Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Η προς Διόγνητον Επιστολ- μέρος 1


Ένα αρχαίο χριστιανικό κείμενο με συγρονη απήχηση

Ε­πει­δή βλέ­πω, έ­ξο­χώ­τα­τε Δι­ό­γνη­τε, ό­τι έ­χεις πά­ρα πο­λύ φρον­τί­δα να µ­ά­θης τη θε­ο­σέ­βεια των χρι­στια­νών και ζη­τας πλη­ρο­φο­ρί­ες ξε­κά­θα­ρες και για κά­θε ση­µ­εί­ο· της ζω­ης τους, σε τι Θε­ό πι­στεύ­ουν και πως η θρη­σκεί­α που έ­χουν τους κά­νει να πα­ρα­βλέ­πουν τον πα­ρόν­τα κό­σµ­ο ό­λοι και να κα­τα­φρο­νούν το θά­να­το και να θε­ω­ρουν α­νύ­παρ­κτους τους θε­ούς των ε­Ι­δω­λο­λα­τρών και να µ­ή φυ­λα­νε Ι­ου­δα­ϊ­κούς τύ­πους, Ε­πει­δή θέ­λεις να κα­τα­το­πι­σθής στα µ­υ­στι­κά της φι­λο­στορ­γί­ας που τρέ­φουν µ­ε­τα­ξύ τους και να έ­ξη­γή­σης πως συ­νέ­βη αύ­τή η και­νούρ­για τά­ξις αν­θρώ­πων, αύ­τή η και­νού­ρια ζω­ή να αν­θί­ση στην οι­κου­µ­έ­νη τώ­ρα µ­ό­λις και ό­χι πριν, δέ­χο­µ­αι εύ­χά­ρι­στα τη δί­ψα σου αύ­τή και ζη­τώ α­πό το Θε­ό, που χο­ρη­γεί σε µ­ας και το λό­γο και την α­κο­ή, να µ­ου δώ­ση τη χά­ρι να σου µ­ι­λή­σω κα­τά τέ­τοι­ο τρό­πο ω­στε να σε ι­δώ να α­να­νή­φης και να χα­ρώ πο­λύ πρώ­τος έ­γώ γι' αύ­τό.


Ε­λα, λοι­πόν, αφ ου κα­θα­ρί­σεις τη δι­ά­νοι­ά σου α­π' ό­λους τους µ­ο­λυ­σµ­ούς που τη µ­ό­λυ­ναν ε­ως τώ­ρα και τις α­πό­τη­λές συ­νή­θει­ες αφ ου πε­τά­ξης α­πό πά­νω σου, να γί­νης α­π' αύ­τή τη στι­γµ­ή και­νός άν­θρω­πος, προ­κει­µ­έ­νου να µ­α­θη­τεύ­σης, ό­πως κι' ο '­ί­διος το ό­µ­ο­λό­γη­σες, σε και­νού­ρια δι­δα­σκα­λί­α. Α­νοι­ξε τα µ­ά­τια της ψυ­χης σου για να ί­δης τι υ­πό­στα­σι έ­χουν και τι λο­γης εί­ναι οι θε­οί που πι­στεύ­ε­τε και προ­σκυ­νη­τε. Ά­πό τι εί­ναι κα­µ­ω­µ­ε­νοι; Ο ε­νας α­πό πέ­τρα, ό­µ­οι­α µ' ε­κεί­νες που πα­τα­µ­ε, ο άλ­λος α­πό χαλ­κό ό­χι κα­λύ­τε­ρον α­πό ε­κεί­νον που φτι­ά­χνου­µ­ε τα οί­κια­κά σκεύ­η, ο άλ­λος α­πό ξύ­λο που σα­πί­ζει αρ­γά η γρή­γο­ρα, ο άλ­λος α­πό α­ση­µ­ι που χρει­ά­ζε­ται άν­θρω­πο να το φυ­λά­η α­πό την κλο­πή, ο άλ­λος α­πό σί­δε­ρο που η σκου­ριά το τρώ­ει, ο άλ­λος α­πό ό­στρα­κο σε τί­πο­τε εύ­πρε­πέ­στε­ρο α­πό έ­κεί­να που χρη­σι­µ­ο­ποι­ούν­ται στις πο­τα­πό­τε­ρες α­νάγ­κες. "Ο­λοι αύ­τοί οι θε­οί εί­ναι φτι­α­γµ­έ­νοι α­πό φθαρ­τή ύ­λη. Το σί­δε­ρο και η φω­τιά τους έ­κα­µ­ε. V Αλ­λους ο γλύ­πτης, άλ­λους ο γύ­φτος, άλ­λους ο χρυ­σο­χό­ος, άλ­λους ο αγ­γει­ο­πλά­στης τους δη­µ­ι­ούρ­γη­σε. Πριν τους δου­λέ­ψουν τα χέ­ρια αύ­τών των τε­χνι­των και τους δώ­σουν µ­ορ­φή, τι ή­σαν; Και τα σκευ­ή που εί­ναι φτι­αγ­μέ­να ά­πό την ί­δια ύ­λη μ' αυ­τούς τους θε­ούς, αν τα ξα­να­χύ­σουν οι τε­χνί­τες δεν τα φτιά­χνουν κι αυ­τά θε­ούς; .Κι οι τω­ρι­νοί θε­οί δεν μπο­ρεί να γί­νουν στα χέ­ρια των ι­δι­ων τε­χνι­τών σκεύ­η οι­κια­κά; Οι θε­οί αυ­τοί δεν εί­ναι ό­λοι κου­φοί; Ο­λοι τυ­φλοί; Ο­λοι ά­ψυ­χοι; Ό­λοι α­ναί­σθη­τοι; Ο­λοι α­κί­νη­τοι; Ο­λοι φθαρ­τοί; Αυ­τά τα ξό­α­να τα ο­νο­μά­ζε­τε θε­ούς, τα υ­πη­ρε­τεί­τε ως δου­λοι, τα προ­σκυ­νεί­τε και τ' αν­τι­γρά­φε­τε στη ζω­ή σας. Μι­σεί­τε- τους χρι­στια­νούς, δι­ό­τι δεν τα πι­στεύ­ουν για θε­ούς. Κι ό­μως, σεις που θαρ­ρεί­τε ο­τι τα λα­τρεύ­ε­τε, τα κα­τα­φρο­νεί­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ά­πο τους χρι­στια­νούς. Τα χλευ­ά­ζε­τε και τα υ­βρί­ζε­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό μας, ό­ταν ό­σα ά­π' αυ­τά εί­ναι πέ­τρι­να και ό­στρά­κι­νά τ' α­φή­νε­τε α­φύ­λα­χτα κι ό­σα εί­ναι α­ση­μέ­νια η χρυ­σά τα δι­πλο­κλει­δώ­νε­τε και τους βά­ζε­τε νύ­χτα μέ­ρα φύ­λα­κες για να μη κλα­πούν. Και με τις τι­μές που τους προ­σφέ­ρε­τε, αν μεν αι­σθά­νον­ται, τα στε­νο­χω­ρεί­τε μάλ­λον πα­ρά τα ευ­χα­ρι­στεί­τε κι αν εί­ναι α­ναί­σθη­τα κυτ­τά­τε να τα ξυ­πνή­σε­τε με αί­μα­τα και κνί­σες. Ας τα υ­πο­μεί­νει κα­νείς α­πό σας κά­τι τέ­τοι­α, ας βά­λη τον ε­αυ­τό του στη θέ­ση ε­κεί­νων. Αλ­λά δεν θα βρε­θεί βέ­βαι­α άν­θρω­πος να ά­νε­χθή τέ­τοι­α τι­μω­ρί­α, δι­ό­τι έχει αίσθηση και λογικό. Ενώ η πέτρα την ανέχεται, επειδή είναι πράγμα αναίσθητο. Έτσι. λοιπόν, δεν υποτείνεσθε στην αίσθηση της πέτρας ούτε την αποδείχνετε. Για το ότι, λοιπόν, οι χριστιανοί δεν μπορούν να υποδουλωθούν σε τέτοιους θεούς πολλά άλλα θα είχα να πω. 'Αλλά μετά όσα είπα ήδη αν κανείς τα θεωρή λίγα, περιττεύει κάθε παρά πέρα λόγος.

Κατόπιν ποθείς διακαώς να μάθης, όπως νομίζω, γιατί οι χριστιανοί δεν θρησκεύονται όμοια με τους Ιουδαίους. Οι Ιουδαίοι, είναι αλήθεια, ότι δεν μετέχουν στην ίδια λατρεία που, προανέφερα. Σωστά ομολογούν κι αναγνωρίζουν ένα Θεό και Δεσπότη. Αλλά ομοιότροπα με τους ειδωλολάτρες του εκδηλώνουν τη λατρεία τους κι αυτό είναι η πλάνη τους. Οι εθνικοί με τις τιμές που προσφέρουν στ' αναίσθητα και κουφά είδωλα δείχνουν την αφροσύνη τους. Ανάλογη μωρία δείχνουν και οι ι­ου­δαί­οι ό­ταν προ­σφέ­ρουν τις ί­δι­ες τι­μές στον Θε­ό σαν να εί­χε α­νάγ­κη ά­π' αυ­τές. Δι­ό­τι ο ποι­ή­σας τον ου­ρα­νό και την γην και πάν­τα τα εν αύ­τοίς, αυ­τός που μας τα χο­ρη­γεί ό­λα ό­σα έ­χου­με α­νάγ­κη, τί­πο­τε δεν χρει­ά­ζε­ται ο ί­διος και ο ί­διος δί­νει ε­κεί­να που του προ­σφέ­ρουν οι πλα­νε­μέ­νοι ι­ου­δαί­οι. Του προ­σφέ­ρουν θυ­σί­ες μ' αί­μα και κνί­σα και ο­λο­καυ­τώ­μα­τα και θαρ­ρούν ό­τι έ­τσι τον γε­ραί­ρουν και τον τι­μούν, μοι­ά­ζον­τας α­κρι­βώς μ' ε­κεί­νους που δεί­χνουν την ί­δια προ­θυ­μί­α στ' ά­ψυ­χα εί­δω­λα. Οι μεν προ­σφέ­ρουν σε ψεύ­τι­κους θε­ούς, που δεν μπο­ρούν ν' α­πο­λαύ­σουν τα προ­σφε­ρό­με­να, οι δε προ­σφέ­ρουν στον Θε­ό πράγ­μα­τα που δεν τα έ­χει α­νάγ­κη, Εξ άλ­λου δεν νο­μί­ζω ό­τι πε­ρι­μέ­νεις α­πό μέ­να να μά­θης πό­σο κα­τα­γέ­λα­στα και τι­πο­τέ­νια πράγ­μα­τα εί­ναι η πε­ρί­φο­βη λε­πτο­λο­γί­α τους ως προς τα φα­γη­τά, η δει­σι­δαι­μο­νί­α τους για τα Σάβ­βα­τα, η α­λα­ζο­νεί­α της πε­ρι­το­μής, η ει­ρω­νεί­α της νη­στεί­ας, και νου­μη­νί­ας. Δεν εί­ναι α­σέ­βεια τά­χα να πα­ρα­δέ­χον­ται ά­π' ό­σα έ­χτι­σε ο Θε­ός για να τα χρη­σι­μο­ποι­ούν οι άν­θρω­ποι ο­ρι­σμέ­να ως κα­λά και ο­ρι­σμέ­να να μη τ' αγ­γί­ζουν καν ως ά­χρη­στα και πε­ριτ­τά; Πως δεν εί­ναι α­σέ­βεια να λέ­νε ό­τι τά­χα ο Θε­ός α­πα­γο­ρεύ­ει την α­γα­θο­ερ­γί­α κα­τά το Σάβ­βα­το ; Και πως να μη τους κα­τη­γο­ρή­σει κά­νεις ό­ταν πε­ρη­φα­νεύ­ον­ται για λί­γη κομ­μέ­νη σάρ­κα,, θε­ω­ρών­τας αυ­τό το πράγ­μα ως ση­μά­δι της ε­κλο­γής τους α­πό τό­νο; Και ό­ταν τους βλέ­πει κα­νείς να πα­ρα­φυ­λά­νε τ' ά­στρα και ο φεγ­γά­ρι για να ο­ρί­ζουν σύμ­φω­να με τις τρο­χι­ές των ου­ρα­νί­ων σω­μά­των τους μή­νες και τις μέ­ρες και να παίρ­νουν α­πό τη θεί­α οι­κο­νο­μί­α, που υ­πάρ­χει μέ­σα στη φέ­σι κι α­πό τις αλ­λα­γές των-ε­πο­χών αυ­θαί­ρε­τες δι­αι­ρέ­σεις σύμ­φω­νες με τις δι­α­θέ­σεις που έ­χουν κά­θε φο­ρά κι έ­τσι άλ­λο­τε να γι­ορ­τά­ζουν κι άλ­λο­τε να πεν­θούν, ποι­ος θα τα πη αυ­τά τα πράγ­μα­τα δείγ­μα­τα θε­ο­σέ­βειας κι χι α­φρο­σύ­νης; Νο­μί­ζω, λοι­πόν, ό­τι κα­τά­λα­βες αρ­κε­τά για­τί έ­χουν δί­κιο οι χρι­στια­νοί να στέ­κον­ται μα­κριά τό­σο α­πό την ει­δω­λο­λα­τρι­κή χον­τρο­κο­πιά και α­πά­τη σο και α­πό την πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νη και την α­λα­ζο­νεί­α των ι­ου­δαί­ων. "070 για το το μυ­στή­ριο της δι­κής τους θε­ο­σέ­βειας μη πε­ρι­μέ­νης να το μά­θης α­πό άν­θρω­πο. Δι­ό­τι οι χρι­στια­νοί ού­τε α­πό τον τό­πο που κα­τοι­κούν ού­τε ο τη γλώσ­σα που μι­λούν ού­τε α­πό την ε­ξω­τε­ρι­κή ζω­ή τους δι­α­κρί­νον­ται α­νά­με­σα στους αν­θρώ­πους. Ού­τε πό­λεις ι­δι­αί­τε­ρες έ­χουν ού­τε δι­ά­λε­κτο ξε­χω­ρι­στή ού­τε ζω­ή κά­νουν φαν­τα­χτε­ρή.. Η θρη­σκεί­α τους εί­ναι κά­τι που δεν το ε­πι­νό­η­σε αν­θρώ­πι­νο μυα­λό και δεν το κα­θί­δρυ­σε αν­θρώ­πι­νη φρον­τί­δα ού­τε αν­θρώ­πι­νη ι­δε­ο­λο­γί­α α­κο­λου­θούν ό­πως ο­ρι­σμέ­νοι φι­λο­σο­φο­ΰν­τες. Κα­τοι­κούν -σε πό­λεις ελ­λη­νι­κές και βάρ­βα­ρες, που έ­λα­χε δ κα­θέ­νας τους, α­κο­λου­θών­τας τις το­πι­κές συ­νή­θει­ες στα φο­ρέ­μα­τα και στο φα­γη­τό και στον υ­πό­λοι­πο βί­ο κι ό­μως η πο­λι­τεί­α τους φα­νε­ρώ­νε­ται θαυ­μα­στή και ο­μο­λο­γου­μέ­νως πα­ρά­δο­ξη. Πα­τρί­δα τους έ­χουν κι αυ­τοί έ­να ο­ρι­σμέ­νο τό­πο, αλ­λά ως πά­ροι­κοι. Με­τέ­χουν σε ό­λα ως πο­λί­ται και ό­λα τα υ­πο­μέ­νουν ως ξέ­νοι. Κά­θε ξέ­νος τό­πος εί­ναι πα­τρί­δα τους και κά­θε πα­τρί­δα τους ξέ­νος τό­πος. Παν­τρεύ­ον­ται ό­πως ό­λοι, κά­νουν παι­διά, αλ­λά δεν τ' ά­πο­ρί­χνουν. Κά­θον­ται σε κοι­νό τρα­πέ­ζι, άλ­λά δεν έ­χουν κοι­νή κοί­τη. Εν σ α ρ κ ι βρί­σκον­ται, άλ­λά ζουν ου κα­τά σάρ­κα. Στη γη περ­νούν τις μέ­ρες τους, άλ­λά στον ου­ρα­νό πο­λι­τεύ­ον­ται. Υ­πα­κού­ουν στους νό­μους του κρά­τους, άλ­λά με τη ζω­ή τους νι­κούν τους νό­μους. Α­γα­πούν ό­λους και ό­λοι τους κα­τα­δι­ώ­κουν. Δεν τους ξέ­ρουν και ό­μως τους κα­τα­δι­κά­ζουν τους θα­να­τώ­νουν και ζω­ο­πο­ούν­ται. Πτω­χεύ­ου­σι και πλου­τί­ζου­σι πολ­λούς. Α­πό ό­λα στε­ρούν­ται και ό­λα τα έ­χουν πε­ρίσ­σια. Ά­τι­μών­ται και η α­τι­μί­α τους δο­ξά­ζει. Βλα­σφη­μούν­ται και βγαί­νουν δι­και­ω­μέ­νοι. Λοι­δο­ρούν­ται και εύ­λο­γού­σιν. Υ­βρί­ζον­ται και τι­μούν. Ά­γα­θο­ποι­ούν και τι­μω­ρούν­ται ως κα­κο­ποι­οί. Τι­μω­ρούν­ται και χαί­ρουν ως ζω­ο­ποι­ού­με­νοι. Οι ι­ου­δαί­οι τους πο­λε­μούν ως αλ­λο­φύ­λους και οι εί­δω­λο­λά­τραι τους δι­ώ­κουν και ό­λοι αυ­τοί που τους μι­σούν δεν ξέ­ρουν την αι­τί­α της έ­χθρας τους.


Και για να το πού­με α­πλού­στε­ρα, ό,τι εί­ναι στο σώ­μα η ψυ­χή, αυ­τό εί­ναι στον κό­σμο οι χρι­στια­νοί. Εί­ναι α­πλω­μέ­νη σε ό­λα τα μέ­λη του σώ­μα­τος η ψυ­χή και οι χρι­στια­νοί εί­ναι κα­τά­σπαρ­τοι στην οι­κου­μέ­νη. Η ψυ­χή κα­τοι­κεί μέ­σα στο σώ­μα, άλ­λά δεν εί­ναι του σώ­μα­τος. Και οι χρι­στια­νοί κα­τοι­κούν μέ­σα στον κό­σμο, άλ­λά δεν εί­ναι του κό­σμου. Α­ό­ρα­τη η ψυ­χή, φρου­ρεί­ται μέ­σα στο ό­ρα­τό σώ­μα. Και οι χρι­στια­νοί, ξέ­ρου­με ό­λοι ο­τι βρί­σκον­ται μέ­σα στον κό­σμο, άλ­λά η θε­ο­σέ­βεια τους μέ­νει α­ό­ρα­τη. Μι­σεί την ψυ­χή η σάρ­κα και την πο­λε­μά ε­νώ σε τί­πο­τε δεν την α­δι­κεί η ψυ­χή, μό­νο και μό­νο δι­ό­τι την εμ­πο­δί­ζει να ρι­χθή στις η­δο­νές. Μι­σεί και τους χρι­στια­νούς ο κό­σμος ε­νώ σε τί­πο­τε οι χρι­στια­νοί δεν τον α­δι­κούν, μό­νο και μό­νο δι­ό­τι αν­τι­τάσ­σον­ται.. στις η­δο­νές. ' Η ψυ­χή α­γα­πά τη σάρ­κα και τα μέ­λη της που την μι­σούν. Και οι χρι­στια­νοί α­γα­πούν ε­κεί­νους ά­πό τους ο­ποί­ους μι­σούν­ται.


www.pigizois.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου