Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝΑ ΑΓΑΘΩΝΙΤΗ



Ἀρχιμ. Δαμασκηνοῦ Ζαχαράκη

Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Ἀγάθωνος Φθιώτιδος

Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Γέροντα Μωϋσῆ,

Ἅγιοι Γέροντες καὶ Γερόντισσες μὲ τὶς συνοδείες σας,

Σεβαστοί μου συμπρεσβύτεροι,

Ἄρχοντες τοῦ τόπου,

Ἀδελφοί μου χριστιανοί.

Θέλω πρὶν ἀρχίσω τὴν ὁμιλία μου, νὰ εὐχαριστήσω τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτη Ἐδέσσης Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κ.κ. Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος ὀργάνωσε αὐτὴ τὴν μοναστικὴ ἡμερίδα, τὴν ἀφιερωμένη στὸν ὀρθόδοξο μοναχισμὸ σήμερα, καὶ μοῦ ἔκαμε τὴν τιμὴ νὰ ὁμιλήσω σ᾿ αὐτή.

Τὸ θέμα τῆς ἰδικῆς μου ὁμιλίας εἶναι: «Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν Γέροντα Βησσαρίωνα τὸν Ἀγαθωνίτη». Εἶχα τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ζήσω στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀγάθωνος καὶ νὰ μαθητεύσω ἐπὶ 20 συναπτὰ ἔτη κοντὰ στὸν μακαριστὸ Γέροντα Βησσαρίωνα τὸν πνευματικό. Ἕναν ἀληθινὸ ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀνάλωσε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴν διακονία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅλη του ἡ ζωὴ ἦταν μιὰ ἀκατάπαυστη προσφορὰ πρὸς τοὺς πονεμένους καὶ ταλαιπωρημένους, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τὰ ἄγχη καὶ τὶς δυσκολίες τοῦ παρόντος βίου, συνανθρώπους μας. Τὸν ἐξομολόγο ποὺ μὲ τὸ πετραχῆλι του ξεκούρασε χιλιάδες ψυχὲς καὶ τὸν μεγάλο ἐλεήμονα Γέροντα, ποὺ ἀνακούφισε παντοιοτρόπως τὴν φτωχολογιὰ καὶ στήριξε σὲ καιροὺς δύσκολους ἀναρίθμητα νοικοκυριά.

Τὸν ἁγιασμένο Ἱερομόναχο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος, ποὺ ἀγάπησε μ᾿ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς του τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εὐλόγησε τὴ ζωή του καὶ διαφύλλαξε τὸ ἱερὸ σκήνωμά του ἄφθαρτον καὶ εὐωδιάζον, γιὰ νὰ τὸ τιμοῦν οἱ χριστιανοὶ καὶ νὰ διδάσκονται, ἀπ’ τὴν ἁγία ζωή του, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ὅπως ἀσφαλῶς γνωρίζετε συγκλόνισε ὁμολογουμένως ὁλόκληρον τὴν χριστιανικὴν οἰκουμένην!

Τὸ ἔτος 1965 πῆγα ἀπὸ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ τῆς Εὐρυτανίας στὴ Λαμία, γιὰ νὰ μάθω γράμματα στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολή της. Ἤθελα ἀπὸ μικρὸς νὰ γίνω Παπᾶς.

Ἐκεῖ στὴ Σχολὴ ἤρχετο κυρίως κατὰ τὰς περιόδους τῶν νηστειῶν, ὁ π. Βησσαρίων, ἕνας ἁπλὸς-χαμογελαστὸς κληρικός, ὁ παπούλης μας, ὅπως τὸν λέγαμε, καὶ μᾶς ἐξομολογοῦσε.

Ἕνα γραφεῖο τῆς Σχολῆς ἦταν τὸ ἐξομολογητήριο καὶ ἐκεῖ μπαίναμε ὅσοι θέλαμε νὰ ποῦμε τὶς ὅποιες ἁμαρτίες μας καὶ νὰ ἀκούσουμε τὶς συμβουλές του. Τελειώνοντας τοῦ φιλούσαμε τὸ χέρι, μέσα στὸ ὁποῖο κρατοῦσε πάντα ἕνα μικρὸ φίλευμα γιὰ τὸν καθένα μας.

Χρόνια δύσκολα γεμάτα φτώχεια καὶ στερήσεις. Τὸν ρώτησα κάποτε ἀπὸ ποῦ εἶναι καὶ μοῦ εἶπε ἀπ᾿ τὴ Μονὴ Ἀγάθωνος. Μὲ κάλεσε μάλιστα ἕνα Σαββατοκύριακο νὰ ἀνεβῶ στὸ μοναστῆρι.

Ἔτσι ἀνέβηκα γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Ἀγάθωνα.

Στὸ μοναστῆρι γνώρισα γιὰ πρώτη φορὰ τὸν Ἅγιο Ἡγούημενο τὸν π. Γερμανὸ Δημᾶκο, πολὺ σπουδαῖο ἄνθρωπο γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν Πατρίδα, σέμνωμα καὶ καύχημα τοῦ τόπου μας.

Παντοῦ καὶ πάντοτε ὑπάρχουν οἱ πολλοί, ὅμως ὑπάρχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὸ κάτι παραπάνω, ποὺ τοὺς ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς πολλούς. Ἔχουν τὸ δικό τους χάρισμα, ποὺ κάνει τὰ λόγια τους πιὸ σεβαστὰ καὶ τὰ ἔργα τους πιὸ εὐλογημένα. Τέτοιοι ἦταν γιὰ μένα ὁ Γέροντας Γερμανὸς καὶ ὁ π. Βησσαρίων.

Ὁ καθένας τους μὲ τὰ δικά του χαρίσματα.

Ὁ π. Βησσαρίων ἀνέλαβε μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα, τὸ πνευματικὸ ἔργο τῆς μονῆς.

Ὁ π. Βησσαρίων γεννήθηκε στὸ Πεταλίδι τῆς Μεσσηνίας τὸ ἔτος 1908. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἀνδρέας Κορκολιᾶκος καὶ ἦταν τὸ 5ο παιδὶ ἀπὸ τὰ δώδεκα παιδιὰ τῆς οἰκογενείας. Οἱ γονεῖς του, Δημοσθένης καὶ Βενετία, ἦσαν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι τοῦ μόχθου.

Ἀπὸ πολὺ νωρὶς φανέρωσε τὸ ζῆλο του γιὰ τὸν μοναχισμό.

Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, ἐκάρη μοναχὸς στὴν ἱερὰ μονὴ τῆς Δήμιοβας Μεσσηνίας καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Βησσαρίων.

Δὲν ἔμεινε πολὺ ἐκεῖ. Ἦλθε στὴν Καλαμάτα, ὅπου ὁ Μεσσηνίας Μελέτιος Σακελλαρόπουλος, μία φωτισμένη μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἐχειροτόνησε Διάκονον στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1931.

Μετὰ δύο χρόνια στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 1933 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Τριφυλίας Ἀνδρέα (τοποτηρητής).

Ὁ Μεσσηνίας Πολύκαρπος τοῦ ἀπένειμε τὸ ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου.

Τὸ ἔτος 1935 μετακινήθηκε στὴ Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος, ὕστερα ἀπὸ τὸ κάλεσμα ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ συμπατριώτης του Μητροπολίτης Ἰεζεκιήλ, καὶ γράφτηκε στὸ μοναχολόγιο τῆς ἱερᾶς μονῆς Κορώνης.

Ἐκεῖ ἀνέπτυξη τεράστιο πνευματικὸ ἔργο, ἀναλώνοντας τὸν ἑαυτόν του στὴ διακονία τοῦ καλοῦ ποιμένα.

Πολὺ μόχθησε ὁ π. Βησσαρίων στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῆς κατοχῆς, διακονώντας τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ χειμάζονταν ἀπὸ τὴ φτώχεια, τὴν πείνα καὶ τὶς ἀρρώστειες. Τότε ποὺ ἡ μόνη παρηγοριὰ τοῦ πονεμένου λαοῦ, ἦταν ἡ ἁγία ἐκκλησία καὶ τὸ εὐλογημένο ράσο.

Θὰ σᾶς ἀναφέρω δύο περιστατικὰ ποὺ μοῦ διηγήθηκε ὁ ἴδιος, ἀπὸ τὴν ταραγμένη ἐκείνη περίοδο.

Ἦταν προπαραμονὴ Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 1988. Ψάλλαμε τὸν Ἑσπερινὸ στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς καὶ μετὰ πήγαμε μὲ τὸν π. Βησσαρίωνα στὸ Ἀρχονταρίκι, ὅπου τὸ κρεμαστὸ τζάκι, γιὰ νὰ ζεσταθοῦμε. Ἀφοῦ κουβεντιάσαμε λίγο γιὰ τὴν μεγάλη γιορτή, Αὐτὸς ἄνοιξε ἕνα ἐκκλησιαστικὸ περιοδικὸ καὶ διάβαζε, ἐνῶ ἐγὼ ἄρχισα νὰ γράφω εὐχετήριες κάρτες. Σὲ κάποια στιγμὴ ποὺ σήκωσα τὸ κεφάλι μου, εἶδα τὸν Γέροντα νὰ κλαίει. Γιατί κλαῖς παπούλη μου, τὸν ρώτησα. «Τίποτε παιδί μου», μοῦ εἶπε «μὴν ἀνησυχεῖς». Μὰ κλαῖς. Πές μου γιατί κλαῖς; Σοῦ συμβαίνει τίποτε; «Ὄχι παιδί μου. Νὰ κάτι θυμήθηκα. Ποτὲ νὰ μὴν ξανάρθουν στὸν τόπο μας ἐκεῖνα τὰ μαῦρα χρόνια τῆς κατοχῆς καὶ τῆς πείνας. Θυμᾶμαι Δημήτρη μου, (αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικό μου ὄνομα) κάτι ποὺ μοῦ συνέβηκε κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1941, σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Καρδίτσας ὅπου ἐφημέρευα. Ὅταν βγῆκα στὴν Ὡραία Πύλη μὲ τὸ ἅγιο Ποτήριο στὰ χέρια καὶ εἶπα τὸ «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», ἄρχισαν νὰ ἔρχονται γιὰ τὴν θεία κοινωνία ὅλοι οἱ χωριανοί, μὲ προπορευόμενα τὰ παιδιά τους. Μιὰ νεαρὴ μάννα ἔφερε ἐκεῖ μπροστά μου τὸ σκελετωμένο παιδάκι της, ἄνοιξε τὸ στοματάκι του καὶ τὸ κοινώνησα, ἀλλὰ παιδί μου... κι᾿ ἄρχισε πάλι νὰ κλαίει ὁ Γέροντας,... κρατοῦσε σφιχτὰ τὸ καημένο μὲ τ᾿ ἀδυνατισμένα χεράκια του τὸ ἱερὸ μάκτρο καὶ μοῦ φώναξε κλαίγοντας: Κι᾿ ἄλλο Παπούλη, κι᾿ ἄλλο. Πεινοῦσε τὸ παιδάκι μου. Λύγισαν τὰ γόνατά μου, μιὰ τρεμούλα ἁπλώθηκε σ᾿ ὅλο τὸ κορμί μου, βούρκωσαν τὰ μάτια μου καὶ γιὰ νὰ μὴ μὲ δοῦν οἱ πιστοὶ ἐπέστρεψα στὴν ἁγία Τράπεζα. Ἀφῆκα τὸ Ποτήριον καὶ κάθισα σ᾿ ἕνα σκαμνάκι καὶ ἔκλαψα καὶ εἶπα μὲ ἀνθρώπινο παράπονο. Γιατί Θεέ μου ἀφῆκες τὴν πατρίδα μου νὰ ἔλθη σὲ τέτοια δυστυχία; Λυπήσου Κύριε τὰ παιδιά μας!

Ἕνα ἀπόγευμα, ἦρθε στὸ μοναστῆρι μας ἕνας ἐπισκέπτης ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του 3 ἢ 4 τόμους μὲ τὴν ἱστορία τῆς ἐθνικῆς ἀντίστασης.

Μπροστὰ στὴν ἐκκλησία συνάντησε τὸν π. Βησσαρίωνα, ὁ ὁποῖος τὸν ρώτησε τί βιβλία εἶναι αὐτά. Ἐνῶ ἐκεῖνος τὸν ἐνημέρωνε σχετικά, ὁ Γέροντας πρόσεξε ἕνα σῆμα ποὺ φοροῦσε στὸ πέτο τοῦ σακακιοῦ του ὁ ἐπισκέπτης καὶ τὸν ρώτησε:

«Τί σῆμα εἶναι αὐτό»;

«Εἶναι τὸ σῆμα τῆς ἐθνικῆς ἀντιστάσεως, πάτερ», τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος.

«Ἐγὼ παιδί μου», εἶπε ὁ Γέροντας, «τὸ ἔχω ἐδῶ», καὶ τοὔδειξε τὸ λαιμό του.

Τὸ βράδυ ποὺ ἔκλεισαν οἱ πόρτες, ἐγὼ ποὺ ἄκουσα αὐτὴ τὴν στιχομυθία, τὸν ρώτησα.

«Πατέρα Βησσαρίωνα, γιατί εἶπες σὲ ἐκεῖνον τὸν κύριο μὲ τὰ βιβλία, ὅτι τὸ σῆμα τῆς ἐθνικῆς ἀντιστάσεως, τὄχεις στὸ λαιμό σου»;

«Τίποτα παιδί μου μοῦ εἶπε».

«Πῶς τίποτα, θέλω νὰ μοῦ πεῖς».

«Νά, τότε στὴν κατοχή, πῆγα νὰ ἐλευθερώσω κάποια παιδιὰ ποὺ εἶχαν συλλάβει οἱ Γερμανοὶ καὶ ἐπρόκειτο νὰ τὰ ἐκτελέσουν. Ὁ Γερμανὸς ἀξιωματικὸς ἄκουσε τὶς παρακλήσεις μου καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀφεθοῦν τὰ παιδιὰ ἐλεύθερα. Γύρισε μετὰ πρὸς τὸ μέρος μου καὶ ἀπότομα ἔριξε μὲ τὸ πολυβόλο του μία ριπὴ μπροστὰ στὰ πόδια μου. Τρόμαξα πολύ. Ἡ φωνή μου κόπηκε. Ἀπὸ τότε κλονίστηκε καὶ χρόνο μὲ τὸν χρόνο χειροτέρευε. Δόξα σοι ὁ Θεός»!

Ὁ π. Βησσαρίων φεύγοντας ἀπὸ τὴν Θεσσαλιώτιδα, ἦλθε στὴν Φθιώτιδα, (6 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1955) καὶ γράφτηκε στὸ μοναχολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος.

Ἦλθε, γιὰ νὰ προσφέρει τὶς εὐλογημένες ὑπηρεσίες του στὸν Φθιωτικὸ λαὸ καὶ ὄχι μόνο, γιὰ 30 συνεχῆ χρόνια.

Διάκονος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, μὲ καρδιὰ καιομένη ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως. Ὁ ἀεικίνητος λεΐτης τῆς θείας οἰκοδομῆς, ὁ εὐλογημένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ὁ πατέρας καὶ παπούλης ἀμέτρητων ἀνθρώπων.

Ὁ π. Βησσαρίων ἦταν ὁ πρῶτος πνευματικὸς τῆς ζωῆς μου. Ἡ ἱερή μας αὐτὴ σχέση, ποὺ ξεκίνησε ἀπ᾿ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ τῆς Λαμίας, συνεχίστηκε καὶ μέσα στὸ μοναστῆρι.

Ὁ π. Βησσαρίων ἦταν ἁγιασμένη μορφή, καὶ αὐτὸ φαίνονταν. Τὄβλεπαν ὅλοι ὅσοι τὸν γνώριζαν καὶ τὸ μολογοῦσαν.

Τὸ σῶμα του ἦταν ἀσκητικό, περιβεβλημένο μὲ τὸ φτωχικό του ράσο. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε. Ἀκτινοβολοῦσε τὴν λαμπρότητα τῆς εὐλογημένης ψυχῆς του. Τὰ χείλη του ὅλη τὴ μέρα ψέλιζαν λόγια προσευχῆς, χωρὶς σταματημό, εἴτε στέκονταν μπροστὰ στὸ καθολικὸ γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τοὺς προσκυνητές, εἴτε μπροστὰ στὴν Παναγιὰ τὴν Ἀγάθωνη καὶ τὶς ἄλλες ἅγιες εἰκόνες.

Πολλὲς φορές, τὸν ἀκούγαμε μέσα στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς νὰ κουβεντιάζει μὲ κάποιον. Μπαίναμε νὰ δοῦμε μὲ ποιὸν κουβεντιάζει, καὶ δὲν βλέπαμε κανέναν. Μιλοῦσε μὲ τὴν Παναγία; Μὲ τὸν ὅσιο Ἀγάθωνα; Ὁ Θεὸς ξέρει.

Ἡ προσευχή του, εὐεργετοῦσε πολλοὺς συνανθρώπους μας.

«Ἐγὼ πάτερ μου, μοῦ εἶπε μιὰ παπαδιά, εἶχα πρόβλημα στὰ χέρια μου. Εἶχαν βγάλει κάτι ἐξανθήματα καὶ πονοῦσα πολύ. Δὲν μποροῦσα νὰ κάνω τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ μου. Ἔπαιρνα φάρμακα, χωρὶς καμμιὰ καλλιτέρευση. Ἕνα βράδυ ἦρθε ὁ π. Βησσαρίων στὸ σπίτι μας. Τοῦ εἶπα τὸ πρόβλημά μου καὶ τὸν παρεκάλεσα νὰ κάνει προσευχὴ γιὰ μένα. Μαζὶ θὰ κάνουμε προσευχὴ μοῦ εἶπε. Ἐσὺ θὰ διαβάσεις τὴν παράκληση τῆς Παναγίας ἐπὶ 40 ἡμέρες καὶ ἐγὼ θὰ προσεύχομαι γιὰ σένα. Ὑπάκουσα στὴν προτροπή του, καὶ Ὦ τοῦ θαύματος! Τὰ χέρια μου καθάρισαν τελείως καὶ θεραπεύτηκαν»!

Ἐντύπωση μᾶς προκαλοῦσε ἡ μεγάλη ἀγάπη του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κάθε Τρίτη ἔρχονταν οἱ τοπικὲς ἐφημερίδες. Τὶς ἄνοιγε καὶ διάβαζε τὶς ἀναφορές τους στὰ τροχαῖα δυστυχήματα τοῦ Σαββατοκύριακου. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔγραφε τὰ ὀνόματα τῶν νεκρῶν καὶ τῶν τραυματισμένων. Πήγαινε μετὰ μέσα στὸ ναὸ καὶ διάβαζε τρισάγιο γιὰ τὶς ἀδικοχαμένες ψυχὲς καὶ παράκληση γιὰ τοὺς τραυματίες.

Ποτὲ δὲν θὰ ξεχάσω αὐτὸ τὸ ὑπερ-μάθημα ἀνθρωπιᾶς, μὲ τὸ ὁποῖο παιδαγωγοῦσε τὶς ψυχές μας.

Ὅταν ἀρρωσταίναμε, πηγαίναμε στὸν παπούλη. Μᾶς διάβαζε καὶ γινόμασταν καλά. Χιλιάδες ἄνθρωποι πέρασαν αὐτὰ τὰ χρόνια καὶ ζήτησαν τὴν προσευχή του. Τοὺς καλωσόριζε καὶ μετὰ τοὺς ὁδηγοῦσε στὸ ναό. Ἐκεῖ εἶχε τὸ πνευματικό του στρατηγεῖο. Φοροῦσε τὸ πετραχήλι του καὶ τοὺς ἐξομολογοῦσε. Ἄκουγε τὶς ἁμαρτίες τους καὶ μετὰ τοὺς ρωτοῦσε γιὰ τὴ ζωή τους, τὸ σπίτι τους, τὴν οἰκονομική τους κατάσταση. Ὅπου διαπίστωνε φτώχεια, τοὺς ἔδινε χρήματα. Πολλὰ χρήματα. Ἱκανὰ γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν τὴν οἰκογένειά τους. Κι᾿ αὐτοὶ ποὺ ἔπαιρναν βοήθεια, δὲν ἦταν πέντε καὶ δέκα, ἦταν χιλιάδες, ἦταν ἀμέτρητοι.

Τόσα χρόνια πέρασαν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει ὁ νοῦς μου, τὴν μεγάλη του ἐλεημοσύνη.

Λίγοι ἄνθρωποι σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, πιστεύω ἦταν τόσο ἐλεήμονες, ὅσο ὁ π. Βησσαρίων.

Χόρτασε νηστικούς, ξεδίψασε διψασμένους, ἔντυσε γυμνούς, βοήθησε ἀρρώστους καὶ ἐπισκέφθηκε φυλακισμένους κι᾿ αὐτὰ γιὰ ὅλη του τὴ ζωή, καὶ πάντοτε κρυφά. Κανένας δὲν ἤξερε τὸ ἔργο τοῦ Παπούλη. Ἡ δράση του ἦταν μυστική.

Ὁ π. Βησσαρίων ἦταν μιὰ πνευματικὴ τράπεζα, τὰ ἀγαθὰ τῆς ὁποίας γεύονταν ὅλοι ὅσοι τὸν πλησίαζαν. Ὁ Θεὸς γέμιζε τὴν τσέπη του, κι᾿ αὐτὸς μοίραζε. Ἔπαιρνε ἀπ᾿ τὸ Χριστὸ καὶ ἔδινε στοὺς ἀνθρώπους. Τίποτε δὲν κρατοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅλα τὰ ἔδινε στοὺς φτωχούς, ἔτσι μαλάκωνε τὴν ψυχή τους καὶ τοὺς ξαναγύριζε στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ π. Βησσαρίων ἦταν φιλακόλουθος. Μὲ τὸ κτύπημα τοῦ ταλάντου, βρίσκονταν στὸ ναό. Πολλὲς φορὲς διάβαζε τοὺς κανόνες καὶ ὅ,τι ἄλλο διαβάζεται χύμα. Δὲν ἔψελνε γιατὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε ἡ ἀδύνατη βραχνὴ φωνή του.

Ὅταν λειτουργοῦσε δυσκολεύονταν πολύ. Ἐγὼ σὰν ψάλτης πήγαινε ἔξω ἀπ᾿ τὴν Ὡραία Πύλη γιὰ νὰ τὸν ἀκούω. Ἤρεμος καὶ γαλήνιος ὁ Γέροντας, ντυμένος τὴν ἁπλοϊκὴ ἱερατική του στολὴ ἔλαμπε ὁλόκληρος! Τὸν βλέπαμε καὶ ἡ ψυχή μας γέμιζε δέος καὶ σεβασμό.

Ἀγαποῦσε πολὺ τοὺς Ἱερεῖς, τοὺς συμβούλευε καὶ τοὺς βοηθοῦσε ποικιλοτρόπως. Σὲ πολλοὺς ἔδωσε τὴν συμμαρτυρία του, γιὰ νὰ ἱερωθοῦν. Πονοῦσε ἡ ψυχή του, γιὰ τὰ χωριὰ ποὺ δὲν εἶχαν παπᾶ.

Σ᾿ ἕναν νεοχειροτονηθέντα ἱερέα τῆς Εὐρυτανίας ἔγραψε:

«Πάτερ Νικόλαε, σᾶς εὔχομαι μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, ἡ διακονία σου νὰ εἶναι λευκὴ πρὸς τὸν Κύριον. Πήρατε τὸ μεγάλο ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης... Τώρα εἶσθε οἰκονόμος τῶν μυστηρίων Θεοῦ. μεγάλη τιμὴ δι᾿ ὑμᾶς καὶ τὴν οἰκογένειάν σας. Εἶσθε ποιμὴν λογικῶν προβάτων, φέρετε εὐθύνην ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Μὲ φόβον Θεοῦ νὰ τελεῖτε τὸ μέγα μυστήριον τῆς θείας λειτουργίας. Εἶναι τὸ μυστήριον τῶν μυστηρίων.

Πάντα πρόσεχε, καὶ προσεύχου καὶ δι᾿ ἐμὲ τὸν ἐλάχιστον σκώληκα τῆς γῆς... Ὁ Θεὸς μαζί σας».

Βάπτισε πολλὰ παιδιὰ μὲ τὰ χέρια του καὶ στεφάνωσε. Πολλὲς γυναῖκες ποὺ δὲν εἶχαν παιδιά, ἔγιναν μανάδες μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Γέροντα. Πολλὰ ζευγάρια παρώτρυνε νὰ γεννήσουν κι᾿ ἄλλα παιδιὰ καὶ τοὺς ὑπόσχονταν ὅτι θὰ βρίσκεται πάντα δίπλα τους. Πολλὰ παιδιὰ πῆραν τὸ ὄνομά του.

Ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν διακονία του στὸ μοναστῆρι ἦταν αὐτὴ τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.

Μεγάλος ἀνιχνευτὴς ψυχῶν, ὁ π. Βησσαρίων! Εἶχε τρόπον ἰδικόν του, μοναδικὸν τρόπον, ἀσφαλῶς Θεοδίδακτον, μὲ τὸν ὁποῖον προσήγγιζε τὶς ταλαιπωρημένες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ψυχές.

Ὄρθιος σὰν λαμπάδα, ἀπ᾿ τὸ πρωΐ ὡς τὸ βράδυ μπροστὰ στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς μας. Ἀκούραστος-ἀκαταπόνητος. Πάντοτε καλωσυνάτος καὶ γελαστός, ὑποδέχονταν τοὺς προσκυνητές. Ἄνοιγε συζήτηση μαζί τους καὶ σιγὰ-σιγὰ τοὺς περισσότερους τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἐξομολόγηση.

Μέσα, στὸ ἐξομολογητήριο, μὲ τὴν βραχνὴ φωνούλα του, σὲ σαγίνευε. Ἅπλωνε μέσα στὴν ψυχή σου καὶ σοὔπαιρνε τὶς ἁμαρτίες. Μὲ πολλὴ ἀγάπη πάσχιζε νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ καθαρίσουμε τὴν ψυχή μας.

Πολλὲς φορὲς τοῦ τηλεφωνοῦσαν ἀπὸ διάφορα χωριὰ νὰ πάει νὰ ἐξομολογήσει κάποιον ποὺ ἦταν βαριὰ ἄρρωστος. Ἀναστατώνονταν ὁλόκληρος.

«Πρέπει νὰ τρέξω ἔλεγε, νὰ προλάβω γιὰ νὰ μὴν φύγει ὁ ἄνθρωπος ἀξομολόγητος καὶ ἀκοινώνητος». Κι᾿ ἀμέσως ἔφευγε μὲ ὅ,τι μέσον εὕρισκε. Ἀκόμα καὶ μὲ τὰ πόδια.

- Θυμᾶμαι ἕνα πρωΐ, τοῦ τηλεφώνησαν πὼς μιὰ γιαγιὰ σ᾿ ἕνα χωριὸ τοῦ Δομοκοῦ, εἶναι στὰ τελευταῖα της καὶ ζητάει νὰ ἐξομολογηθεῖ. Σηκώθηκε πῆρε μιὰ τσάντα στὰ χέρια του καὶ βγῆκε πάνω στὸ δρόμο. Εἶδε ἕνα ἀγροτικὸ αὐτοκίνητο ποὺ κατέβαινε ἀπ᾿ τὰ πάνω χωριὰ καὶ τὸ σταμάτησε.

«Παιδί μου τοῦ εἶπε, εἶναι μεγάλη ἀνάγκη νὰ μὲ πᾶς στὴ Λαμία».

«Πάτερ, τοῦ εἶπε ὁ ὁδηγός, ἐγὼ πάω στὸ χωράφι γιὰ νὰ μαζέψω ἐλιές».

«Παιδί μου εἶναι ἀνάγκη, κινδυνεύει μιὰ ψυχή! «Δὲν μπορῶ πάτερ, τοῦ ξαναεῖπε ὁ ὁδηγός, πρέπει νὰ πάω στὸ χωράφι».

«Παιδί μου κάνε μου τὴ χάρη καὶ θὰ σὲ πληρώσω. Εἶναι κρίμα νὰ χαθεῖ μιὰ ψυχή»!

«Δὲν μπορῶ πάτερ, εἶπε ὁ ὁδηγός, θέλω νὰ πάω στὸ χωράφι μου».

«Νὰ πᾶς, τοῦ εἶπε, ἀλλὰ δὲν ξέρω ἂν θὰ φτάσεις»!

Στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων τοῦ Γέροντα, ὁ ὁδηγὸς φοβήθηκε.

«Παπούλη τοῦ εἶπε, μπὲς στὸ αὐτοκίνητο νὰ σὲ πάω ὅπου θέλεις». Τὸν πῆγε στὸ χωριὸ ποὺ ἤθελε. Περίμενε ἐκεῖ μέχρι νὰ τελειώσει καὶ τὸν ξαναέφερε στὸ μοναστῆρι.

Αὐτὰ μοῦ τὰ διηγήθηκε ὁ ἴδιος ὁ ὁδηγός.

Ἕνας γιατρὸς μᾶς εἶπε, πὼς πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἔφερε ἕνα φίλο του στὸ μοναστῆρι γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν π. Βησσαρίωνα. Ὁ γιατρός, ζήτησε ἀπὸ τὸν Γέροντα νὰ τὸν ἐξομολογήσει. Ὅταν ἔβαλε τὸ πετραχῆλι του πάνω στὸ κεφάλι του, γιὰ νὰ τοῦ διαβάσει τὴν συγχωρητικὴ εὐχή, ἔνοιωσε τὸ πετραχῆλι σιγὰ-σιγὰ νὰ θερμαίνεται, μέχρι ποὺ τὸν ἔκαιγε. Τὸ ἴδιο ἔνοιωσε καὶ ὁ φίλος του, μὲ τὸν σταυρὸ ποὺ τοὔβαλε στὸ κεφάλι ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ τὸν διαβάσει.

Δὲν εἴπανε τίποτε στὸ Γέροντα. Φιλήσανε τὸ χέρι του συγκλονισμένοι καὶ φύγανε.

- Ἕνας Γέροντας πνευματικὸς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, μᾶς εἶπε, πὼς τὴν ὥρα ποὺ συζητοῦσε μὲ τὸν π. Βησσαρίωνα στὸ δωμάτιό του, στὸ μοναστῆρι, τὸ δωμάτιο πλημύρισε ἀπὸ φῶς.

«Τί συμβαίνει»; τὸν ρώτησε ὁ πνευματικός.

Ὁ π. Βησσαρίων, πῆγε ὡς τὴν πόρτα καὶ γυρνόντας τοῦ εἶπε:

«Μᾶς ἐπισκέφθηκε ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μας, δὲν τὴν κατάλαβες»;

- Ἕνας ἄλλος πνευματικός, Ἀθηναῖος κι᾿ αὐτός, μᾶς εἶπε, πὼς ἦρθε κάποτε στὴ Λαμία, γιὰ νὰ μιλήσει σ᾿ ἕνα Ἱερατικὸ συνέδριο γιὰ τὴν ἐξομολόγηση. Περιμένοντας μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα, ν᾿ ἀρχίσει τὸ συνέδριο, ἔβλεπε τοὺς κληρικοὺς ποὺ προσκυνοῦσαν τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἔβγαιναν νὰ πάρουν τὶς θέσεις τους. Πέρασε ἀνάμεσά τους κι᾿ ἕνας Γέροντας κληρικός. Στὸ πέρασμά του ἔνοιωσε εὐωδία καὶ ρώτησε ποιὸς εἶναι; Εἶναι ὁ π. Βησσαρίων ὁ πνευματικὸς τοῦ ἀπάντησαν.

Πολλὲς φορὲς δέχονταν τὸν πόλεμο τοῦ σατανᾶ καὶ πάλευ μαζί του.

- Ἕνα βράδυ καθόμασταν ἔξω στὴ βεράντα τῆς μονῆς, μαζὶ μὲ παιδιὰ τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς Λαμίας, ποὺ ἦλθαν στὸ μοναστῆρι γιὰ τὸ Σαββατοκύριακο. Ἀκούσαμε ξαφνικὰ τὸν π. Βησσαρίωνα μέσα στὸ δωμάτιό του, νὰ φωνάζει. Τρέχουμε ἀμέσως καὶ τὸν εἴδαμε νὰ εἶναι μαζεμένος κουβάρι στὴν κορυφὴ τοῦ κρεββατιοῦ του. Ἦταν ἀναστατωμένος, τὸ κορμί του ἔτρεμε.

«Τί σοῦ συμβαίνει Παπούλη»; τὸν ρώτησα.

«Νά παιδί μου», μοῦ εἶπε, καὶ μοῦ ἔδειξε τὴ γωνία τοῦ δωματίου.

«Ἐκεῖ εἶναι, ἕνα μαῦρο θηρίο, ποὺ μοῦ ἐπιτίθεται. Ὁρμάει καταπάνω μου καὶ μὲ φοβερίζει».

Καθίσαμε μαζί του κάμποση ὥρα. Ἡρέμισε σιγὰ-σιγά, τὸν καληνυκτίσαμε καὶ φύγαμε. Τὸ πρωΐ μὲ κάλεσε καὶ μοῦ εἶπε νὰ βρῶ δύο καλὰ ξύλα καὶ νὰ τοῦ φτιάξω ἕνα μεγάλο Σταυρό. Ἔφτιαξα ἕνα Σταυρό, καὶ τοῦ τὸν ἔδωσα.

«Θὰ τὸν βάλω στὸ προσκεφάλι μου μοῦ εἶπε, κι᾿ ἂς τολμήσει νὰ ξανάρθει τώρα ὁ πονηρός. Θὰ ὑψώσω τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μου καὶ θὰ φύγει».

Μέχρι ποὺ κοιμήθηκε, ἦταν σύμβουλος τῆς Ἱερᾶς μονῆς μας, μὲ μεγάλη προσφορά.

Σὲ χρόνια δύσκολα, ποὺ ἡ φτώχεια βασάνιζε τὴ ζωὴ τῶν πατέρων στὸ μοναστῆρι, ὁ π. Βησσαρίων ἔβγαινε ἔξω στὸν κόσμο καὶ ξαναγύριζε φορτωμένος μὲ ἀγαθά, ποὺ μάζευε ἀπὸ τοὺς χριστιανούς.

Τότε ποὺ ἡ Γεωργικὴ Σχολὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος, ἀριθμοῦσε 80 μαθητές, ποὺ ἔπρεπε νὰ τραφοῦν καὶ νὰ ντυθοῦν καὶ ὅ,τι ἄλλο, ὁ π. Βησσαρίων ἔτρεχε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, νὰ μαζέψει τὰ ἀναγκαῖα, γιὰ νὰ μὴν πεινάσουν τὰ παιδιά.

Ἀργότερα, τὰ ἀγαθὰ ποὺ μάζευε, τὰ μοίραζε στοὺς φτωχοὺς ποὺ συναντοῦσε στὴν περιοδεία του. Ἀκούραστος καὶ ἄκαμπτος στὶς δυσκολίες καὶ τὶς μεθοδεῖες τοῦ σατανᾶ, ὁ Γέροντας πότε μὲ ζέστη καὶ πότε μὲ κρύο, μάζευε ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ κόσμου τοὔδινε καὶ τὰ πρόσφερε στοὺς ἔχοντας ἀνάγκη. Καὶ ἡ διακονία αὐτὴ χωρὶς διακοπή, τελείωσε μὲ τὸν θάνατό του.

Χιλιάδες οἰκογένειες ἀνακούφισε ὁ εὐλογημένος Γέροντας. Σπούδασε παιδιά, προίκισε κορίτσια.

Βοηθοῦσε ἀσθενεῖς.

Ἐνίσχυε πολλὲς ἐκκλησίες καὶ βοηθοῦσε τὰ ἱδρύματα.

Πολλοὶ χριστιανοί, μᾶς λένε, καὶ τὸ θεωροῦν ἰδιαίτερη εὐλογία αὐτό, πὼς κοιμήθηκε στὸ σπίτι τους, μιὰ καὶ δυὸ καὶ περισσότερες φορές. Κάποιοι ἀπ᾿ αὐτούς, κάνουν λόγο καὶ γιὰ θαυμαστὰ πράγματα ποὺ εἶδαν καὶ ἔζησαν μὲ τὸν Γέροντα.

- Σ᾿ ἕνα σπίτι στὴ Λοκρίδα, εἶδαν οἱ οἰκεῖοι τὸν π. Βησσαρίωνα τὴ νύκτα νὰ προσεύχεται στὸ δωμάτιό του γονατιστός, λουσμένον μέσα στὸ φῶς καὶ ὑψωμένον πάνω ἀπὸ τὸ πάτωμα τοῦ δωματίου.

Ἔχουμε ἀκούσει πολλὰ περιστατικὰ ποὺ μᾶς κάνουν νὰ πιστεύουμε, πὼς τὸν π. Βησσαρίωνα τὸν μετακινοῦσε πολλὲς φορές, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.

Κάθε Δευτέρα καὶ Τρίτη, πήγαινε στὰ Νοσοκομεῖα τῆς Λαμίας. Ἀπὸ κρεβάτι σὲ κρεβάτι, ἔβλεπε ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς παρηγοροῦσε, τοὺς ἐξομολογοῦσε, καὶ τοὺς βοηθοῦσε.

Μᾶς διηγήθηκε κάποτε, πὼς στὸ Νοσοκομεῖο τῆς Λαμίας, συνάντησε ἕναν βαρειὰ ἄρρωστο ἄνθρωπο μὲ προχωρημένο καρκίνο, σχεδὸν στὰ τελευταῖα του.

Πῆγε κοντά του, μᾶς εἶπε, καὶ κάθισε δίπλα του. «Τί κάνεις παιδί μου»; τὸν ρώτησε.

«Δὲν εἶμαι καλὰ Παπούλη, τοῦ ἀπάντησε ὁ ἀσθενής, πεθαίνω».

«Παιδί μου, ἔχω ἕνα φάρμακο ποὺ θὰ σὲ κάνει καλά».

«Τί φάρμακο Παπούλη; Ὅλα τὰ πῆρα καὶ καμμιὰ ὠφέλεια δὲν εἶδα».

«Αὐτὸ τὸ φάρμακο ποὺ ἔχω ἐγώ, δὲν τὸ πῆρες. Θέλεις νὰ σοῦ τὸ φέρω»;

«Φέρτο μου Παπούλη».

Τὸν ἐξομολόγησε καὶ πῆγε καὶ τοῦ ἔφερε τὴν θεία κοινωνία. Ἀνασηκώθηκε ὁ ἀσθενής, ἔκαμε τὸν σταυρό του κλαίγοντας καὶ κοινώνησε.

«Παιδιά μου, μᾶς εἶπε, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔγινε καλά! Τελείως καλὰ καὶ πῆγε γερὸς στὸ σπίτι του».

Τὸ σῶμα του ἦταν ἀσθενικό. Προσβάλονταν εὔκολα ἀπὸ κρυολογήματα.

Στὰ 83 του χρόνια, πῆρε ἕνα γερὸ κρυολόγημα, ποὺ ἐξελίχτηκε σὲ πνευμονία. Νοσηλεύτηκε στὸ Νοσοκομεῖο τῆς Λαμίας ἀρχικά, καὶ στὸ Νοσοκομεῖο «Σωτηρία» στὴν Ἀθήνα, ὅταν ἡ κατάστασίς του ἐπιδεινώθηκε.

Ὕστερα ἀπὸ νοσηλεία δεκατριῶν ἡμερῶν, ἔχοντας παρὰ τὸ προσκεφάλαιό του ὅλες τὶς ἡμέρες, ἀκούραστον καὶ ἀνύστακτον τὸν Ἡγούμενον του π. Γερμανόν, ὁ π. Βησσαρίων, ὁ ἅγιος τῶν πτωχῶν καὶ τῶν βασανισμένων, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.

Ὁ π. Γερμανός, στὸ μοναχολόγιο τῆς μονῆς γράφει:

Τὴν 22αν τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου, ἡμέραν Τρίτην καὶ περὶ ὥραν 4:30΄ ἀπογευματινήν, ὁ π. Βησσαρίων ἀφῆκεν τὴν τελευταῖαν πνοήν, παραδοὺς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, εἰς χεῖρας Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἐπὶ ἥμισυ καὶ πλέον αἰώνα, ὑπηρέτησε πιστὰ ὡς Ἱερεὺς καὶ πνευματικὸς πατήρ, ὁδηγήσας πολλὰς ψυχὰς εἰς τὸν παράδεισον... Ἀφῆκεν φήμην Ἁγίου!

Ἡ σορὸς τοποθετήθηκε στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, πρὸς προσκύνημα. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς τὸ πρωΐ, ἄρχισαν παρὰ τὸ δριμὺ ψύχος, εἶχε ἡ αὐλὴ 30 πόντους χιόνι, νὰ καταφθάνουν πάρα πολλὰ πνευματικὰ παιδιά του, γιὰ νὰ ἀποθέσουν τὸν σεβασμό τους καὶ τὴν εὐλάβειά τους, στὸν πνευματικό τους πατέρα.

Ὅλοι μὲ δάκρυα στὰ μάτια χαιρετοῦσαν τὸν πατέρα τους, τὸν Γέροντά τους, τὸν φροντιστή τους στὴ ζωή.

Ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐψάλη προεξάρχοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου μας Κυροῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος βαθύτατα συγκινημένος, τελείωσε τὴ μικρή του προσλαλιὰ μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Σήμερα χριστιανοί μου, κηδεύουμε ἕναν ἅγιο»!

Μετὰ τὸ πέρας τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας, τὸ σκῆνος μετεφέρθη, εἰς τὸν κάτωθι τῆς αὐλῆς τῆς μονῆς χῶρον, ὅπου τὰ βαπτιστήρια καὶ ἐναπετέθη εἰς νεοκατασκευασθέντα τάφον.

Ὁ θάνατος τοῦ π. Βησσαρίωνος, σκόρπισε μεγάλη λύπη μέσα στὸ μοναστῆρι μας.

Ὅλοι μας τὸν ἀναζητούσαμε παντοῦ.

Στενοχωρημένοι κι᾿ ἀμίλητοι, πηγαίναμε στὰ διακονήματά μας, χωρὶς νὰ φεύγει οὔτε στιγμὴ ἀπὸ τὸν νοῦ μας, ὁ καλός μας Παπούλης.

- Μιὰ μέρα, πρὶν τὸ σαρανταήμερο μνημόσυνο, μπῆκα στὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ καθολικοῦ ἀπὸ τὴ νοτία πύλη καὶ βλέποντας πρὸς τὸ μέρος τῆς Ἁγίας Τραπέζης, εἶδα στὸ ἀπέναντι παρεκκλήσιον τὸν π. Βησσαρίωνα ὁλοζώντανον.

Ἀγαλίασε ἡ ψυχή μου.

«Πάτερ μου», φώναξα, καὶ κινήθηκα πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, γιὰ νὰ πάω σιμά του. Ὅταν ἔφτασα, ὁ Παπούλης δὲν ἦταν ἐκεῖ!

- Μιὰ ἄλλη μέρα, ὁ Νίκος ποὺ εἶναι δόκιμος στὸ μοναστῆρι μας, μπῆκε στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ὅπου καὶ τὸ ἐξομολογητήριο ποὺ ἐξομολογοῦσε ὁ Γέροντας, καὶ εἶδε πάνω στὴνη καρέκλα του ἕνα λευκὸ περιστέρι.

Ἅπλωσε καὶ τὸ πῆρε στὰ χέρια του, χωρὶς αὐτὸ νὰ ταραχθεῖ καθόλου. Τὸ φίλησε στὸ κεφάλι καὶ βγῆκε ἔξω νὰ τὸ ἐλευθερώσει. Τὸ περιστέρι χάθηκε ἀπὸ τὰ χέρια του, χωρὶς νὰ ἀκουστεῖ τὸ φτερούγισμά του.

Πήγαμε στὸν Γέροντα Γερμανὸ καὶ τοῦ τὄπαμε, κι᾿ αὐτὸς μᾶς εἶπε, πὼς ἦταν ἡ ψυχὴ τοῦ Παπούλη.

Ὁ τάφος τοῦ π. Βησσαρίωνα, ἔγινε προέκταση τοῦ ἱεροῦ ναοῦ μας. Μετὰ τὴν πρωϊνὴ ἀκολουθία πηγαίναμε κάτω στὸν τάφο. Ἀνάβαμε τὸ καντηλάκι του, θυμιάζαμε καὶ προσευχόμασταν.

Ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν ἐν ζωῇ, εἴχαμε τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ π. Βησσαρίων εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κι᾿ αὐτὴ ἡ βεβαιότητα μετὰ τὸν θάνατό του, ἐνισχύονταν μέσα μας μέρα μὲ τὴν μέρα πιὸ πολύ. Γονατίζαμε μπροστὰ στὸ τάφο του μὲ μεγάλο σεβασμὸ καὶ τὸν ἀσπαζόμασταν, ὅπως τὶς ἅγιες εἰκόνες.

Μιλούσαμε στοὺς ἐπισκέπτες γιὰ τὸν π. Βησσαρίωνα καὶ τὴ ζωή του, καὶ τοὺς προτρέπαμε νὰ πᾶνε στὸν τάφο του.

«Νὰ πᾶτε καὶ κάτω στὰ βαπτιστήρια, ἐκεῖ εἶναι ὁ τάφος ἑνὸς ἁγίου, νὰ τὸν προσκυνήσετε».

Χιλιάδες ἄνθρωποι αὐτὰ τὰ χρόνια κατέβηκαν στὸν τάφο καὶ κάποιοι ἀπ᾿ αὐτούς, ἄφηναν καὶ ἀφιερώματα. Σταυρούς, ἀλυσίδες, κ.ἄ. Αὐτὰ φυλάσσονται σήμερα σὲ εἰδικὴ προθήκη, ποὺ βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὴν λάρνακα τοῦ ὁσίου.

Ὑπῆρξαν καὶ αὐτοί, ποὺ μᾶς μίλησαν γιὰ θαυμαστὰ πράγματα.

- Ἕνας ἱερέας ἀνέβηκε στὸ μοναστῆρι μὲ κάποιους συγγενεῖς του. Προσκύνησαν τὴν Παναγία καὶ τὸν Ὅσιο Ἀγάθωνα καὶ μετὰ κατέβηκαν στὸν τάφο. Ἐκεῖ ὁ καλὸς ἱερέας θέλησε νὰ διαβάσει ἕνα τρισάγιο στὸν Παπούλη. Φόρεσε τὸ πετραχῆλι, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶδε πὼς εἶχαν σωθεῖ τὰ καρβουνάκια εἶπε:

«Πάτερ, συγχώρεσέ με ποὺ θὰ διαβάσω χωρὶς θυμίαμα».

Ἄρχισε τὸ τρισάγιο καὶ ὅταν ἔψαλλε τὸ «μετὰ πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων...», ὁ τάφος τοῦ Γέροντα μοσχοβόλησε ἀπὸ μόνος του!

Εἰς τὸν τάφον, τὸ σῶμα τοῦ π. Βησσαρίωνα, ἔμεινε 15 χρόνια, 1 μήνα καὶ 9 ἡμέρες.

Ποτὲ δὲν πέρασε ἀπ᾿ τὸ μυαλό μας ἡ σκέψη γιὰ ἐκταφή του. Ἀντιθέτως, βλέποντας τὶς ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ καὶ τιμῆς τόσων ἀνθρώπων πρὸς τὸν τάφον τοῦ Γέροντος, σκεπτόμασταν αὐτὸ τὸ χῶρο, μέσα στὸν ὁποῖον ἦταν ὁ τάφος, νὰ τὸν μεγαλώσουμε καὶ νὰ τὸν μετατρέψουμε σὲ μικρὸ ναό.

Ὅμως ὅταν ἦλθε ὁ καιρὸς ἐκτελέσεως τῶν ἔργων ἀντιστηρίξεως τῆς Ἱ. Μονῆς εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευρά της, λόγῳ τῶν κατολισθητικῶν φαινομένων ποὺ παρουσιάζονταν στὸ ἔδαφός της, ὅπου καὶ ὁ τάφος τοῦ π. Βησσαρίωνα, οἱ ὑπηρεσίες τῆς Νομαρχίας Φθιώτιδος μᾶς ὑπέδειξαν πὼς γιὰ νὰ γίνει ἡ ἀντιστήριξη τοῦ μοναστηριοῦ μὲ τρόπο σωστὸ καὶ σίγουρο, θὰ πρέπει νὰ κατεδαφιστοῦν τὰ κτίρια ποὺ βρίσκονταν πίσω ἀπ᾿ τὸν Ἱ. Ναό, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα ἦταν καὶ τὰ βαπτιστήρια μὲ τὸν τάφο τοῦ Γέροντα.

Ἀρχικὰ ἀντιδράσαμε, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπαρκῇ ἐξήγηση καὶ ἐπιμονὴ τῶν ἁρμοδίων μηχανικῶν, πεισθήκαμε πὼς ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνει καὶ ζητήσαμε πρὸς τοῦτο τὴν ἔγκρισιν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας.

Θὰ κάναμε λοιπὸν τὴν ἐκταφὴ τοῦ π. Βησσαρίωνος. Μεγάλο γεγονὸς γιὰ τὸ μοναστῆρι μας καὶ ἔπρεπε νὰ προετοιμασθοῦμε.

Πήγαμε στὴ Μακρακώμη σ᾿ ἕνα γνωστό μας ξυλουργὸ καὶ τὸν παρακαλέσαμε νὰ φτιάξει ἕνα κιβώτιο ἀπ᾿ τὸ καλλίτερο ξύλο ποὺ εἶχε, γιὰ νὰ βάλουμε μέσα τὰ ὀστᾶ τοῦ π. Βησσαρίωνα. Ὁ ξυλουργός, χάρηκε ἰδιαίτερα ποὺ ἀξιωνόταν αὐτὸς νὰ φτιάξει τὸ κιβώτιο τοῦ Γέροντα, τὸν ὁποῖο ἐσέβετο παιδιόθεν.

Κάποια μέρα ἐνῶ κατεσκεύαζε τὸ κιβώτιο, μπῆκε στὸ ξυλουργεῖο του ἕνας ἐκ τῶν ἱερέων τῆς πόλεως.

«Τί κάνεις ἐκεῖ»; Ρώτησε τὸν ξυλουργό.

«Φτιάχνω τὸ κιβώτιο, στὸ ὁποῖο θὰ βάλουν τὰ ὀστᾶ τοῦ π. Βησσαρίωνα», τοῦ εἶπε μὲ χαρά.

«Ἄδικα παιδεύεσαι», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἱερεύς.

«Ὁ π. Βησσαρίων θὰ χρειασθεῖ Λάρνακα»!

Κρατᾶμε τὸ κιβώτιο στὸ μοναστῆρι, ἀφοῦ ὁ καλὸς Θεός μας, δικαίωσε τὴν πίστη τοῦ καλοῦ Μακρακωμίτη Ἱερέα.

Περιμέναμε μιὰ καλὴ μέρα, γιατὶ ἔκανε πολὺ κρύο, γιὰ νὰ κάνουμε τὴν ἐκταφή.

Ἡ καλὴ μέρα ἦταν ἡ 3η Μαρτίου τοῦ 2006. Μιὰ ἠλιόλουστη μέρα, πραγματικὰ λαμπρή, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνει γιὰ τὸ μοναστῆρι μας, ἀκόμα λαμπρότερη.

Κάναμε τὴν πρωϊνή μας ἀκολουθία καὶ μετὰ πήγαμε στὸ ἀρχονταρίκι. Μόλις βγῆκε ὁ ἥλιος, σηκωθήκαμε καὶ ξεκινήσαμε γιὰ τὴν ἐκταφή.

«Πατέρες καὶ ἀδελφοί, τοὺς εἶπα.

Πορευόμεθα πρὸς τὸν τάφον τοῦ Γέροντος, ὡς εἰς Ἅγιον»!

Κατεβήκαμε στὸν τάφο, διαβάσαμε τὸ τρισάγιο καὶ ἕνας-ἕνας προσκυνούσαμε καὶ φιλούσαμε τὸν τάφον. Μὲ ἕνα «κασμᾶ», ἀρχίσανε τὰ παιδιὰ νὰ ἀφαιροῦν τούβλα ἀπὸ τὴν πρόσθια πλευρὰ τοῦ τάφου. Ὅταν βγῆκαν τὰ πρῶτα τούβλα, εἴδαμε μέσα τὸ φέρετρο τοῦ π. Βησσαρίωνος «ἄφθαρτο», καὶ ἐντυπωσιαστήκαμε. Μιὰ εὐωδία ἁπλώθηκε σ᾿ ὅλο τὸ χῶρο. Κι᾿ αὐτὴ ἡ εὐωδία παρέμεινε στὸ τάφο καὶ τὴν αἰσθάνθηκαν χιλιάδες προσκυνητὲς ποὺ ἦρθαν νὰ προσκυνήσουν τὸν Γέροντα.

Σιγὰ-σιγὰ βγάλαμε τὸ φέρετρο ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο καὶ κλειστὸ ὅπως ἦταν, τὸ μεταφέραμε στὸ νέο νεκροταφεῖο τῆς μονῆς, γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, νὰ συλλέξουμε τὰ ὀστᾶ τοῦ Γέροντα.

Σηκώνοντας τὸ σκέπασμα τοῦ φερέτρου, εἴδαμε πὼς τὸ σάβανο τοῦ Παπούλη ἦταν ἄθικτο, καινούργιο, ὅπως τὸ βάλανε οἱ πατέρες, τότε στὴ ταφή!

Μὲ προσοχὴ ἀφαιρέσαμε τὸ σάβανο καὶ τὸν ἀέρα ποὺ σκέπαζε τὸ πρόσωπό του καὶ τότε εἴδαμε τὸ σῶμα τοῦ Γέροντα ὁλόκληρον, ἄφθαρτον καὶ εὐωδιάζον! Θεέ μου, αὐτὸ ποὺ νοιώσαμε ἐκείνη τὴν στιγμὴ δὲν περιγράφεται μὲ λόγια. Τὸ κορμί μας ἔτρεμε ὁλόκληρο, τὰ γόνατά μας λύγισαν ἀπὸ μόνα τους. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια, προσκυνήσαμε τὸ ἱερὸ σκήνωμα, μὲ ἔκδηλη τὴ χαρὰ στὰ πρόσωπά μας.

Σηκώσαμε ἐν συνεχείᾳ τὸ φέρετρο καὶ τὸ βάλαμε μέσα στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ κοιμητηρίου, μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη.

Ἔσπευσα καὶ τηλεφώνησα στὸν Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας, γιὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλω τὴν μεγάλη εἴδηση.

Ὁ Δεσπότης μας, συγκλονισμένος ἀπὸ τὴν εἴδηση, ἔφθασε πολὺ γρήγορα στὸ μοναστῆρι μας. Βαθύτατα συγκινημένος προσκύνησε τὸ σκήνωμα τοῦ Γέροντα καὶ διάβασε τρισάγιον.

Μὲ ἐντολή του, μεταφέραμε τὸ φέρετρομ εἰς τὸν ἱερὸν ναὸν τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στὸ σκευοφυλάκειο τῆς μονῆς, πρὸς προσωρινὴν φύλαξίν του.

Ὁ Μητροπολίτης μας μὲ σύνεση καὶ σωφροσύνη, χειρίστηκε τὸ μεγάλο αὐτὸ γεγονός, ἀποσπάσας καὶ δικαίως τὸν ὑπὸ πάντων ἔπαινον!

Ἐνημέρωσε μὲ ἐμπεριστατωμένην ἔκθεσίν του, τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ὀνόμασε τὸ γεγονὸς αὐτό, «Σημεῖον τοῦ Θεοῦ».

Ὁ Δεσπότης μας, λίγες μέρες πρὶν τὴν γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀνακοίνωσε στοὺς χριστιανοὺς τὴν μεγάλη εἴδηση ἡ ὁποία ὅπως ἦταν φυσικό, συγκλόνισε τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα καὶ διὰ τῶν Μ.Μ.Ε., ἔφτασε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης.

Ἐπὶ δύο μῆνες, τηλεοράσεις καὶ ραδιόφωνα, εἶχαν ὡς κύριο θέμα συζητήσεώς των, τὸ παράδοξο αὐτὸ γεγονός, ποὺ συνέβηκε στὸ μοναστῆρι τοῦ ὁσίου Ἀγάθωνα.

Εἰπώθηκαν πολλὰ θετικά, ἀκούστηκαν καὶ ἀσέβειες. Ὁ καθένας βλέπετε, χρεώνεται μὲ τὰ λόγια του.

Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός, συγκλόνισε ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Τὸ ὄνομα τοῦ ταπεινοῦ Ἀγαθωνίτη Γέροντα, ἔγινε παγκόσμιο ἄκουσμα. Καὶ ἡ βραχνὴ-ἀδύναμη φωνούλα του, «παγκόσμια φωνή».

Τὸ σκήνωμα τοῦ Γέροντα τοποθετήθηκε, σὲ παρεκκλήσιο τοῦ Καθολικοῦ, ὅπου παραμένει μέχρι σήμερα, δεχόμενο τὸν σεβασμὸ τῶν πιστῶν.

Πολλὰ γράμματα ἔφτασαν στὸ μοναστῆρι μας, ἐξιστοροῦντα θαύματα ποὺ ἔκανε καὶ κάμνει, ὁ π. Βησσαρίων σὲ πολλοὺς συνανθρώπους μας!

Χριστιανοὶ ἀπ᾿ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, καὶ ὄχι μόνον, ἦλθαν στὸ μοναστῆρι τοῦ Ἀγάθωνα γιὰ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ ἀποθέσουν τὸ σεβασμό τους στὸ σκήνωμα τοῦ π. Βησσαρίωνα.

Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἡγούμενοι καὶ Γερόντισσες μοναστηριῶν μὲ τὶς συνοδείες τους, Ἱερεῖς καὶ Μοναχοὶ ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό. Κύπριοι, Ἱεροσολυμῖτες, Ρῶσοι, Σέρβοι, Ρουμάνοι, Βούλγαροι καὶ ἄλλοι πατέρες ἦρθαν νὰ προσκυνήσουν τὸν ταπεινὸ ἐργάτη τοῦ «Κυριακοῦ Ἀμπελώνα».

Σεβαστό μου ἀκροατήριο!

Ὑπακούοντας στὸ κάλεσμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἐδέσσης κ. Ἰωήλ, ἦρθα ἐδῶ σήμερα νὰ σᾶς εἰπῶ ὀλίγα ἀπ᾿ ὅσα εἶδα καὶ ἔζησα εἴκοσι σχεδὸν χρόνια κοντὰ στὸν Γέροντα Βησσαρίωνα, στὸ μοναστῆρι τοῦ Ὁσίου Ἀγάθωνος.

Νοιώθω ὅμως, πὼς δὲν σᾶς εἶπα τίποτα καὶ αἰσθάνομαι ἀμηχανία γιαυτό. Θέλω νὰ μὲ πιστέψετε, πὼς ἀδυνατῶ ἐγὼ ὁ μικρὸς καὶ ἄσημος νὰ προσεγγίσω τὸ ἀσύληπτο μέγεθος τῆς προσωπικότητας τοῦ π. Βησσαρίωνα.

Δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει ἀνθρώπινο μυαλό, τὸ ἔργο ποὺ ἔκανε ὁ π. Βησσαρίων χωρὶς σταματημὸ σ᾿ ὅλη του τὴ ζωή. Ζοῦσε μόνο γιὰ τοὺς πάσχοντες συνανθρώπους του.

Ἂν γιὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ ἐπιστρέφει στὸ Θεό, γίνεται μεγάλη χαρὰ στοὺς οὐρανούς, πόση χαρὰ ἀλήθεια σκόρπισε στὰ οὐράνια, ὁ εὐλογημένος Γέροντας, μὲ τὶς ἀμέτρητες ψυχὲς ποὺ ἔστειλε μὲ τὸ πετραχῆλι του στὸν παράδεισο!

«Γίνε, παιδί μου μοναχός, μοὔλεγε πολλὲς φορές, καὶ θὰ δεῖς τί ἔχει ὁ π. Βησσαρίων γιὰ σένα».

Ἐγὼ σὰν παιδὶ τότε, νόμιζα πὼς ἴσως ἔχει φυλαγμένες Ἱερατικὲς στολὲς καὶ Σταυροὺς νὰ μοῦ δώσει.

Ποτὲ ὅμως, δὲν εἶχα φανταστεῖ, πὼς θὰ χάριζε στὸ εὐλογημένο μοναστῆρι μας, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς ταπεινῆς μου Ἡγουμενίας, τὸ ἴδιο του τὸ ἱερὸ σκήνωμα, ὁλόκληρον, ἄφθαρτον καὶ εὐωδιάζον, ὡς θησαύρισμα μέγιστον καὶ παντοτινὴ εὐλογία.

Ἀδελφοί μου,

Ἂς γονατίσουμε νοερὰ μπροστὰ στὸ σκήνωμα τοῦ π. Βησσαρίωνα, γιὰ νὰ ἀποθέσουμε τὸν σεβασμό μας καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουμε νὰ πρεσβεύει γιὰ τὰ σπίτια μας, τὴ κοινωνία μας καὶ τὴν πατρίδα μας, ποὺ δεινῶς χειμάζονται στοὺς ἔσχατους καιρούς. Καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι, πὼς ὁ καλὸς Παπούλης μας, θὰ ἀκούσει τὶς προσευχές μας.

Σᾶς εὐχαριστῶ!


www.imepa.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου