του Αντώνη Τριανταφύλλου Τις νομικές, εκκλησιαστικές, εκπαιδευτικές κοινωνικές, πολιτικές, αλλά και βαθιά φιλοσοφικές προεκτάσεις του ευαίσθητου και για την Ελληνική κοινωνία ζητήματος της ύπαρξης ή μη των θρησκευτικών συμβόλων στην εκπαίδευση διερεύνησε η πολύ ενδιαφέρουσα ανοιχτή εκδήλωση που πραγματοποίησε το απόγευμα της Τετάρτης το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου στην Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου. Αφορμή για την συζήτηση αποτέλεσε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Lautsi, πιο γνωστή ως «υπόθεση του εσταυρωμένου», η οποία, τους τελευταίους δύο μήνες, απασχολεί την Ιταλία και ολόκληρη την Ευρώπη.
Συντονιστής της εκδήλωσης ήταν ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Σωτηρέλης και ομιλητές κατά σειρά οι Νίκος Αλιβιζάτος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Σταύρος Γιαγκάζογλου Διδάκτορας Θεολογίας και Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ο καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών Ιωάννης Κονιδάρης, ο ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Α. – Ι. Δ. Μεταξάς και η διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου Αλκμήνη Φωτιάδου.
Ιστορική αναδρομή
Ο κ. Νίκος Αλιβιζάτος στη εισήγησή του ανέπτυξε μια πλήρη και παραστατική εικόνα της διεθνούς και ελληνικής νομολογίας που αφορά τα ζητήματα της διδασκαλίας των θρησκευτικών, τη συμμετοχή παιδιών με θρησκευτική ιδιαιτερότητα σε εκδηλώσεις θρησκευτικού περιεχομένου, αλλά και εν γένει της θρησκευτικής ελευθερίας, ενώ ανέλυσε και παρόμοιες υποθέσεις που απασχόλησαν ελληνικά δικαστήρια, ανατρέχοντας και στη δικαστική εξέλιξη του ζητήματος των ταυτοτήτων.
Στη συνέχεια το λόγο έλαβε ο κ. Σταύρος Γιαγκάζογλου, διδάκτωρ Θεολογίας και Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Αναφερόμενος στην υπόθεση Lautsi σημείωσε ότι στη γειτονική χώρα βρίσκεται σε εξέλιξη μια σοβαρή συζήτηση για το ζήτημα αυτό με το 84% της κοινής γνώμης να τάσσεται κατά της αποκαθήλωσης του εσταυρωμένου. Ποσοστό που δείχνει, όπως είπε, σχεδόν εθνική συσπείρωση.
Σημείωσε δε, ότι ακόμα και διανοούμενοι και μέλη της Ιταλικής Αριστεράς όπως η Αριστερή – μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας και Εβραία το θρήσκευμα, Νατάλια Γκίζμπουργκ, ήδη από το 1988, δήλωνε ότι «ο Εσταυρωμένος δεν προκαλεί κανενός είδους θρησκευτική διάκριση, αποτελώντας την εικόνα της Χριστιανικής επανάστασης, που διακίνησε στην ανθρωπότητα την ιδέα της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, λέγοντας ότι αυτά που ονομάζονται ανθρώπινα δικαιώματα κατά βάση εδράζονται και σε χριστιανικές αρχές, ιδέα που απουσίαζε μέχρι τότε από την Φιλοσοφία, καθώς κανείς μέχρι τη διδασκαλία του Χριστού είχε διατυπώσει την άποψη για τη ισότητα των ανθρώπων».
«Στο σχολείο δεν θέλουμε λευκές αίθουσες και λευκά κελιά»
Ο κ. Σταύρος Γιαγκάζογλου σε άλλο σημείο της ομιλίας έκανε λόγο για μια επισήμανση που έχει συζητηθεί και θα συνεχίσει να συζητιέται στην Ευρώπη αναφορικά με ένα βαθύ ψυχολογικό απωθημένο εναντίον του Χριστιανισμού, σύνδρομο που οφείλεται κατά βάση στο σχολαστικό Ρωμαιοκαθολικό Μεσαίωνα και στον Προτεσταντικό ηθικισμό και έχει ως αντίκτυπο τις πρόσφατες εξελίξεις στο ζήτημα των θρησκευτικών συμβόλων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μάλιστα, με τη ιδιότητα του εκπαιδευτικού σημείωσε ότι στην ελληνική πραγματικότητα ο ίδιος δεν διαπίστωσε να υπήρξε πρόβλημα από μαθητές για την ανάρτηση της εικόνας στις σχολικές αίθουσες αλλά από εκπαιδευτικούς. «Τα θρησκευτικά σύμβολα στην Ελλάδα αλλά και στον κόσμο» τόνισε «δεν περιορίζονται μόνο στις εικόνες, την ελληνική σημαία και το εθνόσημο αλλά και σε απλά και καθημερινά πράγματα όπως τα νοσοκομεία, τα φαρμακεία». Διερωτήθηκε μάλιστα «αν έχουμε ένα σχολείο που δεν είναι μόνο ορθόδοξοι τι μας απαγορεύει να αναρτήσουμε και ένα άλλο θρησκευτικό σύμβολο;». Και επισήμανε ότι «στο σχολείο δεν θέλουμε λευκές αίθουσες και λευκά κελιά. Το σχολείο έχει πολλαπλά προβλήματα και δεν είναι μείζον το ζήτημα των συμβόλων».
Ο Σταύρος Γιαγκάζογλου, καταθέτοντας την εκπαιδευτική του εμπειρία, τάχθηκε υπέρ της διαπολιτισμικής και διαθρησκειακής προσέγγισης και στο ζήτημα των Θρησκευτικών σημειώνοντας – από την πλευρά του εκπαιδευτικού και Συμβούλου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου – ότι ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών «αφενός μεν βλάπτει σοβαρά την Ορθόδοξη παράδοση που πάντοτε ήταν μια αγκαλιά που δεχόταν τους άλλους και από την ίδια την Ορθόδοξη Θεολογία που ανοίγει κανείς του ορίζοντές του προκειμένου να συναντηθεί με τους άλλους», φέροντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τον διαχριστιανικό διάλογο που πραγματοποιείται με το συντονισμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Για τη διευθέτηση του ζητήματος της διδασκαλίας πρότεινε μάλιστα, την αλλαγή του χαρακτήρα του μαθήματος από ομολογιακό σε ένα υποχρεωτικό μάθημα με δυο εκπαιδευτικούς κύκλους με πρώτο και βασικό τη γνωριμία με την Ορθόδοξη ελληνική παράδοση και στη συνέχεια τη γνωριμία και εκμάθηση των υπόλοιπων χριστιανικών δογμάτων αλλά και των άλλων θρησκειών.
«Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα»
Από τη δική του πλευρά ο έγκριτος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Κονιδάρης κατέθεσε μια πιο διασταλτική ερμηνεία για τα θρησκευτικά σύμβολα στο χώρο του σχολείου. «Τα θρησκευτικά σύμβολα» υποστήριξε «όπως τα καταλαβαίνω εγώ δεν είναι οι εικόνες αλλά το αν μπορεί το παιδάκι μου να πάει στο σχολείο φορώντας το σταυρό, ή το εβραιόπουλο να πάει με κρεμασμένο στο καπελάκι του το αστέρι του Δαυίδ ή ένας νεοτεριστής με ένα σκουλαρίκι σταυρό, ή κάποιο άλλο παιδί με ένα κομποσκοίνι – δώρο από ένα μοναστήρι – φορεμένο στο χέρι για να του δίνει δύναμη. Αυτά είναι θρησκευτικά σύμβολαη».
Τόνισε μάλιστα ότι «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα», προκαλώντας την παρέμβαση του συντονιστή της εκδήλωσης Γιώργου Σωτηρέλη που αναφέρθηκε στο διάλογο μεταξύ κυβέρνησης και Εκκλησίας για το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ των δυο κορυφαίων θεσμών.
Η απάντηση του κ. Κονιδάρη σε εκείνο το σημείο ήταν άμεση και αυστηρή. «Δεν έχω καμία ιδιότητα εκκλησιαστική» είπε και διευκρίνισε -απευθυνόμενος στο ακροατήριο- ότι «η Εκκλησία είναι δικό της θέμα να μιλάει για το θέμα των σχέσεών της με το κράτος». Σημείωσε, ωστόσο, ότι «Εκκλησία δεν είναι ο Αρχιεπίσκοπος. Ο Αρχιεπίσκοπος δεν είναι όργανο εκκλησιαστικό, η Εκκλησία είναι η Ιεραρχία». Μάλιστα, σχολιάζοντας τις πρόσφατες συναντήσεις του Αρχιεπισκόπου με τον πρωθυπουργό υποστήριξε με κριτική διάθεση ότι καλό θα ήταν να «συνέλθει η Ιεραρχία να αποφασίσει και η Ιεραρχία πρέπει να συνομιλεί με την κυβέρνηση», διότι όπως είπε, «αν γίνεται συνομιλία του πρωθυπουργού με τον Αρχιεπίσκοπο αυτό είναι παράνομο, αντικανονικό και αντισυνταγματικό, κατά τη γνώμη μου είναι δουλειές κάτω από το τραπέζι. Υπάρχει ώρα που πρέπει τα πράγματα να λέγονται με το όνομά τους».
Εν συνεχεία αναφέρθηκε και στο Ν. 1566/85 ο οποίος αναφέρει ότι στην εκπαίδευση οι μαθητές πρέπει να υποβοηθούνται για να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της Ορθόδοξης παράδοσης. Σημείωσε μάλιστα ότι εφόσον αυτή η διάταξη νόμου ισχύει, τότε αυτό σε συνδυασμό με το Σύνταγμα σημαίνει ότι η επικρατούσα Θρησκεία για την οποία γίνεται λόγος και στο Σύνταγμα έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία. «Δεν είναι απλώς η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών όπως βαυκαλιζόμαστε να λέμε διότι αυτό μας ακούγεται ως προοδευτικό» υποστήριξε σχολιάζοντας στη συνέχεια ότι «αν θέλουμε να είμαστε προοδευτικοί θα πρέπει να σπάσουμε αβγά για να κάνουμε ομελέτα».
Κατά την κρίση του κ. Κονιδάρη εκ μέρους της κυβέρνησης «χρειάζονται αποφάσεις και μέτρα όταν είναι επίκαιρα», καθώς «όταν αυτή τη στιγμή ως έθνος διερχόμεθα μια τραγική περίοδο της ιστορίας μας και δεν εννοώ μόνο κοινωνική ή οικονομική αλλά και αξιακή δεν υπάρχει λόγος να ανοίξουμε μια συζήτηση που θα διασπάσει την κοινωνική συνοχή». Διότι - συνέχισε ο καθηγητής Κονιδάρης- όποιοι νομίζουν ότι θα βρουν ένα Αρχιεπίσκοπο δουλικό έχουν πέσει έξω. Η Ιεραρχία δεν θα συναινέσει σε αυτά τα πειράματα, θα υπάρξει αντίδραση πρόσθεσε ο κ.Κονιδάρης. «Εγώ δεν συμμετέχω σε κανένα όργανο, δεν μπορώ να επηρεάσω καμία απόφαση αλλά είμαι βέβαιος ότι δεν είναι η κατάλληλη ώρα να ανοίξουμε τέτοια ζητήματα» συνέχισε.
Το λόγο στη συνέχεια έλαβαν ο ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Α. – Ι. Δ. Μεταξάς ο οποίος προχώρησε σε μια νομική ερμηνεία του περιεχομένου της απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Lautsi, συνδέοντάς τη με την ευρύτερη συζήτηση που αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το θέμα της εθνικής, κρατικής, αλλά και θρησκευτικής συνείδησης.
Τέλος, η Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου Αλκμήνη Φωτιάδου προσέφερε μια βαθιά νομική ανάλυση από τη πλευρά του Δημοσίου Δικαίου στην ετυμηγορία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων των Ανθρώπου.
πηγή:www.amen.gr
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου