Το νέο διεπιστημονικό πεδίο αιχμής, που βρίσκεται σε φάση ταχείας ανάπτυξης, μελετά ερωτήματα όπως το κατά πόσον και με ποιον τρόπο τα σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να επηρεάσουν και να αλλάξουν τη νευρωνική «καλωδίωση» του εγκεφάλου, ή το γιατί αρέσει τόσο πολύ στους ανθρώπους να διαβάζουν. Στην πρωτοπορία του νέου ρεύματος, σύμφωνα με τον βρετανικό «Observer», βρίσκεται η ερευνητική ομάδα Yale-Haskins Teagle Collegium, με επικεφαλής τον καθηγητή φιλολογίας του Πανεπιστημίου Γιέηλ Μάικλ Χόλκβιστ.
Η μικτή νευροεπιστημονική-φιλολογική ομάδα ετοιμάζει μέσα στο 2010 ένα πείραμα, στο οποίο μια ομάδα εθελοντών φοιτητών θα κληθούν να διαβάσουν μια σειρά από επιλεγμένα κείμενα (του Μαρσέλ Προυστ, της Βιρτζίνια Γουλφ, του Χένρι Τζέημς κ.ά.) και στη συνέχεια ο εγκέφαλός τους θα «σκαναριστεί» σε κάποιο νοσοκομειακό εργαστήριο για να «χαρτογραφηθούν» οι νευρολογικές επιπτώσεις της ανάγνωσης. Το πείραμα βασίζεται στην υπόθεση (που θα πρέπει να επιβεβαιωθεί με το πείραμα) ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος αντιδρά διαφορετικά στην «μεγάλη» λογοτεχνία σε σύγκριση με την ανάγνωση μιας απλής εφημερίδας ή των βιβλίων του «Χάρι Πότερ».
Η προσέγγιση αυτή ασφαλώς ξενίζει για έναν τομέα όπως η λογοτεχνία, που μέχρι τώρα ουσιαστικά έχει διατηρήσει το «άβατό» του και έχει κρατηθεί μακριά από τις εξελίξεις των θετικών επιστημών. Οι κατά καιρούς νέες θεωρίες στον χώρο της φιλολογίας (π.χ. μαρξιστική ή φεμινιστική κριτική, στρουκτουραλισμός ή μετα-στρουκτουραλισμός κ.ά.) έχουν προκύψει ως συνέπεια νέων θεωριών σε άλλες «μαλακές» κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες (Ψυχανάλυση, Ανθρωπολογία, Κοινωνιολογία, Οικονομία κ.λπ.), αλλά όχι στις «σκληρές» θετικές επιστήμες.
Τα λογοτεχνικά έργα έχουν αναλυθεί ως αυθυπόστατα κείμενα, ως φορείς φιλοσοφικών ιδεών, ως προϊόντα ιστορικών, οικονομικών, πολιτισμικών και άλλων συνθηκών, αλλά όχι από τη σκοπιά της βιολογίας και της χημείας του εγκεφάλου. Τώρα γίνεται αντιληπτό, τουλάχιστον σε μερικούς φιλολόγους, ότι η λογοτεχνία έχει τελικά τις ρίζες της σε αυτά που κάνει στον εγκέφαλό μας, ενώ ορισμένοι προχωρούν ένα βήμα παραπέρα, ελπίζοντας ότι θα ρίξουν φως στην εμπλοκή των γονιδίων στη λογοτεχνική παραγωγή.
Δεν λείπουν, πάντως, οι αντιδράσεις στην τάση να «ανακατευτεί» η επιστήμη στα χωράφια της Φιλολογίας. Μερικοί φιλόλογοι υποστηρίζουν ότι η λογοτεχνία ως δημιουργική εμπειρία είναι υπερβολικά εξατομικευμένη για να υπαχθεί στις γενικεύσεις της επιστημονικής μελέτης. Άλλοι, πάλι, φοβούνται ότι η «σκληρή» επιστήμη θα υποβαθμίσει την καλλιτεχνική και ποιητική διάσταση των ανθρωπιστικών μελετών. Επίσης, μερικοί επισημαίνουν ότι οι θετικές επιστήμες απλώς δεν έχουν αναπτυχθεί αρκετά, ώστε να χώσουν την «μύτη» τους σε πράγματα τόσο πολύπλοκα.
πηγή: ΑΠΕ
www.zougla.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου