Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Προς Διόγνητον Επιστολή μερος 2ο






Και για να το πού­με α­πλού­στε­ρα, ό,τι εί­ναι στο σώ­μα η ψυ­χή, αυ­τό εί­ναι στον κό­σμο οι χρι­στια­νοί. Εί­ναι α­πλω­μέ­νη σε ό­λα τα μέ­λη του σώ­μα­τος η ψυ­χή και οι χρι­στια­νοί εί­ναι κα­τά­σπαρ­τοι στην οι­κου­μέ­νη. Η ψυ­χή κα­τοι­κεί μέ­σα στο σώ­μα, άλ­λά δεν εί­ναι του σώ­μα­τος. Και οι χρι­στια­νοί κα­τοι­κούν μέ­σα στον κό­σμο, άλ­λά δεν εί­ναι του κό­σμου. Α­ό­ρα­τη η ψυ­χή, φρου­ρεί­ται μέ­σα στο ό­ρα­τό σώ­μα. Και οι χρι­στια­νοί, ξέ­ρου­με ό­λοι ο­τι βρί­σκον­ται μέ­σα στον κό­σμο, άλ­λά η θε­ο­σέ­βεια τους μέ­νει α­ό­ρα­τη. Μι­σεί την ψυ­χή η σάρ­κα και την πο­λε­μά ε­νώ σε τί­πο­τε δεν την α­δι­κεί η ψυ­χή, μό­νο και μό­νο δι­ό­τι την εμ­πο­δί­ζει να ρι­χθή στις η­δο­νές. Μι­σεί και τους χρι­στια­νούς ο κό­σμος ε­νώ σε τί­πο­τε οι χρι­στια­νοί δεν τον α­δι­κούν, μό­νο και μό­νο δι­ό­τι αν­τι­τάσ­σον­ται.. στις η­δο­νές. ' Η ψυ­χή α­γα­πά τη σάρ­κα και τα μέ­λη της που την μι­σούν. Και οι χρι­στια­νοί α­γα­πούν ε­κεί­νους ά­πό τους ο­ποί­ους μι­σούν­ται. Η ψυ­χή εί­ναι φυ­λα­κι­σμέ­νη στο σώ­μα, αλ­λά το συγ­κρα­τεί αυ­τή στη ζω­ή. Και οι χρι­στια­νοί εί­ναι δε­σμώ­τες του κό­σμου, αλ­λά ο κό­σμος ζη χά­ρι σ' αυ­τούς. Α­θά­να­τη εί­ναι η ψυ­χή και κα­τοι­κεί σε θνη­τό σκή­νω­μα. Και οι χρι­στια­νοί περ­νούν ,μέ­σα α­πό τη φθο­ρά κα­τευ­θυ­νό­με­νοι προς την ου­ρά­νια α­φθαρ­σί­α. Με νη­στεί­α και δί­ψα του σώ­μα­τος η ψυ­χή βελ­τι­ώ­νε­ται. Και οι χρι­στια­νοί τι­μω­ρού­με­νοι κα­θη­με­ρι­νά γί­νον­ται πε­ρισ­σό­τε­ροι. Δι­ό­τι ο Θε­ός τους κά­λε­σε σε ζω­ή, α­πό την ο­ποί­α τους εί­ναι α­δύ­να­το πια να πα­ραι­τη­θούν.

Δεν εί­ναι ε­πί­γει­ο, κα­θώς εί­πα, εύ­ρη­μα η πί­στις που τους
δό­θη­κε ού­τε βάλ­θη­καν να φυ­λά­νε θνη­τό ε­πι­νό­η­μα κι αν­θρώ­πι­νη θρη­σκεί­α. Αλ­λ' ο ί­διος α­λη­θι­νά ο παν­το­δύ­να­μος και κτί­στης των
πάν­των και α­ό­ρα­τος Θε­ός φύ­τε­ψε στις καρ­δι­ές των αν­θρώ­πων και καλ­λι­ερ­γεί την ου­ρά­νια α­λή­θεια και τον λό­γο τον ά­γιο και ά­χώ­ρε­το στον νου. Και δεν έ­στει­λε, ό­πως εί­ναι φυ­σι­κό να σκε­φθή κα­νείς, στους αν­θρώ­πους κά­ποι­ον υ­πη­ρέ­τη α­πό τις α­σώ­μα­τες δυ­νά­μεις, που δι­έ­πουν τα ε­πί­γεια και κρα­τούν την ου­ρά­νια τά­ξι, αλ­λά τον ί­διο τον τε­χνί­τη και δη­μι­ουρ­γό των πάν­των. Ε­κεί­νον για τον ό­ποι­ον και μέ­σω του ο­ποί­ου έ­κτι­σε το στε­ρέ­ω­μα και μάν­δρω­σε τη θά­λασ­σα με τις α­κρο­γι­α­λι­ές, του ο­ποί­ου τα μυ­στή­ρια φυ­λά­γον­ται πι­στά α­πό ό­λα τα στοι­χεί­α της φύ­σε­ως, α­πό τον ό­ποι­ον προ­στά­χθη­κε ο ή­λιος να α­κό­λου­θη τις τρο­χι­ές του, στον ό­ποι­ον πει­θαρ­χεί το φεγ­γά­ρι βγαί­νον­τας τις νύ­χτες, στον ο­ποί­ον υ­πα­κού­ουν τα ά­στρα α­κο­λου­θών­τας τον δρό­μο του φεγ­γα­ριού. Ε­κεί­νον, στον ο­ποί­ον και για τον ο­ποί­ον έ­χουν συναρμολογηθή τα πάντα και καθορισθή και ύποταχθή, οι ουρανοί και όσα είναι τους ουρανούς, η γη και όσα είναι στη γη, η θάλασσα και όσα είναι στη θάλασσα, η φωτιά, ο αέρας, η άβυσσος, όσα είναι σε ύψη, όσα είναι σε βάθη και όσα βρίσκονται ανάμεσα. Εκείνον έστειλε στους ανθρώπους. Και τον έστειλε τάχα, όπως είναι φυσικό να συλλογισθή κανείς, για να προξενήση έτσι φόβο, κατάπληξι και συμμάζεμα; Κάθε άλλο. "Ισα-ίσα με επιείκεια και πραότητα ο βασιλεύς έστειλε τον βασιλέα υιό του, τον έστειλε ως Θεό αλλά και ως άνθρωπο στους ανθρώπους, τον έστειλε ως σωτήρα, τον έστειλε για να πείση κι όχι να έκβιάση. Διότι η βία δεν ταιριάζει στον Θεό. Τον έστειλε για να καλέση, όχι για να καταδίωξη. Τον έστειλε από αγάπη κι όχι για να κρίνη. Θα τον ξαναστείλη για να κρίνη και τότε την παρουσία του ποιος θα την βαστάξη;...Δεν βλέπεις τους χριστιανούς να ρίχνονται στα θηρία για ν' αρνηθούν τον Κύριο και όμως να μη νικώνται; Δεν βλέπεις ότι όσο περισσότεροι τιμωρούνται, τόσο περισσότεροι γίνονται; Αυτά δεν είναι ανθρώπινα φαινόμενα. Αυτά εξηγούνται μονάχα με τη δύναμι του Θεού. Αυτά είναι φανερώματα της ίδιας του της παρουσίας.

Ποιος από τους ανθρώπους θα μπορούσε να γνωρίζη στο βάθος τι είναι δ Θεός, πριν δ Χριστός έλθη; παραδέχεσαι τα κούφια λόγια των σπουδαίων φιλοσόφων, που μοιάζουν με παραληρήματα, όταν άλλοι άπ' αυτούς είπαν ότι ο Θεός είναι πυρ (εκεί που θα πήγαιναν οι ίδιοι, αυτό το ώνόμασαν θεό), άλλοι νερό κι άλλοι διάφορα άλλα στοιχεία, τα όποια ακριβώς κτίσθηκαν άπό τον Θεό; Μα αν κάποια άπ' αυτές τις θεωρίες γίνη αποδεκτή, τότε με το ίδιο δικαίωμα μπορούμε να πούμε ότι είναι Θεός και ένα οποιοδήποτε άλλο κτίσμα. Άλλά, βέβαια, όλα αυτά είναι ταχυδακτυλουργίες και καμώματα απατεώνων θαυματοποιών. Κανείς άνθρωπος ούτε είδε ούτε γνώρισε τον Θεό, άλλ' ο Θεός ο ίδιος φανέρωσε τον εαυτό του. Και τον φανέρωσε δια της πίστεως. Μονάχα με την πίστι μας έχει δοθή ο τρόπος να βλέπουμε τον Θεό. Ο δεσπότης και δημιουργός των όλων Θεός, που έφτιαξε τα πάντα και τα ξεχώρισε σε είδη, δεν υπήρξε μόνο φιλάνθρωπος, άλλά και μακρόθυμος. Άλλά και ήταν ανέκαθεν τέτοιος και είναι και θα είναι χρηστός και αγαθός και ανόργιστος και αληθινός, και μόνος αγαθός είναι. Κι αφού εννόησε κάποια μεγάλη και α­νεί­πω­τη έν­νοι­α, την ανεκοίνωσε μονάχα στον υιό του. Και όσο διάστημα φύλαγε μέσα σε μυστήριο και κρατούσε κρυφή τη σοφή του απόφασι, φαινόταν πως αμελούσε και δεν φρόντιζε για μας. Μα όταν απεκάλυψε μέσω του αγαπητού του παιδιού και φανέρωσε εκείνα που είχε από την άρχή ετοιμασμένα, όλα μονομιάς μας τα χάρισε, δηλαδή και να μετέχουμε στις ευεργεσίες του και να δούμε και να εννοήσουμε εκείνα που κανείς έως τότε δεν είχε ούτε καν φαντασθή.

Ά­φού, λοι­πόν, εί­χε κα­τα­στρώ­σει το σχέ­διο της θεί­ας οι­κο­νο­μί­ας με τον υι­ό του, έ­ως χθες μας ά­φη­νε να παίρ­νου­με τον κα­τή­φο­ρο της α­πι­στί­ας, που τό­σο τον θέ­λα­με, πα­ρα­συρ­μέ­νοι α­πό η­δο­νές και ε­πι­θυ­μί­ες. Ο­χι βέ­βαι­α δι­ό­τι α­ρε­σκό­ταν στις α­μαρ­τί­ες μας, άλ­λά τις α­νε­χό­ταν.. Δεν συ­νευ­δο­κού­σε σ' ε­κεί­νη την ε­πο­χή της α­δι­κί­ας, αλ­λά δη­μι­ουρ­γού­σε την τωρινή εποχή της δικαιοσύνης, ώστε έχοντας άποδειχθή τον πρώτο καιρό άπό τα ίδια μας τα έργα ως ανάξιοι της ζωής, τώρα ν' αξιωθούμε τη χρηστότητα του Θεού κι άφου στον ίδιο τον εαυτό μας βεβαιωθούμε για το πόσο αδύνατο ήταν εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού, τώρα με τη δύναμι του Θεού να μπούμε σ' αυτή. Η αδικία μας είχε αποκορυφωθή και συμπληρωθή. Είχε γίνει κατάδηλο ότι το κατάντημα μας δεν μπορούσε να είναι άλλο από την κόλασι και τον θάνατο. Άλλά ήλθε η ώρα που ο Θεός είχε προορίσει για να φανέρωση τη χρηστότητα και τη δύναμί του (ω άπροσμέτρητη φιλανθρωπία και αγάπη του Θεού!. Δεν μας μίσησε, δεν μας άπεδοκίμασε, δεν μνη­σι­κά­κη­σε. Άλ­λά μα­κρο­θύ­μη­σε, α­νέ­χθη­κε και μέ­σα στο έ­λε­ος του ε­πω­μί­σθη­κε ο ί­διος τις α­μαρ­τί­ες μας, δί­νον­τας τον υι­ό του λύ­τρο για μας, τον ά­γιο υ­πέρ των ά­νό­μων, τον ά­κα­κο υ­πέρ των κα­κών, τον δί­και­ον υ­πέρ των α­δί­κων, τον ά­φθαρ­το υ­πέρ των φθαρ­τών, τον α­θά­να­το υ­πέρ των θνη­τών. Δι­ό­τι τι άλ­λο μπό­ρε­σε να κα­λύ­ψη τις α­μαρ­τί­ες μας πα­ρά η δι­και­ο­σύ­νη ε­κεί­νου; Πά­νω σε ποι­όν θα μπο­ρού­σα­με να δι­και­ω­θου­με ε­μείς οι ά­νο­μοι και α­σε­βείς πα­ρά μο­νά­χα πά­νω στον υι­ό του Θε­ού; Ω γλυ­κύ αν­τάλ­λαγ­μα, ω α­νε­ξι­χνί­α­στη δη­μι­ουρ­γί­α, ω α­προσ­δό­κη­τες ευ­ερ­γε­σί­ες! Η α­νο­μί­α των πολ­λών να κρυ­βή α­πό έ­να δί­και­ον, η δι­και­ο­σύ­νη ε­νός να δι­καί­ω­ση πολ­λούς α­νό­μους. Ά­φού μας έ­κα­νε ο Θε­ός να δού­με προ­τύ­τε­ρα πό­σο α­δύ­να­το στη φύ­σι μας ή­ταν να πε­τύ­χου­με τη ζω­ή και τώ­ρα μας χά­ρι­σε σω­τή­ρα που μπο­ρεί να μας λύ­τρω­ση όν­τας α­πο­λύ­τως α­δύ­να­το να σω­θού­με μό­νοι μας, και α­πό τα δύ­ο αυ­τά θέ­λη­σε να πι­στεύ­ου­με τη χρη­στό­τη­τα του και να τον α­να­γνω­ρί­ζου­με τρο­φέ­α, πα­τέ­ρα, δι­δά­σκα­λο, σύμ­βου­λο, ια­τρό, νο­υ, φως, τι­μή, δό­ξα, δύ­να­μι, ζω­ή, χω­ρίς να με­ρι­μνά­με για το τι θα ντυ­θού­με και τι θα φά­με.

Αυ­τή την πίστι αν ποθήσης και συ, θα απόκτησης πρώτα πρώτα την έπίγνωσι τοΰ πατρός. Διότι ο Θεός τους ανθρώπους αγάπησε, για τους όποιους έχτισε τον κόσμο, στους οποίους ύπέταξε όλα όσα είναι πάνω στη γη, στους οποίους έδωσε λόγο και. νου, στους οποίους μόνους αξίωσε να βλέπουν προς τα άνω, προς τον ίδιο, τους οποίους έπλασε από την ίδια του την εικόνα, προς: τους οποίους απέστειλε τον υιόν αυτού τον μονογενή, στους οποίους υποσχέθηκε την ου­ρά­νια βα­σι­λεί­α και θα τους τη χα­ρί­ση αν τον α­γα­πή­σουν. Ό­ταν πά­ρης ε­πί­γνω­σι ό­λων αυ­τών, δεν ξέ­ρεις τι χα­ρά θα νοι­ώ­σης. Και πως θ' ά­γα­πή­σης ε­κεί­νον που τό­σο σ' α­γά­πη­σε πριν ά­πό τους αι­ώ­νες; Άλ­λά α­γα­πών­τας τον θα γί­νης μι­μη­τής της χρη­στό­τη­τας του. Και μην α­πο­ρή­σης για το ό­τι ο άν­θρω­πος μπο­ρεί και γί­νε­ται μι­μη­τής του Θε­ού. Μπο­ρεί, δι­ό­τι θέ­λει ο Θε­ός. Δεν μι­μεί­ται τον Θε­ό ε­κεί­νος που κα­τα­δυ­να­στεύ­ει τους δι­πλα­νούς του, ε­κεί­νος που τους εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται,, ε­κεί­νος που πλου­τεί εις βά­ρος τους, ε­κεί­νος που τους πα­τεί με. το πέλ­μα του. "Ο­λα αυ­τά εί­ναι έ­ξω α­πό τη θεί­α με­γα­λει­ό­τη­τα. Άλ­λά μι­μη­τής το­υ Θε­ού εί­ναι ε­κεί­νος που ση­κώ­νει το βά­ρος του δι­πλα­νού του, που ευ­ερ­γε­τεί τους α­δυ­νά­τους, που παίρ­νον­τας α­πό τον Θε­ό χο­ρη­γεί σ' ό­σους έ­χουν α­νάγ­κη και γί­νε­ται σαν θε­ός των. Τό­τε θα δης, ε­νώ θα εί­σαι στη γη, τον Κύ­ριο του ού­ρα­νού, τό­τε θ' άρ­χί­σης να λα­λής τα μυ­στή­ρια του Θε­ού, τό­τε θ' ά­γα­πή­σης και θα θαυ­μά­σης αυ­τούς που τό­σα υ­πο­φέ­ρουν για να μη τον αρ­νη­θούν. Τό­τε θα κα­τα­λά­βης. την α­πά­τη και την πλά­νη του κό­σμου, ό­ταν νοι­ώ­σης την ου­ρά­νια ζω­ή, ό­ταν κα­τα­φρό­νη­σης τον φαι­νο­με­νι­κό ε­δώ κά­τω θά­να­το, ό­ταν φο­βη­θής τον πραγ­μα­τι­κό θά­να­το, που ε­πι­φυ­λάσ­σε­ται σ' όσους πρό­κει­ται να κα­τα­δι­κα­σθούν στο πυρ το αι­ώ­νιο, στη φω­τιά που έ­ως το τέλος θα καίη, εκείνους που θα της παραδοθούν. Τότε θα θαυμάσης αυτούς που υπομένουν για τη δικαιοσύνη το πρόσκαιρο πυρ και θα τους μακαρίσης, όταν καταλάβης εκείνο το πυρ τι πράγματι είναι.


www.pigizois.gr



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου