Άννα Ιακώβου
Τούτη την παραμονή των Χριστουγέννων τη συλλογιότανε καιρό ο Φάνης. Πρώτη φορά θα πέρναγε τις άγιες μέρες μόνος, δίχως τη γιαγιά του τη Μηλιά. Βιαστική και σβέλτη, καθώς ήτανε σε όλα της, έτσι βιαστικά έφυγε πριν απ' τη μεγάλη τη γιορτή για τις ουράνιες πολιτείες κι άφησε πίσω, μονάχο του, το Φάνη να καρτεράει μυρωδιές και ήχους, χρώματα και εικόνες γιορτινές.
- Καλύτερα να μην έρθουνε ποτέ τους τα Χριστούγεννα, μουρμούραγε λυπημένος ο Φάνης και γύρευε να σταματήσει τις ώρες, χαλώντας τους δείχτες εκείνου του μικρού του ρολογιού που είχανε πάνω στο τραπέζι. Κάρφωνε τα μάτια του στον ουρανό ελπίζοντας να δει τον ήλιο να τριγυρνά χαμένος μέσα στις γκρίζες παχιές συννεφιές που κρύβουνε το δρόμο για τη δύση. Προσπαθούσε να κάνει ατέλειωτες τις νύχτες μετρώντας αργά-αργά τ' άστρα.
Ό,τι όμως κι αν έκανε, το χρόνο να κρατήσει δεν μπόρεσε. Κύλησε σαν το νερό, πέρασε σαν τον αγέρα, αφήνοντας να φανερωθεί άξαφνα μπρος στα μάτια του παιδιού η αυγή μιας κρύας, μα γεμάτης φως ημέρας, που ήτανε η παραμονή της γιορτής.
Μόλις ξύπνησε ο Φάνης στάθηκε για λίγο ακίνητος κρατώντας ακόμη και την ανάσα του κάτω από τα σκεπάσματα για ν' αφουγκραστεί τους ήχους του σπιτιού. Ύστερα έβγαλε δειλά τη μύτη του έξω απ' τη βαριά κουβέρτα για να μυρίσει τον αέρα.
Απόλυτη ησυχία απλωνόταν παντού και η μόνη μυρουδιά που αναγνώρισε ήτανε εκείνη του καμένου ξύλου από το τζάκι.
- Ας είναι, ψιθύρισε. Να δεις που θα περάσουν και τούτες οι δυο μέρες της γιορτής γρήγορα και θα γίνουν όλα όπως και χθες.
Με μια αργή κίνηση παραμέρισε τα σκεπάσματα και σηκώθηκε τεμπέλικα απ' το κρεβάτι, ενώ σκεφτόταν....
- Πού να προλάβει η μάνα από τις δουλειές που την πνίγουν για γιορτές κι ετοιμασίες, για μελομακάρονα και Χριστοκούλουρα, για Χριστόψωμα, δίπλες και τηγανίτες! Μη βλέπεις! Η γιαγιά ήτανε αλλιώς. Δεν έτρεχε στα γίδια, στη στάνη, στο τυροκομείο. Εκείνη είχε χρόνο για όλα τα άλλα.
Ντύθηκε δίχως βιάση, φόρεσε όπως-όπως τα παπούτσια του στραβοπατώντας τα και με τα μεγάλα κορδόνια να πετιόνται και να τινάζονται μπροστά σε κάθε του βήμα σαν φιδίσιες γλώσσες. Έριξε μια καθαρή πετσέτα στον ώμο και βγήκε από το σπίτι για να πλυθεί έξω στις δυο βρυσούλες, τις δίδυμες, καθώς τις έλεγε ο πατέρας του, όπου το γάργαρο νερό τους ερχότανε από ψηλά, από τις κορυφές της Χιόνας, κι έτρεχε ολημερίς ασταμάτητα.
Δεν πρόλαβε να ανοίξει την εξώπορτα και πήδησε μπρος στα πόδια του ο σκύλος του ο Πιστός κουνώντας πέρα δώθε, την ουρά του. Μεγάλη αγάπη είχε ο Φάνης σε τούτο το μαλλιαρό τσοπανόσκυλο που του έφτανε σχεδόν ως τη μέση. Ήτανε η μόνη του παρέα, όταν ερχότανε εδώ στη στάνη. Το χωριό, για ν' ανταμώσει με τ' άλλα παιδιά, ήτανε δυο ώρες μακριά και δεν υπήρχε άλλη στάνη εκεί κοντά για να έχει κάποια παρέα.
- Σιγά, σιγά παλιόφιλε, είπε γελώντας στον Πιστό και τον χάιδεψε γερά στο κεφάλι. Σιγά, θα με ρίξεις κάτω!
Περπάτησαν οι δυο τους ως τις βρύσες. Στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον, στην ίδια ευθεία, ακίνητοι, έχοντας απέναντι τους ο καθένας κι από μια βρύση. Έμειναν έτσι μερικά λεπτά, για να πάρουν το κουράγιο που τους έλειπε, πριν βάλουν το κεφάλι τους κάτω από το παγωμένο νερό. Μια λοξή, γρήγορη, ματιά που έριξαν συναμετάξυ τους ήτανε, θαρρείς, το σύνθημα. Σκύψανε και οι δυο ταυτόχρονα το κεφάλι χαμηλά κι αμέσως το έσπρωξαν κάτω από το νερό. Χύθηκε πάνω τους δροσιά διάφανη και κρυστάλλινη, ζωντανεύοντας τα τρυφερά μάγουλα του Φάνη, μουσκεύοντας τα πυκνά μαλλιά και τα μουστάκια του σκύλου. Ύστερα τίναξαν και οι δυο δυνατά το κεφάλι, κάνοντας χιλιάδες σταγόνες να πεταχτούν δεξιά κι αριστερά.
- Πού είναι η πετσέτα σου σήμερα φιλαράκο; Φώναξε γελώντας ο Φάνης στο σκύλο του τον Πιστό, ενώ έτριβε με δύναμη τα μαλλιά του. Ξέχασες, μού φαίνεται, τι μέρα είναι. Έλα εδώ να σε στεγνώσω εγώ, του είπε, κι άπλωσε το χέρι με την πετσέτα για να σκουπίσει τη μούρη του.
- Γαβ-γάβ, διαμαρτυρήθηκε ο Πιστός κι έκαμε δυο-τρία βήματα πίσω για να τον αποφύγει.
- Το ξέρω πως δεν σ' αρέσει να είσαι περιποιημένος, μα σήμερα είναι παραμονή των Χριστουγέννων, του είπε ο Φάνης. Θα μου πεις βέβαια, και με το δίκιο σου, συνέχισε μονολογώντας, πώς θέλεις να το καταλάβω εγώ αυτό; Μήπως και άλλαξε τίποτε εδώ γύρω που να το μαρτυράει;
- Γαβ.... γαβ-γαβ, γάβγισε δυνατά ο Πιστός, σαν να 'χε άλλη γνώμη.
- Μη μού διαμαρτύρεσαι καθόλου. Τα καλά τσοπανόσκυλα, αν θέλεις να ξέρεις, έχουν μύτη και τα μυρίζονται όλα, είπε γελώντας το παιδί, μα την απάντηση δεν πρόλαβε να την ακούσει γιατί παιχνιδιάρικα σφυρίζοντας του έφερε ο αγέρας ώς τ' αφτιά του ψιθυριστά το όνομα του.
- Φάνη... - Φάνη...
Ξαφνιασμένος στάθηκε στον τόπο για ν' ακούσει καλύτερα, κάνοντας νόημα και στον Πιστό να μη γαβγίσει.
- Φάνη, Φάνη, πού είσαι; άκουσε ξανά, καθαρά όμως ετούτη τη φορά τη φωνή της μάνας του που ερχότανε από το μονοπάτι.
- Ξύπνησα, φώναξε το παιδί κι ένιωσε λαχτάρα να την ανταμώσει κι αφήνοντας το σκύλο να τον κοιτάζει, περπάτησε γρήγορα ως το δρομάκι και την περίμενε εκεί.
Σε λίγο εκείνη φάνηκε πίσω από τα δέντρα της στροφής να έρχεται χαμογελαστή με βήμα γρήγορο.
- Τι χάλια είναι αυτά; Πώς είσαι έτσι, του είπε η μάνα, όταν έφτασε κοντά. Δέσε τα κορδόνια σου, χτένισε λιγάκι τα μαλλιά σου, τον γλυκομάλωσε, βάζοντας ταυτόχρονα τα δάχτυλά της μέσα στ' ανακατεμένα σγουρά μαλλιά για να τα φτιάξει. Αν ήσουνα τώρα στο χωριό, από τα εφτά χαράματα θα ξεκινούσες να πεις τα κάλαντα κι όχι που μου κοιμήθηκες κι ανέβηκε μιαν οργιά ο ήλιος.
- Δηλαδή...., είπε ο Φάνης σαστισμένος. Δηλαδή σε ποιον.... θα τα πω;
- Τι σε ποιον θα τα πεις. Σε μένα, του είπε γελώντας η μάνα.
- Σ' εσένα; Μα εγώ τα έλεγα πάντα στη γιαγιά, γιατί εσύ....
- Εμπρός-εμπρός ξεκίνα κι άφηκα μισοαρμεγμένα τα γίδια στον πατέρα σου, τού είπε, και τραβώντας τον από το χέρι φτάσανε οι δυο τους μπροστά στην πόρτα του σπιτιού.
- Τώρα, μάνα, μεγάλωσα. Δεν είμαι πια για κάλαντα, είπε με ντροπή το παιδί σκύβοντας το κεφάλι.
- Μεγάλωσες; Μωρέ τι μάς λες! Εδώ ο Γιωργής ο Φωτεινός τα λέει ακόμη στο χωριό κι ας είναι είκοσι χρονών και μεγάλωσες εσύ εννιά χρονών παιδί;
- Τότε, στάσου να φτιαχτώ λιγάκι, είπε τρελός από χαρά ο Φάνης και γυρνώντας στο πλάι πέταξε την πετσέτα που κρατούσε πάνω στο πεζούλι. Ύστερα έσκυψε να δέσει βιαστικά τα κορδόνια του, έσιαξε και τα πουκάμισα του που ήτανε μισοβγαλμένα, χτένισε με τα δάχτυλα και τα μαλλιά του και τέλος, χτυπώντας τα δυο του χέρια, κάλεσε τον Πιστό να 'ρθει κοντά του.
- Πιστέ, έλα... έλα, του φώναξε γελώντας Θα τα πούμε και φέτος παλιόφιλε.
- Στάσου εδώ, του είπε η μάνα, όταν είδε πως ήταν έτοιμος. Θα το κάνουμε, όπως το έκανες και με τη γιαγιά. Θα μπω εγώ στο σπίτι κι εσύ θα μου χτυπήσεις την πόρτα. Στάσου σου λέω, να το κάνουμε όπως πρέπει...
Η μάνα χάθηκε, πριν αποσώσει καλά το λόγο της, μέσα στο σπίτι κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
Ο Φάνης έμεινε ολομόναχος εκεί, σαστισμένος, δίχως να μπορεί να σαλέψει, δίχως να μπορεί ν' ανασάνει από εκείνον τον κόμπο που ήρθε και στάθηκε στο λαιμό του. Τα μάτια του γεμίσανε πλημμύρα κι άφαντη γίνηκε μπροστά του η πόρτα και το σπίτι ολάκερο χάθηκε μέσα στα θολά τα δάκρυα. Η καρδιά του χτυπούσε στο στήθος του δυνατά μ' ένα ρυθμό παράξενο που το παιδί δεν είχε ξανανιώσει.
- Ούτε μια πρόβα δεν κάναμε, γύρισε και είπε στον Πιστό ο Φάνης σκουπίζοντας ταυτόχρονα τα μάτια με το μανίκι του. Εμπρός, τι περιμένεις, τού ψιθύρισε σπρώχνοντάς του το κεφάλι, λες κι ο Πιστός έπρεπε να χτυπήσει την πόρτα.
- Α! Κατάλαβα! Μουρμούρισε. Όλες τις ντροπές θα τις πάρω εγώ! Σήκωσε δειλά ο Φάνης το χέρι και τύπησε το μικρό, σιδερένιο μάνταλο τρεις φορές.
- Να τα πούμε;φώναξε με τρεμάμενη φωνή.
- Να τα πείτε, να τα πείτε, ακούστηκε από μέσα η φωνή της μάνας, ενώ την ίδια στιγμή άνοιξε διάπλατα και η πόρτα.
Ο Φάνης πήρε κουράγιο από το χαμόγελο της μάνας του κι άρχισε να λέει τραγουδιστά τα κάλαντα, υμνώντας του Χριστού τη γέννηση, της μικρής φάτνης τη δόξα, των μάγων τ' άγια δώρα! Στο τέλος, εκεί που αρχίζουν τα παινεματα του νοικοκύρη, ο Φάνης έλεγε ετούτα εδώ τα λόγια που του είχε μάθει η γιαγιά του η Μηλιά και που ήτανε εκείνα που ταίριαζαν στους τσοπάνηδες.
«Εδώ σε τούτες τις αυλές, τις μαρμαροστρωμένες Εδώ 'χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια. Σαν κάνουν τον ανήφορο, γιομίζ' ο λόγγος όλος. Σαν πιάσουν τον κατήφορο, γιομίζ' ο κάμπος όλος. Σαν το μυρμήγκι περπατούν, σαν το μελίσσι βάζουν. Σαν τον αφρό της θάλασσας, αφρίζουν τα καρδάρια. Εμείς ολίγα τα πάμε κι ο Θεός να τ' αβγαταίνει.» |
- Και του χρόνου, φώναξε στο τέλος λάμποντας από χαρά ο Φάνης.
- Και του χρόνου, Φάνη μου, του είπε συγκινημένη η μάνα κι άπλωσε τη χούφτα της και πιάνοντας το μικρό του χεράκι, τού έβαλε μέσα ένα χιλιοδιπλωμένο χαρτονόμισμα.
- Έλα κοντά να σε φιλήσω, τού είπε και τον τράβηξε κοντά της και γέμισε φιλιά τα δροσερά του μάγουλα.
- Σιγά, σιγά, θα με φας, της είπε γελώντας ο Φάνης για να δώσει ένα τέλος στης μάνας του τις τρυφεράδες. Δώσε και κανένα φιλάκι στον Πιστό που μάς κοιτάζει αμίλητος τόση ώρα! Κοίτα τον πως ζηλεύει!
- Γαβ-γαβ, γάβγισε δυνατά το σκυλί στυλώνοντας τα δυο πισινά του πόδια στο χώμα.
- Ο Πιστός καλά θα κάνει να μάς αδειάσει τη γωνιά, γιατί έχουμε του κόσμου τις δουλειές, είπε η μάνα και του γύρισε απότομα την πλάτη της μπαίνοντας στο σπίτι. Εξάλλου, η θέση του είναι με το κοπάδι κι όχι να μπερδεύεται μέσα στα δικά μας τα πόδια, συμπλήρωσε.
Ο Φάνης κοίταξε τον Πιστό στα μάτια και του έκανε κρυφά νόημα να καθίσει καταγής. Ο Πιστός δίχως δεύτερη κουβέντα στρώθηκε φαρδύς-πλατύς μπροστά στην πόρτα, αναγκάζοντας το παιδί να πηδήσει από πάνω του για να μπορέσει να μπει μέσα στο σπίτι.
Πήγε και κάθισε με τα γόνατα πάνω σε μια καρέκλα ακουμπώντας με τους αγκώνες στο τραπέζι. Ανοιξε τη σφιγμένη παλάμη κι άφησε να πέσει πάνω στο υφαντό τραπεζομάντιλο το διπλωμένο χαρτονόμισμα.
- Ένα πενηντάρικο, είπε κι άνοιξαν τα μάτια του διάπλατα από την έκπληξη και τη χαρά.
- Να το κρατήσεις μαζί με τα άλλα που έχεις, του είπε η μάνα που εκείνη τη στιγμή έριχνε ξύλα στο τζάκι για να δυναμώσει τη φωτιά. Να το κρατήσεις και σαν πας στην πόλη, να πάρεις ό,τι θέλεις.
- Πότε θα πάμε στην πόλη; ρώτησε με λαχτάρα το παιδί.
- Θα πάμε, μα όχι τώρα. Να περάσουν και οι γιορτές.
- Μα εγώ τώρα θέλω να πάμε, μουρμούρισε με παράπονο ο Φάνης. Θέλω να δω την πόλη πώς είναι στολισμένη για τις γιορτές.
- Φάνη μου, αυτό που ζητάς δε γίνεται, του είπε γλυκά η μάνα νιώθοντας τον πόθο του παιδιού.
- Τέτοιες μέρες που όλος ο κόσμος γυρίζει στις πλατείες και στα μαγαζιά, που κάνουν τραπέζια με χίλια δυο γλυκά και φαγητά, που αγοράζουν δώρα και φορούνε τα καλύτερα τους ρούχα, τέτοιες μέρες εμείς φεύγουμε από το χωριό, φεύγουμε από τον κόσμο κι ερχόμαστε στην άκρη της γης για να κάνουμε γιορτές.
- Δεν ερχόμαστε στην άκρη της γης, όπως είπες, για να κάνουμε γιορτές, μα για να βοηθήσουμε λιγάκι τον πατέρα σου. Νομίζω ξέρεις πόσες γίδες είναι στην ώρα τους για να γεννήσουν κι ετούτα τα γίδια είναι όλη η περιουσία μας. Ξέρεις ακόμη πως ο κυρ-Στέφανος με το φορτηγό τέτοιες γιορτινές μέρες δεν έρχεται να μάς πάρει το γάλα, γιατί κλείνουνε τα τυροκομεία και αναγκαζόμαστε να το κάνουμε μόνοι μας τυρί, ειδάλλως θα το χύναμε και είναι μεγάλη αμαρτία. Ξέρεις πάλι πως....
- Εντάξει, ξέρω, είπε στεναχωρημένος ο Φάνης. Όμως κι εγώ θέλω να δω την πολιτεία.
- Θα τη δεις κάποτε και την πολιτεία που τόσο τη ζηλεύεις και πού ξέρεις, είπε η μάνα, μπορεί να συναντήσεις εκεί ανθρώπους που θα ζηλεύουνε εσένα.
- Θα ζηλεύουν εμένα; Φώναξε έκπληκτος ο Φάνης. Και τι έχουν να ζηλέψουν από μένα, το στάβλο ή τα ζώα, τη φτωχή μας πολυτέλεια ή τα ανύπαρκτα στολίδια;
- Ακριβώς αυτά έχουν να ζηλέψουν, του είπε γελώντας με τις φωνές που έβαλε.
- Καιρός είναι να μού πεις πως όλοι αυτοί θα ψάχνουν τέτοιες μέρες μια στάνη για να κάνουνε Χριστούγεννα;
- Αν πράγματι ψάχνουνε να βρούνε το μικρό Χριστό, μια στάνη σαν την δική μας θα πρέπει να ψάχνουνε, κι όχι,... μα το λόγο της δεν πρόλαβε να τον τελειώσει, γιατί πετάχτηκε ο Φάνης και τη ρώτησε με λαχτάρα...
- Πες μου, μάνα, έχεις κατεβεί εσύ στην πολιτεία τέτοιες γιορτινές μέρες.
- Είχα κατέβει μια φορά με τον πατέρα σου, όταν ήμασταν νιόπαντροι, στην πόλη. Μιλιούνια ο κόσμος στους δρόμους, στα μαγαζί στα καφενεία, στις ταβέρνες Κρατούσα νερά το χέρι του πατέρα σου, γιατί φοβόμουνα μη πα, χαθώ μέσα σ αυτό τον κόσμο.
-Είναι αλήθεια πως τέτοιες μέρες στολίζουν τα σπίτια, τους δρόμους, τα μαγαζιά με χιλιάδες μικρά φωτάκια; Πως στολίζουν μεγάλα και μικρά έλατα που τα πουλούν στους δρόμους με πολύχρωμα αγγελάκια και πως τα τυλίγουνε γύρω-γύρω με φωτάκια που αναβοσβήνουν ρυθμικά; ρώτησε ο Φάνης και σπίθισαν λάμψεις στα μάτια του.
- Αλήθεια είναι, του απάντησε η μάνα, και γεμίζοντας το μεγάλο το τσουκάλι με νερά το έβαλε πάνω στη φωτιά για να πάρει βράση. Μα που τα ξέρεις εσύ όλα αυτά; τού είπε γελώντας.
- Μάς τα διάβασε σ' ένα παραμύθι η δασκάλα μας μια μέρα, πριν κλείσουν τα σχολεία. Η δασκάλα μας γεννήθηκε στην πόλη και κάθε χρόνο μάς είπε πως στολίζει Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το γεμίζει μικρά-μικρά φωτάκια και το βάζει να στέκει δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο. Αν είχαμε ρεύμα κι εμείς στη στάνη, να, εδώ θα το 'βαζα το φωτισμένο έλατο, είπε ο Φάνης και με ένα πήδημα βρέθηκε δίπλα στο μικρό παράθυρο και τράβηξε στο πλάι το λευκό κουρτινάκι. Και με τα λεφτά που έχω μαζέψει θ' αγόραζα χιλιάδες φωτάκια και θα στόλιζα ολόκληρο το σπίτι. Ως και τη στάνη θα στόλιζα.
- Ας μάς βάλουνε πρώτα το ρεύμα και μετά βλέπουμε, είπε αφηρημένα η μάνα.
- Όχι, όχι, τι θα πει «μετά βλέπουμε»; Εγώ θα τη στολίσω όλη τη στάνη, όταν έρθει το ρεύμα. Έτσι θα μπορέσει να μάς δει και η γιαγιά από εκεί πάνω και να χαρεί. Τι λες, μάνα, δε θ' αρέσουν στη γιαγιά τα φωτάκια;
- Σίγουρα θα της αρέσουν, είπε η μάνα του και χάθηκε στο δίπλα δωμάτιο.
Όταν ξαναφάνηκε στην πόρτα, κρατούσε στα χέρια της ένα μεγάλο ξύλινο δίσκο. Ήλθε και τον ακούμπησε πάνω στο τραπέζι λέγοντας...
- Και του χρόνου, και του χρόνου.
- Πότε ζύμωσες Χριστόψωμο; είπε με λαχτάρα ο Φάνης και σβήνοντας με μιας τα λαμπιόνια των ονείρων του έτρεξε στο τραπέζι.
- Κοίταξε το τώρα καλά και πες μου τι τού λείπει, τον ρώτησε με καμάρι η μάνα.
- Τι να του λείπει; ψιθύρισε μαγεμένος ο Φάνης. Εδώ πάνω είναι κεντημένα όλα τα καλά της γης και τ' ουρανού. Και δέντρα έχει και πουλιά, λουλούδια κι άστρα, ανθρώπους και ζώα, τον ήλιο και το φεγγάρι. Όλα τα έχει πάνω του· τίποτε δεν του λείπει. Ίδιο, όπως το κάνε και η γιαγιά, για να μη σου πω πως είναι και καλύτερο.
- Έχω όμως κάνει και κάτι ακόμη για σένα, είπε η μάνα κι αφήνοντας το Χριστόψωμο στο τραπέζι έφερε από το διπλανό δωμάτιο ένα ταψάκι σκεπασμένο με μια λευκή πετσέτα.
Το κράτησε μπροστά στο Φάνη κι εκείνος τράβηξε με μιας το κάλυμμα. Τότε είδε στο ταψί δυο αφράτα ζυμαρένια προβατάκια, ένα στρουμπουλό φασκιωμένο μωρό ίδιο με το μικρό Χριστό κι έναν ολόλευκο Άγγελο με δυο μεγάλα φτερά.
- Πώς τα έφτιαξες όλα αυτά, είπε θαμπωμένο το παιδί.
- Όταν ψηθούν, θα τα βάλουμε πάνω στο τζάκι για στολίδια, είπε η μάνα. Εμπρός όμως, πάμε τώρα έξω να με βοηθήσεις να τα ρίξουμε στον φούρνο.
Βγήκανε οι δυο τους από το σπίτι. Πρώτος ο Φάνης πηδώντας πάνω από τον Πιστό κι έπειτα η μάνα μουρμουρίζοντας...
- Βρε, μπελά που βρήκαμε μ' αυτό το σκυλί.
Εμείς το πήραμε για τσοπανόσκυλο κι αυτό, με τα χάδια που του κάνεις, κατάντησε σκυλάκι του καναπέ.
Ο Πιστός, χωρίς να δώσει καμιά σημασία ατις γκρίνιες της, τούς ακολούθησε κουνώντας χαρούμενος την ουρά του και πήγε και στάθηκε δίπλα στο Φάνη που κρατούσε το Χριστόψωμο μέχρι η μάνα του να καθαρίσει από τα ξύλα τον πυρωμένο φούρνο.
- Ξέρεις μάνα, είπε με σκυμμένο το κεφάλι ο Φάνης, όταν έμπαιναν ξανά στο σπίτι. Φοβόμουνα πως φέτος θα είναι αλλιώτικα τα Χριστούγεννα, χωρίς τη γιαγιά να κάνει όλες αυτές τις ετοιμασίες της γιορτής.
- Μα και μόνο που δεν είναι εδώ η γιαγιά, τα Χριστούγεννα τούτη τη χρονιά θα είναι αλλιώτικα. Όσο για τις ετοιμασίες, αυτές δεν ξέρουν από αναβολές. Τι κι αν λείπει φέτος η γιαγιά σου η Μηλιά; Τι κι αν λείψω κι εγώ σε λίγα χρόνια; Αυτά θα πει πως το σπίτι θα μείνει χωρίς Χριστόψωμο και δίπλες; Είπε, κοιτάζοντας πονηρά το Φάνη, και ξεστρώνοντας το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι έφερε από το ντουλάπι μια μικρή πάνινη σακούλα αλεύρι.
- θα κάνουμε και δίπλες; φώναξε με ενθουσιασμό το παιδί.
- Δίπλες τραγανές μελάτες με κανέλλα μυρωδάτες και καρύδι πασπαλάτες, είπε εκείνη γελώντας. Ό,τι όμως κι αν κάνουμε, το κάνουμε για το Χριστό κι όχι για μάς. Πώς θα τιμήσουμε αλλιώς την αυριανή γιορτή; Κι ο Χριστός, να ξέρεις, καρτεράει απ' όλους μας να κάνουμε κάτι γι' αυτή την Άγια μέρα που θα ξημερώσει.
- Τότε έχουμε ένα σωρό δουλειές, είπε ο Φάνης με ενθουσιασμό και πρέπει να κάνουμε γρήγορα για να τα προλάβουμε όλα.
Έτσι κι έγινε. Δίχως να το καταλάβουν, ζυμώθηκαν και χρυσοψήθηκαν οι δίπλες στο τηγάνι. Μελώθηκαν και πασπαλίστηκαν με κανέλλα και ψιλοκοπανισμένο καρύδι. Άνοιξαν τα μπαούλα και βγήκαν οι φλοκάτες οι γιορτινές, στρώθηκαν τα υφαντά πλουμιστά στρωσίδια στο πάτωμα. Βγάλανε το Χριστόψωμο από το φούρνο και μοσχοβόλησε το σπίτι. Κουβάλησαν δίπλα στο τζάκι το Χριστόξυλο, ένα μεγάλο κούτσουρο που από το καλοκαίρι ακόμη το είχανε ετοιμάσει γι' αυτή τη νύχτα. Θα το έριχναν αργά το βράδυ στο τζάκι και θα σιγόκαιγε ως το πρωί για να ζεσταίνει, καθώς πίστευαν οι τσομπάνηδες, τούτη την κρύα νύχτα την Παναγιά με το μωρό. Πήγανε και στο κοτέτσι και πιάσανε μιαν αφράτη παρδαλή πουλάδα και τη βάλανε στο τσουκάλι να σιγοβράσει για να γίνει μια νόστιμη σούπα για την αυριανή γιορτή.
- Φάρμακο η κοτόσουπα μετά τη νηστεία, έλεγε πάντα η γιαγιά σου η Μηλιά, είπε γελώντας η μάνα την ώρα που ξεπουπούλιαζαν την κότα.
- Και που να το ήξερε η καημένη η κυρά κοκό πως θα γίνει φάρμακο, είπε ο Φάνης και βάλανε οι δυο τους τα γέλια.
Είπανε κι άλλα πολλά τις ώρες ετούτες που έκαναν τις ετοιμασίες. Μα εκείνο που τους έκανε να γελάσουν με την ψυχή τους ήτανε εκείνες οι αστείες ιστορίες που λέγανε στο χωριό τέτοιες μέρες για τους καλικάντζαρους και τις ζαβολιές τους, για τα παθήματα και τις σκανταλιές τους.
Έτσι πέρασε η ώρα με διηγήσεις και με γέλια κι έφτασε απόγευμα, δίχως να το καταλάβουν.
- Τέσσερις η ώρα, είπε κάποια στιγμή η μάνα. Για να μη φανεί καθόλου ο πατέρας σου κατά δω, φοβάμαι πως θα 'χει γεννητούρια. Καλό θα ήτανε να πάω να τον βοηθήσω λιγάκι.
- Θα έρθω κι εγώ, μάνα, είπε πρόθυμα το παιδί.
- Ξέρεις Φάνη τι δεν προλάβαμε σήμερα να κάνουμε, τού είπε τότε εκείνη. Δεν ασπρίσαμε λίγο το προσκυνητάρι του Άϊ-Γιώργη πάνω στο βράχο της Αγνανταριάς και ξέρεις πόσο η γιαγιά σου φρόντιζε εκείνο το προσκυνητάρι.
- Αλήθεια, ψιθύρισε σκεπτικός ο Φάνης. Το προσκυνητάρι το ξεχάσαμε. Η γιαγιά το άσπριζε μέρες πριν από τη γιορτή.
- Αυτή ήτανε η πρώτη ετοιμασία της γιαγιάς για τα Χριστούγεννα, είπε η μάνα. Το άσπρισμα του Αϊ-Γιώργη. Βλέπεις, εκκλησιά εδώ στην ερημιά δεν έχουμε. Το χωριά είναι δυο ώρες δρόμος, με τα μουλάρια, το μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη άλλο τόσο από την άλλη μεριά του βουνού κι έτσι μονάχα τούτο είχε για παρηγοριά.
- Κι εγώ το ξέχασα ολότελα, είπε παρμένο το παιδί από τις θύμησες που είχε λησμονήσει και που άρχισαν να ζωντανεύουν σιγά-σιγά μπρος στα μάτια του.
-Σηκωνόμασταν με τη γιαγιά, πριν ξημερώσει, συνέχισε να λέει. Μ' έντυνε με του τζακιού το φως. Ύστερα έπαιρνε ένα μπουκάλι λάδι, γέμιζε καρβουνάκια το θυμιατό, έπαιρνε σπίρτα και λιβάνι κι αθόρυβα βγαίναμε από το σπίτι για να μη σας ξυπνήσουμε. Όταν φτάναμε στο προσκυνητάρι του Αϊ-Γιώργη στο βράχο της Αγνανταριάς, ήτανε η ώρα που χτυπούσαν στ' απέναντι χωριά οι καμπάνες. Κι ο αγέρας έφερνε τον ήχο ως τ' αυτιά μας. Καμπάνες χαρμόσυνες απ' το Μεγαλοχώρι. την Κερασιά, το Φωτεινό, τη Βίγλα, την Κρυοπηγή. Κάναμε τον σταυρό μας άναβε η γιαγιά το καντηλάκι, θύμιαζε την εικόνα, σιγόψελνε λιγάκι και ύστερα γυρίζαμε πάλι στο σπίτι.
- Από μικρό κορίτσι πήγαινε η γιαγιά σου τη νύχτα των Χριστουγέννων κι άναβε το καντήλι του Αϊ-Γιώργη, είπε η μάνα.
- Εσύ μάνα δεν ήλθες ποτέ μαζί μαζί της είπε το παιδί.
- Ετούτο ήτανε κάτι που το έκανε πάντα η γιαγιά σου. Αν μπορούσαμε να πάμε σ' εκκλησιά για να λειτουργηθούμε, αυτό το βράδυ όλοι μας θα πηγαίναμε. Το προσκυνητάρι όμως δεν είναι κι εκκλησιά.
- Να πάω εγώ, μάνα, απόψε ν' ανάψω το καντήλι του Αϊ-Γιώργη; είπε με λαχτάρα το παιδί.
- Πάρε τώρα τη λεκάνη με τον ασβέστη και τη βούρτσα και πήγαινε ν ασπρίσεις το προσκυνητάρι. Άναψε, αν θέλεις, και το καντήλι. Εγώ πρέπει να πάω στον πατέρα σου. Τον έχω αφήσει μόνο του σήμερα.
- Εντάξει, τώρα θα πάω να το ασπρίσω, να πάω όμως και το βράδυ, την ώρα που χτυπούνε οι καμπάνες, ν' ανάψω το καντηλάκι; Ρώτησε πάλι το παιδί.
- Άσπρισε το τώρα κι άμα ξυπνήσεις το βράδυ πας και για το καντήλι, είπε βιαστικά η μάνα και ρίχνοντας στους ώμους το σάλι της χάθηκε στους ίσκιους του μονοπατιού.
Ο Φάνης δεν μπήκε καθόλου στο σπίτι, παρά πήγε στη μικρή τους αποθήκη, πήρε τη λεκάνη με τον ασβέστη και τη χοντρή τη βούρτσα και παρέα με τον Πιστό κίνησε για την Αγνανταριά που ήτανε το προσκυνητάρι του Αϊ-Γιώργη.
Ο δρόμος δεν ήτανε πολύς ως το προσκυνητάρι. Πετώντας ανέβηκε ο Φάνης τον ανήφορο ως εκεί κι ας είχε στα χέρια του τόσο βάρο. Σαν έφτασε, έκαμε το σταυρό του, έβγαλε από μέσα την εικόνα τοῦ Άϊ-Γιώργη, τη φίλησε και ύστερα την ακούμπησε πάνω στα κλαδιά ενός θάμνου. Πήρε τη βούρτσα, τη βούτηξε στον ασβέστη, κι άσπρισε όλο το προσκυνητάρι, μέσα κι ἔξω. Άσπρισε ακόμη κι ἕνα βράχο που έστεκε πλάι του. Ύστερα στάθηκε να το καμαρώσει και του φάνηκε πως έλαμπε, χιονάτο περιστέρι, έτσι που λούφαζε μέσα στις κουμαριές και το έλουζε το στερνά του ήλιου το φως.
Σαν γύρισε στο σπίτι ο Φάνης, έριξε μερικά ξύλα στο τζάκι, πήρε τα ζυμαρένια προβατάκια στα χέρια του, ξάπλωσε μπροστά στη φωτιά πάνω στη φλοκάτη και παίζοντας μονάχος περίμενε τη μάνα και τον πατέρα του να γυρίσουν.
Η κούραση όμως μα κι εκείνη η γλυκιά ζεστή αγκάλη του τζακιού νανούρισαν το Φάνη και το παιδί γλυκοκοιμήθηκε για ώρες.
Όταν ξύπνησε, ήτανε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Φορούσε ακόμη τα ρούχα της ημέρας. Καθώς φαίνεται, τα παπούτσια μόνο τού είχανε βγάλει και τον ακούμπησαν στο κρεβάτι η μάνα του και ο πατέρας.
Ο Φάνης, σαν άνοιξε τα μάτια, έψαξε να δει πού βρίσκονταν του ρολογιού οι δείχτες. Δεν μπόρεσε όμως από τόσο μακριά να δει· γι' αυτό σηκώθηκε, πήρε στα χέρια του το ρολόι, πλησίασε στη φλόγα του τζακιού που έκαιγε το Χριστόξυλο και διάβασε ψιθυριστά την ώρα.
- Τέσσερις και τέταρτο, είπε. Πρέπει να βιαστώ. Ν' ανάψω το καντήλι του Αϊ-Γιώργη. Σε λίγο θα σημάνουν και οι καμπάνες. Πατώντας στις μύτες των ποδιών, πλησίασε έξω από το δωμάτιο των γονιών του και κρυφοκοίταξε μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Μονάχα τις ανάσες τους άκουσε να μπερδεύονται ρυθμικά μεταξύ τους.
Ο Φάνης γύρισε πάλι κοντά στο κρεβάτι του. Φόρεσε βιαστικά τις γαλότσες και το παλτό του. Ύστερα πήρε το μπουκάλι με το λάδι που φύλαγαν πάντα στο εικονοστάσι και το στρίμωξε μέσα στην τσέπη του παλτού του, γέμισε, το θυμιατήρι καρβουνάκια από το τζάκι, πήρε στην άλλη του τσέπη το λιβάνι και τα σπίρτα. Όταν σιγουρεύτηκε για όλα, άνοιξε σιγά-σιγά την πόρτα.
Δεν πρόλαβε να πατήσει το πόδι του έξω από το σπίτι κι ένιωσε τον Πιστό να τρίβεται στο παντελόνι του.
- Σσσσσσς. τσιμουδιά, είπε στον Πιστό, κολλώντας το δάχτυλό του στη μύτη. Πάμε να φύγουμε ήσυχα. Κρίμα να τους ξυπνήσουμε. Σαν κλέφτες, το 'σκασαν οι δυο τους και γρήγορα βρέθηκαν μακριά από το σπίτι, πάνω στο ανηφορικό το μονοπάτι που πήγαινε στης Αγνανταριάς το βράχο.
Η νύχτα ήτανε ξάστερη κι ένα ολόγιομο φεγγάρι φώτιζε τον τόπο γύρω, λες και ήτανε μέρα. Ο αέρας κατέβαινε θυμωμένος από το λόφο και, σαν τους αντάμωνε, πάγωνε τις μύτες και τα χνώτα τους. Το δάσος σκοτεινό, γεμάτο ίσκιους και παράξενες βοές έσκυβε χαμηλά, παλεύοντας ν' αγγίξει με τα κλαδιά του τα κεφάλια τους.
Ο Πιστός κάποια στιγμή γρύλισε δείχνοντας τα δόντια του και στάθηκε για λίγο στον τόπο.
- Τι έγινε, φίλε, του είπε γελώντας ο Φάνης. Δεν πιστεύω να φοβάσαι τους καλικάντζαρους και πιάνοντας τον από το λαιμό τον τράβηξε μαζί του.
Κόντευαν όμως να φτάσουν στην κορυφή της Αγνανταριάς, όταν ο Πιστός κάθισε κάτω στο χώμα ήσυχα και με τα μπροστινά του πόδια αγκάλιασε τη μουσούδα του.
- Τι είναι, τι έπαθες πάλι φοβητσιάρη μου; Του είπε το παιδί κι έσκυψε δίπλα του να το παρηγορήσει. Έλα, σήκω και φτάσαμε. Δυο βήματα είναι ακόμη ως το προσκυνητάρι. Τί έπαθες; Κουράστηκες;
Το σκυλί όμως δεν κουνήθηκε καθόλου από τη θέση του.
- Καλά, όπως θέλεις, του είπε τότε ο Φάνης. Μείνε εσύ εδώ. Εγώ θ' ανάψω το καντήλι κι έρχομαι.
Το παιδί προχώρησε για λίγο μόνο του και δεν άργησε να δει το προσκυνητάρι.. Εκεί ὀμως που το αγνάντεψε από μακριά, του φάνηκε πως κάποιος ήτανε εκεί. Παραξενεύτηκε, και σταμάτησε για να δει καλύτερα. Οι σκιές του δάσους που κρύβονταν και φανερώνονταν συνεχώς μπροστά του τον έκαναν για να πιστέψει πως κάποιο καινούριο παιχνίδι τού παίξανε, γι' αυτό και προχώρησε ξανά άφοβα. Η απόσταση όμως συνεχώς μίκραινε κι όλο και ξεχώριζαν καλύτερα τα μάτια του το μικρό προσκυνητάρι· ξεκαθάριζαν των δέντρων οι ίσκιοι που πέφτανε πάνω του, μα κι εκείνη η φιγούρα που έστεκε ανάμεσα τους καθάρια πια φανερώθηκε.
Ο Φάνης, αλαφροπατώντας, πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε. Σε λίγο σιγουρεύτηκε πως δε γελάστηκε και πως πράγματι κάποιος ήτανε στο προσκυνητάρι του Αϊ-Γιώργη.
Αθόρυβα κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο και προσπαθούσε να διακρίνει ποιος ήτανε αυτός που προσεκτικά τακτοποιούσε το εικονοστάσι. Τον είδε να παίρνει το σβησμένο καντηλάκι στα χέρια του κι ευθύς μια φλόγα να ξεπετιέται κι ένα γλυκό φως να χύνεται τριγύρω. Άστραψε ο τόπος όλος κι ο Φάνης έμεινε βουβός να κοιτάζει εκείνη τη σκιά που, σαν έπεσε πάνω της το φως του καντηλιού, φανερώθηκε. Και είδε τότε, εκεί, μπροστά του, έναν Άγγελο ολόλαμπρο, με δυο λευκά φτερά, που θρόιζαν γλυκά σε κάθε του κίνηση, ν' αφήνει το αναμμένο καντήλι στη θέση του και ύστερα αργά να κλείνει το διάφανο πορτάκι.
- Σκέφτηκα, πως δε θα ερχότανε κανείς ν' ανάψει απόψε το καντήλι, τώρα που έφυγε η Θεια-Μηλιά, είπε ο Αγγελος, δίχως να γυρίσει την πλάτη του.
Ο Φάνης άκουσε καθαρά την φωνή. Τόσο καθαρά σαν να ήτανε δίπλα του, μα δεν κινήθηκε από τη θέση που ήταν κρυμμένος.
- Χαίρομαι όμως, που ήρθες εσύ, Φάνη, να το ανάψεις, είπε ο Αγγελος και φανερώνοντας αργά το πρόσωπο του, χαμογέλασε.
Ο Φάνης, καταλαβαίνοντας πως άσκοπα κρυβόταν, έκαμε δυο μικρά βήματα στο πλάι και βγήκε απ' την κρυψώνα του.
- Ποιος είσαι; τον ρώτησε ξέπνοα, σχεδόν ψιθυριστά με τρεμάμενη φωνή.
- Οι άνθρωποι τη Νύχτα των Χριστουγέννων στολίζουνε τη γη με χιλιάδες μικρά πολύχρωμα λαμπάκια, του απάντησε μιλώντας αργά και καθαρά. Μα αυτό το φως, το δικό σας φως, δεν φτάνει εκεί ψηλά στον ουρανό. Κανείς από μάς δεν το βλέπει. Κανείς μας δεν το χαίρεται. Κι έτσι για τα δικά μας μάτια αστόλιστος φαίνεται ο κόσμος μια τέτοια νύχτα.
- Αστόλιστος! Όπως και η στάνη μας, σκέφτηκε ο Φάνης, μα φοβισμένα τούτες τις λέξεις δε φανέρωσε.
Ο Αγγελος τον κοίταξε γλυκά βυθίζοντας το βλέμμα του στα μάτια του παιδιού.
- Και πώς πρέπει να στολίσουμε τον κόσμο, ρώτησε εκείνο ντροπαλά έχοντας στο νου του τ' αστόλιστο δικό του σπίτι.
- Με το Άγιο φως των καντηλιών, του απάντησε ο Άγγελος γελώντας. Αυτό το φως φτάνει σε μάς εκεί ψηλά. Διάφανο, λαμπερό στολίδι. Κι απόψε που είναι Χριστούγεννα κανένα καντηλάκι σε κανένα εικονοστάσι δε θα πρέπει να μένει σβηστό. Γι' αυτό κι εγώ, περνώ κι ανάβω τα καντήλια σε όσα εξωκλήσια ή προσκυνητάρια μένουν αυτή τη νύχτα σβηστά. Μα τώρα εδώ, δε θα ξανάρθω, αφού εσύ πια θα ανάβεις του Αϊ-Γιωργιού το καντηλάκι. Θα το πω και στη θεια Μηλιά να ησυχάσει, που είχε την έγνοια του!
ΑΝΝΑ ΙΑΚΩΒΟΥ Η Άννα Ιακώβου γεννήθηκε στην Άρτα και έζησε εκεί τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Σπούδασε πιάνο κι ανώτερα θεωρητικά στο Ελληνικό Ωδείο ΑΘηνών κι εργάστηκε για χρόνια ως καθηγήτρια μουσικής. Το 2002 έλαβε έπαινο από τον Κύκλο Παιδικού Βιβλίου για το βιβλίο της «Ο Ατρόμητος Αβέρωφ». Την ίδια χρονιά βραβεύτηκε η ποιητική της συλλογή «Με Φως Καλοκαιριού» από την Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, ενώ τον επόμενο χρόνο, το 2003, στον ίδιο διαγωνισμό απέσπασε έπαινο για την ποιητική της συλλογή «Καρτέρια». Άλλα βιβλία της είναι «Ο Θησαυρός», «Ο Άϊ-Βασίλης και ο δάσκαλος» από τις εκδόσεις «Άθως», «Η Ταγαρού», «Ο Κανέλλος», «Αλέξανδρος ο Μέγας», «Η Μαργαρίτα των χελιδονιών». |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου