ΑΓΙΟΥ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Κανείς δεν μπορεί να φτάσει στα μέτρα της αγάπης για τον πλησίον, αν δεν ζήσει κρυφά, μέσα του, την ελπίδα του Θεού. Και δεν μπορούν να αγαπήσουν αληθινά τους ανθρώπους όσοι δίνουν την καρδιά τους σ’ αυτό τον εφήμερο κόσμο.
Όταν ένας άνθρωπος αποκτήσει την αληθινή αγάπη, τον ίδιο τον Θεό ντύνεται μαζί μ’ αυτήν. Είναι ανάγκη λοιπόν αυτός που απέκτησε το Θεό να πεισθεί ότι δεν μπορεί να αποκτήσει, μαζί με το Θεό, τίποτε που να μην είναι αναγκαίο, αλλά να αποδυθεί και το ίδιο του το σώμα, δηλαδή και αυτές τις μη αναγκαίες σωματικές αναπαύσεις.
Ένας άνθρωπος, που είναι ντυμένος, στο σώμα και στην ψυχή, με την κοσμική ματαιοδοξία και που ποθεί να απολαύσει τα αγαθά του κόσμου, δεν μπορεί να φορέσει τον Θεό –να γίνει θεοφόρος- μέχρι να τ’ αφήσει. Γιατί ο ίδιος ο Κύριος είπε ότι «όποιος δεν εγκαταλείψει όλα τα κοσμικά και δε μισήσει την κοσμική ζωή του, δεν μπορεί να γίνει μαθητής μου (Λουκ. 14, 26). Αν λοιπόν δεν μπορεί να γίνει μαθητής του, πως ο Κύριος θα κατοικήσει μέσα του;
Όταν έλθει κάποιος και σου ζητήσει αυτό που έχεις, μην πεις μέσα στην καρδιά σου ότι θα το κρατήσω αυτό για μένα, για να με αναπαύει, και ότι ο Θεός θα ικανοποιήσει την ανάγκη του αδελφού σου με άλλο τρόπο. Γιατί αυτά τα λόγια τα λένε οι άδικοι, που δε γνωρίζουν το Θεό.
Ο δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος την τιμή που έκανε ο ενδεής αδελφός του δεν την μεταβιβάζει σε άλλον, ούτε την ευκαιρία της ελεημοσύνης θα επιτρέψει στον εαυτό του να την χάσει. Ο φτωχός και ενδεής άνθρωπος λαμβάνει τα αναγκαία από το Θεό, διότι κανέναν δεν εγκαταλείπει ο Κύριος. Συ όμως, που θέλησες να αναπαύσεις τον εαυτό σου μάλλον παρά το φτωχό αδελφό σου, αποποιήθηκες την τιμή που σου έκανε ο Θεός και απομάκρυνες την χάρη του από σένα.
Όταν λοιπόν δώσεις ελεημοσύνη, να εφραίνεσαι και να πεις: Δόξα σοι ο Θεός, που με αξίωσες να βρω κάποιον να αναπαύσω. Όταν όμως δεν έχεις τι να δώσεις, μάλλον να χαρείς και να πεις ευχαριστώντας το Θεό: Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, που μου έδωσες αυτή τη χάρη και την τιμή να γίνω φτωχός για το όνομά σου, και που με αξίωσες να γευθώ τη θλίψη της σωματικής αδυναμίας και της φτώχειας, που όρισες στο στενό δρόμο των εντολών σου, όπως τη γεύθηκαν οι άγιοί σου, που περπάτησαν αυτό το δρόμο.
Η αγάπη είναι η βασιλεία, που μυστικά υπόσχεται ο Κύριος στους Αποστόλους ότι θα φάνε στη βασιλεία του. Διότι το «να τρώτε και να πίνετε στο δικό μου τραπέζι στη βασιλεία μου» (Λουκ. 22, 30) τι άλλο είναι παρά αγάπη;
Όποιος βρήκε την αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό κι από αυτό γίνεται αθάνατος (Ιω. 6, 58). Διότι «ο τρώγων από τον άρτο που εγώ θα του δώσω, ποτέ (εις τον αιώνα) δε θα πεθάνει».
Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος που τρώγει από τον άρτο της αγάπης, που είναι ο Ιησούς. Ότι, βέβαια, αυτός που τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ο απόστολος Ιωάννης, όταν λέγει ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (Α’ Ιω. 4, 8).
Όποιος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή, και σ’ αυτό το κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον οποίο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι.
Μη μισήσεις τον αμαρτωλό, γιατί όλοι είμαστε υπεύθυνοι για τις αμαρτίες μας. Και αν από θείο ζήλο κινείσαι εναντίον του, κλάψε μάλλον για λογαριασμό του.
Και γιατί να τον μισείς; Τις αμαρτίες του να μισήσεις και να ευχηθείς γι’ αυτόν, για να γίνεις όμοιος με τον Χριστό, ο οποίος δεν αγανακτούσε κατά των αμαρτωλών αλλά προσευχόταν γι’ αυτούς.
Αλλά και εμάς, για πολλά αμαρτήματα μας περιγελά και μας χλευάζει ο διάβολος. Γιατί λοιπόν να μισούμε τον άνθρωπο που ο διάβολος τον περιγελά όπως και εμάς;
Και γιατί, άνθρωπέ μου, μισείς τον αμαρτωλός μήπως τάχα είσαι δίκαιος εσύ; Και πού είναι η δικαιοσύνη σου, αφού δεν έχεις αγάπη; Γιατί δεν έκλαψες γι’ αυτόν, αλλά τον καταδιώκεις;
Μερικοί άνθρωποι εξαιτίας της ανοησίας τους οργίζονται εναντίον των αμαρτωλών, γιατί πιστεύουν ότι έχουν διάκριση να κρίνουν τα έργα τους.
Η αγάπη είναι καρπός προσευχής. Η αγάπη αρχίζει από τη θέα της (κατά την προσευχή) και οδηγεί το νου αχόρταγα στον πόθο της, όταν ο άνθρωπος κάνει υπομονή στην προσευχή χωρίς αμέλεια («ακηδία»), οπότε μόνο προσεύχεται μέσα σε σιωπηλά ενθυμήματα της διάνοιας με θεϊκή πύρωση και θέρμη.
Η αγάπη του Θεού έρχεται μέσα μας από τη συνομιλία μαζί του.
Από το βιβλίο «Του Οσίου Πατρός ημών Ισαάκ, Επισκόπου Νινευΐ, του Σύρου, Τα Ευρεσθέντα Ασκητικά», Λειψία 1770, Ανατυπούμενα επιμέλεια Ιωακείμ Σπετσιέρη, Ιερομονάχου, Αθήνα»
Επιμέλεια Θ.Π.
www.xfe.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου