Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Ἡ θάλασσα




Καρκαβίτσας Ἀνδρέας.


Ὁ πατέρας μου - μύρο τό κῦμα πού τόν τύλιξε - δέν εἶχε σκοπό νά μέ κάμει ναυτικό. - Μακριά, ἔλεγε, μακριά, παιδί μου, ἀπ’ τ’ ἄτιμο στοιχειό! Δέν ἔχει πίστη, δέν ἔχει ἔλεος. Λάτρεψέ την ὅσο θές, δόξασέ την• ἐκείνη τό σκοπό της. Μήν κοιτᾶς πού χαμογελᾶ, πού σοῦ τάζει θησαυρούς. Ἀργά γρήγορα θά σοῦ σκάψει τό λάκκο ἤ θά σέ ρίξει πετσί καί κόκαλο, ἄχρηστο στόν κόσμο. Εἶπες θάλασσα, εἶπες γυναίκα, τό ἴδιο κάνει. Καί τά ἔλεγε αὐτά ἄνθρωπος πού ἔφαγε τή ζωή του στό καράβι, πού ὁ πατέρας, ὁ πάππος, ὁ πρόπαππος, ὅλοι ὡς τή ρίζα τῆς γενιᾶς ξεψύχησαν στό παλαμάρι. Μά δέν τά ἔλεγε μόνον αὐτός, ἀλλά κι οἱ ἄλλοι γέροντες τοῦ νησιοῦ, οἱ ἀπόμαχοι τῶν ἀρμένων τώρα, καί οἱ νιότεροι, πού εἶχαν ἀκόμη τούς κάλλους στά χέρια, ὅταν κάθιζαν στόν καφενέ νά ρουφήξουν τόν ναργιλέ, κουνοῦσαν τό κεφάλι καί στενάζοντας ἔλεγαν: - Ἡ θάλασσα δέν ἔχει πιά ψωμί. Ἄς εἶχα ἕνα κλῆμα στή στεριά καί μαύρη πέτρα νά ρίξω πίσω μου. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς πολλοί τους ὄχι κλῆμα, ἄλλα νησί ὁλάκερο μποροῦσαν ν’ ἀποχτήσουν μέ τά χρήματά τους. Μά ὅλα τά ἔριχναν στή θάλασσα. Παράβγαιναν ποιός νά χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιός νά πρωτογίνει καπετάνιος. Καί γὼ πού ἄκουα συχνά τά λόγια τους καί τά ἔβλεπα τόσο ἀσύμφωνα μέ τά ἔργα τους δέ μποροῦσα νά λύσω τό μυστήριο. Κάτι, ἔλεγα, θεϊκό ἐρχόταν κι ἔσερνε ὅλες ἐκεῖνες τίς ψυχές καί τίς γκρέμιζε ἄβουλες στά πέλαγα, ὅπως ὁ τρελοβοριᾶς τά στειρολίθαρα. Ἀλλά τό ἴδιο κάτι μ’ ἔσπρωχνε καί μένα ἐκεῖ. Ἀπό μικρός τήν ἀγαποῦσα τή θάλασσα. Τά πρῶτα βήματά μου νά εἰπεῖς, στό νερό τά ἔκαμα. Τό πρῶτο μου παιχνίδι ἦταν ἕνα κουτί ἀπό λουμίνια μ’ ἕνα ξυλάκι ὀρθό στή μέση γιά κατάρτι, μέ δύο κλωστές γιά παλαμάρια, ἕνα φύλλο χαρτί γιά πανάκι καί μέ τήν πύρινη φαντασία μου πού τό ἔκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πῆγα καί τό ἔριξα στή θάλασσα μέ καρδιοχτύπι. Ἄν θέλεις, ἤμουν καί γὼ ἐκεῖ μέσα. Μόλις ὅμως τό ἀπίθωσα, καί βούλιαξε στόν πάτο. Μά δέν ἄργησα νά κάμω ἄλλο μεγαλύτερο ἀπό σανίδια. Ὁ ταρσανάς γιά τοῦτο ἦταν στό λιμανάκι τοῦ Ἁϊ-Νικόλα. Τό ἔριξα στή θάλασσα καί τ’ ἀκολούθησα κολυμπώντας ὡς τήν ἐμπατή τοῦ λιμανιοῦ πού τό πῆρε τό ρέμα μακριά. Ἀργότερα ἔγινα πρῶτος στό κουπί, στό κολύμπι πρῶτος, τά λέπια μοῦ ἔλειπαν. - Μωρέ γειά σου, καί σύ θά μᾶς ντροπιάσεις ὅλους, ἔλεγαν οἱ γεροναῦτες, ὅταν μ’ ἔβλεπαν νά τσαλαβουτῶ σάν δέλφινας. Ἐγώ καμάρωνα καί πίστευα νά δείξω προφητικά τά λόγια τους. Τά βιβλία - πήγαινα στό Σχολαρχεῖο θυμοῦμαι - τά ἔκλεισα γιά πάντα. Τίποτα δέν ἔβρισκα μέσα νά συμφωνεῖ μέ τόν πόθο μου. Ἐνῶ ἐκεῖνα πού εἶχα γύρω μου, ψυχωμένα κι ἄψυχα, μοῦ ἔλεγαν μύρια. Οἱ ναῦτες μέ τά ἡλιοκαμένα τους πρόσωπα καί τά φανταχτερά τους ροῦχα• οἱ γέροντες μέ τά διηγήματά τους• τά ξύλα μέ τή χτυπητή κορμοστασιά, οἱ λυγερές μέ τά τραγούδια τους: Ὄμορφος πού ’ναι ὁ γεμιτζής, ὅταν βραχεῖ κι ἀλλάξει καί βάλει τ’ ἄσπρα ροῦχα του καί στό τιμόνι κάτσει. Τό ἄκουα ἀπό τήν κούνια μου κι ἔλεγα πώς ἦταν φωνή τοῦ νησιοῦ μας, πού παρακινοῦσε τούς ἄντρες στή θαλασσινή ζωή. Ἔλεγα πότε καί γὼ νά γίνω γεμιτζής καί νά κάτσω θαλασσοβρεμένος στό τιμόνι. Θά γινόμουν ὄμορφος τότε, παλλήκαρος σωστός, θά μέ καμάρωνε τό νησί, θά μέ ἀγαποῦσαν τά κορίτσια! Ναί• τήν ἀγαποῦσα τή θάλασσα! Τήν ἔβλεπα ν’ ἁπλώνεται ἀπ’ τ’ ἀκρωτήρι ὡς πέρα, πέρα μακριά, νά χάνεται στά οὐρανοθέμελα σάν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή καί πάσχιζα νά μάθω τό μυστικό της. Τήν ἔβλεπα, ὀργισμένη ἄλλοτε, νά δέρνει μέ ἀφρούς τ’ ἀκρογιάλι, νά καβαλικεύει τά χάλαρα, νά σκαλώνει στίς σπηλιές, νά βροντᾶ καί νά ἠχάει, λές καί ζητοῦσε νά φτάσει στήν καρδιά τῆς Γής γιά νά σβήσει τίς φωτιές της. Κι ἔτρεχα μεθυσμένος νά παίξω μαζί της, νά τή θυμώσω, νά τήν ἀναγκάσω νά μέ κυνηγήσει, νά νιώσω τόν ἀφρό της ἀπάνω μου, ὅπως πειράζουμε ἁλυσοδεμένα τ’ ἀγρίμια. Καί ὅταν ἔβλεπα καράβι νά σηκώνει τήν ἄγκυρα, νά βγαίνει ἀπό τό λιμάνι καί ν’ ἀρμενίζει στ’ ἀνοιχτά• ὅταν ἄκουα τίς φωνές τῶν ναυτῶν πού γύριζαν τόν ἀργάτη καί τά καταβοδώματα τῶν γυναικών, ἡ ψυχή μου πετοῦσε θλιβερό πουλάκι ἀπάνω του. Τά σταχτόμαυρα πανιά, τά ὁλοφούσκωτα• τά σχοινιά τά κοντυλογραμμένα• τά πόμολα πού ἄφηναν φωτεινή γραμμή ψηλά μ’ ἔκραζαν νά πάω μαζί τους, μοῦ ἔταζαν ἄλλους τόπους, ἀνθρώπους ἄλλους, πλούτη, χαρές, φιλιά. Καί νυχτοήμερα ἡ ψυχή μου κατάντησε ἄλλον πόθο νά μήν ἔχει παρά τό ταξίδι. Ἀκόμη καί τήν ὥρα πού ἐρχόταν πικρό χαμπέρι στό νησί καί ὁ πνιγμός πλάκωνε τίς ψυχές ὅλων καί χυνόταν βουβή ἡ θλίψη ἀπό τά ζαρωμένα μέτωπα ὡς τ’ ἄψυχα λιθάρια τῆς ἀκρογιαλιᾶς• ὅταν ἔβλεπα τά ὀρφανοπαίδια στούς δρόμους καί τίς γυναῖκες μαυροφόρες, ἀπαρηγόρητες τίς ἀρραβωνιαστικιές• ὅταν ἄκουγα νά διηγοῦνται ναυαγοί τό μαρτύριό τους, πεῖσμα μ’ ἐπίανε πού δέν ἤμουν καί γὼ μέσα• πεῖσμα καί σύγκρυο μαζί. Δέν κρατήθηκα περισσότερο. Ἔλειπε ὁ πατέρας μέ τή σκούνα στό ταξίδι. Μίσευε κι ὁ καπετάν Καλιγέρης, ὁ θεῖος μου, γιά τή Μαύρη θάλασσα. Τοῦ ἔπεσα στό λαιμό• τόν παρακάλεσε κι ἡ μάννα μου ἀπό φόβο μήν ἀρρωστήσω• μέ πῆρε μαζί του. - Θά σέ πάρω, μοῦ λέει, μά θά δουλέψεις• τό καράβι θέλει δουλειά. Δέν εἶναι ψαροτράτα νά ’χεις φαΐ καί ὕπνο. Τόν φοβόμουνα πάντα τό θεῖο μου. Ἦταν ἄγριος καί κακός σέ μένα, ὅπως καί στούς ναῦτες του. Κάλλιο σκλάβος στ’ Ἀλιτζέρι — παρά μέ τόν Καλιγέρη, ἔλεγαν γιά νά δείξουν τήν ἀπονιά του. Ὅ,τι παστό παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, ἀλεύρι πικρό, σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί - τεμπεσίρι, στήν ἀποθήκη τοῦ Καλιγέρη βρισκότανε. Κι ὁ λόγος του πάντα προσταγή, ἀγριοβλαστήμια καί βρισίδι. Μόνον ἀπελπισμένοι πήγαιναν στή δούλεψή του. Μά ὁ μαγνήτης πού ἔσερνε τήν ψυχή μου ἔκανε νά τά λησμονήσω ὅλα. Νά πατήσω μία στήν κουβέρτα, ἔλεγα, καί δουλειά ὅση θές. Ἀληθινά ρίχτηκα στή δουλειά μέ τά μοῦτρα. Ἔκαμα παιχνίδι τίς ἀνεμόσκαλες. Ὅσο ψηλότερα ἡ δουλειά, τόσο πρόθυμος ἐγώ. Μπορεῖ ὁ θεῖος μου νά ἤθελε νά παιδευτῶ ἀπό τήν ἀρχή γιά νά μετανιώσω. Ἀπό τήν πλύση τῆς κουβέρτας στό ξύσιμο• ἀπό τό ράψιμο τῶν πανιῶν στῶν σχοινιῶν τό πλέξιμο• ἀπό τό λύσιμο τῶν ἀρμένων στό δέσιμο. Τώρα στήν τρόμπα• τώρα στόν ἀργάτη• φόρτωμα - ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα, πρῶτος ἐγώ. Πρῶτος; Πρῶτος• τί μ’ ἔμελλε; Μοῦ ἔφτανε πώς ἀνέβαινα ψηλά στή σταύρωση κι ἔβλεπα κάτω τή θάλασσα νά σχίζεται καί νά πισωδρομεῖ ὑποταχτική μου. Τόν ἄλλον κόσμο, τούς στεριανούς, μέ θλίψη τούς ἔβλεπα. - Ψέ!... ἔλεγα μέ περιφρόνηση. Ζοῦνε τάχα κι ἐκεῖνοι!... Ἀπάνω στό μεθύσι μου ἀκούω τή φωνή τοῦ καπετάνιου νά βροντᾶ δίπλα μου: -Μάινα πανιά!... Μάινα καί στίγγα πανιά!... Τρόμαξα καί τρέχω πίσω ἀπό τούς ναῦτες. Πηδοῦν ἐκεῖνοι στούς φλόκους• κοντά καί γώ. Σκαρφαλώνουν στίς σταύρωσες, ἀπάνω καί γώ. Σέ πέντε λεπτά τό μπάρκο ἔμεινε ξυλάρμενο. Μά ὁ καπετάνιος δέν ἔπαυε νά φωνάζει, νά βρίζει καί νά βλαστημᾶ. Τόν κοιτάζω, ἀνάθεμα καί κατάλαβα τί ἔλεγε. -Μωρέ τί τρέχει; ρωτάω τό διπλανό μου, ἐκεῖ πού δέναμε τόν παπαφίγκο. - Ἡ τρόμπα, δέ βλέπεις; Ὁ σίφουνας! Σίφουνας! ἔφριξα. Ἀκουστά εἶχα τά θάματά του• πώς σαρώνει ὅτι λάχει στό διάβα του• σχίζει πανιά, ρίχνει κατάρτια, γονατίζει πλεούμενα. Τώρα τόν ἔβλεπα μέ τά μάτια μου. Δέν ἦταν ἕνας• ἦταν τρεῖς-τέσσερες. Οἱ δύο κατά τό Βατούμ• οἱ ἄλλοι δίπλα στ’ ἀνοιχτά. Κι ἐμπρός μας ὁ Καύκασος, σκουντούφλης, ἔδειχνε τά χαλαρόφραχτα περιγιάλια του. Ὁ οὐρανός συγνεφοσκεπασμένος, ἡ θάλασσα μαυριδερή μ’ ἕνα ἐλαφρό τρέμουλο, σάν νά εἶχε ἀνατριχίλα. Πρώτη φορά πού εἶδα φοβισμένη τή φιλενάδα μου. Ὁ ἕνας σίφουνας λιγνός, καμαρωτός σάν προβοσκίδα ἐλέφαντα, κρεμόταν στά νερά μαῦρος καί ἀκίνητος. Ὁ ἄλλος χοντρός, ὁλοίσος, κόπηκε ἄξαφνα στή μέση σάν καπνοκολώνα, σκόρπισε ἡ βάση του καί ἀπόμεινε γλωσσίδι κρεμάμενο ἀπό τά σύγνεφα. Εἶδα νά τεντώνει τό λαιμό του ἐδῶ καί κεῖ, νά κινεῖ τίς φοῦντες του σάν φιδόγλωσσες, λές καί ζητοῦσε κάτι στά νερά, καί ἄξαφνα νά κουλουριάζεται καί νά φωλιάζει στά σύσκοτα. Ὁ τρίτος ὅμως, σταχτόμαυρος, σάν κορμός λεύκας, ἀφοῦ ρούφηξε καί πρήσθηκε καλά, δραμπαλίστη καί βάδιζε καταπάνω μας. - Κάτου μωρέ! κάτου! ἀκούω τή φωνή ἀπό τό κάσαρο. Γυρίζω• οἱ ναῦτες εἶχαν κατεβεῖ. Ἐγώ, ἀγκαλιασμένος καλά στό κορζέτο, ξεχάστηκα κοιτάζοντας τό θάμα. Γλίστρησα δίπλα στόν καπετάνιο. Τόν βλέπω μέ μάτια γουρλωμένα νά κοιτάζει τό στοιχειό. Στό δεξί χέρι κρατοῦσε ἕνα μαυρομάνικο λάζο κι ἔστεκε πίσω στό πρυμιό κατάρτι, σάν νά τό ἔβανε μετερίζι. Κοντά ὁ ναύκληρος γέμιζε βιαστικά τό σκουριασμένο τρομπόνι καί γύρω οἱ ναῦτες κοίταζαν πότε τόν οὐρανό, πότε τή θάλασσα κερωμένοι. Ὁ σίφουνας ὡστόσο πλάκωνε φτεροπόδαρος, ρουφώντας τό νερό καί τινάζοντάς το στόν οὐρανό, μαύρη καταχνιά κι ἀντάρα. Τώρα ἔλεγες θά μᾶς γδύσει τό καράβι ἤ θά τό σηκώσει σύσκαρμο ψηλά. Ἔτσι ἔφτασε δύο ὀργιές μακριά μας. Ἔφεγγε ὁλοστρόγγυλος, ξανθοπράσινος, σάν καπνισμένο κρύσταλλο καί μέσα του ἀνεβοκατέβαινε τό ἔμβολο, λές καί ἤθελε νά σβήσει μεγάλη πυρκαγιά στά ἐπουράνια. - Βάρα! προστάζει ὁ καπετάνιος. Ὁ ναύκληρος ἀδειάζει ἀπάνω του τό τρομπόνι. Παλιόκαρφα, μολύβια, στουπιά, ὅλα χώνεψαν στά πλευρά του. Φάνηκε νά τρεμουλιάζει καί σταμάτησε. Δοκίμασε πάλι νά κινηθεῖ, ἔκαμε δύο κλωθογυρίσματα στόν τόπο καί στάθηκε πάλι σμίγοντας τή θάλασσα μέ τόν οὐρανό. - Δέν κάναμε τίποτα, εἶπε πικραμένος ὁ καπετάνιος στό ναύκληρο. - Τό βλέπω καί γώ. Κᾶνε τήν πεντάλφα, καπετάνιε, καί τό κρίμα τό παίρνω. - Θεέ μου, ἥμαρτον• ψιθύρισε ἀποφασιστικά ἐκεῖνος κάνοντας τό σταυρό του. Καί μέ τό λάζο χάραξε μία πεντάλφα ἀπάνω στό κατάρτι καί εἶπε τρεῖς φορές: - Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος. Καί κάρφωνε τό μαχαίρι στή μέση της πεντάλφας, σάν νά τό κάρφωνε στά σπλάχνα τοῦ θεριοῦ. Βρόντος ἀκούστηκε, λές κι ἔσκασε κανόνι καί μέγα κῦμα κύλησε ἐπάνω στό κατάστρωμα. Σύγκαιρα ὁ Καύκασος ἄστραψε καί βρυχηθεῖ τρανολάλητα, δρόλαπας ἐξέσπασε κι ἡ θάλασσα ἡ φοβισμένη ἄφρισε τώρα καί μανίασε ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τοῦ πόντου. - Ἴσια πανιά! πρόσταξε ὁ καπετάνιος γοργά. Τίς γάμπιες! τούς φλόκους! τά τρέγα!... Κατσάρετε τίς σκότες! Ἀνοίξαμε τά πανιά καί τό μπάρκο ἔπιασε πάλι τή γραμμή του. *** Τρεῖς βδομάδες ἀργότερα κατεβήκαμε στήν Πόλη φορτωμένοι. Ἐκεῖ ἔλαβα τό πρῶτο γράμμα τῆς μάνας μου. Πρῶτο γράμμα, πρῶτο μαχαίρι στήν καρδιά μου. «Παιδί μου, Γιάννη μου• ἔλεγε ἡ γριά. Ὅταν γυρίσεις πάλι στό νησί μέ τή βοήθεια τοῦ Ἁϊ-Νικόλα καί τήν εὐκή μου, δέ θά εἶσαι πιά καπετάνιου παιδί. Πάει ὁ πατέρας σου, ἡ ὄμορφη σκούνα πάει, πᾶνε οἱ δόξες μου! Τά ρούφηξε ὅλα ἡ Μαύρη Θάλασσα. Τώρα δέν ἔχεις τίποτε παρά τό χαμόσπιτο, ἐμένα τήν ἄφτουρη καί τό Θεό. Γειὰ στά χέρια σου! Δούλεψε, παιδί μου, καί τίμα τό θεῖο σου. Ἄν σοῦ μένει κάποτε ξεδούλειο, στέλνε το ν’ ἀνάβω τό καντήλι τοῦ Ἁγίου γιά τήν ψυχή τοῦ πατέρα σου». Σταύρωσα τά χέρια μου, κοίταξα μέ βουρκωμένα μάτια τή θάλασσα. Τά λόγια της γραφῆς μοῦ φάνηκαν ἀπόφωνο στά λόγια τοῦ πατέρα μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης καί τώρα ἡ χήρα του πρόσμενε τό δικό μου ξεδούλειο, γιά νά κάμει τά κόλλυβά του! Καί κείνου τό κορμί, τά σιδερένια μπράτσα ποιός ξέρει τάχα σέ τί χάλαρα δέρνονται, ποιός γλάρος τά πετσοκόβει, ποιό κύμα νά λευκαίνει τά ψηλόλιγνα κόκαλα! Ὠιμέ! Ἀνταμώσαμε γιά ὕστερη φορά μόλις μπῆκε στή Θεοδοσία. Καθώς μέ εἶδε ψηλά νά μαϊνάρω τόν τρίγγο, ἔκαμε τό σταυρό του κι ἔμεινε ἄφων’ ἄλαλος. - Τί τόν κοιτᾶς, καπετάν Ἀγγελή; τοῦ φωνάζει ὁ Καλιγέρης• δέν τόν ἀλλάζω μέ τόν καλύτερο ναύτη σου. Ἐγώ διπλοπαρακάλουν ν’ ἀνοίξει ἡ θάλασσα νά μέ καταπιεῖ. Ὅσο ἔνιωθα ἀπάνω μου τό βλέμμα του, ἡσυχία δέν ἔβρισκα. Ἔτρεχα βιαστικός, ἀπό τή μιὰ ἄκρη στήν ἄλλη, κατέβαινα στήν πλώρη, ἀνέβαινα στό κάσαρο, πέρναγα τίς στραλιέρες, ἔπιανα τόν ἀργάτη, δούλευα τήν τρόμπα. Ἐκεῖνος κατάλαβε πώς τά εἶχα σαστισμένα καί δέ σηκώθηκε ἀπό τή θέση του, μόνο μέ ἀκολουθοῦσε μέ βλέμμα παραπονιάρικο σά νά μ’ ἔβλεπε στό νεκροκρέβατο. Τήν ἄλλη μέρα μ’ ἔμπλεξε πού πήγαινα στήν πόλη. Μόλις τόν ἀγνάντεψα, θέλησα νά κρυφτῶ, ἀλλ’ ἀπό μακριά τόσο προσταχτικό ἦταν τό νόημά του, πού τά πόδια μου κόπηκαν. - Βρέ, παιδί μου, τί ἔπαθες; μοῦ λέει. Τό σκέφτηκες καλά τί θά κάμεις; Πρώτη φορά γνώρισα τή γλύκα τῆς φωνῆς του. Δέ σάστισα ὅμως. - Πατέρα, τοῦ εἶπα• τό σκέφτηκα. Κακό καί ψυχρό μπορεῖ νά εἶναι τό κίνημά μου, μά δέ δύναμαι νά κάμω ἀλλιῶς. Δέ μπορῶ νά ζήσω ἀλλιώτικα. Μέ κράζ’ ἡ θάλασσα. Μή θές νά μέ μποδίσεις. Ἄσε με κεῖ πού βρίσκομαι, γιατί θά πάρω τά μάτια μου καί δέ μέ ξαναβλέπεις. Ἔκαμε τό σταυρό του• στάθηκε λίγο, μέ κοίταξε κατάματα, κούνησε τό κεφάλι. - Καλά, παιδί μου, εἶπε• κᾶνε ὅτι σέ φωτίσει ὁ Θεός. Ἐγώ ἔκαμα τό χρέος μου. Οὔτε ἔξοδα λυπήθηκα οὔτε λόγια• θυμήσου το, νά μή μέ ἀναθεματᾶς ἀργότερα. Πήγαινε στήν εὐκή μου. Ὕστερή του εὐκή, πρώτη μου θλίψη. Ἡ θάλασσα στό πρῶτο μου ταξίδι πλήρωσε τήν ἀγάπη μου. Ἔμεινα πιά ἀναγκαστικός δουλευτής τοῦ καπετάν Καλιγέρη. Δουλευτής γιά τό ψωμάκι. Τό ψωμάκι τό δικό μου καί τῆς καπετάνισσας. Ἀλλά μέ ὅλη τή συμβουλή της οὔτε νά τιμήσω οὔτε νά δουλέψω μπόρεσα περισσότερο τό θεῖο μου. Ἄν εἶναι νά δουλέψω ναύτης, σκέφτηκα, δόξα σοι ὁ θεός, βρίσκονται κι ἄλλα καράβια. Ἀπό νά δέχομαι τίς βρισιές τοῦ συγγενῆ μου, καλύτερα ἑνός ξένου. Ἀποφάσισα στό πρῶτο λιμάνι νά ξεμπαρκάρω μέ τό καλό. - Μέ τό καλό, ἄσε καί νά ἰδεῖς• λέει ὁ καπετάν Καλιγέρης, ὅταν μάντεψε τό σκοπό μου. Πάω μία μέρα νά τοῦ ζητήσω λάδι γιά τό φαγί. - Δέν ἔχει, μοῦ λέει• τό τρώει κεῖνος πού κάθεται στό τιμόνι. Πάω δεύτερη• τό ἴδιο. Πάω τρίτη• πάλι τό ἴδιο. Φυλάω καί γὼ μία μέρα πού ἤμουν στό τιμόνι, παίρνω τόν Ἁϊ-Νικόλα, τόν δένω στό δοιάκι καί τό ἀφήνω μάρμαρο. Τό καράβι ἄρχισε νά γυρίζει σάν ἄμυαλο στή θάλασσα. - Μπρέ Γιάννη! φωνάζει ὁ καπετάνιος. Ποιόν ἄφηκες στό τιμόνι; - Ἐκεῖνον πού τρώει τό λάδι. Οἱ ναῦτες σκᾶνε τά γέλια. Θυμώνει. - Νά φύγεις! μοῦ λέει• γρήγορα τά ροῦχα σου κι ὄξω. - Νά φύγω• τό λογαριασμό. Μέ παίρνει στήν κάμαρα κι ἀρχίζει νά στρώνει τό λογαριασμό κατά τή συνήθειά του. - Τήν τάδε μέρα συμφωνήσαμε, τήν τάδε μπῆκες μέσα• τήν ἄλλη ἔφερες τά ροῦχα σου, τήν ἄλλη φύγαμε, τήν ἄλλη ἔπιασες δουλειά. Δέν εἶναι ἔτσι; Οὔτε πολλές οὔτε λίγες. Πέντε ἡμερῶν μισθό μοῦ ἔτρωγε. Πάλι καλά. - Ἔτσι, τοῦ ἀπάντησα. Καί βγῆκα μέ δύο σβάντσικες στή Μεσσήνα. Ἄρχισε τώρα ἡ ζωή τοῦ ναύτη μέ τά ὅλα της. Ζωή καί τάξη. Μερμήγκι σωστό. Μερμήγκι στή δουλειά, ποτέ ὅμως καί στό σύναγμα. Τί νά εὕρεις, τί νά συνάξεις; Μεροδούλι μεροφάι. Ἕνα ζευγάρι ποδήματα, ἕνας μισθός. Ἕνας μουσαμάς, ἄλλος μισθός. Ἕνα γλέντι στό Κεμέρ-Ἀλτί, ἄλλος. Ἕνας μήνας ἄδουλος, ἕξι χρέος. Σύρε νά κάμεις κομπόδεμα καί νά κυβερνήσεις σπίτι. Δόξα νά ἔχει ὁ Χάρος πού μοῦ τό ’κλεισε γρήγορα• πέθανε ἡ καπετάνισσα στό χρόνο ἀπάνω κι ἔτσι ξενοιάσαμε. Ἀπό καράβι σέ καράβι, ἀπό καπετάνιο σέ καπετάνιο, ἀπό ταξίδι σέ ταξίδι, δέκα χρόνια τά ἔκλεισα στή θάλασσα. Τά λόγια τοῦ πατέρα μου νυχτοήμερα στ’ αὐτιά μου. Μά τί τ’ ὄφελος; Βάρα τοῦ μαχαιριοῦ γροθιά. Ἄν εἶχα καί γὼ ἕνα κλῆμα στή στεριά, πέτρα μαύρη θά ἔριχνα. Μά ποῦ τό κλῆμα; Ἀπόφαση τό πῆρα. Ἤ τό κύμα θά μέ φάει ἤ θά μέ δώσει πετσί καί κόκαλο στόν κόσμο. Καλά λοιπόν• ζωή χαρισάμενη! Δουλειά καί γλέντι. Μήγαρις ἤμουν μοναχός; Ὅλος ὁ ναυτόκοσμος ἔτσι δέρνεται. Ἔκαμα σέ τόσα καράβια• εἶδα καί τούς ξένους, μά δέ ζήλεψα τήν τύχη τους. Παντοῦ ἴδια ἡ ζωή τοῦ ναύτη. Βρισιές ἀπό τόν καπετάνιο, ἀπό τόν φορτωτή καταφρόνια, φοβέρες ἀπό τή θάλασσα, σπρωξίματ’ ἀπό τή στεριά. Ὅπου καί νά γυρίσεις, στά κόντρα βρίσκεσαι. Μία φορά πού ἦρθα στόν Πειραιά μέ τήν ἐγγλέζικη φρεγάδα, εἶπα νά πάω στήν πατρίδα. Ἀπό τότε πού ἔφυγα μέ τόν καπετάν Καλιγέρη δέ γύρισα ποτέ. Ἡ τύχη μέ ἅρπαξε στά φτερά της καί μ’ ἔφερε σβούρα στή γῆ. Πῆγα, ἧβρα τό σπίτι χάρβαλο, τόν τάφο τῆς μάνας μου χορταριασμένο καί μία μικρούλα μου ἀγαπητικιά σωστή ἀντρογυναίκα. Ἔκαμα τρισάγιο τῆς μάνας μου, ἄναψα κερί στήν ψυχή τοῦ πατέρα μου, ἔριξα καί δύο ματιές στήν παλιά μου ἀγάπη. Στή δεύτερη ματιά ἀνατριχίασα. - Ποιός ξέρει, πικροσυλλογίστηκα, ποιός ξέρει ἄν ἄκουα τοῦ πατέρα μου τά λόγια, τάχα δέ θά ἤμουν σήμερα ὁ ἄντρας τῆς Μαριῶς; Ὁ πατέρας της, ὁ καπετάν Παράρης, ἦταν παλιός καραβοκύρης, συνομήλικος τοῦ δικοῦ μου. Στάθηκε τυχερός στή θάλασσα, τήν τρύγησε καλά, ἧβρε τήν περίσταση, πούλησε τό μπάρκο, ἀγόρασε χωράφια καί τά ἔκαμε περιβόλι. Μούντζωσε γιά πάντα τό ταξίδι. Τήν ἄλλη μέρα δέν ἔφυγα, ὅπως εἶχα σκοπό• οὔτε τήν ἄλλη. Οὔτε ἀποβδόμαδα. Δέν ξέρω τί μέ κράταγε κεῖ• δουλειά δέν εἶχα. Μά κάθε στιγμή στό νοῦ μου ἐρχόταν λυχνοσβήστης ὁ συλλογισμός: - Ἄν ἄκουα τοῦ πατέρα μου τά λόγια, τάχα δέ θά ἤμουνα σήμερα ὁ ἄντρας τῆς Μαριῶς; Κι ἔκοβα βόλτες κάτω ἀπό τό σπίτι της. Ἔπιανα κάθε κοντόβραδο τό δρόμο πού πήγαινε στό πηγάδι γιά νερό, νά πάρω μιὰ ματιά. Τί τά θές, τί τά γυρεύεις; Τήν ἀγάπησα τή Μαριῶ. Ὅταν τήν ἔβλεπα νά διαβαίνει χαμηλωθώρα, λεβεντοπερπάτητη, μέ στήθη μεστωμένα καί τά μαλλιά ἀνεμιστά στίς πλάτες, ποθοῦσα νά κολλήσω ἀπάνω της. Ὁ μαγνήτης πού μ’ ἔσυρε ἄπραγο παιδί στή θάλασσα, μ’ ἔσερνε τώρα στή γυναίκα. Μέ τό ἴδιο πάθος ρίχτηκα στ’ ἀχνάρια τῆς πεντάμορφης. Ἐκεῖ ἔβαλα προξενητή τόν καπετάν Καλιγέρη• ἐδῶ τή γριά Καλομοίρα. - Δέ φεύγω, ἄν δέν πάρω ἀπόκριση• συλλογίστηκα. Ἡ προξενήτρα τά κατάφερε μιὰ χαρά. Ζάχαρη ἔβαλε στά λόγια της καί πλάνεσε κορίτσι καί πατέρα εὐθύς. - Νά σοῦ εἰπῶ• μοῦ λέει ὁ καπετάν Παράρης ἕνα βράδυ παράμερα. Ὁ σκοπός σου καλός καί τίμιο τό φέρσιμό σου. Δέ θέλω καί καλύτερο νά μπάσω σπίτι μου παρά τό γιό τοῦ φίλου μου, τοῦ ἀδερφοῦ μου. Τό Μαριῶ εἶναι δικό σου• μέ μία συμφωνία. Θ’ ἀρνηθεῖς τή θάλασσα. Ἐκεῖνο πού ἔλεγε ὁ πατέρας σου τό λέω καί γώ. Δέν ἔχει πίστη, δέν ἔχει ἔλεος, θά τήν ἀφήσεις λοιπόν τή θάλασσα. - Μά τί νά κάμω; τοῦ εἶπα, πῶς θά ζήσω; Ξέρεις καλά πώς ἄλλη τέχνη δέν ἔμαθα. - Τό ξέρω. Μά τό Μαριῶ ἔχει τό δικό του. - Λοιπόν θά πάρω γυναίκα νά μέ τρέφει; - Ὄχι, δέ θά σέ τρέφει• μή θυμώνεις. Δέ θέλω νά σέ προσβάλω. Θά δουλέψεις• θά δουλέψετε κι οἱ δύο. Εἶναι τό περιβόλι, εἶναι τ’ ἀμπέλι, εἶναι τό χωράφι. Δουλευτάδες καρτεροῦν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς δέν ἤθελα καί τίποτε ἄλλο. Τή θάλασσα τήν ἀρνιόμουν καί τήν ἀπαρνιόμουν. Εἶχα καταντήσει σάν τόν Ἅϊ-Λιὰ πού πῆρε στόν ὦμο τό κουπί καί ἀνέβη στά βουνά, ζητώντας κατοικία ἐκεῖ πού οἱ ἄνθρωποι δέν ἤξεραν τ’ ὄνομά της. Παρόμοια καί γώ. Οὔτε τ’ ὄνομά της, οὔτε τό χρῶμα της. Τά κάλλη της δέν εἶχαν γιά μένα μυστικά, τά μάγια λύθηκαν. - Σύμφωνοι, τοῦ εἶπα• ἔχεις τό λόγο μου. *** Τρία χρόνια ἔκαμα μέ τό Μαριῶ ἀπάνω στό Τραπί, χωριό τοῦ πεθεροῦ μου• τρία χρόνια ζωή ἀληθινή. Ἔμαθα τήν ἀξίνα καί δούλευα μαζί της τό περιβόλι, τό ἀμπέλι, τό χωράφι. Πῶς πέρναε ὁ καιρός δέν τό κατάλαβα. Δουλειά κι ἀγάπη. Τώρα σκάφταμε, τώρα τρέχαμε κάτω ἀπό τίς κιτριές σάν πουλαράκια πρωτόβγαλτα. Ἔμαθα νά σκαλίζω τίς κιτριές, νά κλαδεύω τ’ ἀμπέλι, νά ὀργώνω τό χωράφι. Εἶχα πενήντα τάλιρα τό χρόνο ἀπό τό κίτρο, εἴκοσι ἀπό τό κρασί, ἀπό τό σιτάρι σαράντα• χωριστά ὁ σπόρος καί ἡ φάκνα τοῦ σπιτιοῦ. Πρώτη φορά εἶδα ζωντανή στά χέρια μου τήν πληρωμή. Τό ἄλαλο χῶμα ἔκανε χίλιους τρόπους, χρώματα, σχήματα, μυρουδιές, καρπούς καί ἄνθη γιά νά λαλήσει, «εὐχαριστῶ» νά μοῦ εἰπεῖ πού τό δούλευα. Ἄνοιγα τ’ ὄργωμα καί τ’ ὄργωμα ἔμενε στή θέση του, δεχότανε τό σπόρο, τόν ἔκρυβε ἀπό τά πετεινά, τόν ζέσταινε καί τόν νότιζε ὡς πού τόν ἔδειχνε πάλι στά μάτια μου ὁλόδροσο, χλωροπράσινο, χρυσαφένιο, σάν νά μοῦ ἔλεγε: Κοίτα πῶς τόν ἀνάστησα! Ἀλάφρωνα τό κλῆμα ἀπό τό βάρος του καί τό κλῆμα δακρύζοντας τιναζόταν χαρούμενο, τά μάτια του ἄνοιγε σάν πεταλούδα καί ἄξαφνα πρόβαινε σταφυλοφορτωμένο. Καθάριζα τήν κιτριά κι ἐκείνη βεργολυγερή, πανώρια, ψήλωνε φουντωτή καμαρωτή, μοῦ χάριζε ἴσκιο στά μεσημερινά κάματα καί ὕπνο ἀρωματισμένο τίς νύχτες• τό εἶναι μου ὅλο τό δρόσιζε μέ τόν χρυσόξανθο καρπό της. Ἄ! ὁ Θεός εὐλόγησε τή Γῆ πού τῆς ἔδωκε αἴσθημα. Ὄχι ἐκεῖνο τό ἀναίσθητο στοιχειό πού τό ἀποβλακώνεις καί τρέχει νά σβήσει τ’ ἀχνάρι σου• τό καλοπιάνεις, τό παινεύεις, τό τραγουδᾶς καί κεῖνο σέ σπρώχνει σά νά σοῦ λέει «τί θές ἐδῶ!» καί βρυχιέται νά σοῦ ἀνοίξει τό λάκκο. Ὁ Κάης, θαλασσινός ἔπρεπε νά πάει ἔπειτ’ ἀπό τό κακούργημα. Κάθε ἡλιοβασίλεμα ἀνεβαίναμε στό χωριό. Ἐμπρός ἐκείνη μέ τά κατσικάκια κουδουνοστόλιστα καί παιγνιδιάρικα• πίσω ἐγώ μέ τήν ἀξίνα στόν ὦμο καί τή μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Ἄναβε τή φωτιά τό Μαριῶ νά ἑτοιμάσει τό δεῖπνο μας. Ἄναβα καί γὼ τήν πίπα μου στό κατώφλι ξαπλωμένος, ἀνάμεσα στό ξανθό ἁγιόκλημα πού σκάλωνε στούς τοίχους, δίπλα στούς βασιλικούς, τούς δυόσμους, τίς μαντζουράνες πού δέν ζητοῦσαν παρά λίγο σκάλισμα, κόμπο νεράκι γιά νά μᾶς λούσουν μέ μόσκους. - Καλησπέρα. - Καλή σου ’σπέρα. - Καληνύχτα. - Καλό ξημέρωμα. Ἄλλαζα καρδιοστάλαχτες εὐχές μέ τούς συντοπίτες μου. Δέν κοίταζα πιά τόν οὐρανό, δέν ’ξέταζα τοῦ φεγγαριοῦ τή θέση, τό τρεμολάμπημα τῶν ἄστρων, τοῦ ἄνεμου τό φύσημα, τῆς πούλιας τήν ἀνατολή. Καί ὅταν ἀργά στῆς γυναίκας μου ἄραζα τήν ἀγκαλιά, ποιός κόρφος καί ποιό λιμάνι πλάνο μποροῦσε νά χαρίσει τήν εὐτυχία μου! Ἔτσι πέρασε ὁ δεύτερος χρόνος καί μπήκαμε στόν τρίτο. Μιὰ Κυριακή τοῦ Φλεβάρη κατέβηκα μέ τή γυναίκα μου στόν Ἅϊ-Νικόλα. Ὁ ξάδερφός της ὁ καπετάν Μαλάμος βάφτιζε τό μπρίκι του καί μᾶς εἶχε καλεσμένους στή χαρά. Ἦταν ὡραία ἡμέρα - ἀρχή τοῦ πόθου μου. Ὁ ταρσανάς γεμάτος μαδέρια, κατάρτια, σανίδες, πελεκούδια, ροκανίδια. Ὁ ἀέρας παραμεστός ἀπό τήν ἅρμη τοῦ νεροῦ, τή μυρουδιά τοῦ κατραμιοῦ, τῆς πίσσας, τῶν σχοινιῶν. Λόφοι τά στουπιά, σωροί τά σίδερα. Καί ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τῆς ἀκρογιαλιᾶς βαρκοῦλες ὀμορφοβαμμένες, μπρίκια ἀνασκελωμένα, γολέτες ξερμάτωτες, καρίνες ἀμακιασμένες καί στρειδοφόρτωτες, σκελετοί καϊκιῶν, σκούνας, τρεχαντηριοῦ, ἄλλοι μέ τό κοράκι καί τό σταυρό, ἄλλοι ντυμένοι ὡς τήν κουπαστή, μισοτελειωμένοι ἄλλοι. Ὅλα τοῦ ναυτόκοσμου τά σύνεργα, οἱ ἁπλοί πόθοι καί οἱ μεγάλες ἐλπίδες, ξυλοχτιστές ἔστεκαν στήν ἀμμουδιά. Οἱ καλεσμένοι - ὅλο τό νησί μᾶς - γιορτινοντυμένοι γύριζαν στά σκαριά, πηδοῦσαν μέσα τά παιδιά, τά ψηλαφοῦσαν οἱ ἄντρες, τά καμάρωναν, τούς μιλοῦσαν πολλές φορές• ἔλεγαν τήν ἀξία τους, λογαρίαζαν τή γοργάδα τους, συμβούλευαν τόν πρωτομάστορα γιά τό καθετί. Τό μπρίκι τοῦ καπετάν Μαλάμου ἀπάνου στή σκάρα του, μέ τήν πλώρη σπαθωτή, στεφανοζωσμένη τήν πρύμη, μέ τά ποντίλια του ἁπλωτά ζερβόδεξα, ἔμοιαζε σαρανταποδαρούσα κοιμάμενη στήν ἀμμουδιά. Ὁλογάλαζη ἡ θάλασσα ἄστραφτε καί παιγνίδιζε κι ἔφτανε γλῶσσες γλωσσίτσες στά πόδια του, τό ράντιζε μέ τόν ἀφρό της, τοῦ κελαηδοῦσε μυστικά καί μπιστεμένα: - Ἔλα, Ἔλα, νά σέ πλαγιάσω στούς κόρφους μου, νά σ’ ἀναστήσω μ’ ἕνα μου φίλημα. Τί κάθεσαι ἄψυχο ξύλο καί βάρυπνο; Δέ βαρέθηκες τοῦ δάσου τή νάρκη καί τήν ἄβουλη ζωή; Ντροπή σου! Ἔβγα νά παλέψεις μέ τό κύμα• ὅρμησε στηθάτο νά κουρελιάσεις τόν ἄνεμο. Ἔλα νά γίνεις ζήλια τῆς φάλαινας, σύντροφος στό δελφίνι, τοῦ γλάρου ἀνάπαψη, τραγούδι τῶν ναυτῶν, καύχημα τοῦ καπετάνιου σου. Ἔλα, χρυσό μου, Ἔλα!... Καί κεῖνο τό ἄπραγο ἄρχισε νά τριζοβολεῖ, ἕτοιμο ν’ ἀφήσει τήν κλίνη του. Ὁ καπετάν Μαλάμος, φρεσκοξυρισμένος, γελαστός, μέ τήν τσόχινη βράκα καί τό πλατύ ζωνάρι• δίπλα του ἡ καπετάνισσα ντυμένη στά μεταξωτά, ἄστραφταν κι οἱ δύο τους σάν νά ἔκαναν πάλι τό γάμο τους. Καί τό βιολί, τό λαγοῦτο, τό ναΐ, λάλαγαν τή χαρά στά τετραπέρατα. Ἐγώ - τί νά σοῦ εἰπῶ; δέ χαιρόμουνα καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα ἔβλεπα τή θάλασσα νά φτάνει στά πόδια μου καί κάποια θλίψη μοῦ ἕσφιγγε τήν καρδιά. Ἔπειτ’ ἀπό χρόνια ἔβλεπα τήν πρώτη μου ἀγάπη, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη. Πίστεψα πώς μέ κοίταζε κατάματα, πώς μιλοῦσε θλιμμένα, πώς μ’ ἔβριζε παραπονιάρικα: - Ἄπιστε, ἀπατεώνα, δειλέ!... - Πίσω μου διάτανε! εἶπα κάνοντας τό σταυρό μου. Ἠθέλησα νά φύγω, ἀλλά δέ βάσταγαν τά πόδια μου. Μολύβι τό σῶμα κόλλησε στ’ ὀρθολίθι καί τά μάτια μου, τ’ αὐτιά, ἡ ψυχή μου ὅλη παραδομένη στό κῦμα, ἄκουε τό παράπονο: - Ἄπιστε, ἀπατεώνα, δειλέ!... Λίγο ἔλειψε ν’ ἀρχίσω τά δάκρυα. - Ἔ, πουλί μ’, τί συλλογιέσαι; ἀκούω δίπλα μου. Καί βλέπω τή Μαριῶ, πάντα ὄμορφη καί γελαστή μέ τό λεβέντικο ἀνάστημά της. Σάστισα, λές καί μ’ ἐπίανε νά κάνω ἀπιστίες. - Τίποτα, εἶπα, τίποτα... Πιάσε με νά σηκωθῶ, γιατί ζαλίστηκα. Καί γαντζώθηκα ἀπάνω της, σάν νά φοβόμουν μή μέ συνεπάρει τό κῦμα. Ὁ παπᾶς ντυμένος τ’ ἄμφια διάβαζε τήν εὐχή στό πλεούμενο. Ὁ πρωτομάστορας ἄρχισε τά προστάγματα: - Φόρα τό πρυμιό ποντίλι! - Φόρα τό πλωριό! - Φόρα σκόντρα καί σκαρί!... Ἕνα μέ τ’ ἄλλο τά στηρίγματα ἔφευγαν ἀπό τή σκάρα καί τό μπρίκι ἄρχισε νά δραμπαλίζεται, μουδιασμένο θαρρεῖς ἀπό τό καθισιό, ἄτολμο ἀκόμη στή νέα του ζωή. Τά παιδιά πού ἦταν ἀνεβασμένα στό κατάστρωμα ἔτρεχαν ἀπό πρύμη σέ πλώρη, ἀπό πλευρό σέ πλευρό μαζί ὅλα, μέ τήν κουφή ποδοβολή κοπαδιοῦ. - Γιούργια! ἔκραξε ὁ πρωτομάστορας. Καί μέ τό σπρώξιμο τῶν καλεσμένων τό πλοῖο στέναξε καί γλίστρησε στά νερά σάν πάπια, μαζί μέ τό ἀμούστακο πλήρωμά του. - Καλοτάξιδο, καπετάν Μαλάμο• καλοτάξιδο! καί τό καρφί του μάλαμα! φώναξε ὁ ναυτόκοσμος, βρέχοντας τό ἀντρόγυνο μέ θάλασσα. Μά κείνη τήν ὥρα ἕνα παιδί χτύπησε κάπου καί πλάτσασε λιπόθυμα στό νερό. Δέν χάνω καιρό, πηδῶ μέσα μέ τά ροῦχα μου. Δύο βουτιές κι ἔσυρα τό παιδί ἀπό τή θάλασσα. Ἔσυρα ἐκεῖνο, μά μπλέχτηκα ἐγώ στά δίχτυά της. Ἀπό τότε ἔφυγε ὁ ὕπνος, ἡ χαρά ἀπό κοντά μου. Ἐκεῖνο τό θαλασσοβούτημα, τό χλιὸ νερό πού ἀγκαλίασε τό κορμί μου, ἔσυρε τήν ψυχή σκλάβα κατόπι του. Τό θυμόμουν καί νόμιζα πώς κάτι ζωντανό ἔσερνε στή ραχοκοκαλιά μου φιλήματα. Δέν ἔπιασα πιά δουλειά. Δοκίμασα νά πάω στό περβόλι, στό χωράφι, στ’ ἀμπέλι• ὅλα στενόχωρα. Γύριζα ὁλημερίς στ’ ἀκρογιάλι, βούταγα στό νερό, ρουφοῦσα τήν ἁρμύρα, κυλιόμουν στά φύκια• κυνηγοῦσα ἀχινούς καί καβούρια. Συχνά κατέβαινα στό λιμάνι καί δειλά πλησίαζα στίς συντροφιές τῶν ναυτικῶν ν’ ἀκούσω κουβέντα γιά τ’ ἄρμενα, γιά ταξίδια, γιά τρικυμίες καί ναυάγια. Ἐκεῖνοι ὅμως δέ γύριζαν καθόλου νά μέ ἰδοῦν. Χωριάτης, βλέπεις, ἐγώ, παλιογεωργός• ἐκεῖνοι ναυτικοί, ἀγριοδέλφινοι! Τά ναυτόπουλα μέ κοίταζαν σάν νά ἔλεγαν: - Μωρέ, ποῦ βρέθηκε αὐτό τό ξωτικό! Οἱ παλαιότεροι ἀξίωναν νά μοῦ λένε κάποτε: - Ἐσύ, Γιάννη, τήν ἔδεσες γιά καλά τή μπαρούμα σου. Οὔδ’ ἄνεμο οὐδέ θάλασσα φοβᾶσαι πιά. Ἄραξες. Ποὺ θά εἰπεῖ: Πάει, πέθανες, δέ ζεῖς στόν κόσμο! Κι ἔφευγα πάλι στ’ ἀκρογιάλι, νά εἰπῶ τή θλίψη μου στά κύματα. Τέλος ἔκανα καραβάκια καί καραβάκια περίτεχνα, μέ κατάρτια πριναρίσια, μέ παλαμάρια καί πανιά καί μέ τήν πύρινη φαντασία μου πού τά ἔκανε μπάρκο τρικούβερτο. Ἡ Μαριῶ μ’ ἔβλεπε κι ἔκανε τό σταυρό της. - Παναγία μου, παλάβωσε ὁ ἄντρας μου! ἔλεγε. Κι ἔταζε λαμπάδες στήν Τηνιακιά, πήγαινε ξυπόλυτη στά ξωκλήσια, διάβαζε τά ροῦχα μου καί στηθοχτυπιόταν μερόνυχτα γιά νά πείσει τούς ἁγίους νά μέ φέρουν στά λογικά μου. - Τί τά πᾶς, τί τά γυρεύεις, Μαριῶ• τῆς λέω μιὰ μέρα. Οὔτε τάματα οὔτε οἱ ἅγιοι ὠφελοῦν στήν ἀρρώστια μου. Ἐγώ εἶμαι παιδί τῆς θάλασσας. Μέ κράζει καί θά πάω. Θές τώρα, θές ἀργότερα, θά γυρίσω πάλι στήν τέχνη μου. Καθώς τό ἄκουσε, ντύθηκε στά μαῦρα. - Τήν τέχνη σου! λέει• ναύτης θά πᾶς νά γενεῖς! θά καταντήσεις ναύτης πάλι! - Ναί, ναύτης• δέ μπορῶ. Μέ κράζ’ ἡ θάλασσα!... Μά πού ἐκείνη! Νά μήν τό ἰδεῖ, νά μήν τ’ ἀκούσει. Ἄρχισε τά δάκρυα, τά παρακάλια• ριχνόταν ἀπάνω μου, μ’ ἔσερνε στούς κόρφους της, μέ σκέπαζε μέ φιλιά. Ἔβριζε τή θάλασσα, τήν ψεγαδίαζε, τήν καταριόταν. Τοῦ κάκου! Οὔτε οἱ κόρφοι, οὔτε τά φιλιά της μ’ ἔδεναν πιά. Ὅλα μου φαίνονταν ἄνοστα, καί τό κρεβάτι ἀκόμα. Ἕνα ἡλιοβασίλεμα πού καθόμουν στό ἀκρωτήρι, βλέπω μία φρεγάδα μέ γιομάτα πανιά. Θεόρατη πέτρα ἐμοίαζε στή θάλασσα. Ὅλα της τά ξάρτια ξεχώριζαν. Εἶδα τούς φλόκους, τίς μαΐστρες, τούς παπαφίγκους, τίς γάμπιες, τούς τρίγγους, τά πόμολα. Ἀκόμα καί τό σωτρόπι μπορῶ νά εἰπῶ πώς εἶδα. Εἶδα τήν κάμαρη τοῦ καπετάνιου μέ τόν Ἅϊ-Νικόλα ψηλά καί τό καντήλι τοῦ ἀκοίμητο. Εἶδα τῶν ναυτῶν τά κλινάρια, ἄκουσα τίς κουβέντες, ὀσμίσθηκα τήν ξυλεία τους. Εἶδα τό μαγεριό, τά νεροβάρελα, τήν τρόμπα, τόν ἀργάτη. Ἡ ψυχή μου μελαγχολικό πουλάκι κάθισε ἀπάνω της. Ἄκουσα τόν ἀέρα νά σχίζεται στά ξάρτια καί νά τραγουδάει τοῦ ναύτη τή ζωή. Πέρασαν ἐμπρός μου παρθένες ξανθές, μελαχρινές, μαυρομάτες, ἀνθοστολισμένες καί γυμνόστηθες νά μοῦ χαρίζουν φιλήματα. Εἶδα λιμάνια πολυθόρυβα, ταβέρνες γεμάτες ἀπό καπνούς καί κρασοπότηρα, σαντούρια καί λαγοῦτα γλυκόφωνα. Ἐκεῖ ἄκουσα ἕνα ναύτη νά μέ δείξει στούς συντρόφους του καί νά εἰπεῖ: — Νά κι ἕνας πού ἀρνήθηκε τά καλά τῆς θάλασσας ἀπό φόβο! Τινάχτηκα ἀπάνω. Ὄχι ἀπό φόβο, ποτέ! Τρέχω στό σπίτι• ἡ Μαριῶ ἔλειπε στό ρέμα. Κόβω τά ροῦχα στόν ὦμο, πιάνω τό κομπόδεμα κάτω ἀπό τό προσκέφαλο καί χάνομαι σάν κλέφτης. Σκοτεινά ἔφτασα στόν Ἅϊ-Νικόλα, λύνω μία βάρκα καί φτάνω στή φρεγάδα. Ἀπό τότε φάντασμα ἡ ζωή. Θά μοῦ εἰπεῖς, δέ μετανίωσα; Καί γὼ δέν ξέρω. Ἀλλά καί νά γυρίσω τώρα στό νησί, πάλι δέ θά ἡσυχάσω. Μέ κράζει ἡ θάλασσα. www.agiazoni.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου