Επιστολή τον Γέροντος Νείλου προς αδελφό, ερωτήσαντα αυτόν περί των λογισμών.
Επιθυμία επαινετή διήγειρας, ω αγαπητέ, διότι ζητείς να ακούσης τον λόγον του Θεού προς στερέωσίν σου, προς διαφύλαξιν από τα κακά και προς μελέτην επί τα αγαθά. Άλλα πρέπον θα ήτο να μάθεις ταύτα από τους καλώς κατανοούντας. Σύ όμως απαιτείς αυτά άπ' έμέ τον ασύνετον και αμαρτωλόν. Διότι εγώ είμαι και εις την τάξιν των διδασκομένων αχρείος. Όθεν ηρνούμην και ανέβαλλον επί πολύ, όχι επειδή δεν θα ήθελον να προσφέρω υπηρεσίαν εις την καλήν σου προαίρεσιν, άλλα δια την αφροσύνην και τάς αμαρτίας μου. Τι να ειπώ λοιπόν, άφ' ου εγώ ό ίδιος δεν έπραξα τίποτε καλόν; Ποία είναι ή γνώσις του αμαρτωλού; Μόνον τα αμαρτήματα! Άλλ' επειδή πολλάκις με εβίαζες προς τούτο, δηλαδή το να σου γράψω λόγον προς οίκοδομήν της αρετής, δια τούτο και απετόλμησα να σου γράψω ταύτα, τα όποια είναι υπέρ τα μετρά μου, επειδή δεν ηδυνήθην να παραβλέψω την αιτησίν σου, διά να μη θλιβής περισσότερον.
Το ερώτημα σου ήτο περί των επερχομένων εκ του παρελθόντος κοσμικού βίου λογισμών. Και συ ό ίδιος εκ πείρας γνωρίζεις, πόσας θλίψεις και διαστροφάς έχει ούτος ό παρερχόμενος κόσμος και πόσας κακοπαθείας κατεργάζεται εις τους αγαπώντας αυτόν και πώς καταγελά αυτούς• απομακρυνόμενος από τους δουλεύοντας εις αυτόν, φαίνεται εις αυτούς γλυκύς, και θωπεύων αυτούς με τα πράγματα, γίνεται εν συνεχεία πικρός. Διότι όσον φαίνονται τα αγαθά του τι πολλαπλασιάζονται, όταν κατέχονται ύπ' αυτών, τόσον αυξάνονται εις αυτούς αι θλίψεις. Και τα φαινόμενα αγαθά του είναι λοιπόν μόνον κατά την όψιν αγαθά, έσωθεν δε γέμουν πολλών κακών. Εντεύθεν δεικνύει ό κόσμος τον εαυτόν του καταφανώς εις τους έχοντας νουν όντως καλόν, δια να μη αγαπηθεί ύπ' αυτών. Μετά δε την πάροδον από τον βίον τούτον Τι συμβαίνει; Βάλε τον νουν σου με προσοχήν εις τα λεγόμενα• με Τι ωφέλησε ό κόσμος τους ακολουθούντας εις αυτόν; Εάν κανείς είχε και δόξας και τιμάς και πλούτον, μήπως ταύτα πάντα δεν έγιναν μηδέν και δεν παρήλθον ως σκιά και δεν εξέλιπον ως καπνός; Και πολλοί, οίτινες εστρέφοντο προς τα πράγματα του κόσμου τούτου και ηγάπων την τύρβην του, εθερίσθησαν εν τω καιρώ της νεότητος και της ευημερίας των υπό του θανάτου ως άνθη του αγρού εξανθήσαντες και έξέπεσον και μη θέλοντες απήχθησαν εντεύθεν. Και οτε παρέμειναν εν τω κόσμο τούτω, δεν κατενόησαν την δυσωδίαν του, αλλά με σπουδή επεδόθησαν εις τον στολισμό και την άνάπαυσιν του σώματος, εφευρίσκοντες λόγους επιτηδείους προς την απόκτησιν του κόσμου τούτου, και εις τάς μελετάς των μετήρχοντο εκείνα, τα όποια στέφουν το σώμα εις τούτον τον αιώνα, τον παρερχόμενον. Και εάν ταύτα πάντα έλαβον, αλλά δεν φρόντισαν δια την μέλλουσα και ατελεύτητον μακαριότητα, Τι να σκεφθώμεν περί των τοιούτων; Μόνον, ότι «τούτων αφρονεστέρους ό κόσμος δεν έχει», όπως είπε κάποιος σοφώτατος Άγιος. Τινές δε εκ τούτων ήσαν ευλαβέστατοι και έστρεψαν τον νουν των εις λογισμούς επιθυμίας της σωτηρίας της ψυχής και διήγον αγώνα κατά των παθών και ειργάζοντο τα είδη των αρετών κατά το δυνατόν, θέλοντες να ελευθερωθούν και να αναχωρήσουν από τον κόσμον τούτον, αλλά δεν ηδυνήθησαν να αποσπασθούν από τάς παγίδας του και να διαφύγουν τα τεχνάσματα του.
Σε όμως ηγάπησεν ό Θεός και σε εξήρεσεν από τον κόσμον τούτον και σε κατέστησεν εις την τάξιν της λατρείας Του ένεκα του ελέους και της οικονομίας Αυτού. Όθεν οφείλεις τα μέγιστα να ευχάριστης το έλεος Του και να πράττης πάντα τα κατά δύναμιν προς ευαρέστησίν Του και προς σωτηρίαν της ψυχής σου, λησμονών τα προηγούμενα κοσμικά πράγματα ως άχρηστα και ορμώμενος προς τάς έμπροσθεν αρετάς ως προξενούσας την αίώνιον ζωήν. Χαίρε, βάδιζε προς το βραβείων της ανωτέρας κλήσεως, το όποιον θησαυρίζεται εις την ουράνιον πατρίδα δια τους άθλήσαντας.
Και όσα μου είπες περί των ακαθάρτων λογισμών, οίτινες επιφέρονται υπό του εχθρού των ψυχών ημών, δια τούτους μη αναλωθείς υπερβολικός υπό της θλίψεως, μήτε φοβηθείς, επειδή όχι μόνον ημείς οί αδύνατοι και εμπαθείς υφιστάμεθα τον παρ' αυτών σκανδαλισμό, λέγουν οί Πατέρες, αλλά και οί εν προκοπή και βίω άξιο επαίνων διάγοντες και της Χάριτος του Πνεύματος επί μέρους καταξιωθέντες. Και ούτοι έχουν ισχυρό πόλεμο από τους τοιούτους λογισμούς, και ευρίσκονται εις μέγαν αγώνα εξ αιτίας των και μόλις με την Χάριν του Θεού αποδιώκουν τούτους, πάντοτε με σπουδήν επιδιδόμενοι εις την αποκοπήν των. Και συ, παρηγορούμενος άπ' αυτό, απόκοπτε επιμελώς τους πονηρούς λογισμούς! Έχε εναντίον των συνεχή νίκη την προσευχή, επικαλούμενος τον Κύριον Ιησούν! Διότι με ταύτην την επίκλησιν διωκόμενοι, αποχωρούν τροχάδην, καθώς λέγει ό Ιωάννης της Κλίμακος• «Με το όνομα του Ιησού μάστιζε τους πολεμίους, διότι ισχυρότερον όπλον τούτου δεν υπάρχει». Όταν οί πολεμούντές σε ενδυναμωθούν σφοδρότερο, τότε άνάστηθι και έπαρον τους οφθαλμούς και τάς χείρας σου προς τον ούρανόν και είπε προθύμως με κατάνυξιν «Ελέησαν με, Κύριε, ότι είμαι ασθενής, Σύ, Κύριε, είσαι δυνατός και ιδικός σου είναι ό άγων. Σύ πολέμησον υπέρ ημών και νίκησον, Κύριε». Και Όταν θα πράξης τούτο αόκνως, θα μάθεις πάντως από την πείρα, πώς νικώνται αυτοί από την δύναμιν του Υψίστου. Εργάσου δε και οποιονδήποτε εργόχειρο, διότι και με αυτό αποδιώκονται οί πονηροί λογισμοί. Και τούτο είναι παράδοσις αγγελική προς κάποιον εκ των μεγάλων Αγίων. Και αποστήθισαν κάτι από τάς Γραφάς, εμβάλλων τον νουν σου εις αυτό. Και ταύτα κωλύουν την προς ημάς είσοδον της δαιμονικής επιδρομής. Και τούτο είναι εφεύρεσης των αγίων Πατέρων. Φυλάττου δε από τάς ομιλίας, τάς άκοάς και τάς οράσεις των άπρεπων, άιτινες διεγείρουν τα πάθη και ενισχύουν τους ακάθαρτους λογισμούς, και ό Θεός θα σε βοηθήσει.
Ως προς την δειλίαν, περί της οποίας ομιλείς, αύτη είναι νηπιώδης συνήθεια μιας άνανδρου ψυχής. Εις σε όμως τούτο δεν είναι οικείων. Και Όταν σου συμβούν τα τοιαύτα, αγωνίσου να μη σε κυριαρχήσουν και στερέωσαν την καρδίαν σου να ελπίζει επί τον Κύριον και λέγε εντός σου ούτος• «Έχω τον Κύριον φυλάσσοντά με και χωρίς την θέλησίν Του κανείς δεν δύναται να με βλάψη εις τίποτε. Ει δε μη, αν παραχώρηση κάτι εναντίον μου να υποφέρω, εγώ δε δεν θα δεχθώ αυτό βαρέως και δεν θα θελήσω να ματαιώσω το θέλημα Του, επειδή ό Κύριος περισσότερον εμού γνωρίζει και θέλει τα δι' έμέ ωφέλιμα. Και εγώ ευχαριστώ το έλεος Αυτού πάντων ένεκεν». Και ούτω Χάριτι Θεού θα είσαι ευθαρσής. Και κατά τούτου οπλίζου πάντοτε με την προσευχή. Και Όταν αυτό σου συμβαίνει εις ορισμένους τόπους, επιδίωκε να διέλθεις εκεί εξεπίτηδες και εκτείνας τάς χείρας εις τύπον σταυρού, επικαλού τον Κύριον Ιησού. και με την βοήθειαν του Υψίστου δεν θα φοβηθής «από φόβου νυκτερινού και βέλους πετομένου ημέρας». Και ταύτα λοιπόν περί τούτων.
Τα δε λοιπά πάντα, οσα είναι επαινετά και καθαρά και ενάρετα, ταύτα λογίζου και πράττε, σοφός ων εν τω αγαθό, μισών δε πάσαν κακία. Έχε υπακοή προς τον πρωεστώτα και τους λοιπούς αδελφούς εν Κυρίω εις πάν έργον αγαθόν. Την διακονίαν, ήτις τώρα σου είναι εμπεπιστευμένη ή Όταν περιέλθης εις άλλην, διακονεί με ιλαράν πρόθεσιν και με ευσχήμονα σπουδήν, ωσάν εις αυτόν τον Χριστόν, έχων πάντας τους αδελφούς ως Αγίους. Όταν σου τύχη να απευθύνεις λόγον ερωτήσεως ή αποκρίσεως προς τίνα, κάμε την ομιλία εύλαλον και γλυκεια μετ' αγάπης πνευματικής και αληθινής ταπεινώσεως, άνευ αμελείας και καταφρονήσεως του αδελφού. Προσκολλήσου εις τους ευλαβείς πατέρας —και τούτο εν καιρώ και εν μετρώ. Από τους μη τοιούτους άπεχε, φυλάττου δε και επιδίωκε να μη μεμφθείς, μήτε κατακρίνεις κανένα δι' ό,τιδήποτε, και αν κάτι σου φανεί όχι καλόν. Άλλα νόμιζε τον εαυτόν σου αμαρτωλών και αδόκιμων εν όλο. Όταν θα έχεις χρείαν πράγματος τίνος από τον πρωεστώτα ή τους λοιπούς διωρισμένους προς τούτο πατέρας, τότε προσευχήσου πριν και διαλογίσου εντός σου αν είναι ωφέλιμο, και έπειτα ζήτησον. Όταν δεν θα σε κανονίσει, όπως θέλεις συ, μη πικρανθής, μήτε σκληρυνθής δια το ότι δεν έπραξαν κατά το θέλημα σου, —αν και σου φαίνηται καλόν, όπως το θέλεις συ—, αλλά πάρελθε με υπομονή και εκτέλεσον όλα με γαλήνη και αναμονή. Και εάν κατευθύνεσαι προς ευαρέστησιν του Θεού και προς σωτηρία της ψυχής σου, θα πληροφόρηση ό Θεός πάντως κάποιον αναλόγως προς την ανάγκην σου και θα δώσει και καιρόν και χείρα βοηθείας.
Έσο δε επιμελής εις την ακοήν των Θείων Γραφών και πότιζε την ψυχήν σου με τα λόγια των ωσάν με ύδωρ ζωής και επιδίωκε κατά δύναμιν να εφαρμόσεις αυτάς εν τη πράξει. Επίσης δε εις τους έχοντας γνώσιν των Θείων Γραφών και φρόνημα πνευματικό και πολιτεία μαρτυρουμένη εν αρεταίς, εις τους τοιούτους σπεύδε να υποταγής και να γίνεις μιμητής του βίου των. Έχε υπομονή εις τάς θλίψεις και προσεύχου υπέρ των λυπησάντων σε και έχε αυτούς ως εύεργέτας.
Και κατανόησον αυτό, το όποιον σου λέγω, το όποιον είναι το νόημα των Θείων Γραφών, αίτινες μας αναγγέλλουν την βουλήν της ευεργεσίας του Θεού, ότι οι άπ' αιώνος άγιοι ειργάσθησαν την δικαιοσύνην και έλαβον την επαγγελίαν, βαδίσαντες τάς οδούς των αρετών, και δεν υπέμειναν μόνον ανάγκες και θλίψεις, άλλ' ή τρίβος των οδήγησε και δια μέσου σταυρού και θανάτου. Και τούτο είναι σημείον της αγάπης του Θεού, όταν εις κάποιον προσφέρονται θλίψεις δια την εργασία της δικαιοσύνης. Και τούτο ονομάζεται δώρον του Θεού, όπως γράφει ό Απόστολος• «Τούτο ημίν εχαρίσθη από του Θεού, ου μόνον εις Χριστόν πιστεύειν, άλλα και το υπέρ Αυτού πάσχειν». Αυτό λοιπόν καθιστά τον άνθρωπον «κοινωνόν των παθημάτων του Χριστού» και όμοιο προς τους Αγίους, οίτινες υπέμειναν θλίψεις δια το όνομα Του. Και ό Θεός ευεργετεί τους αγαπώντας Αυτόν όχι κατ' άλλον τρόπον, μόνον στέλλει εις αυτούς πειρασμόν θλίψεων. Και εν τούτω διαφέρουν οί αγαπητοί του Θεού από τους λοιπούς• ότι αυτοί μεν ζουν εν θλίψεσι, οί δε αγαπόντες τον κόσμον τούτον ευφραίνονται εν τρυφη και αναπαύσει. Και αύτη είναι ή οδός της δικαιοσύνης —το να υπομένωμεν τους πειρασμούς των θλίψεων δια την ευσέβεια. Και κατευθύνων αυτούς εις την όδόν ταύτην, ό Θεός οδηγεί τους άθλητάς του εις την αίώνιον ζωήν, και δια τούτο πρέπει με χαράν να βαδίζωμεν άμωμος την όδόν ταύτην, πορευόμενοι εν ταίς εντολαίς του Κυρίου, ευχαριστούντες Αυτόν εξ όλης καρδίας ότι αγαπήσας ημάς μας έστειλε την Χάριν ταύτην, και αδιαλείπτως να προσευχώμεθα προς την Αγαθότητα Του, ενθυμούμενοι το τέλος της θλιβεράς ημών ζωής και την ατελεύτητον μακαριότητα του μέλλοντος αιώνος. Και ο Θεός θα παρηγόρηση την καρδίαν σου με πάσαν χαράν και παράκλησιν και θα σε φύλαξη εν τω φόβω Αυτού πρεσβείαις της πανάχραντου Θεοτόκου και πάντων των αγίων
Διά τον Κύριον εν ταίς προσευχές σου έχε αλησμόνητο και εμέ τον αμαρτωλό, όστις σου λέγω καλά, άλλα δεν τα πράττω, δια να με εξαγάγει ό Κύριος από τον κατακλυσμό των παθών και από τον βόρβορον των αμαρτημάτων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου