του Πέτρου Βασιλειάδη, Καθηγητή του τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ Με μεγάλη ικανοποίηση διάβασα στην ιστοσελίδα σας το άρθρο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννουπόλεως και Πρετορίας κ. Σεραφείμ, «Διαθρησκειακός Διάλογος: Μια Ορθόδοξη προσέγγιση» (http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=1279). Είναι πραγματικά σπάνιες οι περιπτώσεις, που Ορθόδοξοι ιεράρχες τολμούν να αναφερθούν στα φλέγοντα ζητήματα των καιρών μας και να εκφέρουν κάποια άποψη βασισμένη στην Ορθόδοξη εμπειρία τους.
Κάτι τέτοιο έχει ανάγκη και το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, κυρίως όμως οι ετερόδοξοι εταίροι μας, τόσο στον επίσημο θεολογικό διάλογο, όσο και στον ευρύτερο παγκόσμιο ιεραποστολικό, ο οποίος τη χρονιά που μας έρχεται (2-6 Ιουνίου, 2010) θα γιορτάσει στο Εδιμβούργο της Σκωτίας τα 100 χρόνια από την ανεπίσημη έναρξη της παγκόσμιας (και όχι αντιμαχόμενης και προσηλυτιστικής) χριστιανικής μαρτυρίας. Μετά μάλιστα την πρόσφατη «αλλαγή παραδείγματος» στη θεολογία της ιεραποστολής, που εγκαινιάστηκε το 2005 στην Αθήνα, όπου η έμφαση μετατοπίστηκε από την επιθετική ιεραποστολική συμπεριφορά στην θεολογία της «διακονίας της καταλλαγής», θεώρησα σκόπιμο να να αναφερθώ τόσο στην αναγκαιότητα του διαθρησκειακού διαλόγου, όσο και στα προβλήματα που αυτός αντιμετωπίζει, σε παγκόσμιο μάλιστα χριστιανικό επίπεδο. Αυτό, άλλωστε, διδάσκω ανελλιπώς τα τελευταία είκοσι και πλέον χρόνια στους φοιτητές του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, στα πλαίσια αρχικά του μαθήματος της Ιεραποστολικής, και ως ανεξάρτητο υποχρεωτικό μάθημα τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια.
Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας ανάλυσης πιστοποιείται και από το απαντητικό κατά κάποιο τρόπο άρθρο που φιλοξενείται σήμερα στην ιστοσελίδα σας (http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=1291) . Η χριστιανική, λοιπόν, ιεραποστολή ως «διακονία της καταλλαγής» συνδέεται αναγκαστικά με την κίνηση που επιδιώκει να συμφιλιώσει τις θρησκευτικές παραδόσεις όλου του κόσμου, έτσι ώστε οι θρησκευτικές κοινότητες να ενθαρρύνουν την ενότητα και την ευημερία ολόκληρης της ανθρωπότητας και όχι να γίνονται αιτίες συγκρούσεων, και μερικές φορές ακόμη και πολέμων.
Η αποδοχή, όμως, εκ μέρους των χριστιανών του διαθρησκειακού διαλόγου συνάντησε από την έναρξη της παγκόσμιας ιεραποστολής τεράστιες αντιδράσεις. Από διάφορους κύκλους μάλιστα εκφράστηκαν ανησυχίες, πολλές από τις οποίες ιδιαίτερα για τους Ορθοδόξους συνδέονται και με τις επιφυλάξεις που κατά καιρούς έχουν εκφραστεί εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και πρόσφατα και της Εκκλησίας της Ελλάδος, για την αυτονόητη συμμετοχή της Ορθοδοξίας στον οικουμενικό διάλογο, που άλλωστε είναι ομόφωνα και συνοδικά αποφασισμένος σε πανορθόδοξο επίπεδο. Oι επιφυλάξεις αυτές, ως επί το πλείστον, προέρχονται είτε από άγνοια, είτε από ελλιπή κατανόηση αυτού που υπονοεί ο όρος «διαθρησκειακός διάλογος». Αγνοείται με άλλα λόγια παντελώς το θεολογικό του υπόβαθρο. Και αυτές τις επιφυλάξεις οφείλουμε να τις εξετάσουμε με την μέγιστη δυνατή συντομία.
1. Η πρώτη ανησυχία προέρχεται από εκείνους που φοβούνται ότι η έμφαση στον διαθρησκειακό διάλογο θα θέσει τελικά στο περιθώριο τον διαχριστιανικό διάλογο. Διαισθάνονται ότι η μεταφορά του κέντρου βάρους του θεολογικού διαλόγου στην ευρύτερη θρησκευτική πραγματικότητα θα νέκρωνε την αναζήτηση και θα ματαίωνε την επίτευξη της ορατής ενότητας της Εκκλησίας.
Είναι πράγματι αληθές, ότι ο οικουμενικός διάλογος χρειάζεται φρεσκάδα, ανανέωση και νέες καινοτόμες πρωτοβουλίες. Και αυτό οφείλεται εν μέρει στην έλλειψη ουσιαστικής προόδου στην αναζήτηση της χριστιανικής ενότητας. Η κίνηση του τμήματος «Πίστη και Τάξη» του ΠΣΕ, που επιδιώκει να συμβάλει στην προώθηση της ορατής ενότητας της εκκλησίας, ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920. Εξαιτίας της πολλές εκκλησίες έχουν απομακρυνθεί από τις εχθρότητες, τους ανταγωνισμούς, και τα αμοιβαία αναθέματα του παρελθόντος. Στoν προτεσταντικό μάλιστα χώρο έχουν επιτευχθεί ευρύτερες συνεργασίες, και από τις πρωτοβουλίες του τμήματος «Πίστη και Τάξη» έχουν προκύψει και πολλές ενωμένες εκκλησιαστικές οντότητες. Εντούτοις, μετά από έναν σχεδόν αιώνα οι παραδοσιακές εκκλησίες και χριστιανικές οικογένειες (όπως ο Καθολικισμός, η Ορθοδοξία, Αγγλικανική κοινωνία κλπ.) συνεχίζουν και ανέχονται το σκάνδαλο του σχίσματος (όπως συνήθιζε να το χαρακτηρίζει ο αείμνηστος π. Γ. Φλορόφσκυ), οι δογματικές τους διαφορές συνεχίζουν να υφίστανται.
Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις πολλές κοινές συμφωνίες που δεν έχουν εφαρμοστεί, είναι απόλυτα δικαιολογημένες οι επιφυλάξεις για την ειλικρίνεια της αναζήτησης της ορατής ενότητας της Εκκλησίας, όταν μάλιστα είναι αποδεδειγμένο ότι πολλές από τις υπάρχουσες διαφορές των διηρημένων χριστιανών οφείλονται στην ουσία σε «πολιτιστικά» κυρίως παρά σε «δογματικά» αίτια. Γι’ αυτό και η αναζήτηση της χριστιανικής ενότητας πρέπει να συνεχιστεί αν όχι για το καλό της εκκλησίας, τουλάχιστον για το καλό της ευρύτερης κοινωνίας την οποία υπηρετεί. Στα πλαίσια, όμως, της χριστιανικής ιεραποστολής ο διαθρησκειακός διάλογος δεν αποτελεί εναλλακτική λύση στον ενδο-χριστιανικό οικουμενικό διάλογο. Τα δύο επίπεδα οικουμενικής δέσμευσης θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως δύο ομόκεντροι κύκλοι, που έχουν ως κέντρο την ενότητα των πάντων (απώτερος στόχος της θείας οικονομίας) και που εξυπηρετούν δύο επικαλυπτόμενες περιοχές. Με άλλα λόγια, ο ευρύτερος διαθρησκειακός διάλογος δεν αντικαθιστά το διαχριστιανικό διάλογο, αλλά προσδίδει σ’ αυτόν ένα νέο ζωτικό πλαίσιο. Πολλοί χριστιανοί σήμερα συμμετέχουν στον οικουμενικό διάλογο και στα δύο αυτά επίπεδα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πιστότητα στον ένα σημαίνει προδοσία του άλλου.
2. Ο δεύτερος φόβος προέρχεται από το συναίσθημα ότι ο διαθρησκειακός διάλογος αποτελεί μια σιωπηρή αποδοχή, ότι «όλες οι θρησκείες είναι οι ίδιες», και ότι «δεν πειράζει εάν κάποιος είναι χριστιανικός, εβραίος, ινδουιστής, βουδιστής ή μουσουλμάνος». Πολλοί, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι η ενασχόληση με τον διαθρησκειακό διάλογο υπονομεύει την καθολικότητα και την αλήθεια της Εκκλησίας, υποθέτοντας ότι δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ των θρησκειών. Παρόμοια ανησυχία εκφράζεται ατεκμηρίωτα από εκείνους που βλέπουν ότι ένας τέτοιος διάλογος οδηγεί στον συγκρητισμό. Αυτή ακριβώς η επιχειρηματολογία εκφράστηκε επίσημα από τον παραδοσιακό προτεσταντικό χώρο, όταν για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιεραποστολή υποστηρίχθηκε η αναγκαιότητα του διαθρησκειακού διαλόγου ως ο πλέον αποδοτικός τρόπος επικοινωνίας με τους πιστούς άλλων θρησκευτικών παραδόσεων. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, ότι ο πραγματικός διαθρησκειακός διάλογος δεν είναι απλά ένας ακαδημαϊκός διάλογος (inter-religious dialogue), αλλά διάλογος και επικοινωνία με τους πιστούς των άλλων ζωντανών θρησκευμάτων (inter-faith dialogue).
Εκείνοι που υποστηρίξουν (κυρίως επί τη βάσει της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος», όπως π.χ. οι Ορθόδοξοι) τον διαθρησκειακό διάλογο, επιμένουν ότι ο αμοιβαίος σεβασμός, η οικοδόμηση αμοιβαίων σχέσεων, και η προώθηση μιας ενημερωμένης κατανόησης των άλλων δεν οδηγεί άκριτα στην άποψη ότι όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο πράγμα. Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι ο διάλογος και η συνεργασία είναι αναγκαίες, επειδή ακριβώς οι διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις είναι διαφορετικές και προβάλλουν εναλλακτικά οράματα της πραγματικότητας. Στον διαθρησκειακό διάλογο η συνάντηση των θρησκειών θεωρείται ως «συνάντηση δεσμεύσεων και υποχρεώσεων», που έχει ως στόχο τη δημιουργία μιας «κοινωνίας των πιστών των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων». Ο διαθρησκειακός διάλογος δεν αποβλέπει στην δημιουργία μια παγκόσμιας θρησκείας, ούτε αποτελεί προσπάθεια να υπονομευθεί η ιδιομορφία των θρησκειών. Είναι μια προσπάθεια προώθησης της συνεργασίας με απώτερο στόχο να διακονηθεί η ενότητα σε έναν κόσμο που κατακερματίζεται από διαιρέσεις και διαφωνίες.
3. Τέλος, η τρίτη περίπτωση αντιδράσεων προέρχεται από εκείνους που ασχολούνται με την παραδοσιακή ιεραποστολή της εκκλησίας. Αυτοί, μάλιστα, θεωρούν τον διαθρησκειακό διάλογο ως πραγματική απειλή. Το παλαιό ιεραποστολικό παράδειγμα, η κλασσική δηλαδή έννοια της χριστιανικής ιεραποστολής, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από την παραδοσιακή προτεσταντική κοινότητα, ήταν βασισμένη στη διαίρεση του κόσμου σε «σωσμένους» και σε «εκείνους που έχουν ανάγκη σωτηρίας». Σε αυτό το όραμα οι πιστοί των άλλων θρησκευτικών παραδόσεων οδηγούνται νομοτελειακά στην απώλεια. Γι’ αυτό και έχουν ανάγκη, υποστήριζαν, να ακούσουν το ευαγγέλιο, να το δεχτούν συνολικά, και να ανταποκριθούν στην πρόκληση να γίνουν και αυτοί μέλη των διαφόρων θεσμικών χριστιανικών ομολογιών, να ενταχθούν δηλαδή στην «σωσμένη χριστιανική κοινότητα».
Ο διαθρησκειακός διάλογος για την αντίληψη αυτή απειλεί αυτή καθαυτή την ιεραποστολική υποχρέωση. Ευτυχώς οι περισσότερες χριστιανικές κοινότητες, αλλά και η Ορθόδοξη εκκλησία, έχουν βαθμιαία απομακρυνθεί από αυτήν την κατανόηση της ιεραποστολής. Στην παγκόσμια ιεραποστολή η πρόταση για διαθρησκειακό διάλογο – ως μειοψηφούσα βέβαια άποψη προς την παλαιά κλασσική – υποστηρίχτηκε ήδη από τον πρώτο παγκόσμιο ιεραποστολικό συνέδριο στο Εδιμβούργο της Σκωτίας το 1910. Επιβεβαιώθηκε εντονότερα στο δεύτερο ιεραποστολικό συνέδριο στην πόλη των Ιεροσολύμων το 1928, και με τη θεολογική συνδρομή της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος» (κυρίως εκ μέρους των Ορθοδόξων που την τελευταία πεντηκονταετία μετέχουν πλέον θεσμικά στον οικουμενικό διάλογο) επικράτησε τελικά στο παγκόσμιο ιεραποστολικό συνέδριο του 1968 στην Πόλη του Μεξικού, όπου και θεμελιώθηκε θεολογικά η έννοια της ιεραποστολής ως «έργου του Θεού» (Missio Dei).
Ήταν αυτή η έννοια της Missio Dei που απεμάκρυνε τελεσίδικα την παγκόσμια ιεραποστολή από τη διαίρεση του κόσμου σε «σωσμένους» και «μη σωσμένους», κάτι που ανάγκαζε ολόκληρες κοινότητες να αναγκάζονται να προσηλυτίζονται και να μετακινούνται από την μια θρησκευτική (ή και χριστιανική ακόμη) κοινότητα στην άλλη για να εξασφαλίσουν δήθεν αυτόματα τη σωτηρία τους. Αντ’ αυτού το νέο «ιεραποστολικό παράδειγμα» επιβεβαιώνει ότι ο Θεός απεργάζεται τη σωτηρία για ολόκληρο τον κόσμο, και ότι η Εκκλησία είναι απλός διάκονος σε αυτήν την «αποστολή του Θεού». Με εργαλείο, μάλιστα την «οικονομία του Αγίου Πνεύματος» (παράλληλα και ταυτόχρονα με την «οικονομία του Υιού»), ο Θεός χρησιμοποιεί όχι μόνο την Εκκλησία, αλλά και πολλές άλλες δυνάμεις στον κόσμο για το έργο της σωτηρίας. Άλλωστε το Άγιο Πνεύμα «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ιω 3,8)! Σήμερα, λοιπόν, θεωρούμε την ιεραποστολή πρώτιστα ως «καταλλαγή και θεραπεία» του κατακερματισμένου κόσμου, κηρύσσοντας την ευσπλαχνία, την αγάπη και τη συγχώρεση του Θεού για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τις όποιες ετικέτες τους, και εκδηλώνοντας την αλληλεγγύη σε εκείνους που είναι φτωχοί, καταπιεσμένοι, περιθωριοποιημένοι, ευάλωτοι στις ισχυρές οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις της εποχής μας.
Η Ορθόδοξη χριστιανική μαρτυρία πρεσβεύει ότι ο Θεός είναι δημιουργός όλης της ζωής, ότι την συντηρεί και επιδιώκει την εκπλήρωσή της, γι’ αυτό και απαιτεί να συνεργαζόμαστε με το Θεό και με όσους επιδιώκουν να οικοδομήσουν τη βασιλεία του Θεού σε έναν κατακερματισμένο κόσμο. Και ο διαθρησκειακός διάλογος είναι ακριβώς τμήμα αυτής της διαδικασίας. Στην πραγματικότητα ο καθένας που έχει μια ρεαλιστική αξιολόγηση του κόσμου που ζούμε θα έβλεπε ως επείγουσα την ανάγκη ενός ευρύτερου οικουμενικού διαλόγου των θρησκευτικών παραδόσεων. Ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι οι θρησκευτικές παραδόσεις έχουν συμβάλει στον κατακερματισμό του κόσμου. Συχνά η ιστορία των σχέσεών τους έχει χαρακτηριστεί από ανταγωνισμό, αμοιβαίο αποκλεισμό, συγκρούσεις και ολοκληρωτικούς πολέμους. Η παρούσα παγκόσμια συγκυρία (από τη Βόρεια Ιρλανδία, την πρώην Γιουγκοσλαβία, την Παλαιστίνη κλπ.) είναι αψευδής μάρτυρας.
Η συχνή κατάχρηση και εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματος από τις πολιτικές δυνάμεις έχει φρονηματίσει τους χριστιανούς, αφού πολλοί πλέον είναι εκείνοι που θεωρούν ότι ακόμη και σήμερα οι θρησκείες διαδραματίζουν (ως μη όφειλε) σημαντικό ρόλο στη βία και τις συγκρούσεις στον κόσμο. Βέβαια, οι διάφορες θρησκείες συνεχίζουν να προβάλουν αξιώσεις αποκλειστικότητας στη σωτηρία, που στην πραγματικότητα ακυρώνουν άλλους τρόπους ύπαρξης και πίστης. Είναι σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο που ο Ηans Kueng διατύπωσε την αξιωματική θέση ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στον κόσμο, αν δεν υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών», και ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών αν δεν υπάρχει διάλογος μεταξύ τους». Άλλωστε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα αντιμετωπίζει ο κόσμος δεν μπορούν να επιλυθούν μεμονωμένα από οποιαδήποτε μεμονωμένη θρησκευτική παράδοση. Στις μέρες μας όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν μια πνευματικότητα που δεν είναι σεχταριστική, αλλά ολιστική, μια πνευματικότητα που ανοίγει τις καρδιές στους άλλους και δεν δημιουργεί έχθρα για τους άλλους.
Με εξαίρεση τους «φονταμενταλιστές της νεωτερικότητας», οι πάντες αναμένουν σήμερα από τις θρησκευτικές κοινότητες να συμβάλουν στην ευημερία του κόσμου, δεν ανέχονται οι θρησκείες να αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα διαίρεσης, μια ακόμα δύναμη κατακερματισμού, αλλά προσδοκούν απ’ αυτές να είναι πηγή συμφιλίωσης και θεραπείας, και από τους χριστιανούς να καταθέτουν την μαρτυρία τους ως οι κατ’ εξοχήν «διάκονοι της καταλλαγής», αφού «τὰ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς» (Β΄ Κορ 5,18). Παρόλες τις διαφορές και παρόλη την ποικιλομορφία τους οι θρησκείες είναι αδιανόητο να μη συνεργάζονται για τη δημιουργία μιας πανανθρώπινης οικογένειας, που επιτέλους θα ζει με ειρήνη και αρμονία. Αυτός είναι ο στόχος του διαθρησκειακού διαλόγου, και αυτό για τους χριστιανούς, ιδιαάιτερα μάλιστα για μας τους Ορθοδόξους, δεν μπορεί να είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα. πηγή:www.amen.gr
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου