του Ιωάννου Κων. Κορναράκη
Ομότιμου Καθηγητή Πανανεπιστημίου Αθηνών
Εκδόσεις «ΤΗΝΟΣ» ΑΘΗΝΑΙ 2010
***
Από τον Πρόλογο του βιβλίου
…Η ψυχολογική ή ψυχοδυναμική λειτουργία του ανθρώπου, συνειδητή ή μη συνειδητή, δεν παραθεωρείται, κατά την πατερική ποιμαντική και θεραπευτική ή συμβουλευτική μέριμνα, αλλά αντιθέτως λαμβάνεται πάντοτε υπ΄ όψη ως προϋπόθεση και ορός πνευματικής βιοτής. Κανείς δεν γίνεται άγιος πριν γνωρίσει και συνειδητοποιήσει την ψυχική του πραγματικότητα, προκειμένου να την μεταποιήσει σε εμπειρία αγιασμού.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επισημαίνει επίσης ότι «αυτός ο άνθρωπος, ο όποιος δεν έχει ενωθεί με τον εαυτό του, υστέρα από αγώνες «αποβολής των παρά φύσιν παθών», δεν μπορεί να ενωθεί «με την ιδίαν αιτίαν, ήγουν τον Θεόν». Το μονομερές αίτημα χαρισμάτων, χωρίς την προϋπόθεση της προσπάθειας της θεραπείας της παθογενετικής ψυχοδυναμικής πραγματικότητος του άνθρωπου, δεν μπορεί να δικαιωθεί ενώπιον του Θεού!
…Η συλλογή των κειμένων, τα όποια φιλοξενούνται στην παρούσα έκδοση, συνηγορεί στο γεγονός ότι το πρώτιστο πρόβλημα του οδεύοντος προς την αγιότητα πνευματικού αγωνιστού, είναι το ψυχοδυναμικό φορτίο του παλαιού εαυτού. Η πορεία προς την αγιότητα συνιστά αγώνα μεταποιήσεως του φορτίου αυτού σε καινή κτίση!
***
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Πατερικές προσεγγίσεις στο ασυνείδητο βάθος της ανθρωπινής ψυχής..........................11
2. Το «σύμπλεγμα» του Ηρώδη....................................................................................32
3. Η λειτουργία της «Μεταφοράς» (Ubertragung) στη γεροντική θεραπευτική μέθοδο του «αποδιοπομπαίου τράγου».......................................................................................................................47
4. Ο εκδραματισμένος διάλογος με τον εαυτό ως μέθοδος υπερβάσεως έμμονων λογισμών
στην ασκητική πολιτεία..................................................................................................76
5. Μοναχός· ο θεοφιλής αθλητής αναγωγικών υπερβάσεων…………………………………….... 107
6. Ο ψυχολογικός χαρακτήρας των δαιμονικών λογισμών………………………………………......120
7. Το ορθόδοξο Βίωμα ως υπέρβαση της βίας..............................................................158
8. Το «οικολογικό» πρόβλημα του ανθρωπίνου προσώπου στη σχέση του με το φυσικό περιβάλλον..................................................................................................................183
9. Ψυχολογική θεώρηση ανθρωπολογικών αναφορών στον Περί ψυχής και αναστάσεως μετά της Ιδίας αδελφής Μακρινής διάλογο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης………………………..…...................196
10. Το ενοχικό υπόβαθρο μιας εκτρώσεως....................................................................210
11. Μία ακούσια αμαρτία, πόσο «ακούσια» είναι;..........................................................220
12. Το άγχος υπό το πρίσμα της χριστιανικής ανθρωπολογίας........................................225
13. Προλεγόμενα στην αυτοκτονία..............................................................................234
14. Ο Ηλίας ο Μέγας ως σύμβολο μυστικής Θεολογίας..................................................239
***
ΤΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΜΙΑΣ ΕΚΤΡΩΣΕΩΣ*
Κάποιος φίλος, άνθρωπος της Εκκλησίας, με παρακάλεσε, προ αρκετού χρόνου, να ασχοληθώ με ένα περίεργο, όπως μου είπε, αλλά και συγχρόνως τραγικό γεγονός, πού συνέβη σ' ένα συγγενικό του πρόσωπο.
Επρόκειτο για μία κυρία, εξήντα περίπου ετών, η οποία ευρίσκετο σε κατάσταση εντόνου άγχους και πανικού, από τη στιγμή, πού κρατώντας στην αγκαλιά της το βρέφος της κόρης της, αισθάνθηκε την πιεστική ανάγκη να πάρη το μαχαίρι να το κατακρεούργηση!
Τη στιγμή αυτή της παράλογης παρορμήσεώς της ήταν μόνη στο σπίτι της. Έλειπε ο σύζυγος της αλλά και οι γονείς του βρέφους, οι όποιοι απουσίαζαν στο εξωτερικό για μία εβδομάδα. Γι' αυτό άλλωστε και είχε εκείνη την ευθύνη της φροντίδας του, μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς του στο σπίτι τους.
Η κρισιμότητα της στιγμής εκείνης, για τη ζωή του βρέφους, την υποχρέωσε να απευθυνθή στον πλησιέστερο συγγενή της, ο οποίος και μου εζήτησε να με επισκεφθούν το γρηγορώτερο, για μία πρώτη διερεύνηση της παράλογης αυτής παρορμήσεώς της κ. Κ.
* * *
Κατά τη συζήτηση με την κ. Κ. πληροφορήθηκα ότι η ίδια ήταν άτεκνη και επειδή δεν μπόρεσε να απόκτηση παιδιά η ίδια, υιοθέτησε ένα κορίτσι, πού ήταν ακριβώς ή μητέρα του σημερινού βρέφους. Η ατεκνία της κ. Κ. σε συνδυασμό με την υιοθέτηση της κόρης της, έστρεψαν αμέσως τη σκέψη μου σε μια παρανοειδή ζηλοτυπία, ως πιθανό αίτιο της φαντασιώσεως μιας παράλογης παρορμήσεώς πράξεως σφαγής. Σκέφθηκα πώς, ό,τι εκείνης της έλειπε σε ολόκληρη τη ζωή της και εμείωνε τη γυναικεία εικόνα της ενώπιον του εαυτού της, δηλ. η μητρότητα, το έβλεπε με έντονη ζηλοτυπία στο πρόσωπο της υιοθετημένης κόρης της, με αποτέλεσμα την ασυνείδητη-φαντασιακή εκκόλαψη της παράλογης παρορμήσεώς της.
Άλλα επειδή κάθε πρώτη σκέψη, σε παρόμοιες περιπτώσεις δεν μπορεί να απολυτοποιείται αυτοστιγμεί προς εύκολη κατάληξη σ' ένα μόνο συμπέρασμα, πιθανώς απατηλό, συνέχισα τη συζήτηση με την κ. Κ. με την προσδοκία κάποιου ερεθίσματος εκ μέρους της, πού θα μου έδινε αφορμή για κάποιο πιο πιθανό συμπέρασμα.
Έτσι κατά τη συνέχεια της συζητήσεως μας, αμφισβητώντας, κάποια στιγμή, μέσα μου (δοκιμαστικώς) την ατεκνία της κ. Κ., την ερώτησα, κάπως απότομα.
- Έχετε κάνει μήπως παλαιότερα κάποια έκτρωση; Εξεπλάγην, όταν εκείνη μου είπε εντελώς αυθόρμητα ότι είχε κάνει δυο εκτρώσεις στην ηλικία των δέκα επτά ετών, κατά τη διάρκεια «προγαμιαίων» σχέσεων της με τον νυν σύζυγο της. Η κ. Κ. μου παρουσιάσθηκε ως άνθρωπος της Εκκλησίας, κατά τον διάλογο μας, γι' αυτό και την ερώτησα,
- Έχετε εξομολογηθεί αυτές τις δυο σας πράξεις στον πνευματικό σας;
Μου απάντησε τελείως καθησυχασμένη, «μα βέβαια, τώρα μάλιστα ύστερα από τόσα χρόνια και με τη συγχώρηση πού πήρα από τον πνευματικό μου, το θέμα των δυο εκτρώσεων έχει ξεχασθεί και δεν με απασχολεί καθόλου».
* * *
Το θέμα δυο στυγερών ενσυνείδητων εγκληματικών πράξεων δεν απασχολούσε πλέον καθόλου, υστέρα από τόσα χρόνια την κ. Κ. αλλά απασχολούσε ασφαλώς συνεχώς τον βεβαρημένο ασυνείδητο ψυχισμό της, με το «σύμπλεγμα» μιας απωθημένης, και έτοιμης πάντοτε να έκδικηθή,1 για την απώθηση της αύτη, ένοχης!
Άργησε βέβαια, στην περίπτωση της κ. Κ. να εκδηλωθή προς τα έξω η εκδίκηση αυτή, επειδή δεν είχε βρεθεί εκείνη η ίδια η κ. Κ. μέχρι τότε, στο συνδυασμένο δίκτυο εξωγενών και ενδογενών (ομολόγων ψυχοδυναμικώς) ερεθισμάτων, τα όποια θα προκαλούσαν, μ' ένα ψυχαναγκαστικό συμπλεγματικό δυναμισμό, όπως τώρα, την φαντασιακή αναβίωση2, μιας πράξεως σφαγής!
Άλλα βέβαια, όπως προκύπτει από βασικές αρχές της ψυχολογίας του Ιυη§, το ασυνείδητο ούτε ξεχνά ούτε απατάται. Εμείς μόνο νομίζουμε ότι ξεχνάμε, γι' αυτό και απατώμεθα3.
- Μα δεν εξάλειψε το αμάρτημα από τον ψυχικό της κόσμο η εξομολόγηση της δεκαεπτάχρονης «σφαγέως» και δεν εξουδετέρωσε έτσι τον ψυχοδυναμισμό της απωθήσεως; θα ερωτούσε κάποιος... απατώμενος!
Δεν γνωρίζουμε φυσικά τί είδους εξομολόγηση έγινε και πώς αντιμετώπισε την περίπτωση αυτή ο πνευματικός της κ. Κ. Μπορεί όμως να υπενθύμιση κανείς στο σημείο αυτό, ότι τα μεγάλα εγκλήματα, όπως είναι οι εκτρώσεις, πού βιώνονται ως σφαγή στο ίδιο το σώμα του ενεργούντος το έγκλημα, αποτελούν υπαρξιακό γεγονός καθολικών διαστάσεων, γι' αυτό και μία ενδεχόμενη, πραγματική θεραπεία, θα απαιτούσε ωρισμένα μέσα βιωματικής και ψυχικής ασκήσεως κατά το πνεύμα της ποιμαντικής και μυστηριακής διακονίας της Εκκλησίας, ώστε ένα τόσο υπαρξιακό τραυματικό γεγονός, να θεραπευθή (με την οικονομία πάντοτε και δια του ελέους και της αγάπης του θεού) με μια άλλη ποιότητα παιδαγωγίας καθάρσεως, όχι μόνο μιας απλής (επιπόλαιης;) εξομολογήσεως!
Πάντως στην περίπτωση της κ. Κ., παρά την εξομολόγηση στον πνευματικό της, πού την καθησύχαζε, ως προς τις καταστροφικές συνέπειες των δυο εκτρώσεων της, οι τελευταίες την «εκδικήθηκαν» διττώς. Πρώτα-πρώτα λόγω των δυο αυτών πράξεων σφαγής, εστέρευσε μέσα της η πηγή της μητρότητας οριστικά. Και ύστερα η φαντασίωση μιας επίμονης, ψυχαναγκαστικής πιέσεως, επαναλήψεως της σφαγής αυτής, σ' ένα βρέφος πού όντως αγαπούσε και λάτρευε, αναστάτωσε τον ψυχικό της κόσμο, με ισχυρό άγχος και πανικό και την ενέπλεξε σ' ένα εξουθενωτικό νευρωτικό γεγονός. Δηλαδή σ' ένα υπαρξιακό πρόβλημα μιας αποτυχημένης αξιολογικής5 επιλογής (μεταξύ της αξίας μιας ζωής αφ' ενός και αφ' ετέρου μιας απαξιωμένης σκοπιμότητος), με όλες τις συγκρουσιακές και άλλες παθογόνες ψυχοδυναμικές της συνέπειες.
Αναμφίβολα η εκκολαφθείσα φαντασίωση απειλής μιας νέας σφαγής, στην περίπτωση της κ. Κ.6, δεν αποτελεί μία ψυχική διαταραχή με αρνητικό χαρακτήρα αλλά και θετικό. Επειδή η φαντασίωση αυτή είναι ένα ισχυρό σήμα κίνδυνου της ισορροπίας του ανθρωπίνου ψυχισμού από την διόγκωση (Ιηίΐ&ίίοη) του ασυνειδήτου με ισχυρές πιέσεις απωθουμένων ενοχικών βιωμάτων.
Το ίδιο το ασυνείδητο, με δική του πρωτοβουλία7, επιδιώκει την αποφόρτιση του, δείχνοντας με τη φαντασίωση αυτή το δρόμο της καθάρσεώς του, μέσω μιας έντονης, όσο και δραματικής, συνειδητοποιήσεως, από το φορέα της απωθήσεως της ενοχικής του ευθύνης για το αίτιο της απωθήσεως αυτής.
* * *
Οι σκέψεις αυτές με οδήγησαν στην ανάγκη, σε μια πρώτη εκτίμηση του προβλήματος της κ. Κ., να προτείνω να δεχθή να επισκεφθή κάποιο ειδικό από το χώρο της ψυχικής υγείας, για μία βραχεία ψυχοθεραπευτική βοήθεια, επειδή, εξ αλλού, το ισχυρό της άγχος και ο καταλυτικός της πανικός, δικαιολογούσαν οπωσδήποτε και μία βραχεία φαρμακευτική αγωγή ηρεμιστικού-κατασταλτικού χαρακτήρας. Άλλα η κ. Κ. αρνήθηκε με απόλυτο τρόπο μία τέτοια υπόδειξη και η συζήτηση μας και η συνεργασία μας σταμάτησε εκεί, επειδή δεν ήθελε να ακούση τη λέξη ψυχίατρος. Πίστευε8 με βεβαιότητα ότι δεν χρειαζόταν ψυχιατρική βοήθεια.
Ύστερα όμως από την παρέλευση κάποιου χρόνου, εζήτησα από το φίλο μου να με πληροφόρηση τί κάνει η συγγενής του με το πρόβλημα της και πώς το αντιμετωπίζει. Εντυπωσιάστηκα και πάλι, όταν μου είπε, ότι, λίγες μέρες, μετά τη δική μας συνεργασία, η κ. Κ., ευρισκόμενη με τον σύζυγο της στους διαδρόμους ενός νοσοκομείου προς επίσκεψη κάποιου ασθενούς, βλέποντας κάποια στιγμή μία πινακίδα ενός ιατρικού γραφείου του νοσοκομείου με τη λέξη, «Ψυχίατρος», όρμησε μέσα για να παραδοθή άνευ όρων στη βοήθεια του ψυχιάτρου, λόγω της συνεχιζόμενης αφόρητης ψυχικής της ταλαιπωρίας από το εξουθενωτικό της άγχος και τον αδάμαστο πανικό της.
* * *
Από το όντως τραγικό αυτό γεγονός μπορεί κανείς να βγάλη πολλά ίσως συμπεράσματα για την αιτιολογία του και την επιβαλλόμενη θεραπεία του. Όμως κάτι πού είναι ιδιαίτερα σημαντικό, για τη δυνατότητα κάποιας αποτελεσματικής θεραπείας, είναι η διαπίστωση ότι για μία τέτοια θεραπεία, η ποιμαντική πράξη της Εκκλησίας, όπως ασκείται συνήθως, φαίνεται να είναι εντελώς ανεπαρκής μέχρι ανύπαρκτη.
Κανονικά ένα τέτοιο ανθρώπινο-τραυματικό γεγονός, όπως είναι η έκτρωση, πρέπει να αντιμετωπίζεται κάτω από την ποιμαντική επιστασία και πρόνοια του ιερέως-ποιμένος, σε συνεργασία με ένα αρμόδιο του χώρου της ψυχικής υγείας. Διότι ενδεχομένη προσφυγή του ενδιαφερομένου χριστιανού ανθρώπου, ερήμην του ιερέως πνευματικού του, ακόμα και στον πιο καλοπροαίρετο ψυχίατρο ή ψυχοθεραπευτή, μένει ουσιαστικά αναποτελεσματική, εάν δεν εκτραπή σε λύσεις επιδεινώσεως του προβλήματος9.
Το τελευταίο σημαίνει ότι για την ποιμαντική προσπάθεια θεραπείας των ψυχικών ή ψυχοπαθολογικών συνεπειών της εκτρώσεως, χρειάζεται η συνεργασία του ποιμαντικού οργάνου της Εκκλησίας με ένα θετικό, απέναντι στο θρησκευτικό γενικά γεγονός, ειδικό του χώρου της ψυχικής υγείας, όταν μάλιστα τα συμπτώματα μιας ψυχικής διαταραχής είναι σε τέτοια ένταση, πού το όργανο αυτό της Εκκλησίας δεν θα μπορούσε από μόνο του να τα αντιμετώπιση κατασταλτικά για μία ευχερέστερη πνευματική βοήθεια10.
Εξ άλλου η αναγκαιότητα μιας τέτοιας συνεργασίας, σε μια τέτοια περίπτωση, όπως η σχολιαζομένη, προκύπτει από το γεγονός ότι μία έκτρωση, από τη στιγμή πού θα εκτελεσθή, μεταβάλλεται σε παράγοντα διαταραχής των αξιολογικών-πνευματικών σχέσεων του αυτουργού της εκτρώσεως με το δημιουργό του, εφ' όσον όχι μόνο αυτός ο ίδιος αλλά και το συλληφθέν και ήδη εκριζωθέν σφαγιαστικώς, από τη σωματική μητρική συνάφεια, έμβρυο, ανήκουν στο Δημιουργό τους ως προσωπική του ιδιοκτησία11.
Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος, πού μια ενδεχομένη αποκλειστική αντιμετώπιση από μόνο τον ειδικό του χώρου της ψυχικής υγείας, δημιουργεί επιφυλάξεις, σε κάθε συνειδητό χριστιανό, ως προς το αναμενόμενο θεραπευτικό αποτέλεσμα, επειδή ο άνθρωπος αυτός έχει πάντοτε επίγνωση της αδιάλυτης πνευματικής σχέσεως του με το Δημιουργό του αλλά και με το νόμο Του, πού καθορίζει την αξιολογική ποιότητα της υπαρξιακής του καταξιώσεως.
Ο ειδικός όμως του χώρου της ψυχικής υγείας συνήθως αγνοεί αυτή την εσώτατη σχέση δημιουργού και δημιουργήματος και κυρίως το αξιολογικό-υπαρξιακό νόημα της και γι' αυτό δεν μπορεί να αντιληφθή τις καθολικές διαστάσεις του προσωπικού-ενοχικού του προβληματισμού.
* * *
Το υπαρξιακό-αξιολογικό δέσιμο Δημιουργού και δημιουργήματος εξεικονίζεται με εξαιρετική σαφήνεια στο ΡΛΗ' Ψαλμό και για το λόγο αυτό, ο Ψαλμός αυτός διαφωτίζει καλύτερα το ενοχικό υπόβαθρο μιας σφαγιαστικής πράξεως χωρισμού δημιουργού και δημιουργήματος δια της εκτρώσεως. Ας δούμε σ' ένα σύντομο διάγραμμα τις διαστάσεις των υποδηλουμένων στον Ψαλμό ευθυνών του ανθρώπου απέναντι στο Θεό για την δική του ύπαρξη, αλλά και του σφαγιασθέντος εμβρύου.
Στο πρώτο μέρος του Ψαλμού (στ. 1-5α) εξαίρεται η άμεση και θαυμαστή γνώση, εκ μέρους του Θεού, της συνολικής υπάρξεως του ανθρώπου- «Ιδού Κύριε, συ έγνως πάντα, τα έσχατα και τα αρχαία», επειδή ακριβώς είναι ο δημιουργός του, «συ έπλασάς με και έθηκας επ' εμέ την χείρα σου», ενώ στην αρχή του δευτέρου μέρους (στ. 7-12) βεβαιώνεται, εκ μέρους του ψαλμωδού, η συνεχής και αδιάλειπτη σχέση με το Θεό δημιουργό του, «που πορευθώ από του πνεύματος σου και από του προσώπου σου που φύγω»;
Η πραγματικότητα της αδιάλειπτης αυτής σχέσεως στηρίζεται στο γεγονός ότι ο Θεός, ως δημιουργός του ανθρώπου, γνωρίζει άμεσα και διαχρονικά όλη την εξελικτική πορεία της σωματικής αναπτύξεως του από της συλλήψεως του, «συ εκτήσω τους νεφρούς μου, Κύριε, αντελάβου μου εκ γαστρός μητρός μου».
Τίποτε δεν έμεινε, κατά την πορεία της εξελίξεως αυτής, κρυφό από τα μάτια του Θεού, «ουκ εκρύβη το οστούν μου από σου, ο εποίησας εν κρυφή, και η υπόστασίς μου εν τοις κατωτάτοις της γης»12. Η ανάπτυξη αυτή ενώ ξεκίνησε από μία ακατέργαστη σάρκινη μάζα, κατέληξε στην τέλεια13 δημιουργία ενός θείου έξεικονίσματος14, καταγραφομένου ευθύς αμέσως στο βιβλίο του Θεού, «το ακατέργαστόν μου είδον οι οφθαλμοί σον, και επί το βιβλίον σου πάντες γραφήσονται».
* * *
Η απατηλή επομένως εντύπωση της απαλλαγής από την προσωπική προβληματική της εκτρώσεως, με το πέρασμα του χρόνου, δια της λήθης (δηλ. της απωθήσεως), δεν λύνει το ζωτικό-ενοχικό πρόβλημα της αδιάλειπτης σχέσεως του ανθρώπου με την κρίση του Θεού. Ό,τι γράφεται στο βιβλίο της ζωής ως «ύπαρξη», δεν ξεγράφεται15 λόγω της εκτρώσεως, αλλά παραμένει ως ανοιχτό χρέος και οφειλή αποδόσεως... λογαριασμού στον ιδιοκτήτη αυτής της υπάρξεως, εφ΄ όσον άλλωστε και κατά τον αγ. Μάξιμο τον Ομολογητή, ο Θεός είναι ο μόνος ακριβής γνώστης, ανά πασά στιγμήν, και του αγνώστου (ασυνειδήτου) ψυχισμού του ανθρώπου. «Ο Θεός το αφανές κίνημα της ψυχής, και την αόρατον ορμήν, και τον λόγον αυτού, καθ' ον ώρμηται η ψυχή, και τον του λόγου σκοπόν τουτέστι, το παντός πράγματος προεπινοούμενον τέλος βλέπων, κρίνει δικαίως τα παρά των ανθρώπων πραττόμενα»!
Υποσημειώσεις:
* Περ. «Ορθόδοξη Μαρτυρία», Λευκωσία, Κύπρος, Φθινόπωρο 2002, Αριθ. 68, σελ. 76-82.
1. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές της Ψυχολογίας του Βάθους «παν απωθούμενον προβάλλεται» (προς τα έξω) αλλά και «παν απωθούμενον εκδικείται». Ο ψυχίατρος Ι§ΟΓ ΟΒΓΙΚΟ σημειώνει σχετικά ότι, «το νευρωτικόν σύμπτωμα είναι τιμωρία και υπόμνησις εις μίαν κατάστασιν συγκρούσεως της συνειδήσεως». (Ψυχανάλυσις και σύνθεσις της υπάρξεως. Μετ. Άθ. Καραντώνη, Αθήναι 1953, σελ. 106).
2. Η αναβίωση αυτή κατανοείται ως ασυνείδητη παλινδρόμηση (Γ6§Γ6δδίοη) του συνειδητού εγώ στην εστία του απωθούμενου συμπλέγματος ενοχής.
3. C. G. Jung, Sympbole der Wandlung, Zurich 1952, σελ. 105
4. Κατά τον ψυχίατρο-ψυχοπαθολόγο J. Η. Schultz, «η νεύρωση είναι μία ασθένεια της προσωπικότητας πού συγκρούεται με τον εαυτό της». (Κarl Jaspers, Allgemeine Psychophatologie, Heidelberg 1059, σελ, 592).
5. Η νεύρωση βιώνεται πάντοτε ως «αποστασία εκ της ιεραρχίας των αξιών» και μάλιστα ως «λιποταξία εκ της υπερφυσικής ιεραρχίας των αξιών» (Caruso, άνωτ., σσ. 88 και 78 αντίστοιχα).
6. «Όπου εκδηλούται εν νευρωτικόν σύμπτωμα υπάρχει και μία τάσις προς λύσιν, προς λύτρωσιν», επειδή «η νεύρωσις δεν είναι απλώς μια διαταραχή της ψυχικής ισορροπίας» αλλά επίσης «μια ενεργός προσπάθεια προς αποκατάστασιν καλυτέρας ισορροπίας»( Caruso, ανωτ. σς. 106 και 109 αντίστοιχα).
7. Κατά τον Jung, «Το ασυνείδητο δεν δρα μόνο αντανακλαστικά αλλά και αυτοτελώς και αποτελεί δημιουργική δράση». Γι' αυτό η «ενστικτώδης αποστολή του ασυνειδήτου είναι να οδηγεί το συνειδητό στην ομαλή και απρόσκοπτη ψυχική εξέλιξη» (Die Beziehungen zwischen dem Ich und dem Unbewussten. Zurich 1950, σσ. 111 και 110 αντίστοιχα).
8. Έχει εντοπισθή νωρίς η τάση του νευρωτικοί ανθρώπου να θεωρή ότι το πρόβλημα του είναι οργανικό-σωματικό και όχι ψυχικό. Έτσι ενεργείται σωματοποίηση του προβλήματος του, ως ασυνείδητος τρόπος απωθήσεως
9. Μια ψυχιατρική η ψυχοθεραπευτική αγωγή «εις τίνας περιπτώσεις» «αποικοδομεί» και αποβάλλει δια της αναλύσεως «την υπαρξιακήν σύγκρουσιν μαζί με την θετικήν της πλευράν» (Caruso, άνωτ. σ. 157). Ο ψυχίατρος ή ο ψυχοθεραπευτής πού δεν μπορεί να αντιληφθή το αξιολογικό πρόβλημα της συγκρούσεως αυτής, ενδέχεται να εκτίμηση εσφαλμένως το νόημα της και να
10. Η βιβλιογραφία πού άφορα σε μία τέτοια συνεργασία είναι αυτονόητη στην ποιμαντική πρακτική ετεροδόξων περιοχών. Βλ. ενδεικτικώς Jane R. Rzepka, Counseling the Abortion Patient: A Pastoral Perspective, Pastoral Psychology, vol. 28, No 3, Spring 1980, σ. 168 εξ. Και Rev. G. McCarron, Abortion and the Priest-Counselor. Journal of Religion and Health, vol. 15, No 4, October, 1976, σ. 282 εξ.
11. Κατά τον αγ. Μάξιμο τον Ομολογητή, ο άνθρωπος «έχει το είναι δεδανεισμένον», επομένως η ύπαρξη του ανήκει στον δημιουργό του (ΡG 90, στ. 893. Πρβλ. και στ. 737).
12. «Εν τοις κατωτάτοις της γης» = «εις το σκότος της μητρικής κοιλίας ως εις τα κατώτατα της γης θαμμένη και αποκεκρυμμένη» (Π. Τρεμπέλα. Το Ψαλτήριον μετά συντόμου ερμηνείας. Αθήναι 1955, σ. 579).
13. «Και είδεν ο Θεός τα πάντα όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν» (Γεν. α' 31).
14. «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ' εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν» (Γεν. 1,17).
15. Κατά τον αγ. Μάξιμο, ο άνθρωπος «μοίρα και λέγεται και εστί Θεού, δια τον αυτού πρόοντα εν τω Θεώ λόγον» (ΡG 90, στ. 1080). Πριν δημιουργηθή ο άνθρωπος, υπήρχε στο νου του Θεού. Επομένως «εις τούτο ημάς πεποίηκεν ο Θεός, ίνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως, και της αυτόν αϊδιότητος μέτοχοι» (ΡG 90, στ. 1193). Η έκτρωση, ως ματαίωση της πορείας του ανθρώπου να φθάση στη θέωση, διευρύνει, στο μέτρο της ματαιωθείσης αυτής θεώσεως, τις διαστάσεις της προσωπικής ευθύνης του αυτουργού του εγκλήματος
16. PG 91, στ. 713, 715.
***
ΜΙΑ ΑΚΟΥΣΙΑ ΑΜΑΡΤΙΑ, ΠΟΣΟ «ΑΚΟΥΣΙΑ» ΕΙΝΑΙ;*
Συχνά έχουμε όλοι οι άνθρωποι την εμπειρία μιας ακούσιας αμαρτίας. Και βέβαια κάθε εξομολόγος-πνευματικός πατέρας ακούει πολύ συχνά, σχεδόν σε κάθε εξομολόγηση, τη διαβεβαίωση η τον ισχυρισμό του εξομολογούμενου για το αθέλητο μιας αμαρτίας του.
- Σάς διαβεβαιώνω ειλικρινώς, πάτερ μου, ότι αυτή η αμαρτία μου έγινε χωρίς να το αντιληφθώ. Εντελώς ακούσια, χωρίς να είναι στη βούληση μου ή στην σκέψη μου να την κάνω.
Πόσο ειλικρινής ή τουλάχιστον σίγουρη μπορεί να είναι μία τέτοια διαβεβαίωση και πόσο αληθινός ένας τέτοιος ισχυρισμός;
Ένα βιβλικό επιχείρημα για τον ακούσιο χαρακτήρα πολλών αμαρτιών μας είναι ασφαλώς το έβδομο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής του αποστόλου Παύλου. Εκεί ο απόστολος των εθνών εκθέτει σε αδρές γραμμές τον αντιφατικό (συγκρουσιακό) χαρακτήρα της λειτουργίας της ανθρωπινής ψυχής, κατά τη σχέση της, αφ' ενός μεν με το νόμο του Θεού αφ' ετέρου δε με την «οικούσαν» σ' αυτήν αμαρτία.
- «Ο γαρ κατεργάζομαι, ου γινώσκω. Ου γαρ ο θέλω, τούτο πράσσω, άλλ' ο μισώ, τούτο ποιώ... Νυνί δε ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό αλλ' η οικούσα εν εμοί αμαρτία... ου γαρ ο θέλω, ποιώ αγαθόν, άλλ' ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω. Ει δε ο ου θέλω εγώ, τούτο ποιώ, ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, άλλ' η οικούσα εν εμοί αμαρτία».1
Οπωσδήποτε υπάρχουν ακούσιες αμαρτίες. Κάποιες αιφνίδιες πειρασμικές προσβολές ή κάποιες απρόβλεπτες καταστάσεις, στη ροή της καθημερινότητας και των ποικίλων μορφών των διαπροσωπικών σχέσεων, μπορεί να είναι, τουλάχιστον φαινομενικώς, υπεύθυνοι παράγοντες μιας αμαρτίας, η οποία διαπράττεται ακουσίως.
Εν τούτοις, από κάποια άλλη άποψη θεωρούμενο, το αθέλητο και ακούσιο μιας αμαρτίας φαίνεται να αποτελεί επικίνδυνο πρόβλημα για τη νηπτική συνείδηση του πνευματικού αγωνιστού. Ο κίνδυνος πού ελλοχεύει στο πρόβλημα αυτό σχετίζεται άμεσα με το γεγονός ότι εμείς οι ίδιοι, συχνά μόνοι κριτές του εαυτού μας, αποφαινόμεθα, με κάθε «ειλικρίνεια», για το αθέλητο μιας παρεκτροπής μας, μιας πτώσεως μας, ενός αμαρτωλού λογισμού ή μιας ασυμβίβαστης, με το επίπεδο της πνευματικής μας ζωής, επιθυμίας.
Εμείς κρίνουμε τις σκέψεις και τις πράξεις του εαυτού μας και βεβαιώνουμε τον εαυτό μας για το ακούσιο μιας αμαρτίας μας. Εξ αλλού, εφ' όσον εμείς είμαστε πεπεισμένοι, «καλή τη πίστει», βεβαιώνουμε, με τη σχετική επιχειρηματολογία μας, και τους άλλους και μάλιστα τον πνευματικό μας για το ακούσιο αυτό!
- Πάτερ μου, τί να σας πω, απόρησα με τον εαυτό μου! Ήταν σαν να έφυγε ο εαυτός μου από τα χέρια μου και έκανα κάτι πού δεν εγνώριζα και πού δεν ήταν της δικής μου επιλογής, δεν το ήθελα!
Ο Μ. Βασίλειος, σε τέτοιους ισχυρισμούς για το ακούσιο μιας αμαρτίας, θα παρατηρήσει, «Αυτός πού ωθείται χωρίς να το θέλει από κάποια αμαρτία, πρέπει να γνωρίζει, ότι, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν αιχμάλωτος σε κάποια άλλη, προϋπάρχουσα μέσα του αμαρτία, στην οποία θεληματικά εδούλευε και τώρα από αυτή την προϋπάρχουσα αμαρτία έλκεται και σύρεται και σ' αυτά πού δεν θέλει».2
Η παρατήρηση αυτή του Μ. Βασιλείου κλονίζει τα θεμέλια κάθε ισχυρισμού για το αθέλητο μιας αμαρτίας, επειδή δημιουργεί αμφιβολία κατά πόσο μια θεωρούμενη ως ακούσια αμαρτία είναι και όντως ακούσια! Επομένως πώς να είσαι πάντοτε σίγουρος ότι οι ακούσιες αμαρτίες σου είναι πραγματικά ακούσιες και δεν είναι φυσιολογικά εκβλαστήματα προϋπαρχούσης και ήδη εκουσίως διαπραττομένης αμαρτίας; Όντως «παραπτώματα τις συνήσει»;3
Ο πατερικός εν τούτοις άνθρωπος λύνει το πρόβλημα αυτό με μια αγιοπνευματική υπέρβαση της επιχειρηματολογίας του αμαρτωλού εαυτού του. Επειδή γνωρίζει τον κίνδυνο πού μπορεί να ελλοχεύει σε μία τέτοια (οποιαδήποτε) επιχειρηματολογία, για τον ακούσιο χαρακτήρα κάποιων αμαρτιών του, υπερφαλαγγίζει τον κίνδυνο αυτό με τη σταθερή αποδοχή (παντού και πάντοτε) της απόλυτης προσωπικής του αμαρτωλότητος, ως της φυσικής καταστάσεως της πνευματικής του ζωής.
Πιστεύει δηλαδή με τρόπο απόλυτο, μη αποδεχόμενο αμφισβήτηση, ότι είναι ο πιο αμαρτωλός από όλους τους ανθρώπους, πού γεννήθηκαν και έζησαν από τον Αδάμ και εξής αλλά και από εκείνους πού ζουν μέχρι τη στιγμή πού εκείνος βιώνει την προσωπική του αμαρτωλότητα!
Η αμαρτητική του αυτή αυτοσυνειδησία εκφράζεται με τη νοηματική καθαρότητα και χαρισματική διαύγεια των τροπαρίων του Μ. Κανόνος του Αγίου Ανδρέου Κρήτης, συστοιχούσα εξ αλλού στην παύλεια ομολογία, «ων πρώτος ειμί εγώ».4 «Ου γέγονεν εν τω βίω αμάρτημα ουδέ πράξις ουδέ κακία, ην εγώ Σωτήρ ουκ επλημμέλησα, κατά νουν και λόγον και προαίρεσιν, και θέσει, και γνώμη, και πράξει εξαμαρτήσας, ως άλλος ουδείς πώποτε».
«Εάν ερευνήσω μου τα έργα Σωτήρ απαντά άνθρωπον υπερβάντα εμαυτόν ορώ ταις αμαρτίαις, ότι εν γνώσει φρενών ήμαρτον ουκ αγνοία»!
«Προσπίπτω σοι, και προσάγω σοι, ώσπερ δάκρυα τα ρήματα μου.5 Ήμαρτον ως ήμαρτε πόρνη, και ηνόμησα, ως άλλος ουδείς επί της γης»!
Με το φρόνημα αυτό της απόλυτης προσωπικής του αμαρτωλότητος, ο πατερικός άνθρωπος καθαρίζει τον εσωτερικό ψυχικό του κόσμο με τη σιγουριά του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος και απαλλάσσεται από άσκοπους αλλά και επικίνδυνους προβληματισμούς, πού συσκοτίζουν αντί να διαφωτίζουν το πρόβλημα της ψυχικής του καθαρότητας.
Έπειτα γνωρίζει καλώς ότι, μέσα στον αβυσσώδη εσωτερικό του κόσμο, μόνο το μάτι του Θεού μπορεί να διεισδύει ερευνητικά και να φωτίζει την πραγματικότητα της προσωπικής του αμαρτωλότητος, «Αυτός γαρ γινώσκει τα κρύφια της καρδίας»!6
Όντως! Κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, μόνο ο Θεός βλέπει ό,τι εμείς δεν μπορούμε να ιδούμε στο βάθος της ψυχής μας. Αυτός βλέπει και δικαίως κρίνει όλες τις πράξεις των ανθρώπων. Και μάλιστα «το αφανές κίνημα της ψυχής και την αόρατον ορμήν»! Εκείνος μόνο κατανοεί τις αιτίες και τους λόγους αυτών των αφανών κινήσεων της ψυχής αλλά και «το παντός πράγματος προεπινοούμενον τέλος»!7
Αλήθεια! Μια, κατά τη δική μας κρίση, ακούσια αμαρτία, πόσο ακούσια μπορεί να είναι κατά την κρίση του Θεού;
Υποσημειώσεις:
* Περ. «Ορθόδοξη Μαρτυρία», Λευκωσία, Κύπρος, Άνοιξη - Καλοκαίρι 2000, Αριθ. 6, σελ. 48-50.
1. Στιχ. 15, 17, 19, 20.
2. «Ο άκων ελκόμενος υπό αμαρτίας οφείλει γνωρίζειν εαυτόν υφ' ετέρας προενυπαρχούσης κρατούμενον αμαρτίας, η εκών δουλεύων, άγεται λοιπόν υπ' αυτής και εφ' α μη θέλει» (ΡG 31, στ. 741).
3. Ψαλμ. ιη', στίχ. 13.
4. «... ότι Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α' Τιμ. α' 15).
5. Τριώδιον το Κατανυκτικόν. Έκδ. Απ. Διακονία (1960), σελ. 277, 279, 283.
6. Ψαλμ. μγ' ,στίχ. 22.
7. «Ο δε Θεός, το αφανές κίνημα της ψυχής και την αόρατον ορμήν και τον λόγον αυτόν, καθ' ον ώρμηται η ψυχή, και τον του λόγου σκοπόν τουτέστιν, το παντός πράγματος προεπινοούμενον τέλος βλέπων, κρίνει δικαίως, ως έφην, πάντα τα παρά των ανθρώπων πραττόμενα» (ΡG 91, στ. 713).
***
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ*
Το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως συνεργεί συνήθως στην άμεση εμφάνιση του φόβου της απώλειας της ζωής σε περιπτώσεις αιφνίδιου κινδύνου. Το γεγονός αυτό δείχνει πόσο το άτομο είναι δεμένο με τη ζωή του και πόσο η ίδια η ζωή θέλει τη... ζωή της! Γι' αυτό το λόγο ο αύτοτερματισμός της θεωρείται πάντοτε σαν μια παράλογη πράξη, επειδή στην αυτοκαταστροφή, ή ίδια ή ζωή αρνείται τη... ζωή της!
Τί μεσολαβεί άραγε ως καθοριστικός παράγων αυτοκτονίας, μεταξύ της αυτόματης, προ κάθε κινδύνου, καταφάσεως της ζωής και της αυτοθέλητης καταστροφής της; Γιατί η ίδια η ζωή- στο συγκεκριμένο άτομο- θέλει και ενεργεί την καταστροφή της;
Η απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα πρέπει ασφαλώς να αποτελεί συμπερίληψη όλων των πιθανών αιτίων της αυτοκτονίας αλλά και γενικώτερα των συνθηκών της συγκεκριμένης ζωής του ανθρώπου πού αποτόλμησε να τερματίσει τη ζωή του.
Άλλα οποιαδήποτε απάντηση κι αν δοθή στο ερώτημα «γιατί η αυτοκτονία;» όσον κι αν φαίνεται να δικαιολογεί ή να μη δικαιολογεί μια συγκεκριμένη πράξη αυτοκαταστροφής, το παράλογο μιας τέτοιας πράξεως είναι πάντοτε στοιχείο της «λογικής» της αυτοκτονίας. Γιατί η πράξη της αυτοκαταστροφής στερείται, σε κάθε περίπτωση, μιας αυτονόητης κοινής λογικής! Ποιος, αλήθεια, τερματίζει φονικώς τη ζωή του σε κατάσταση πλήρους νηφαλιότητας, συναισθηματικής αυτοκυριαρχίας και διαύγειας σκέψεως;
Κι αν θα μπορούσε να έχει εδώ θέση κάποια μαρτυρία ενός τέτοιου τύπου αυτοκτονίας, σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, και πάλι το τελευταίο ερώτημα θα διατηρούσε αμείωτη την υποδηλούμενη πειστικότητα του, επειδή η μελέτη και ο συναισθηματικός και διανοητικός «μηρυκασμός» μιας αποφάσεως αυτοκαταστροφικής μπορεί να συντηρείται στον ψυχισμό του ατόμου μια ολόκληρη ζωή και να αποτελεί μια μακροπρόθεσμη και σταθερή πορεία προς την αυτοκτονία.
Ένα τέτοιο γεγονός, στην περίπτωση αύτη, σημαίνει ότι ο μηρυκασμός αυτός (φιλοσοφικός-υπαρξιακός) έχει γίνει τρόπος ζωής! Έχει ταυτισθεί με τη νοοτροπία της ίδιας της ζωής. Έτσι η αυτοκτονία πραγματοποιείται, στην περίπτωση αυτή, σαν ένας αναμενόμενος, αυτονόητος, τρόπος του τέλους της ζωής! Με υπαρξιακή νηφαλιότητα, με πλήρη διαύγεια σκέψεως, με την αυτοπεποίθηση ότι η πράξη αυτής της αυτοκαταστροφής κλείνει «φυσιολογικά» το αναπόφευκτο, ούτος ή άλλως τέλος της ζωής (περίπτωση: Λιαντίνη!).
* * *
Άλλα είτε αυτοκτονεί κάποιος λόγω μιας μη αναστρέψιμης ψυχοπαθολογικής ή ψυχωτικής νόσου είτε λόγω ενός ψυχοφθόρου υπαρξιακού προβληματισμού, και στις δυο αυτές περιπτώσεις, αυτό πού οπωσδήποτε προηγείται της σωματικής αυτοκαταστροφής είναι η νέκρωση της ψυχής. Η πράξη της αυτοκτονίας σκοτώνει το σώμα ενός ανθρώπου πού είναι ήδη αμετάκλητα ένας «ζωντανός» νεκρός. Γιατί πρώτα νεκρώνεται ο ψυχικός εαυτός και υστέρα ακολουθεί η καταστροφή του σωματικού εαυτού! Του σωματικού «φέρετρου»!
Βέβαια η ψυχή δεν νεκρώνεται, όπως πεθαίνει και διαλύεται το σώμα στα «εξ ων συνετέθη». Η πνευματική υπόσταση της ψυχής δεν εξαφανίζεται με την δήθεν επιστροφή της στο μηδέν.
Δεν πεθαίνει και δεν νεκρώνεται, όπως νεκρώνεται το σώμα. Όταν μιλάμε για νέκρωση της ψυχής, προ του σωματικού θανάτου, ο όποιος πραγματοποιήθηκε με την αυτοκτονία, αναφερόμεθα στο νοηματικό περιεχόμενο της απαντήσεως του Κυρίου, «Αφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς» (Ματθ. η' 22), στο μαθητή του, πού παρεκάλεσε να επιστρέψει πρώτα στο πατρικό του σπίτι να θάψει τον πατέρα του και να έλθει υστέρα να τον ακολουθήσει!
* * *
Το νόημα των λόγων αυτών του Κυρίου είναι ότι νεκρός είναι ο άνθρωπος πού δεν ζει «εν Θεώ», πού οι ψυχικές του δυνάμεις δεν υπηρετούν και δεν προάγουν τη σχέση του με τον Θεό. Νεκρή είναι η ψυχή πού δεν ζωοποιείται από το Πνεύμα του Θεού, αφού μόνο «το πνεύμα (του Θεού) εστί το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» (Ίω. ς' 63).
Η νέκρωση της ψυχής συνυπάρχει με το «ζωντανό» σώμα. Ο νεκρός, κατά Θεόν, άνθρωπος «ζει και βασιλεύει» στη γη αυτή, τρώει, πίνει, εργάζεται, δημιουργεί, χαίρεται τα «αγαθά» της σωματικής του ζωής, αλλά είναι «νεκρός», αφού μέσα του δεν λαλεί το Πνεύμα του Θεού για να κράζει «αββά ο Πατήρ» (Ρωμ. η' 15 - Γαλ. δ' 6). Έτσι στερείται τον Πατέρα πού αγαπά το παιδί του, προνοεί γι' αυτό και το προστατεύει από κάθε απειλή και κίνδυνοι και «από πάσης θλίψεως και ανάγκης», κατά το διακονικό λειτουργικό αίτημα!
Η στέρηση αυτή, σε κάποιες κρίσιμες στιγμές της ζωής, του «ορφανού» από πατέρα σωματικού ανθρώπου, του δίνει το αίσθημα ενός υπαρξιακού κενού, πού σπεύδουν να το πληρώσουν συχνά κάποιες νεκροποιές ψυχικές λειτουργίες και καταστάσεις, όπως η απογοήτευση, η απελπισία, η αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς, η κατάθλιψη, ο σκοτασμός του νου και η δίψα της αυτοκαταστροφής!
Είναι αλήθεια ότι ή εποχή μας ευνοεί, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη εποχή, διαθέσεις και επιθυμίες αυτοκαταστροφής. Το ιδεολογικό, συναισθηματικό, αγχώδες και γενικώτερα προβληματικό υπαρξιακό κλίμα της εποχής μας, γεμάτο αδιέξοδα, κινδύνους και ποικίλες απειλές, γίνεται συχνά προπομπός αυτοτερματισμού της ζωής για ανερμάτιστους, από πνευματικές αντιστάσεις, ανθρώπους!
Ο σύγχρονος άνθρωπος, σε πολλές περιπτώσεις, χωρίς Θεό και ελπίδα αναστάσεως, στερείται της παιδείας του εν Χριστώ Ιησού θανάτου, μέσω των δοκιμασιών της υπάρξεως, πού οδηγεί στην ανάσταση της αληθινής ζωής! Γι' αυτό συχνά επιλέγει, χωρίς να το ξέρει, ποικίλους τρόπους ζωής πού ευνοούν το θάνατο της ψυχής και νεκρώνουν την ύπαρξη, πριν το σώμα επιστρέψει στη γη «εξ ης ελήφθη»!
* * *
Πάντως, κάθε λόγος περί αυτοκτονίας και αυτοτερματισμού της ζωής φέρνει στο προσκυνώ, των σχετικών συνειρμών, την αφυπνιστική ρήση του Κυρίου, σύμφωνα με την οποία η ψυχή είναι το «πλείον» (Ματθ. ς' 25) της υπάρξεως, μεταξύ των ποικίλων αγαθών πού παρέχει στον άνθρωπο. Και είναι ασφαλώς παράλογο το να θυσιάζει κάποιος, μ' οποιονδήποτε τρόπο, το «πλείον» έναντι οποιουδήποτε αδιέξοδου υπαρξιακού προβληματισμού. Ένα τέτοιο αντάλλαγμα δείχνει την «ανισόρροπη» αξιολογικώς διαχείριση της υπάρξεως, αφού το ερώτημα του Κυρίου, «τί δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτόν;»
(Ματθ. ις' 26) δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ανεκτίμητη, από κάθε άποψη, αξία της ανθρωπινής ψυχής! Εξ αλλού την αξία αύτη την εβεβαίωσε Εκείνος και την ανέδειξε υπερβαλλόντως με την σταυρική του θυσία, για την αιώνια ζωή της και καταξίωση της στη Βασιλεία του Θεού!
Υποσημειώσεις:
* Περ. «Ορθόδοξη Μαρτυρία», Αρ. 71, Φθινόπωρο 2003, σ. 10-12.
1. Πρβλ. τις θεολογικές παραδοξότητες: «Η ψυχή για τους Πατέρες της Εκκλησίας μας δεν είναι αθάνατη... Από μόνος του ο όρος "ψυχή" αποκομμένος από το συναμφότερό του -το σώμα- απλώνει την οσμή του θανάτου. Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι μια μορφή θανάτου της, αφού καταπαύει τον λόγον ύπαρξης της, πού δεν είναι άλλος από την ιερουργία της εντός του σώματος... Δίχως το σώμα είναι ελαττωματική, άστεγη, ανάπηρη, σχεδόν παράλογη. Το σώμα είναι η ψυχή της ψυχής και δίχως αυτό είναι ένα είδος πνεύματος, a gost» (Τριμηνιαία Έκδ. Ί. Μ. Σερβίων και Κοζάνης. Τεύχ. 1, Φθινόπωρο 2001, σ. 219).
www.zoiforos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου