Της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΚΟΚΚΟΤΑΚΗ
"Μόλις τέλειωσε ένας ακόμη δύσκολος ‘τοκετός’, κι εγώ, η ‘άσπλαχνη μητέρα’, δεν έχω ούτε καν το χρόνο να φροντίσω λίγο το νέο μου ‘δημιούργημα’. Το ‘σπαργανώνω’ βιαστικά και δρόμο, να προλάβω τους νέους του ‘γονείς’. Μια επώδυνη διαδικασία, που επαναλαμβάνεται τακτικά και αποτελεί τη δική μου πραγματικότητα εδώ και αρκετά χρόνια. Ως δημοσιογράφος καλείσαι να είσαι μέσα στην επικαιρότητα, γρήγορη, νευρώδης και βιαστική. Ως κοινωνική ανθρωπολόγος επιβάλλεται να είσαι μεθοδική και να εμβαθύνεις στα πρόσωπα ή τις καταστάσεις που εξετάζεις για να μπορέσεις να δεις πίσω από αυτές".
Το παραπάνω απόσπασμα «αλίευσα» από ένα παλιό άρθρο της υπογράφουσας με τίτλο «Δημοσιογράφος και κοινωνική ανθρωπολόγος: ευτυχής συγκερασμός» που είχε δημοσιευτεί πριν από 16 περίπου χρόνια στο «Ενημερωτικό Δελτίο» της Εταιρείας Κοινωνικών Ανθρωπολόγων (τεύχος 4, Μάρτιος 1994, Αθήνα, σελ. 3-4). Το άρθρο αυτό ανασύρθηκε από το αρχείο μου με αφορμή τη δημοσίευση στην επετηρίδα «Ελληνική Κοινωνία» του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Κοινωνίας της Ακαδημίας Αθηνών / ΚΕΕΚ (τόμος 8-9, Οκτώβριος 2009, Αθήνα, σελ. 489) της πρόσφατης ανθρωπολογικής μελέτης μου με τίτλο «Οι «Αλβανοί» των ΜΜΕ. Παρουσίαση των Αλβανών μεταναστών στον αθηναϊκό Τύπο» (σελ. 337-481), και κυρίως με αφορμή τη συνέντευξη Τύπου που το ΚΕΕΚ οργάνωσε πρόσφατα στην Αθήνα, προκειμένου να παρουσιάσει στους δημοσιογράφους τις δημοσιευμένες μελέτες στην επετηρίδα «Ελληνική Κοινωνία», μέσω και των τοποθετήσεων των συμμετεχόντων ερευνητών. Οι μελέτες, έξι τον αριθμό, κινούνται γύρω από το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης στην Ελλάδα και τον αντίκτυπό της στην ελληνική κοινωνία.
Δεν ξέρω ποιές ήταν οι δυσκολίες των άλλων συμμετεχόντων ερευνητών (που στο σύνολό τους σχεδόν προέρχονται από το χώρο της κοινωνιολογίας και της εκπαίδευσης και οι έρευνές τους αναφέρονται στη δεύτερη γενιά μεταναστών και αφορούν θέματα που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την εργασία) να κωδικοποιήσουν για ένα πλατύτερο κοινό την πεμπτουσία της επιστήμης τους πάνω στην οποία βασίστηκε η έρευνά τους, για μένα πάντως, ως κοινωνικής-πολιτισμικής ανθρωπολόγου, που ταυτόχρονα είμαι και δημοσιογράφος, αποδείχτηκε «πονοκέφαλος» για δύο κυρίως λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι η κοινωνική -πολιτισμική ανθρωπολογία που ερευνά τον άνθρωπο ως κοινωνικό ον, φορέα ποικίλων πολιτισμικών εκφάνσεων και ιδιαιτεροτήτων (σε αντίθετη με τη φυσική ανθρωπολογία που ερευνάει τον άνθρωπο ως βιολογικό ον) δεν έχει σαφή σύνορα ως επιστημονικός κλάδος. Κινείται στις διαχωριστικές γραμμές διαφόρων επιστημών, κι έχει βαθειές ρίζες τόσο στις κοινωνικές, όσο και στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Το ενδιαφέρον της ανθρωπολογίας για την κοινωνία και τις δομές της (βρετανική / ευρωπαϊκή παράδοση - εξού και ο διαδεδομένος, κυρίως στην Ευρώπη, όρος «κοινωνική ανθρωπολογία») την φέρει κοντά στην κοινωνιολογία, την ψυχολογία, τις πολιτικές και τις οικονομικές επιστήμες, ενώ το ενδιαφέρον της για τον άνθρωπο και την οικουμενική διάσταση της ανθρώπινης φύσης, η οποία και εκφράζεται μέσω της πολιτισμικής πολυμορφίας (αμερικανική παράδοση – εξού και ο διαδεδομένος, κυρίως στις ΗΠΑ, όρος «πολιτισμική ανθρωπολογία») φέρει την ανθρωπολογία κοντά στη φιλοσοφία, τη γλωσσολογία, την ιστορία των θρησκειών, την ιστορία της τέχνης και την ιστορία της λογοτεχνίας.
Ο δεύτερος λόγος του «πονοκέφαλου» μου εν όψει της προαναφερόμενης συνέντευξης Τύπου του ΚΕΕΚ και τις επί μέρους επιστημονικές τοποθέτησεις των συμμετεχόντων στην επετηρίδα «Ελληνική Κοινωνία» ερευνητών είναι ότι όντας η ίδια δημοσιογράφος γνωρίζω πολύ καλά ότι οι θεωρητικολογίες και οι εξειδικευμένες ορολογίες αποτελούν γράμμα κενό για τους δημοσιογράφους που ζητούν «εδώ» και «τώρα» (και καλά κάνουν) εκλαϊκευμένες απαντήσεις γύρω από τα επιστημονικά ζητήματα, αφού απευθύνονται σε ένα πλατύτερο κοινό. Το γεγονός μάλιστα ότι η δημοσιευθείσα στην επετηρίδα του ΚΕΕΚ μελέτη μου αφορά στην παρουσίαση των Αλβανών μεταναστών στον ελληνικό Τύπο, και μάλιστα ως των «Αλλων» της ελληνικής κοινωνίας, αποδείχτηκε ένας επιπρόσθετος λόγος αυτού του «πονοκεφάλου».
Εμείς οι δημοσιογράφοι παίζουμε, ως γνωστόν, ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Τι γίνεται όμως όταν οι δημοσιογραφικές μας τοποθετήσεις (που όλες βασίζονται στη δική μας, και κατά την άποψή μας αδιαμφισβήτητη, «αλήθεια», που τις περισσότερες φορές είναι και η «αλήθεια» της κοινωνικής πλειοψηφίας στην οποία και ανήκουμε σχεδόν στο σύνολό μας) στιγματίζουν πρόσωπα και πληθυσμιακές ομάδες με επακόλουθο τον αποκλεισμό τους από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η κοινωνική-πολιτισμική ανθρωπολογία μας μαθαίνει ακριβώς ότι οι «αλήθειες» αριθμούν όσο και τα ανθρώπινα όντα αυτού του πλανήτη, τοποθετώντας μάλιστα στο χάρτη των πεδίων της επιστημονικής έρευνας και τους ξεχασμένους και παρεξηγημένους «Άλλους» των ανθρωπίνων κοινωνιών, αφού «αφουγκράζεται» ως επιστήμη και τις δικές τους «αλήθειες», δίνοντας τους τον πρώτο λόγο.
Ανθρωπολογική σκέψη και οπτική
Ανάμεσα στις διάφορες ανθρωπολογικές προσεγγίσεις για το τι είναι η κοινωνική-πολιτισμική ανθρωπολογία και σε τι αυτή η επιστήμη αποσκοπεί, η προσέγγιση του Σουηδού ανθρωπολόγου Kaj Århem, πρύτανη του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας της Σχολής Παγκόσμιων Σπουδών του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ (Δυτική Σουηδία), είναι νομίζω χαρακτηριστική. Ο Kaj Århem ξεκινάει την προσέγγιση της ανθρωπολογικής επιστήμης (που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Τμήματος) με μια παραβολή της φυλής των Ινδιάνων Makuna του Αμαζονίου, την κοινωνία των οποίων και ερευνά, περιγράφοντας μάλιστα την ανθρωπολογία ως μια γήινη μορφή σαμανισμού! Οι Ινδιάνοι Makuna δεν έχουν πολιτικούς αρχηγούς και ο σαμάνος της φυλής, «ιαγουάρος» στη γλώσσα τους, παίζει ουσιαστικό πολιτικό ρόλο στην κοινωνία τους, λόγω της γνώσης και της σοφίας που του προσδίδεται.
Η πνευματική δύναμη του σαμάνου αντιστοιχεί στη σωματική δύναμη του ιαγουάρου, κι όπως ο ιαγουάρος έχει την ικανότητα να βλέπει τη νύχτα και να κινείται με άνεση τόσο στη στεριά όσο και στο νερό έτσι και ο σαμάνος έχει τη δυνατότητα, όταν πέφτει σε έκσταση, να κινείται με άνεση μεταξύ διαφορετικών κόσμων, «βλέποντας» πίσω από τα «αυτονόητα». Η δύναμη του σαμάνου έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι μπορεί να ταυτοποιηθεί με όλα τα όντα (κι όχι μόνον τον άνθρωπο) και τις δικές τους ξεχωριστές «πραγματικότητες». Βλέπει δηλαδή τον Κόσμο μέσα από τα δικά τους μάτια, και λόγω αυτής της ικανότητας να διεισδύει σε διαφορετικούς κόσμους και διαφορετικές «πραγματικότητες» μπορεί να συλλάβει την πολυμορφία –και την πολυγνωμία- του Κόσμου στο σύνολό τους. Μια σοφή στάση και ανοχή στο διαφορετικό των αυτόχθονων λαών από την οποία πολλά έχουν να διδαχθούν οι «πολιτισμένες» μας κοινωνίες, σε μια εποχή μάλιστα που η προστασία της φύσης από την ανθρώπινη παρέμβαση προβάλλει επιτακτικά.
Κάτι αντίστοιχο με το σαμάνο-ιαγουάρο, επιχειρούν και ο ανθρωπολόγοι, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών. Μελετώντας, ως «συμμετέχοντες παρατηρητές», τις «πραγματικότητες» των «Άλλων» (λαών, πολιτισμών, μειονοτήτων κ.λπ.) οι ανθρωπολόγοι μαθαίνουν να βλέπουν τη δική τους (ατομική και συλλογική) «πραγματικότητα», τη θεωρούμενη ως αυτονόητη, με νέα (κριτική) ματιά. Η ανθρωπολογία είναι δηλαδή ένας ιδιαίτερος τρόπος να προσεγγίσεις, να κατανοήσεις και να ερμηνεύσεις τον Κόσμο. Η ανθρωπολογική επιστήμη κινείται μάλιστα μεταξύ δύο πεδίων δράσης, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται.Το ένα πεδίο είναι «εξωστρεφές», αφού στοχεύει στην έρευνα και την καταγραφή όλων των πιθανών μορφών κοινωνιών και πολιτισμών, όχι μόνο στο λεγόμενο Τρίτο Κόσμο (όπου παραδοσιακά η ανθρωπολογία τοποθετούσε και το κέντρο βάρους), αλλά τελευταία και στο λεγόμενο Πρώτο Κόσμο. Το άλλο πεδίο δράσης είναι «εσωστρεφές», αφού μελετάει την ανθρώπινη υπόσταση μέσα σε αυτές τις διαφορετικές κοινωνίες και τους πολιτισμούς, προσπαθώντας να αποκαλύψει εκείνα τα πιστεύω που δημιουργούν στον άνθρωπο το αίσθημα της ταυτότητας, της συνέχειας και του νοήματος στη ζωή σε έναν μεταλλασόμενο κόσμο.
Η στροφή των ανθρωπολόγων στη μελέτη και των δυτικών κοινωνιών, απ’ τις οποίες προέρχονται οι περισσότεροι δεν σημαίνει ότι οι ανθρωπολόγοι μετατόπισαν και το κέντρο βάρους των ερευνητικών τους προτεραιοτήτων. Οι «Αλλοι», βλέπε: μεταναστευτικές, εθνοτικές και άλλες μειονότητες των δυτικών κοινωνιών, έρχονται πρώτοι στην ανθρωπολογική ατζέντα. Για να κατανοήσεις όμως τη θέση αυτών των μειονοτήτων στις δυτικές κοινωνίες, και τους τρόπους που οι πλειοψηφίες χρησιμοποιούν για να ορθώσουν τα τείχη του διαχωρισμού τους από τις μειοψηφίες, που οδηγούν στην ξενοφοβία και το ρατσισμό σε βάρος μεταναστών και μειονοτήτων, πρέπει να έχεις μια σφαιρική εικόνα. Να στρέψεις δηλαδή το ερευνητικό σου ενδιαφέρον και στις πλειοψηφίες, ιδίως εκείνες τις ομάδες της κάθε πλειοψηφίας που έχουν δύναμη και ασκούν εξουσία (περιθωριοποιώντας και αποκλείοντας), στις οποίες ανήκουν και τα ΜΜΕ (των ελληνικών συμπεριλαμβανομένων, που αποτελούν και το πεδίο έρευνας της μελέτης μου «Οι ‘Αλβανοί’ των ΜΜΕ»).
Ανθρωπολογία των ΜΜΕ
Τα επί μέρους θεματικά πεδία της ανθρωπολογικής έρευνας που καθορίζουν και το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί ο ανθρωπολόγος-ερευνητής είναι ποικίλα. Η στροφή μάλιστα της σημερινής ανθρωπολογίας στη μελέτη των σύνθετων κοινωνιών, όπως είναι οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση, και τη συνεχή διακίνηση της πληροφορίας, των ανθρώπων και των προϊόντων που αυτή συνεπάγεται, συντελεί στη δημιουργία νέων ερευνητικών πεδίων για τους ανθρωπολόγους. Η ανθρωπολογία των σύγχρονων πόλεων, η ανθρωπολογία της βίας και των συγκρούσεων, η ανθρωπολογία των ανθρωπίνων και κοινωνικών / πολιτισμικών δικαιωμάτων, η ανθρωπολογία της παγκοσμιοποίησης, προσεγγίσεις σε θέματα υπηκοότητας, αλλά και η ανθρωπολογία των ΜΜΕ αποτελούν τα κυριότερα πεδία που βρίσκονται σήμερα στην πρώτη γραμμή της διεθνούς ανθρωπολογίας. Θα σταθώ ιδιαίτερα στην ανθρωπολογία των ΜΜΕ, αφού αυτό είναι και το θεματικό πεδίο της μελέτη μου που αφορά στην παρουσίαση των Αλβανών μεταναστών από τον ημερήσιο αθηναϊκό Τύπο.
Η ανθρωπολογία των ΜΜΕ, που διδάσκεται στις περισσότερες ανθρωπολογικές σχολές των ευρωπαϊκών (και άλλων) πανεπιστημίων (στα οποία δεν περιλαμβάνονται το Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και το Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, που είναι ως γνωστό και τα δύο πιο συγκροτημένα ανθρωπολογικά τμήματα των ελληνικών ΑΕΙ), αποτελεί από το 2004 ιδιαίτερο πεδίο έρευνας και για την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση Κοινωνικών Ανθρωπολόγων. To Δίκτυο της Ανθρωπολογίας των ΜΜΕ της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης Κοινωνικών Ανθρωπολόγων, αποσκοπεί ακριβώς στην ανάπτυξη αυτού του νέου τομέα της ανθρωπολογικής έρευνας.
Ότι η ανθρωπολογική επιστήμη έχει επεκτείνει τα ερευνητικά της ενδιαφέρονται και στο πεδίο των ΜΜΕ δεν είναι απορίας άξιο, αν αναλογιστεί κανείς τον πρωτεύοντα ρόλο που παίζουν τα ΜΜΕ στις σύγχρονες κοινωνίες. Κοινός παρονομοστής για τους ανθρωπολόγους που ερευνούν την επίδραση των ΜΜΕ στις ζωές των ανθρώπων είναι η συνειδητοποίηση των πολιτισμικών παραμέτρων που διέπουν την πολυεπίπεδη δράση των ΜΜΕ σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Είναι πάντως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας, τμήμα του οποίου αποτελούν και τα ΜΜΕ, το έθνος συνεχίζει να αποτελεί διεθνώς ένα δυναμικό πλαίσιο αναφοράς για τα περισσότερα ΜΜΕ (συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών ΜΜΕ, όπως τεκμηριώνει και η μελέτη μου για την παρουσίαση των Αλβανών μεταναστών στον Αθηναϊκό Τύπο), ιδίως στις χώρες (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) όπου το έθνος-κράτος έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη δημιουργία των ΜΜΕ και τη θέσπιση των κανόνων που τα διέπουν.
Ανθρωπολογία
και «τέταρτη εξουσία»
Το πρόσφατο άνοιγμα της ανθρωπολογίας προς τα ΜΜΕ έχει διττό προσανατολισμό. Από τη μια πλευρά οι ανθρωπολόγοι προσεγγίζουν τα ΜΜΕ ως ένα πλούσιο πεδίο έρευνας και από την άλλη πλευρά αρχίζουν δειλά να συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση που γίνεται και στα ΜΜΕ γύρω από τα καυτά θέματα που απασχολούν σήμερα τις σύγχρονες κοινωνίες. ΄Ηρθε ως φαίνεται το πλήρωμα του χρόνου και για τους ανθρωπολόγους να «θυσιάσουν» στο βωμό της δημόσιας ενημέρωσης την «ουδετερότητα» του «καταγραφέα» και του «ερμηνευτή» των «πολιτισμών», τη στιγμή μάλιστα που πολλά από τα προβλήματα που ταλανίζουν την ανθρωπότητα συνδέονται σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό ακριβώς με αυτό τον κεντρικότατο ανθρωπολογικό όρο: τον «πολιτισμό». ΄Εναν όρο που στην ανθρωπολογική θεώρησή του αφορά στις ανθρώπινες στάσεις ζωής και κυρίως τις ιδέες που υποκινούν τις ανθρώπινες συμπεριφορές.
Η «κακοποίηση» του όρου «πολιτισμός», που πολιτικά συνήθως αντιμετωπίζεται ως ένα στατικό-μονολιθικό φαινόμενο και όχι ως ένα φαινόμενο διαρκώς μεταλλασσόμενο και προσαρμοζόμενο στις εκάστοτε συνθήκες, και η κατά το δοκούν χρήση του και από τα ΜΜΕ εξηγεί εν μέρει και την απροθυμία των ανθρωπολόγων να συμμετάσχουν στη δημόσια συζήτηση, συνεισφέροντας με τη γνώση τους στην κατανόηση των ανθρωπίνων στάσεων ζωής και συμπεριφορών. ΄Εχει μάλιστα προκύψει και ενδο-ανθρωπολογικός «πόλεμος» για το αν πρέπει να καταργηθεί ή όχι αυτός ο φορτισμένος (και γι’αυτό αμφιλεγόμενος) όρος του «πολιτισμού», καθώς και άλλοι παρεμφερείς όροι, όπως είναι για παράδειγμα ο όρος «εθνοτισμός», αφού συντελούν στο να χωρίζουν αντί να ενώνουν τους ανθρώπους.
Ο ενδο-ανθρωπολογικός «πολιτισμικός πόλεμος» εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης συζήτησης (και διχογνωμίας) στους κόλπους της ανθρωπολογικής κοινότητας, με αρκετούς ανθρωπολόγους (εκφραστές της λεγόμενης μεταμοντέρνας ανθρωπολογίας) να αμφισβητούν βασικούς πυλώνες της ανθρωπολογίας, ανάμεσα στους οποίους περίοπτη θέση κατέχει η ανθρωπολογική «ουδετερότητα» (διάβαζε «αντικειμενικότητα»).
Κανένας μας δεν είναι αντικειμενικός κριτής, λένε οι μεταμοντέρνοι ανθρωπολόγοι, όλοι κατανοούμε και ερμηνεύουμε τον περίγυρό μας με υποκειμενικά κριτήρια. Ο υποκειμενικός κριτής είναι επομένως κοινωνικά χρησιμότερος από τον ουδέτερο παρατηρητή, αφού δεν αντιπαρέρχεται τη δυνατότητα που έχει να συνεισφέρει με τη γνώση του στη δημιουργία ενός κόσμου πιο ανεκτικού στο «διαφορετικό» και το «ξένο».
Το ίδιο ισχύει και για τους δημοσιογράφους και τη δική τους «ουδετερότητα» και «αντικειμενικότητα» που επίσης βασίζεται σε υποκειμενικά κριτήρια ΄Αλλωστε η ανθρωπολογία και η δημοσιογραφία έχουν πολλά κοινά στοιχεία, όπως έχουν και πολλές διαφορές, οι οποίες αλληλοσυμπληρούμενες εμπλουτίζουν τους δύο κλάδους. Αυτή η αμφίδρομη σχέση και η δυνατότητα σύγκλισης αποτυπώνεται τόσο στη δημιουργία από πολλές ανθρωπολογικές σχολές των ευρωπαϊκών (και όχι μόνο) πανεπιστημίων (στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι ανθρωπολογικές σχολές των ελληνικών πανεπιστημίων, απ’ όσο τουλάχιστον έχει υποπέσει στη δική μου αντίληψη) ανεξάρτητων προγραμμάτων ανθρωπολογικών σπουδών που απευθύνονται αποκλειστικά σε επαγγελματίες δημοσιογράφους, όσο και στη στροφή των ανθρωπολόγων στις μεθόδους της ερευνητικής κυρίως δημοσιογραφίας (που αντλεί τις πληροφορίες της από ένα ευρύ και πολυεπίπεδο φάσμα πηγών), καθώς και στα διάφορα είδη της δημοσιογραφικής γραφής.
Ειδικότερα η «εκλαϊκευμένη» γραφή, που ακολουθεί τη δομή και του ρεπορτάζ, όχι μόνο διδάσκεται σε πολλές από τις ανθρωπολογικές σχολές του εξωτερικού, αλλά υιοθετείται σε όλο και περισσότερες ανθρωπολογικές μελέτες, δεδομένου ότι η «ακαδημαϊκότητα» (η δύσκαμπτη δηλαδή γλώσσα και οι δυσπρόσιτες-θολές έννοιες) δεν εγγυώνται απαραίτητα και την επιστημονική αξία ενός έργου.
Ωστόσο και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι παραδέχονται δημόσια ότι τα ανθρωπολογικά «γυαλιά» τους είναι απαραίτητα, γιατί κατανοώντας τους «Αλλους» κατανοούν καλύτερα εαυτούς. Γράφει για παράδειγμα στις 4 Δεκεμβρίου 2007 σε άρθρο του στην εφημερίδα Ουάσινγκτον Ποστ ο (βραβευμένος με Πούλιτζερ) Αμερικανός δημοσιογράφος Eugene Robinson, με αφορμή τη διεξαγωγή εκείνη την περίοδο της 106ης ετήσιας συνέλευσης της Αμερικανικής Ανθρωπολογικής ΄Ενωσης, την οποία και είχε παρακολουθήσει, μαζί με άλλους Αμερικανούς δημοσιογράφους. Τίτλος του άρθρου: «Εμείς οι παρανοϊκοί»!
«Φοβόμαστε ο ένας τον άλλον, φοβόμαστε τον υπόλοιπον Κόσμο, φοβόμαστε να αρρωστήσουμε, μας πανικοβάλλει ο θάνατος. Εάν όμως εμβαθύνουμε στις ανασφάλειες μας, αντιπαραβάλλοντας τες με τις ανασφάλειες του υπόλοιπου Κόσμου, ίσως καταφέρουμε να τις ελέγξουμε. Και πρέπει να το κάνουμε πριν είναι αργά. Πριν μετατρέψουμε το [αμερικανικό] έθνος σε απέραντο φρούριο παρανοϊκών, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η ζωή δεν είναι ρόδινη ούτε για κείνους που βρίσκονται εκτός των τειχών».
πηγή:www.avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου