Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Κύπρον ου μ' εθέσπισεν οικείν ... Η Αγαθή Ελένη


Στις 3 Νοεμβίου εορτή του αγίου Γεωργίου- ανακομιδή των λειψάνων του- ελειτουργήσαμε στην εκκλησία του Αγίου, στο παλαιό χωριό. Ήρθε μάλιστα και ο Δεσπότης μετά της συνοδείας του και εδόθη λαμπρότης στην εορτή. Ήρθε και η Ελένη, η αγαθή του χωριού και εκοινώνησε. Την εκρατούσε μπράτσο η εξαδέλφη της Αναστασία. Αυτή διατηρεί την ομορφιά της και σ΄αυτή την προγεροντική ηλικία. Τα μαύρα ακόμα μαλλιά της χωρισμένα σε δυο ζουλούφια πλαισιωμένα από το βυσσινί τσεμπέρι τονίζουν την ασπράδα του προσώπου της και τη λεπτότητα των χαρακτηριστικών του. Μαζί με το γλυκύ, καλοσυνάτο μειδίαμα αναδεικνύουν την Αναστασία ως μια ωραία γυναίκα του παλαιού καιρού.
Αυτή λοιπόν, η Αναστασία είναι κόρη του Μοδέστη, ο οποίος είχε αδελφή την Ευφημία, την γνωστή ως Στέλιαινα, καθότι γυναίκα του περιβόητου Στέλιου. Αυτοί ήσαν οι γονείς της εν λόγω Ελένης, η οποία έμεινε μονάχη τώρα και ουδένα στενότερο συγγενή έχει στον κόσμο παρά μόνο αυτήν τούτην την εξαδέλφη, την Αναστασία.
Τελευταία που έτυχε να συναντήσω στο δρόμο την Ελένη, στην ερώτηση μου τι κάμνει, αυτή απάντησε σε τραγικό ύφος σέρνοντας τη φωνή της κλαψουριστά: «Έμεινα μόνη μου και γέρημη μες στες στράτες...». Και μάληστα στις έρημες στράτες έρημου χωριού. Διότι τώρα πια το χωριό ολίγους αριθμεί κατοίκους και πολλά ερείπια, αφού είναι γνωστό πως μισοχάλασε στο σεισμό του '53 κι εκτίσθη καινούργιο χωριό πιο κάτω. Πριν όμως από το σεισμό ήτο ανθούσα κωμόπολη με παπάδες και δασκάλους, καφενεία και μπακάλικα, αρτοποιεία κι εργοστάσια κρασιού, σύλλογο, αστυνομία και δικαστήριο περιφερειακό.
Τότε και ο Στέλιος Μωησή, πατέρας της Ελένης, ήτο περίφημος καμηλιέρης στο χωριό. Διέθετε αρκετές καμήλες, ένα καραβάνι που έκαμνε εμπόριο και μεταφορές από Πάφο εις Μεσαορία και τ' αντίθετο. Επρόκοψε στο εμπόριο και με την πολιτικήν του και την λεϊκοσύνη του, διότι λέϊκα ομιλούσε πάντοτε, δηλαδή ελλαδίτικη προφορά, και μάλιστα της Αλεξάνδρειας. Εκεί έζησε αρκετά χρόνια χωρίς να προκόψει. Όταν επέστρεψε, παρ΄ εκτός που ομιλούσε λέϊκα, εφορούσε κουστούμι και γραβάτα. Γι΄αυτό ενυμφεύθη αρχόντισσα μα σύντομα η γυναίκα του αρρώστησε κι απέθανε. Δεν ήταν της τύχης του να μείνει στους αριστοκράτες. Σύντομα ξανανυμφεύθηκε την Ευφημία.
Η Ευφημία ήταν δυναμική γυναίκα και σκληρή, θρήσκα και δεισιδαίμων, αγύριστο καφάλι, μονότροπη κια μονόχνωτη που δεν σήκωνε την πολιτική και τους ψευτομουραφάδες του Στέλιου. Γι' αυτό και δύσκολα έκαμναν το καλό, συχνά εμάλλωναν. Ο Στέλιος ξεφυσούσε από το άχτι του κι έλεγε για τη γυναίκα του: «Είναι πατταλόμαλο», δηλαδή παλιοχώραφο. Κι έπερνε τες καμήλες του κι έφευγε σε ταξίδια που κρατούσαν μέρες κι έσβηνε ο θυμός του. Η δε Ευφημία κατέφευγε σε ξόρκια και διαβατικά.
Το χουζούρι του Στέλιου ήταν το πείσμα του, το γινάτι του. Να του το εδίδαξαν άραγε οι αγαπημένες του καμήλες; Λέγουν μάλιστα πως τις υπερέβαινε στην επιμονή, Κάποτε σε κάτι του έφταιξε μια καμήλα και για να την εκδικηθεί την εδάγκασε στα χείλη. Αυτή εσηκώθη πάνω και ο Στέλιος ευρέθη μετέωρος, αλλά επιμένοντας να κρατεί δαγκωμένη την καμήλα.
Όταν επέστρεφε από τα μακρινά του ταξίδια, εξαπολούσε τις καμήλες του να ξεκουραστούν και να βοσκήσουν. Αυτές έπερναν τες στράτες και τα χωράφια κι έτρωγαν ελεύθερα ότι έβρισκαν. Πολλές φορές έρχοντο παραπονημένοι οι χωριανοί: «κύριε Στέλιο, το και το, οι καμήλες σου μου χάλασαν το σιτάρι ή έφαγαν τα κουκιά...». Ο δε κύριος Στέλιος εσυνήθιζε ν΄απάντα σε όλους απαθώς: «Θα περάσωμε χωριανοί, θα περάσωμε!» Δηλαδή, όλοι θα βολευτούμε, όλοι θα διαβούμε. Μια φορά εσυμφήνησαν κάμποσοι χωριανοί και επήραν τα ζώα των όλα, πρόβατα και αίγες, βόδια και γαϊδούρια και τα έβαλαν στο μοναδικό σπαρμένο χωράφι του Στέλιου. Τα ζώα κατέφαγαν τα πάντα, δεν άφησαν ίχνος πράσινου χόρτου.
Όταν τα είδε η Ευφημία έτσι, ενόμισε ότι εδιάβησαν οι Σαρακηνοί από μέσα, και όταν το είπε στο Στέλιο, αυτός έγινε «Τούρκος». Επήγε στο καφενείο αμέσως. «Ρε χωριανοί, τι είναι τούτα που μου έκάματε;». Οι δε χωριανοί απαθώς απάντησαν: «θα περάσωμε κύριε Στέλιο, θα περάσωμε...».
Τότε ο κύριος Στέλιος αναφώνησε έξαλλος: «Έτσι πέρασμα να χέσω μέσα!». 'Εκτοτε ο λόγος αυτός έμεινε και λέγεται ως τη σήμερον σε ανάλογες περιστάσεις.
Ο Στέλιος και η Ευφημία απέκτησαν δυο κόρες, τη Θεοδώρα και την Ελένη. Η Θεοδώρα ήταν προκομμένη και κουμαντάρισσα. Είχε ραπτομηχανή και ήταν οικονομικά ανεξάρτητη. Υπανδρεύτηκε κι απέκτησε μια κόρη μα απέθανε λίγο μετά τη γέννα. Η Ελένη δεν είχε πρωτοβουλία, προσκολλήθηκε στη μάνα της και την ακολουθούσε όπου κι αν επήγαινε. Όπου εύρισκε καμιά γωνιά, καμιά σκιά η βολικό θάμνο έγερνε κι αποκοιμάτο. Η μάνα της συχνά την έχανε και εγύριζε από χωράφι σε χωράφι για να την εύρει.
Ακούγετο η φωνή της σε όλο το χωριό: «Ορή Ελένηηη... ορή Ελένηηη...». Και πραγματικά μόνο μια τόσο άγρια φωνή ημπορούσε να ξυπνήσει η κοιμωμένη Ελένη.
Τα λόγια της Ελένης ήταν λίγα. Όχι πως δεν ήξερε να μιλά μα εντρέπετο τον κόσμο κι εφοβάτο την αγριάδα και τον θυμό των ανθρώπων. Για αυτό επέλεξε την απομόνωση. Ομιλούσε μοναχή της κι έπλαθε τον δικό της κόσμο διατηρώντας απλώς ειρηνικές σχέσεις με τον κόσμο του χωριού.
Ο Στέλιος το είχε μεγάλο καημό που η μικρή του κόρη, αγαπημένη του, επήρε αυτό το μονοπάτι της απομόνωσης. Διότι και ένεκα τούτου κανένας γαμπρός δεν την εγύρευε. Ένα και ρό εσυνήθιζε να πηγαίνει στο καφενείο της ΣΕΚ (Συνομοσπονδία Εργαζομένων Κύπρου), στο χωριό. Εκεί όμως έπρεπε να είναι κανείς μέλος και να πληρώνει κάποιες εισφορές. Τον ανέχθησαν στην αρχή, μα κάποια μέρα η επιτροπή της συντεχνίας του είπε: «άκουσε κύριε Στέλιο, εδώ πληρώνουμε. Και στο κάτω- κάτω άμα γραφτείς και πλερώνεις τακτικά θα έχεις και περαιτέρω ευεργεσίες και οφέλη από τη ΣΕΚ. Τον επήρε το παράπονο και εσηκώθη πάνω και τους είπε: «Τι ΣΕΚ και ΣΤΕΚ και ΠΕΚ και οφέλη. Εμένα μπορείτε να μου παντρέψετε την Ελένη μου;».
Η ΣΕΚ όμως δεν ημπορούσε, μα ούτε και κανείς άλλος να αποκαταστήσει την κακόμοιρη Ελένη. Έτσι έμεινε μόνη της και γέρημη μες στες στράτες, όπως η ίδια λέγει. Ιδίως μετά τον θάνατο της δυναμικής μητέρας της. Την ενθυμούμαι ένα αέρα. Αυτή επλήρωσε για τα εγκαίνια της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, και άλλες δωρεές έκαμνε σε εκκλησίες. Ήταν μια ξερακιανή γριά με άσπρα μαλλιά που επετάγοντο από την μαντήλα της αχτένιστα. Είχε άγρια όψη και ακατάστατα κουρελιασμένα ενδύματα. Κρατούσε πάντα στο δεξί της χέρι μια μακριά βέργα και περπατούσε γρήγορα. Σε κάποια απόσταση πάντα την ακολουθούσε η Ελένη που είχε εντελώς το αντίθετο απ' αυτήν ύφος, ήταν ήρεμη και με αφελές μειδίαμα. Ήμουν μικρός, μαθητής στο γυμνάσιο, όταν η Ευφημία ήρθε στο σπίτι μας μια μέρα και μου παρήγγειλε να της κάμω μια εικόνα της Παναγίας. Της την ιστόρησα και την επήρε στην Τήνο, όπου επήγε προσκύνημα. Μετά από λίγο καιρό εκοιμήθη.
Η Ελένη πρέπει να εδυσκολεύτηκε πολύ τότε που εστερήθηκε την κραταιά προστασία της ισχυρής μητρός της. Μπορεί και να ένιωσε ανακούφιση. Ποιος ξέρει; Την επρόσεξα πάντως λίγα χρόνια μετά να κρατεί αυτή τη μεγάλη βέργα, χωρίς να τη χρειάζεται, έτσι απλώς ως σκήπτρο. Και κρατάει ακόμη ως τη σήμερον μαζί της πάντοτε αυτή τη βέργα. Διεπίστωσα όμως ότι δεν έχει μόνο μία. Μια μέρα που επήγα στο σπίτι της είδα σε μια γωνιά δεσμό από βέργες, τουλάχιστον εκατό. Όλες ίσιες, καθαρισμένες από τους ρόζους.
Να έγινε άραγε η βέργα σύμβολο εξουσίας για την φτωχήν Ελένη, ανεξαρτησίας, αυτοπεποίθησης και δυναμισμού;

Εσυναντούσα την Ελένη στο δρόμο συχνά ή στην εκκλησία και το καφενείο. Με πλησίαζε πάντα με οικειότητα. Αυτή πρώτη μ' εκαλούσε: «έλα πω σου» και με αφόπλιζε με το «αγαπώ σε πολλά, αγαπώ σε πολλά» που έλεγε κάθε τόσο στην κουβέντα ως ρεφρέν. Η κουβέντα της συνήθως ήταν μακρές προτάσεις χωρίς τελείες και δεν εκαταλάβαινα τίποτα απ' όσα έλεγε. Έτρωγε τις λέξεις, εμασούσε τις φράσεις, εκατάπινε τα νοήματα από τη βιασύνη της. Ήθελε να τα πει όλα, διότι κάποιος την άκουγε. Κάθε τόσο με ερωτούσε κάτι κι επειδή δεν καταλάβαινα έλεγα πάντα ναι. Εξάλου, δεν μου έδινε χρόνο για κάτι περισσότερο. Τάχα πως άκουγε για λίγο και αμέσως συνέχιζε παίρνοντας ύφος σοβαρό και στοχαστικό σαν να έλεγε κάτι πολύ ενδιαφέρον. Δεν σταματούσε από μόνη της όμως δεν αργούσε να της φωνάξει κάποιος: «Κανεί Ελένη». Εκαταλάβαινε την προσβολή, το θυμό, την παρατήρηση κι αποσύρετο.
Είχα για χρόνια την εντύπωση ότι δεν μπορεί να ομιλεί κανονικά. Όσες φορές όμως την άκουγα ευρισκόμασταν σε δημόσιους χώρους και εκινδύνευε πάντα από την επέμβαση των γνωστκών που της εθύμωναν.
Τελευταία έτυχε να πάω στο σπίτι της. Όταν πλησίασα την πόρτα την άκουσα να ομιλεί μόνη της πολύ καθαρά. Κοντοστάθηκα. Έλεγε διάφορα, ξεκαθάρισα το όνομα μαρία ή Μαρίνα. Όταν επμήκα- ήμουν με τα παιδιά- μας λέγει: «θωρείτε την κοπελούδα;». Της λέω ποιάν; Μου λέγει «να την εκει πάνω» και μου έδειχνε προς την οροφή. Όταν είδε που απορούσαμε άλλαξε κουβέντα. Ήταν χαρούμενη και ξεκούραστη, μιλούσε αργά κια καθαρά, λόγια μετριμένα. Όταν αναχωρήσαμε δεν εσηκώθηκε από τη θέση της και αφού κλείσαμε την πόρτα την ακούσαμε πάλι να μιλά. «Μαρίνα μου, ευκαριστώ σε, Μαρίνα μου, ευκαριστώ σε πολλά. Μαρίνα μου...».
Μια φορά που ήμασταν μόνοι μας μου είπε: «εκάψαν τα ρούχα μου, επετάξαν τα πράματα μου, ασπρίσαν το σπίτι μου...». Κατάλαβα πως ήρθαν από το Γραφείο Ευημερίας. Άλλη φορά πάλι μου λέγει: «ήρθαν στο σπίτι μου κάτι γυναίκες και είπαν πως θα γίνει παρουσία και θα λαωθεί ο κόσμος. Εφοήθηκεν η καρκιά μου που μέσα». Μου εθύμισε το ψαλμικό «η καρδία μου εταράχθη εν εμοί και δειλία θανάτου επέπεσεν επ' εμέ». Καημένη Ελένη, λέγω, πόσο σε βασανίζουμε εμείς οι λογικοί με τους παραλογισμούς μας.
Άλλη φορά την είδα να στέκεται για αρκετή ώρα έξω στο δρόμο κρατώντας στο ένα χέρι τη ράβδο και χειρονομώντας με το άλλο.
Ομιλούσε δε ακατάπαυστα, ήρεμα, σε χαμηλό τόνο, φιλικά με τη... Μαρίνα. Όταν πήγα κοντά της μου είπε: «θέλωμε να μας πάρεις κάπου...». Της λέγω ποιες; Μου λέγει: «εμένα και τη Μαρίνα. Δεν θωρείς την Μαρίνα;». Της λέω όχι. Μου λέει «καλά!» και συνέχισε να μιλά προς την Μαρίνα που υποτίθεται ήταν εκεί.
Άραγε, λέγω μέσα μου, ελυπήθηκε την απέραντη μοναξιά της η Αγία Μαρίνα και της κάμνει συντροφιά γιατί η φαντασία της φτωχής έπλασε μια Μαρίνα και την κουβαλεί μαζί της για να' χει κάποιον να του μιλά, κάποιον που να ακούγει; Όπως και να' χει το πράγμα εχάρηκα που την είδα του Αγίου Γεωργίου να μεταλαμβάνει χωρίς να κρατεί τη βέργα της, μόνο την εκρατούσε παραμάσχαλα η εξαδέλφη της, η Αναστασία.

Του Χαράλαμπου Επαμεινώνδα

noctoc-noctoc.blogspot.com/2010/04/blog-post_19.html


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου