμό του σώματος, που όταν περιφέρεται δεξιά και αριστερά, άνω και κάτω και δεν προσηλώνεται σε ένα μέρος, δεν μπορεί να δή καθαρά αυτό που βρίσκεται μπροστά του. Άλλωστε, όπως εξηγεί, η αναχώρηση από τον κόσμο δεν είναι απλώς η σωματική μετακίνηση από αυτόν, αλλά η απόσπαση της ψυχής από την συμπάθεια στο σώμα.
Στήν επιστολή αυτή ο Μ. Βασίλειος κάνει λόγο για την άσκηση στην οποία υποβαλλόταν στον Πόντο, όπως άσκηση στην τροφή, στα ενδύματα, στον ύπνο. Αλλά εκείνο που περιγράφει είναι ότι επιδιδόταν στην προσευχή και στην ανάγνωση, αφού η μία διαδεχόταν την άλλη. Κυρίως δίνει μεγάλη σημασία στην προσευχή που γίνεται με συγκεντρωμένο τον νού και διά της οποίας προσευχής ο άνθρωπος αισθάνεται την ενοίκηση του Θεού μέσα του. «Καί τούτό εστι του Θεού ενοίκησις, το διά της μνήμης ενιδρυμένον έχειν εν εαυτώ τον Θεόν». Όταν, δηλαδή, υπάρχη στον ασκούμενο η αδιάλειπτη μνήμη του Θεού, τότε αυτό είναι ένδειξη ότι μέσα του κατοικεί ο Θεός, ότι ο ασκούμενος έχει ένοικον τον Θεό. Τότε ο ασκούμενος γίνεται ναός του Θεού. «Ούτω γινόμεθα ναός Θεού, όταν μή φροντίσι γηίναις το συνεχές της μνήμης διακόπτηται, όταν μή τοίς απροσδοκήτοις πάθεσιν ο νούς εκταράττηται, αλλά πάντα αποφυγών ο φιλόθεος επί Θεόν αναχωρή». Στό καταπληκτικό αυτό χωρίο ευρίσκεται όλη η ασκητική–νηπτική–ησυχαστική μέθοδος της Εκκλησίας, διά της οποίας ο άνθρωπος αποκτά κοινωνία και ένωση με τον Θεό, και γίνεται ναός του Θεού. Όταν ο νούς του ανθρώπου καθαρισθή από τα πάθη και έχη την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού, τότε δεν διακόπτεται αυτή η μνήμη ούτε από τις γήινες φροντίδες οι οποίες συνεχίζονται, ούτε από τα απροσδόκητα πάθη, όπως οι αρρώστιες, ο θάνατος, οι συκοφαντίες κλπ. Παρά το ότι όλα αυτά υπάρχουν στον άνθρωπο, εν τούτοις ο νούς παραμένει ατάραχος και μάλιστα τα αποφεύγει όλα αυτά και αναχωρεί στον Θεό. Τότε ο άνθρωπος γίνεται ναός του Θεού και έχει ένοικο μέσα του τον Θεό.
Ουσιαστικά πρόκειται για την νηπτική–ησυχαστική μέθοδο διά της οποίας ο άνθρωπος ξεχωρίζει την νοερά ενέργεια από την λογική ενέργεια, οπότε η μέν λογική ενέργεια ασχολείται με τις φροντίδες του κόσμου αυτού, η δέ νοερά ενέργεια ασχολείται με τον Θεό.
Αναλυτικότερα ο Μ. Βασίλειος περιγράφει αυτήν την μέθοδο που λέγεται στην Εκκλησία μας αποφατική μέθοδος, γιατί ο άνθρωπος δι’ αυτής φθάνει στην γνώση του Θεού. Μπορούμε να παραθέσουμε στο σημείο αυτό και ένα καταπληκτικό χωρίο του Μ. Βασιλείου που περιγράφει τον ησυχαστικό τρόπο ζωής. «Νούς μέν γάρ μή σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων επί τον κόσμον διαχεόμενος, επάνεισι μέν προς εαυτόν, δι’ εαυτού δέ προς την περί Θεού έννοιαν αναβαίνει' κακείνω τώ κάλλει περιλαμπόμενός τε και ελλαμπόμενος και αυτής της φύσεως λήθην λαμβάνει, μήτε προς τροφής φροντίδα, μήτε προς περιβολαίων μέριμναν την ψυχήν καθελκόμενος, αλλά, σχολήν από των γηίνων φροντίδων άγων, την πάσαν εαυτού σπουδήν επί την κτήσιν των αιωνίων αγαθών μετατίθησι».
Στό καταπληκτικό αυτό χωρίο φαίνονται πολλές πραγματικότητες. Εντοπίζουμε τρείς από αυτές. Η πρώτη ότι ο ασκητής πρέπει να συγκεντρώση τον νού του από την διάχυση στον κόσμο, που γίνεται διά των αισθητηρίων, και έτσι να οδηγηθή εντός του, στον χώρο της καρδιάς. Πρόκειται για την κυκλική κίνηση του νού. Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι όταν ο νούς αποσπασθή από τα έξω και στραφή στην καρδιά, τότε αναβαίνει στον Θεό και ελλάμπεται από το φώς Του. Δηλαδή, διά της εσωτερικής ησυχίας, διά της νηπτικής οδού ο άνθρωπος φθάνει στην θέα του ακτίστου Φωτός. Η τρίτη ότι στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος βιώνει, κατά διαφόρους βαθμούς, την έκσταση, δεν φροντίζει για τα ανθρώπινα και κοσμικά, αλλά ενδιαφέρεται μόνον για την απόκτηση των αιωνίων αγαθών, διότι σε τέτοιες καταστάσεις η αγάπη προς τον Θεό είναι ισχυρότερη από την αγάπη των κτισμάτων.
Η όλη αυτή διαδικασία δεν γίνεται χωρίς την αγάπη, αλλά ενεργείται μέσα σ’ έναν μεγάλο πόθο, σε έναν καθαρότατο έρωτα προς τον Θεό. Στό σύγγραμμά του «όροι κατά πλάτος», αναφερόμενος στην αγάπη, γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Ποίος πόθος ψυχής ούτω δριμύς και αφόρητος ως ο από Θεού εγγινόμενος τή από πάσης κακίας κεκαθαρμένη ψυχή και από αληθινής διαθέσεως λεγούση ότι "Τετρωμένη αγάπης εγώ ειμί";». Εδώ φαίνεται ότι η ψυχή καθαρίζεται από τα πάθη και βεβαίως στην συνέχεια έρχεται από τον Θεό προς την ψυχή ο δριμύς και αφόρητος πόθος–αγάπη της ψυχής. Οπότε η αγάπη αυτή δεν είναι ψυχολογικής προελεύσεως, αλλά θεολογικής, δίδεται από τον Ίδιο τον Θεό στην καθαρή καρδιά του ανθρώπου. Καί βέβαια ο πόθος αυτός έχει αποτελέσματα, αφού ο άνθρωπος μέσα από αυτές τις προϋποθέσεις φθάνει στην θέα του Θεού ως φωτός. «Άρρητοι παντελώς και ανεκδιήγητοι του θείου κάλλους αι αστραπαί' ου παρίστησι λόγος, ου δέχεται ακοή». Πρόκειται για φώς άκτιστο, για άκτιστα ρήματα και άκτιστα νοήματα. Τό κάλλος αυτό, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, είναι αθεώρητο από τούς σαρκικούς οφθαλμούς, αλλά καταληπτό μόνον από την ψυχή και την διάνοια (μάλλον τον νούν). Τό φώς του ήλιου, της σελήνης και του αυγερινού, συγκρινόμενο με την δόξα του Θεού υστερούν υπερβολικά, διαφέρουν όσο η ασέληνη νύκτα από την λαμπρά μεσημβρία.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ενθυμείται την διατριβή τους στον Πόντο, μέσα σε αυτήν την ησυχαστική–νηπτική παράδοση, και γράφει στον Μ. Βασίλειο: «Τίς δώσει τάς ψαλμωδίας εκείνας και τάς αγρυπνίας, και τάς δι’ ευχής προς Θεόν εκδημίας, και την οιονεί άϋλον ζωήν και ασώματον;».
Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε ο διοργανωτής του κοινοβιακού βίου στον Πόντο και την Καππαδοκία. Τούς ερημίτες τούς συγκέντρωσε σε κοινόβια, ώστε έτσι να υπάρχη μεγαλύτερη ασφάλεια για την κατά Χριστόν ζωή. Υπάρχουν, βέβαια, μερικοί που ισχυρίζονται ότι ο Μ. Βασίλειος ήθελε τον μοναχισμό να βρίσκεται μέσα στον κόσμο και βέβαια τον παρουσιάζουν ως ένα διδάσκαλο της κοινωνικής προσφοράς του μοναχισμού. Νομίζω όμως ότι αυτό είναι προϊόν συγχύσεως από μιά παρερμηνεία ενός χωρίου του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που αναφέρεται στον Μ. Βασίλειο.
Συγκεκριμένα, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον επιτάφιο λόγο του στον Μ. Βασίλειο, αναφέρεται στην αξία της παρθενίας και αζυγίας και κάνει λόγο για την διαφορά μεταξύ του ερημικού και του μιγάδος βίου. Ο ερημικός βίος είναι το να ασκήται κανείς μόνος του, ενώ ο μιγάς είναι ο κοινοβιακός, όταν παραμένουν πολλοί μοναχοί στον ίδιο τόπο και συνασκούνται στην κατά Χριστόν ζωή. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Τού τοίνυν ερημικού βίου, και του μιγάδος, μαχομένων προς αλλήλους ως τα πολλά, και διισταμένων, και ουδετέρου πάντως ή το καλόν, ή το φαύλον ανεπίμεικτον έχοντος». Κάθε βίος, είτε ο ερημικός είτε ο κοινοβιακός, έχει το καλό και το κακό, δηλαδή ο ερημικός βίος είναι πιό ήσυχος, αλλά δεν του λείπει η αλαζονεία, ενώ ο κοινοβιακός βίος είναι πιό πρακτικός και χρήσιμος, χωρίς να αποφεύγη το θορυβώδες. Ο Μ. Βασίλειος, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, και τούς δύο αυτούς τρόπους μοναχικής ζωής και τούς συμφιλίωσε και τούς συνεκέρασε. Έτσι, «ασκητήρια και μοναστήρια δειμάμενος μέν, ου πόρρω δέ των κοινωνικών και μιγάδων, ... αλλά πλησίον συνάψας και διαζεύξας». Καί αυτό το έκανε ώστε «μήτε το φιλόσοφον ακοινώνητον ή, μήτε το πρακτικόν αφιλόσοφον».
Βλέποντας κανείς όλο το κείμενο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, μπορεί να εξαγάγη το συμπέρασμα ότι εδώ δεν πρόκειται για μοναστήρια μέσα στον κόσμο, αλλά για ενότητα μεταξύ ερημικών κελλιών με τα κοινοβιακά μοναστήρια, ώστε και οι ερημίτες να έχουν παρηγοριά, αλλά και οι κοινοβιάτες να έχουν πρότυπο ασκήσεως. Η λέξη μιγάδες στην ασκητική παράδοση αποδίδεται όχι στην κοινωνία των κοσμικών ανθρώπων, αλλά στον κοινοβιακό βίο, στα κοινόβια μοναστήρια. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να εντάξουμε το χωρίο του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου: «Πολλοί μέν τον ερημικόν, άλλοι δέ τον μιγάδα ήγουν τον κοινοβιακόν εμακάρισαν βίον, έτεροι δέ το προΐστασθαι λαού, νουθετείν τε και διδάσκειν και συνιστάν εκκλησίας...». Εδώ φαίνεται σαφώς ότι στην ασκητική γραμματεία μιγάς βίος θεωρείται ο κοινοβιακός βίος, ο οποίος, βέβαια, διαφέρει από τον ερημικό βίο και από την ποιμαντική δράση μέσα στον κόσμο.
Μέσα στα πλαίσια αυτά κάνει λόγο και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για το ότι ο Μ. Βασίλειος ήνωσε τον ερημικό με τον μιγάδα βίο. Άλλωστε, στούς «όρους κατά πλάτος» και τούς «όρους κατ’ επιτομήν» του Μ. Βασίλείου δεν φαίνεται ότι ο Φωστήρ της Καισαρείας ήθελε οι μοναχοί να εμπλέκωνται σε κοσμικές μέριμνες και να ζούν μέσα στις κοινωνίες. Αντίθετα μάλιστα υπάρχουν αποκρίσεις του Μ. Βασιλείου στις οποίες φαίνεται να συνιστά την αποχώρηση των μοναχών από τούς κοσμικούς ανθρώπους, αλλά και από αυτούς τούς συγγενείς τους.
Γιά το πώς ο Μ. Βασίλειος θεωρεί τον μοναχό και σε ποιά πλαίσια πρέπει αυτός να κινήται θα παρουσιασθή στην επόμενη ενότητα.
πηγή:www.parembasis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου