Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο άγιος Πολύευκτος καταγόταν από την Μελιτινή της Μεσοποταμίας και έζησε την εποχή των σκληρών διωγμών κατά της Εκκλησίας, τον 3ο μ. Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Ουαλεριανός.
Ήταν αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού, αλλά παράλληλα ήταν και γενναίος στρατιώτης του Χριστού. Ομολόγησε με θάρρος και παρρησία την πίστη του και αρνήθηκε να πειθαρχήση στο αυτοκρατορικό στράτευμα και να προσφέρη θυσία στα άψυχα είδωλα. Εφάρμοζε στην ζωή του την εντολή του Θεού «Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσης και αυτώ μόνω λατρεύσης» και τον αποστολικό λόγο «πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Αυτό είχε σάν συνέπεια να συλληφθή και να βασανισθή σκληρά προκειμένου να αρνηθή την πίστη του και να θυσιάση στα είδωλα. Οι διώκτες της Εκκλησίας για να πετύχουν τον σκοπό τους, αλλά και γιατί δεν ήθελαν να θανατώσουν έναν τόσο γενναίο στρατιώτη, επιστράτευσαν όλα τα «μέσα» για να του αλλάξουν την γνώμη. Αφού προηγουμένως είχαν πέσει στο κενό οι συμβουλές του πενθερού του περί τυφλής υπακοής στο στράτευμα, ήλθε να τον μεταπείση η νεαρή σύζυγός του, η οποία έκλαιε απαρηγόρητα και τον ικέτευε να σώση με κάθε τρόπο την ζωή του και να μή την αφήση χήρα. Ο Πολύευκτος, που αγαπούσε αληθινά την σύζυγό του, της λέγει ότι δεν πρέπει να θελήση να έχη ως σύζυγο έναν εξωμότη και προδότη του Σωτήρα μας και Θεού μας.
Έδειξε θαυμαστή υπομονή σε όλους τούς πειρασμούς και στα φρικτά βασανιστήρια και παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του ζώντος Θεού μετά τον διά ξίφους αποκεφαλισμό του.
Σέ πολλά σημεία της θαυμαστής πολιτείας του αγίου Πολυεύκτου μπορεί να σταθή κανείς και να τα ερμηνεύση, εδώ όμως θα υπογραμμίσουμε δύο μόνον σημεία, τα οποία αξίζει να προσέξουμε ιδιαίτερα.
Πρώτον, το ότι έμεινε σταθερός στην ομολογία του και ακλόνητος μπροστά στο δίλημμα να πειθαρχήση στούς ανωτέρους του, και κυρίως το ότι δεν λύγισε μπροστά στον πόνο και τα δάκρυα της συζύγου του. Καί αυτό συνέβαινε, γιατί βίωνε την αληθινή αγάπη, η οποία δεν είναι ένα απλό συναίσθημα, αλλά καρπός θεοκοινωνίας. Η αγάπη στην αυθεντική της έκφραση δεν στοχεύει στην ικανοποίηση αρρωστημένων συναισθηματικών καταστάσεων, αλλά είναι στενά συνδεδεμένη με τον σταυρό και την θυσία. Όποιος αγαπά αληθινά σταυρώνεται καθημερινά και είναι έτοιμος να υποστή κάθε είδους θυσία για το αγαπώμενο πρόσωπο. Δέν αγαπά αληθινά αυτός που σκέπτεται μόνο τον εαυτό του αδιαφορώντας για τον άλλο και το αιώνιο μέλλον του. Όταν η σύζυγος του μάρτυρος του προτείνη να αρνηθή τον Χριστό προκειμένου να κερδίση μερικά χρόνια ζωής και αυτή να μή γίνη χήρα, στην πραγματικότητα σκέφτεται μόνο τον εαυτό της και σε εκείνον προτείνει ουσιαστικά τον θάνατο, γιατί πραγματική ζωή δεν είναι η βιολογική ύπαρξη, αλλά η κοινωνία με τον Θεό, που είναι η πηγή της ζωής. Ο βιολογικός θάνατος για τούς ανθρώπους του Θεού είναι κέρδος, γιατί τούς φέρνει πιό κοντά στον Χριστό.
Η αληθινή αγάπη δεν ζητεί «τα εαυτής». Ο ιερός Χρυσόστομος σε μιά ομιλία του που απευθύνεται σε πενθούντες, λέγει χαρακτηριστικά: «Άν ακούσης προσεκτικά τα λόγια μιάς χήρας που κλαίει πάνω από τον τάφο την στιγμή που εντιαφιάζεται ο σύζυγός της, θα διαπιστώσης από τα λεγόμενά της ότι δεν απευθύνεται στον άνδρα της, αλλά κάνει έναν μονόλογο και στην πραγματικότητα σκέφεται μόνον τον εαυτό της. Διότι λέγει: "πού με αφήνεις, τί θα απογίνω η έρημη, τί θα κάνω τώρα μόνη". Δέν λέγει πού πηγαίνεις; θα σωθής; θα πάς στον Παράδεισο;». Αυτό δεν είναι αληθινή αγάπη διότι συνδέεται με την φιλαυτία. Η αληθινή αγάπη είναι απαλλαγμένη από τα πάθη, είναι, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής «έκγονος απαθείας». Ο άγιος Πολύευκτος όταν απευθύνεται στην σύζυγό του και την παρακαλή να μή θέλη να έχη ως σύζυγο έναν εξωμότη και προδότη του Χριστού, εκείνη την ώρα αφήνει να φανή το μεγαλείο της αληθινής αγάπης, γιατί δεν σκέφτεται τον εαυτό του, αλλά εκείνη, για την οποία θα είναι μεγάλη τιμή και ευλογία το να είναι και να ονομάζεται σύζυγος μάρτυρος.
Δεύτερον, το ότι αντιμετώπιζε τις διάφορες δυσκολίες, τούς πειρασμούς, αλλά και τα φρικτά βασανιστήρια με αφάνταστη καρτερία και υπομονή. Αυτό βέβαια θεωρείται πολύ φυσικό για τον Πολύευκτο, όπως άλλωστε για όλους τούς Αγίους, αφού βίωνε την αληθινή αγάπη, η οποία «πάντα υπομένει» (Α' Κορ. ιγ', 8). Οι άγιοι ζούν την φυσική ζωή, η οποία δεν είναι η παραμονή έξω στο ύπαιθρο, αλλά η μεταμόρφωση των παθών που επιτυγχάνεται με την βίωση των εντολών του Χριστού. Βιώνουν την αυθεντική ζωή που έχει την δυνατότητα να υπερβαίνη τα κτιστά και αισθητά, και είναι πεπληρωμένοι από τον πλούτο των χαρισμάτων του Πνεύματος. Γι’ αυτό και δεν τούς στενοχωρεί η ακτημοσύνη και η φτώχεια, γιατί είναι ελεύθερη επιλογή τους και την θεωρούν ασφαλή περιουσία. Δέν δυσανασχετούν στον καύσωνα και δεν γκρινιάζουν στο ψύχος. Τά δέχονται όλα με αγαθό λογισμό δοξολογώντας τον Θεό και διατηρούν έτσι την ειρήνη της ψυχής τους, αλλά και χαίρονται πραγματικά την ζωή τους.
Σέ εμάς ίσως να φαίνονται παράξενα όλα αυτά, γιατί συνηθίσαμε να θεωρούμε ως φυσικό το παρά φύσιν. Μάθαμε να δουλεύουμε στα πάθη μας και δυστυχώς υφιστάμεθα την τυραννία των κτισμάτων. Από κύριοι της κτίσεως γίναμε δούλοι της και λατρεύουμε «την κτίσιν παρά το Κτίσαντα». Κάναμε την ζωή μας κόλαση. Όλα μάς φταίνε. Ο γείτονας, ο συνάδελφος, ο σύζυγος ή η σύζυγος, τα παιδιά, το κρύο τον χειμώνα, η ζέστη το καλοκαίρι. Διαμαρτυρόμαστε και γκρινιάζουμε για τα πάντα. Γίναμε μίζεροι, κακομοίρηδες, γκρινιάρηδες και δεν μπορούμε να χαρούμε αληθινά την ζωή μας.
Η βίωση της αυθεντικής ζωής, της ορθόδοξης εκκλησιαστικής βιοτής θα μάς βοηθήση στο να επανεύρουμε τον εαυτό μας, την χαμένη μας πνευματική αρχοντιά και στο να χαιρόμαστε αληθινά την ζωή μας.
πηγή:www.parembasis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου