Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Οι χρήσεις της εθνικής γραμματείας στο έργο του Κυρίλλου Αλεξανδρείας


«Οι χρήσεις της εθνικής γραμματείας στο έργο του Κυρίλλου Αλεξανδρείας»

Ειρήνης Αρτέμη

πτ. Θεολογίας, Φιλολογίας. Mphil. Θεολογίας. Υποψήφιας διδάκτορος Θεολογίας.

Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας είναι μία από τις σημαντικότερες μορφές της αρχαίας Εκκλησίας. Καταλαμβάνει εξέχουσα θέση μεταξύ των πρωτεργατών της δογματικής συγκροτήσεως της Ορθοδοξίας. Βρίσκεται επίσης στη βαθμίδα των μεγαλυτέρων εκκλησιαστικών συγγραφέων όλων των εποχών. Δίκαια, λοιπόν, χαρακτηρίστηκε από τον Αναστάσιο το Σιναίτη ως «σφραγίς των Πατέρων»[1] και από τον Ευλόγιο Αλεξανδρείας «γνώμων της ακριβείας»[2]. Η Ε΄ Οικουμενική Συνοδό τον ονομάζει «της ορθής και αμώμητου Πίστεως συνήγορον»[3].

Η γέννησή του τοποθετείται μεταξύ του 370-380, κατά πάσα πιθανότητα το 375, στην Αλεξάδρεια της Αιγύπτου[4][5]. Κατά συνέπεια δεν ήταν Αιγύπτιος αλλά εκ της Αιγύπτου καταγόμενος. Θείος του υπήρξε ο τότε πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Κύριλλος. Όπως ήταν φυσικό, έλαβε σπουδαία μόρφωση και εντρύφησε τόσο στα κείμενα της θύραθεν φιλολογίας όσο και σε εκείνα της εκκλησιαστικής γραμματείας. Το αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη και αμφιλαφής μόρφωσή του να τον αναδείξει σε μία επιβλητική και σημαίνουσα φυσιογνωμία της εποχής του. Διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στα εκκλησιαστικά και πολιτικά δρώμενα στην Αίγυπτο[6] τον 5ον μ.Χ. αιώνα αλλά και σε ολόκληρη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. από οικογένεια με σημαντική οικονομική ευμάρεια, η οποία άνηκε στην ελληνική κοινωνία.

Στον πατριαρχικό θώκο της Αλεξάνδρειας ανήλθε στις 18 Οκτωβρίου του 412, ύστερα από μία σκληρή αναμέτρηση με τον αρχιδιάκονο Τιμόθεο. Αμέσως μετά την άνοδο του στη θέση του πνευματικού ταγού της Αλεξάνδρειας ασχολήθηκε με την καταπολέμηση των υπολειμμάτων παλαιοτέρων αιρέσεων και σχισμάτων[7] που ταλάνιζαν όμως τις περιοχές που άνηκαν στο Πατριαρχείο της Αλεξανδρείας. Από τον Απρίλιο του 428 που πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έγινε ο Νεστόριος νέα εποχή δογματικών αγώνων άρχισε για τον Κύριλλο.

Ο Νεστόριος, ο οποίος είχε γαλουχηθεί μέσα στην παράδοση της Αντιοχειανής Σχολής[8], είχε αρχίσει να κηρύττει τη χριστολογική διδασκαλία του, αποδεχόμενος δύο πρόσωπα στον ενανθρωπήσαντα Θεό Λόγο, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό[9] και ονομάζοντας την Παρθένο Μαρία Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο[10], αφού υποστήριζε ότι ως άνθρωπος η Μαρία μπορούσε να γεννήσει μόνο άνθρωπο και όχι Θεό[11].Ο Κύριλλος, διαλάμπων δια της μεγάλης αυτού θεολογικής μορφώσεως και της βαθύνοιας, διακρινόμενος ταυτόχρονα για την ποιμαντική αυτού δραστηριότητα και για τον φλέγοντα ζήλον του υπέρ του ορθοδόξου φρονήματος, διέγνωσε αμέσως τη φοβερή δογματική πλάνη του Νεστορίου που νόθευε το ορθόν της χριστιανικής διδασκαλίας[12].

Ο Κύριλλος μάταια προσπάθησε να ανατρέψει την αιρετική διδασκαλία του Νεστορίου, στέλνοντάς του επιστολές και γράφοντας δογματικά έργα εναντίον της κακοδοξίας του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως[13]. Στον ιστ΄ εορταστικό λόγο[14] του κάνει λόγο στην πλάνη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς όμως να αναφέρεται ονομαστικά σε εκείνον. Παρά τις προσπάθειες του Κυρίλλου, ο Νεστόριος συνέχιζε να υποστηρίζει και να διαδίδει την αιρετική διδασκαλία του, βρίσκοντας υποστηρικτές τον ίδιο τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Ο τελευταίος είχε διαμορφώσει εσφαλμένη άποψη για τον Κύριλλο εξαιτίας των ψευδών κατηγοριών για τον πατριάρχη Αλεξανδρείας που διέδιδαν πολλοί εχθροί του και που ο αυτοκράτορας τις είχε αποδεχθεί άκριτα. Τον θεωρούσε, λοιπόν, επικίνδυνο για την εσωτερική ειρήνη της αυτοκρατορίας, αδιαφορώντας η καλύτερα μη μπορώντας να κατανοήσει τη δογματική διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ των δύο πατριαρχών, Νεστορίου και Κυρίλλου. Άλλωστε ο Θεοδόσιος ο Β΄ δεν είχε την κατάλληλη θεολογική κατάρτιση για να μπορέσει να διαγνώσει την κακοδοξία του Νεστορίου και τις επιπτώσεις που εκείνη είχε στο σωτηριολογικό επίπεδο της χριστιανικής διδασκαλίας.

Η δογματική διαμάχη μεταξύ Κυρίλλου και Νεστορίου απειλούσε τη συνοχή της Εκκλησίας. Υποστηρικτές του Νεστορίου υπήρξαν οι εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως και της Συρίας, ενώ στο πλευρό του Κυρίλλου τάχθηκαν οι εκκλησίες της Ρώμης, της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης αλλά και της Μ. Ασίας. Υπό την απειλή της διασπάσεως της Εκκλησίας και ύστερα από αρκετές διαβουλεύσεις σε τοπικές συνόδους στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη, που καταδίκαζαν την πλάνη του Νεστορίου, ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να συγκαλέσει το 431 τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο. Η Σύνοδος στην οποία πρωταγωνίστησε δυναμικά ο Κύριλλος[15] καταδίκασε την κακοδοξία του Νεστορίου, καθαίρεσε τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αλλά δεν κατόρθωσε να φέρει την πολυπόθητη ειρήνη στα εκκλησιαστικά πράγματα. Αυτή τελικά επήλθε το 433 με τον «Όρο των Διαλλαγών»[16].

Αν και η θεολογική παιδεία του Κυρίλλου υπήρξε εξειδικευμένη σε πολύ μεγάλο βαθμό, δε συνέβηκε το ίδιο με τη φιλοσοφική και θύραθεν παιδεία του. Μελετώντας κάποιος το πλήθος των έργων του Κυρίλλου θα διαπιστώσει ότι οι γνώσεις του σχετικά με τη θύραθεν παιδεία είναι γενικές. Το βέβαιο είναι ότι στηρίχθηκε σε Ανθολόγια με φιλοσοφικά κείμενα Ελλήνων φιλοσόφων και ποιητών. Ταυτόχρονα φαίνεται να γνώριζε καλά έργα χριστιανών απολογητών και προγενέστερων εκκλησιαστικών πατέρων και συγγραφέων όπως του Κλήμεντος Αλεξανδρέως, του Ευσέβιου Καισαρείας και του ψευδο-Ιουστίνου. Χρήσιμο βοήθημά του στην αντιμετώπιση της πλάνης των νεοαρειανών οπαδών του Ευνομίου υπήρξε το Όργανον του Αριστοτέλη. Το συγκεκριμένο σύγγραμμα του Σταγειρίτη φιλοσόφου ο Κύριλλος το είχε μελετήσει επαρκώς κατά τη διάρκεια της φοιτήσεώς του στις φιλοσοφικές σχολές της εποχής του. Χειρίζεται την ελληνική φιλοσοφία και τη θύραθεν γραμματεία με απόλυτη προσοχή· ούτε τις περιφρονεί αλλά ούτε γίνεται δέσμιός τους. Άλλωστε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας δεν απορρίπτει την αρχαία ελληνική σκέψη ως φιλοσοφία, αλλά ως θεολογία. Το κίνητρό του είναι προφανές. Η αντίθεση μεταξύ χριστιανικής θεολογίας και ελληνικής φιλοσοφίας υπάρχει μόνο, όταν η ελληνική φιλοσοφία παρουσιάζεται ως θεολογία και η χριστιανική διδασκαλία ως μία ορισμένη φιλοσοφία. Η μεταξύ τους έριδα προϋποθέτει κοινό χώρο, τον οποίο εκατέρα διεκδικεί για τον εαυτό της. Η κυρίλλειος απόρριψη της ελληνικής «ψευδολατρείας ως αχρήστου παντελώς»[17] λαμβάνει χώρα ως θεολογική κρίση. Όταν ο Κύριλλος κατακρίνει τας «Ελληνικάς και μανιώδεις... κακοβουλίας» και ασκεί «έλεγχον της Ελλήνων απάτης»[18], γίνεται από τα συμφραζόμενα φανερό ότι δεν καταφέρεται κατά της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά κατά της αρχαίας ελληνικής θρησκευτικότητας.

Σημαντικό θεωρείται το έργο του Κυρίλλου «Κατά Ιουλιανού»[19]. Στο έργο αυτό ο Κύριλλος επιστράτευσε όλες τις γνώσεις της θύραθεν παιδείας του για να πετύχει την πλήρη ανατροπή των επιχειρημάτων του αυτοκράτορα Ιουλιανού υπέρ του παγανισμού και της ειδωλολατρικής θρησκείας (378-379) που είχε γράψει στο έργο του «Κατά Γαλιλαίων». Στο έργο αυτό ο Ιουλιανός με την επικουρία διαφόρων εθνικών λογίων έγραφε το πόσο σημαντική ήταν η αρχαία θρησκεία και φιλοσοφία έναντι της διδασκαλίας του Γαλιλαίου[20]. Άλλωστε την εποχή του Ιουλιανού η ύπαρξη διαφόρων θρησκειών αποτελούσε σημαντικό παράγοντα διαιρέσεως της ενότητας της αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας στο έργο του υιοθετούσε μία πολεμική εναντίον των ψευδο-κυνικών, των Αντιοχειανών, έκανε λόγο για μία ιδεατή ηθική, για την πίστη όλων των ανθρώπων στο βασιλιά Ήλιο, το δωροδότη της ζωής κατά τον Ιουλιανό και την Κυβέλη τη μητέρα των Θεών. Για το μόνο που δεν κάνει επαρκή αναφορά είναι στο θάνατο, γιατί εκεί θα έβρισκε νικητή τη χριστιανική διδασκαλία που αναφέρει την Ανάσταση του ενανθρωπήσαντα Λόγου αλλά και την υπόσχεση της αναστάσεως όλων των ανθρώπων δίκαιων και αδίκων. Στο σημείο αυτό ο χριστιανισμός είχε ένα πολύ σημαντικό και αδιαμφισβήτητο προβάδισμα νίκης έναντι του παγανισμού και της αρχαίας ελληνικής θρησκείας.

Το έργο του Κυρίλλου εναντίον του Ιουλιανού γράφτηκε πιθανόν μεταξύ του 434-437. Την περίοδο αυτή ο Κύριλλος είχε αναδειχθεί τελικός νικητής στη νεστοριανική διαμάχη, με επισφράγιση της πύρειας αυτής νίκης το κείμενο του «Όρου των Διαλλαγών». Στο απολογητικό έργο του ο Κύριλλος εξηγεί με επιχειρήματα τη διαφορά μεταξύ της ελληνικής παραδόσεως και της Εκκλησίας. Το κάλλος και η φιλοσοφία της αρχαιοελληνικής σκέψεως ως σειρήνες μάγευαν τους ανθρώπους του πνεύματος, αλλά η Εκκλησία ήταν και είναι η μόνη που μπορούσε να προσφέρει σωτηρία στον άνθρωπο, δίνοντάς του την ευκαιρία να ενωθεί με το Θεό και να γίνει με τη χάρη του Τριαδικού Θεού ισόθεος.

Φυσικά, και πριν τον Κύριλλο, υπήρξαν κάποιοι πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς που είχαν προσπαθήσει να ανατρέψουν τα επιχειρήματα του Ιουλιανού σχετικά με την αρχαιοελληνική θρησκεία και φιλοσοφία. Πρώτος επιχείρησε ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός να ανασκευάσει τις απόψεις του παλιού του συμφοιτητή και αργότερα αυτοκράτορα μέσα από το έργο του «Κατά Ιουλιανού Βασιλέως, και κατά Ελλήνων, στηλιτευτικός Α΄ και Β΄» (Διάλογοι IV et V)[21]. Μία μαρτυρία από τον Ερμεία Σωζόμενο στο έργο του «Εκκλησιαστική Ιστορία»[22] αναφέρει ότι και ο Απολλινάριος Λαοδικείας έγραψε ένα διάλογο «Περί της αληθείας» εναντίον του αυτοκράτορα Ιουλιανού και των Ελλήνων φιλοσόφων, αντιπαραβάλοντας στα δικά τους μυθεύματα την αλήθεια της Γραφής. Ταυτόχρονα τόνιζε ο Απολλινάριος την παντελή έλλειψη αναφορών στη Γραφή στο έργο του Ιουλιανού.

Επίσης ο Εφραίμ ο Σύρος στο ποίημά του «Ύμνος στον Παράδεισο και εναντίον Ιουλιανού» εξέφραζε την απόρριψή του σε όσα έγραψε ο Ιουλιανός ο Αποστάτης[23]. Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός στην «Εκκλησιαστική Ιστορία»[24] του αναφέρει ότι εναντίον του Ιουλιανού είχε γράψει ο Φίλιππος ο Σιδίτης και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Επίσης ο Θεοδώρητος Κύρου στο έργο του «Ελληνικών Παθημάτων Θεραπευτική ήτοι Ευαγγελικής αλήθειας εξ ελληνικής φιλοσοφίας επίγνωση, Λόγοι ΙΒ΄»[25] ανασκευάζει σημείο προς σημείο το κείμενο του Ιουλιανού «Κατά Γαλιλαίων»[26]. Πολλοί μελετητές με κυριότερο τον Garnier[27] θεωρούν ότι μόνο ο Θεοδώρητος Κύρου και ο Κύριλλος Αλεξαξανδρείας καταφέρνουν με επιτυχία να δείξουν ότι όσα γράφει ο Ιουλιανός συγκεκριμένο πόνημά του είναι ανυπόστατα.

Η άποψη που είχε υιοθετηθεί από τον αυτοκράτορα ήταν ότι οι Χριστιανοί δανείστηκαν κάποιες από τις αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας και από τις αρχαιοελληνικές παραδόσεις περί κοσμογονίας και θεογονίας και νοθεύοντάς τις η αλλοιώνοντας το περιεχόμενό τους, κατασκεύασαν τη χριστιανική διδασκαλία, μένοντας προσηλωμένοι στη μωσαϊκή παράδοση και στους νόμους του Μωυσέως. Ο Κύριλλος του αντετάχθηκε τονίζοντας ότι τα έργα του Μωυσέως είναι παλαιότερα χρονικά από εκείνα των Ελλήνων φιλοσόφων[28]. Ταυτόχρονα του εξηγούσε -θεωρητικά στον Ιουλιανό αλλά στην πραγματικότητα σε όσους πρέσβευαν τα ίδια με τον αυτοκράτορα, αφού ο τελευταίος είχε πεθάνει αρκετά χρόνια πριν γεννηθεί ο Κύριλλος- ότι οι χριστιανοί δεν ήταν δέσμιοι των δεισιδαιμονιών που ταλάνιζαν τους αρχαίους Έλληνες, ενώ ο βίος τους συνήδε με όσα έγραφε στα βιβλία του ο ιεροφάντης Μωυσής. Τέλος τους επεσήμαινε ότι τα δόγματα του χριστιανισμού δεν ήταν καινά αλλά είχαν τις ρίζες τους στην Παλαιά Διαθήκη. Οι Έλληνες διαμόρφωσαν τα δικά τους δόγματα αντλώντας στοιχεία από τη μέχρι τότε παράδοση του Μωσαϊκού Νόμου[29].

Μέσα από το συγκεκριμένο αντιρρητικό έργο ο Κύριλλος προσπάθησε να οχυρώσει πνευματικά τους χριστιανούς της Αλεξάνδρειας, ώστε να μην υιοθετούν αδιάκριτα τις διάφορες φιλοσοφικές αντιλήψεις. Ειδάλλως τότε θα ελλόχευε ο κίνδυνος να ασθενήσουν από την πνευματική ασθένεια του συγκρητισμού και να θεωρηθούν δίψυχοι αφού από τη μία λέγονταν χριστιανοί ενώ από την άλλη η διδασκαλία της πίστεως τους νοθευόταν με αλλότρια και δη ειδωλολατρικά στοιχεία: «Κατά τον ίσον τρόπον τω πειράζοντι Σατανά την του ανθρώπου ψυχήν κατίδοι τις αν͵ ει τον οικείον αφείσα θεμέλιον͵ τουτέστι Χριστόν, και εις την της πίστεως υποβάθραν ταις διψυχίαις υβρίζουσα παραλόγως αλίσκοιτο»[30].

Μέσα από το πόνημα «Κατά Ιουλιανού» μπορεί κάποιος να αντιληφθεί ότι ο Κύριλλος βασίστηκε σε έργα προηγούμενων απολογητών όπως το «Προπαρασκευής ευαγγελικής βιβλία ΙΕ΄»[31] του Ευσεβίου Καισαρείας, το «Λόγος Προτρεπτικός προς Έλληνας. Παιδαγωγός εις λόγους τρεις»[32] και «Στρωματείς εις λόγους οκτώ»[33] του Κλήμεντος Αλεξανδρέως, το «Λόγος Παραινετικός προς Έλληνας»[34] που αποδίδεται στον ψευδο-Ιουστίνο και την πραγματεία «Περί Τριάδος»[35] του Διδύμου Τυφλού. Αναμφισβήτητα ο πατριάρχης Αλεξανδρείας έκανε χρήση και των ανάλογων «Ανθολογίων» με χωρία των Ελλήνων φιλοσόφων, για να τεκμηριώσει ότι και οι Εθνικοί συγγραφείς υποστήριζαν την ύπαρξη ενός Θεού[36], αλλά με το πέρασμα των χρόνων κάποιοι σκοπίμως η εκ παραδρομής παρερμήνευσαν τα γραφόμενά τους. Η παρερμηνεία αυτή οδήγησε στην πολυθεία και κατά συνέπεια στην ειδωλολατρία: «Ει δε δη τινες των μετ̉ εκείνους, ου συνέντες τα αυτών, διημαρτήκασι ταληθού, ουκ εκείνοις μάλλον, έψεται δε τούτοις κατά γε τον ορθώς έχοντα λογισμόν η του πεπλανήσθαι γραφή. Ει μεν ουν οι της ενούσης αυτοίς αβελτηρίας ευρεταί και των ανοσίων δογμάτων καθηγηταί γεγονότες ταις αλλήλων συνηνέχθησαν δόξαις, δεικνύτωσαν και πεπαύσομαι»[37].

Προσπάθεια του Κυρίλλου ήταν να αποδείξει ότι πολλές φορές οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς συμφωνούσαν με όσα πρέσβευε η διδασκαλία της χριστιανικής Εκκλησίας, για το λόγο αυτό παρέθετε και ανάλογα χωρία του Ερμή Τρισμεγίστου: «Ο δε τρισμέγιστος Ερμής ούτω πως φησι· Θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν, φράσαι δε αδύνατον ω και νοήσαι δυνάτον· το γαρ ασώματον σώματι σημήναι αδύνατον, και το τέλειον τω ατελεί καταλαμβάνεσθαι ου δυνατόν, και το αίδιον τω ολιγοχρονίω συγγενέσθαι δύσκολον· το μεν γαρ αεί έστι, το δε παρέρχεται, και το μεν αληθές εστι, το δε υπό φαντασίας σκιάζεται. Όσω ουν το ασθενέστερον του ισχυροτέρου και το έλαττον του κρείττονος διέστηκε, τοσούτω το θνητόν του θείου και αθανάτου. Ει τις ουν ασώματος οφθαλμός, εξερχέσθω του σώματος επί την θέαν του καλού͵ και αναπτήτω, και αιωρηθήτω, μη σχήμα, μη σώμα, μη ιδέας ζητών θεάσασθαι, αλλ΄ εκείνο μάλλον το τούτων ποιητικόν, το ήσυχον, το γαληνόν, το εδραίον, το άτρεπτον, το αυτό πάντα και μόνον, το εν, το αυτό εξ εαυτού, το αυτό εν εαυτώ, το εαυτώ όμοιον, ό μήτε άλλω όμοιόν εστι,μήτε εαυτώ ανόμοιον... Μηδέν ουν περί εκείνου πώποτε του ενός και μόνου αγαθού εννοούμενος αδύνατον είπης· η πάσα γαρ δύναμις αυτός εστι͵ μηδέ εν τινι αυτόν διανοηθής είναι, μηδέ πάλιν κατεκτός τινος· αυτός γαρ απέραντος ων πάντων εστί πέρας, και υπό μηδενός εμπεριεχόμενος πάντα εμπεριέχει. Επεί τις διαφορά εστι των σωμάτων προς το ασώματον, και των γενητών προς το αγένητον, και των ανάγκη υποκειμένων προς το αυτεξούσιον͵ η των επιγείων προς τα επουράνια͵ και των φθαρτών προς τα αίδια; ουχ ότι το μεν αυτεξούσιόν εστι, το δε ανάγκη υποκείμενον, τα δε κάτω ατελή όντα φθαρτά εστιν;»[38] αλλά και του σπουδαίου τραγωδού Σοφοκλή: «Αλλά μην και Σοφοκλής ούτω φησί περί θεού· Εις ταις αληθείαισιν, εις εστιν θεός, Ος ουρανόν τ έτευξε και γαίαν μακράν, Πόντου τε χαροπόν οίδμα, κανέμων βίας· Θνητοί δε πολλοί, καρδία πλανώμενοι Ιδρυσάμεσθα πημάτων παραψυχάς, Θεών αγάλματ εκ λίθων τε και ξύλων, Η χρυσοτεύκτων η ΄λεφαντίνων τύπους, Θυσίας τε τούτοις και κενάς πανηγύρεις Τεύχοντες, ούτως ευσεβείν νομίζομεν»[39]. Μία όμως προσεχτικότερη παρατήρηση θα βοηθούσε να διαπιστωθεί ότι τα χωρία αυτά που παραθέτονται από τον Κύριλλο δεν είναι γνήσια χωρία των παραπάνω συγγραφέων αλλά νόθα. Τα τελευταία είχαν παραποιηθεί η είχαν κατασκευαστεί από παλαιότερους χριστιανούς συγγραφείς για λόγους απολογητικούς.

Πολλές φορές ο Κύριλλος υπογράμμιζε στο συγκεκριμένο έργο ότι οι Έλληνες σοφοί γνώριζαν για τον Ένα και συγχρόνως Τριαδικό Θεό. Έκανε, λοιπόν, έναν παραλληλισμό μεταξύ όσων έλεγε ο Πορφύριος[40] ότι υποστήριζε ο Πλάτων με εκείνα που η θεολογία της Εκκλησίας δίδασκε. Ο Πλάτων μιλούσε για ένα Θεό, τριαδικό. Στην Τριάδα αυτή ο πρώτος Θεός θεωρούνταν αγαθός, ο δεύτερος ήταν ο δημιουργός και ο τρίτος ήταν η ψυχή του κόσμου. Ο Κύριλλος ισχυριζόταν ότι ο Πλάτων αναφερόταν στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα[41]. Έτσι αποδείκνυε περίτρανα ότι ο Έλληνας φιλόσοφος αναφερόταν στην περί τριών θείων υποστάσεων διδασκαλία της Εκκλησίας[42]. Στην πραγματικότητα όμως δε συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο Πλάτων στα έργα του «Τιμαίος»[43] και «Νόμοι»[44] αναφέρεται σε κάποια τριαδολογία σχετικά με το θείο ον, αλλά αυτή δεν μπορεί ούτε να παραλλησθεί και φυσικά ούτε να ταυτισθεί με τη χριστιανική τριαδολογία. Στην Αγία Τριάδα δεν υπάρχει ούτε απορροή ούτε έκχυση, οι οποίες αποτελούν βασική και απαραίτητη προϋπόθεση της περί τριαδικότητας του θείου όντος στον Πλάτωνα.

Ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας επαινούσε τα συγγράμματα των εθνικών Ελλήνων ως προς τη δομή τους και τη ροή του λόγου τους, αλλά υπογράμμιζε ότι η διδασκαλία τους διαφέρει από εκείνη των Γραφών. Στις τελευταίες μόνο υπάρχει το φως της μοναδικής αλήθειας. Χαρακτηριστικά γράφει: «Περιεργαζόμενοι δε τας Ελλήνων συγγραφάς, την μεν των λέξεων επαινούμεν συνθήκην και το εύρυθμον εις λόγους, απανιστάμενοι δε των εν αυταίς δογμάτων, ταις αγίαις μάλλον προσκεκλίμεθα Γραφαίς· εναστράπτει γαρ αυταίς της αληθείας το κάλλος»[45]. Συμπληρωματικά ο Κύριλλος εξέφραζε το θαυμασμό του για την αττική γλώσσα[46] αλλά είχει συνειδητοποιήσει ότι η θεία αλήθεια δεν εξασφαλίζεται μέσα από την καλλιέπεια των λέξεων αλλά από το φωτισμό του Πνεύματος. Μόνο έτσι μπορούσε ο ίδιος να θεολογήσει ορθά και να μην καταστεί έρμαιο αιρετικών διδασκαλιών. Χρησιμοποιούσε τη γλώσσα της θύραθεν παιδείας ως προγύμνασμα της αληθινής παιδείας εν νουθεσία Κυρίου: «Χρώμεθα δε τοις Ελλήνων λόγοις οίον τι προγύμνασμα της αληθούς παιδείας το χρήμα ποιούμενοι»[47]. Κατανοούσε απόλυτα την απλότητα και την πενία των εκφραστικών μέσων που χαρακτηρίζουν τη βιβλική γλώσσα, αλλά εκείνος δε δείχνει να την εκτιμά για την καλλιέπειά της αλλά για το ότι αυτή είναι το σεντούκι μέσα στο οποίο κρύβεται ο θησαυρός της θείας αλήθειας[48]. Από την άλλη πλευρά ως αλεξανδρινός θεολόγος προσπαθούσε να εγκωμιάσει και να καταξιώσει τη χριστιανική διδασκαλία έναντι της ελληνικής φιλοσοφίας, προσδίδοντας στην πρώτη μία νότα φιλοσοφικής χροιάς. Ταυτόχρονα στην προσπάθειά του αυτή φαίνεται η επίδραση την οποία είχε δεχθεί από την πλατωνική και κυρίως τη νεοπλατωνική φιλοσοφία. Της τελευταίας τα ίχνη μπορεί κανείς να εντοπίσει στο συγκεκριμένο απολογητικό έργο του Κυρίλλου Αλεξανδρείας «Κατά Ιουλιανού».

Αν και η προσπάθεια του ιερού Κυρίλλου ήταν να δείξει ότι οι αρχαίοι Έλληνες και κυρίως οι συγγραφείς τους γνώριζαν τον αληθινό τριαδικό Θεό, εντούτοις ερχόταν σε αντίθεση προς τη θεολογική του θεώρηση της πτώσεως του Αδάμ και της Εύας και των συνεπειών αυτής. Αποτέλεσμα αυτής της παρακοής ήταν ο άνθρωπος να γίνει δέσμιος της αμαρτίας, και η σκέψη του να οδηγηθεί και να εγκλωβιστεί στην άγνοια του Δημιουργού του[49]. Συγχρόνως τόνιζε ότι οι Έλληνες αν και ήταν σοφοί εμωράνθησαν και άλλαξαν τη δόξα του αληθινού και άφθαρτου Θεού με ομοιώματα φθαρτών δημιουργημάτων όπως των ανθρώπων και των ζώων: «Επλάνησαν γαρ τους ανά πάσαν την γην, θεόν είναι λέγοντες τον ουρανόν και τα έτερα των στοιχείων. ... ηλλάξαντο την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών»[50] Αντίθετα τα όσα γράφηκαν από το Μωυσή δεν έχουν καμία σχέση με τις τερατολογίες των Ελλήνων ούτε με τους μύθους τους σχετικά με τη γέννηση και τη δημιουργία των θεών τους. Η γέννηση των αρχαίων θεών των Ελλήνων ήταν συνέπεια αιμομεικτικών σχέσεων, σκευωριών και παρανόμων σχέσεων[51]. Τέλος όλοι οι θεοί ακόμα και ο ανώτερος όλων των θεών ο Δίας ήταν δέσμιος της Μοίρας και του Πεπρωμένου που ήταν δυνατότερα από όλους και κανείς δεν μπορούσε να τα παρακούσει[52].

Σε άλλο σημείο του έργου επικαλείτο τα γραφόμενα του Πορφυρίου για να αποδείξει ότι ο Πλάτων έκανε λόγο για ένα θεό, για τον οποίο κανένα ανθρώπινο όνομα δεν ήταν αρμόζον, αφού Εκείνος ήταν πέρα από τα όρια της ανθρωπίνης γνώσεως και ήταν ο πραγματικό αίτιος της δημιουργίας των πάντων: «...όνομα μεν αυτώ μηδέν εφαρμόττειν μηδέ γνώσιν ανθρωπίνην αυτόν καταλαβείν, τας δε λεγομένας προσηγορίας από των υστέρων καταχρηστικώς αυτού κατηγορείν. Ει δε όλως εκ των παρ̉ ημίν ονομάτων χρή τι τολμήσαι λέγειν περί αυτού, μάλλον την του ενός προσηγορίαν και την ταγαθού τακτέον επ̉ αυτού. Το μεν γαρ εν εμφαίνει την περί αυτού απλότητα και δια τούτο αυτάρκειαν· χρήζει γαρ ουδενός, ου μερών, ουκ ουσίας, ου δυνάμεων, ουκ ενεργειών, αλλ̉ έστι πάντων τούτων αίτιος»[53].

Ο Κύριλλος έφερνε ως απόδειξη της γνώσεως του ενός Θεού από τους εθνικούς Έλληνες το χωρίο του Ξενοφώντα από τα Απομνημονεύματά του[54]. Εκεί ο Έλληνας ιστορικός σημείωνε ότι ο θεός είναι παντοδύναμος, μέγας, φανερός ως προς τις ενέργειές του, αφανής ως προς τη μορφή του. Παράλληλα ο Κύριλλος παρέθετε αμέσως μετά το χωρίο του Ξενοφώντος τη διδασκαλία της Γραφής ώστε η σύγκριση μεταξύ γνήσιας θεολογίας και πλαστής να είναι ορατή. Τόνιζε, λοιπόν, ότι κατά τη θεόπνευστη Γραφή ο Θεός είναι ένας και αληθινός, υπερκείμενος του ανθρωπίνου νού και λόγου, ζωοποιός, άφθαρτος, αγέννητος, δημιουργός των πάντων. Υπογράμμιζε δε ότι «τον εξ αυτού κατά φύσιν γεννηθέντα Υιόν, τον δημιουργόν αυτού Λόγον, εγνώκασι και αυτοί (=οι Έλληνες σοφοί, ποιητές, φιλόσοφοι κ.α.)»[55].

Προσπάθεια, λοιπόν, του Κυρίλλου ήταν να δείξει σε όσους ήταν θιασώτες της ελληνικής φιλοσοφίας και κυρίως της αρχαιοελληνικής θρησκείας ότι και οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μέσα τους ίχνη της γνώσεως του αληθινού θεού, τα οποία όμως κάποιοι σκοπίμως φρόντισαν να σβηστούν. Έτσι οι αρχαίοι Έλληνες έπεσαν θύματα της παγίδας της ειδωλολατρίας. Σε μερικούς, όμως, παρέμεινε μέσα τους η σπίθα της αλήθειας, για το λόγο αυτό έκαναν αναφορά για την ύπαρξη του ενός Θεού, δημιουργού όλης της κτίσεως και του ανθρώπου. Μέσα από τις γενικόλογες αυτές ερμηνείες των θέσεων των αρχαίων φιλοσόφων και συγγραφέων περί ενός Θεού, ο Κύριλλος προσπαθούσε να πείσει τους εθνικούς ότι οι αρχαίοι Έλληνες συμφωνούσαν απόλυτα με όσα αναφέρει περί Θεού η Παλαιά Διαθήκη. Επιδίωξη του πατριάρχη Αλεξανδρείας ήταν να ευτελίσει στα μάτια των εθνικά μορφωμένων τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, αποδεικνύοντας ότι ο Ιουλιανός ο Αποστάτης δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει το αληθινό περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας και ταυτόχρονα βρισκόταν σε σύγχυση σχετικά με την αρχαία φιλοσοφία των ελλήνων εθνικών.


[1] Οδηγός, PG 89, 113.

[2] Φωτίου, Μυριόβιβλος 230, PG 103, 1053.

[3] Mansi 6, 1008.

[4] Ο Στ. Παπαδόπουλος υποστηρίζει ότι: «ο Κύριλλος γεννήθηκε πιθανότερα το 378 στην ανατολική πλευρά του Δέλτα του Νείλου, περίπου 120 χλμ. από την Αλεξάνδρεια, στο Θεοδόσιο (όχι μακριά από το σημερινό Mahalleh-el-Kobra)», Στ. Παπαδοπούλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2004, 23.

[5] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Λόγος Απολογητικός προς τον ευσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον, PG 76, 480D. Mansi V,151. Ed. Schwartz, Acta Conciliorum Oecumenicorum I,I, 7, σ. 149. Βλ. σχετικά Χρ. Παπαδοποπούλου, αρχιεπ. Αθηνών, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, εν Αλεξανδρεία 1933, 26ε. Επίσης του ιδίου, Ιστορία της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, Αλεξάνδρεια 1935, σ. 308.

[6] Η Αίγυπτος εκείνη την περίοδο αυξημένη πολιτικοστρατιωτική αυτονομία. Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας ήταν η κεφαλή όλων των επισκόπων Αιγύπτου και Λιβύης, τους οποίους και εκπροσωπούσε. Εκεί ανθούσε ο μοναχισμός. Τέλος ο Κύριλλος αποτελούσε άξιο διάδοχο του Αθανασίου ως προς την ανάπτυξη της δογματικής διδασκαλίας και γενικότερα στη συγγραφή διαφόρων θεολογικών έργων.

[7] Καταπολέμησε με επιτυχία τα υπολείμματα των οπαδών του Μαρκίωνα, του Παύλου Σαμοσατέα, του Αρείου, του Ευνομίου. Στράφηκε με σφοδρότητα εναντίον των Ναυατιανών η Καθαρών. Πολέμησε τους Εθνικούς, τους Ιουδαίους και την αιρετική διδασκαλία του Πελαγίου.

[8] Στην Αντιόχεια ένεκα της υπάρξεως πολλών Ιουδαίων, που πολεμούσαν το χριστιανισμό με τη γραμματική και ιστορική ερμηνεία της Γραφής, υιοθετήθηκε η μέθοδος της ιστορικογραμματικής ερμηνείας. Χρησιμοποιούσαν τη Λογική του Αριστοτέλη, με την οποία προσπαθούσαν να εξηγήσουν το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού. Με βάση την αριστοτελική αρχή ότι δύο τέλεια δεν μπορούν να γίνουν ένα (Μεταφυσικά 1039α, 9-10) θεωρούσαν αγεφύρωτο το χάσμα μεταξύ Θεού και κτιστού, ώστε να είναι αδύνατη η λύση της ενότητας των φύσεων στο Χριστό. Πρβλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, Αθήνα 1990, 566-574.

[9] Ο Κύριλλος αντικρούοντας τον ισχυρισμό του Νεστορίου χαρακτηριστικά έγραφε: «Ένα τοιγαρούν τον Υιόν του Θεού και Πατρός ημών Ιησού Χριστόν, γεννηθέντα μεν εκ Θεού και Πατρός, θεϊκώς, ως Λόγον, προ παντός αιώνος και χρόνου∙ εν εσχάτοις δε του αιώνος καιροίς, τον αυτόν γεγονότα κατά σάρκα εκ γυναικός», Κυρίλλου, Ότι εις ο Χριστός, SC 97, 778A, σ. 512 (=PG 75, 1361C). Του ιδίου, Περί της του Κυρίου εναθρωπήσεως, PG 75, 1472C. Του ιδίου, Επιστ. IV - Προς Νεστόριον. Περί του Θεού Λόγου, PG 77, 43CD.

[10] Ο διαφιλονικούμενος όρος.«Θεοτόκος» ήταν ευρέως αποδεκτός στην Αλεξανδρινή Σχολή. Ήταν συνέπεια της αντιδόσεως των ιδιωμάτων «communicatio idiomatum» και έκφραζε την αλήθεια ότι ο άνθρωπος ενώθηκε με το θείο Λόγο. Δίκαια, λοιπόν, ο ενσαρκωμένος Λόγος ονομαζόταν Θεός αλλά συγχρόνως και άνθρωπος, δηλ. θεάνθρωπος. Βλ. J.N. Kelly, Early Christian Doctrines, London 19684, 311.

[11] «... καλείσθαι κατά ακριβεστέραν προσηγορίαν την αγίαν Παρθένον χριστοτόκον, ου Θεοτόκον», Νεστορίου Επιστολή προς Κύριλλον, PG 77, 53B.

[12] Βλ. σχετικά, Ε. Αρτέμη, «Το μυστήριο της ενανθρωπήσεως στους δύο διαλόγους, «Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς» και «Ότι εις ο Χριστός» του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας», Εκκλησιαστικός Φάρος ΟΕ (2004), 146-277, σ. 150. Επίσης Χρ. Παπαδοπούλου, Ό Άγιος Κύριλλος (όπως σημ.5) 112. Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Αλεξανδρείας και η Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 199, 213-284, σ. 249.

[13] Κυρίλλου, Κατά των Νεστορίου Δυσφημιών, Ι, Α, ACO, τ. 1, Ι, 6, σσ. 1827-40, 191-43, 201-5, 379-42, 381-43, 391-38, 401-12 (=PG 76, 25A-28D, 72Α- 77, 120).

[14] Του ιδίου, Εόρτιος Ομιλία VI, PG 77, 748A- 768C.

[15] Ο Χρ. Παπαδόπουλος χαρακτηριστικά γράφει: «μεταξύ πάντων των απανταχόθεν της οικουμένης συναθροισθέντων επισκόπων ο Κύριλλος ήτο ο απαράμιλλος και ανυπέρβλητος. Έργω και λόγω υπήρξε το κύριον πρόσωπον της Αγίας εκείνης και Οικουμενικής Συνόδου. Κατ' άνθρωπίνους δε υπολογισμούς άνευ της τόλμης αυτού και της σταθερότητος και της μέχρι εσχάτων αυτοθυσίας, το έργον της Συνόδου προσκρούσαν εις ανυπερβλήτους εξωτερικάς δυσχερείας, δεν ήτο δυνατόν να αχθή εις πέραν αγαθόν. Η αλήθεια, ης ήτο ο Κύριλλος ακατάβλητος υπέρμαχος, έμελλε, δια της θείας χάριτος, να θριαμβεύση, αλλά προς τούτο απητούντο μεγάλοι και κρατεροί αγώνες δι' ους ήτο έτοιμος ο Ιεράρχης Αλεξανδρείας», Χρ. Παπαδοπούλου, Ο Άγιος Κύριλλος (όπως σημ.5) 185.

[16] Το κείμενο του Όρου των Διαλλαγών έχει ως εξής: «Ομολογούμεν τοιγαρούν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον Μονογενή, Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον, εκ ψυχής και λογικής και σώματος, προ αιώνων μεν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν, δι ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν, εκ Μαρίας της Παρθένου κατά την ανθρωπότητα, ομοούσιον τω Πατρί τον αυτόν κατά την θεότητα και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα. Δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονε, διο ένα Χριστόν, ένα Υιόν, ένα Κύριον ομολογούμεν. Κατά ταύτην την της ασυγχύτου ενώσεως έννοιαν ομολογούμεν την αγίαν παρθένον Θεοτόκον, δια το τον Θεόν Λόγον σαρκωθήναι και ενανθρωπήσαι και εξ αυτής της συλλήψεως ενώσαι εαυτώ τον εξ αυτής ληφθέντα ναόν. Τας ευαγγελικάς και αποστολικάς περί του Κυρίου φωνάς, ίσμεν τους θεολόγους άνδρας τας μεν κοινοποιούντας ως εφ̉ ενός προσώπου, τας δε διαιρούντας ως επί δύο φύσεων· και τας μεν θεοπρεπείς κατά την θεότητα του Χριστού, τας δε ταπεινάς κατά την ανθρωπότητα αυτού παραδίδοντας». Κυρίλλου, Επιστολή προς Ιωάννην Αντιοχείας, PG 77, 173Α-176D.

[17] Κυρίλλου, Εις Ιωάννην, VII και VIII, Pusey, vol. II, σ. 3091 (=PG 74, 81CD). Πρβλ. Κ. Παπαπέτρου, Η αποκάλυψις του Θεού και η γνώσις Αυτού κατά το υπόμνημα του Κυρίλλου Αλεξανδρείας εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, εναίσιμος επί διδακτορία, Αθήναι 1962, 126.

[18] Κυρίλλου, Εις Ιωάννην, V, A΄, Pusey, vol. I, σ. 66316-17, 23-24 (=PG 73, 721CD). Πρβλ. Παπαπέτρου, Η αποκάλυψις του Θεού, (όπως σημ.17) 126.

[19] Κυρίλλου, Υπέρ της των χριστιανών ευαγούς θρησκείας προς τα του εν αθέοις Ιουλιανού, PG 76, 752A-1064B.

[20] Σχετικά βλ. W. Malley, The conflict between the notion of hellenic wisdom in the Contra Galilaeos of Julian Apostate and the notion of christian wisdom in the Contra Julianum of St. Cyril of Alexandria, Université Grégorienne, Rome 1975.

[21] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Κατά Ιουλιανού Βασιλέως, και κατά Ελλήνων, στηλιτευτικός Α΄ και Β΄, PG 35, 531-720. Bernardi, SC 309.

[22] Σωζομένου, Εκκλησιαστική Ιστορία, V, 18, 1-6, PG 67, 1272 A.

[23] Ε. Βeck, «Ephraem, Hymnen de Paradiso und Contra Julianum», dans CSCO 175, Scriptores Syri, t. 79, Louvain 1957, 64-86.

[24] Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, VII, 27, PG 67, 800CD: «Φίλιππος Σιδίτης μεν ην το γένος· Σίδη δε πόλις της Παμφυλίας͵ αφ΄ ης ώρμητο και Τρώϊλος ο σοφιστής͵ ου και συγγενή εαυτόν είναι εσεμνύνετο. Διάκονος δε ην͵ επεί τα πολλά τω επισκόπω Ιωάννη συνήν· εφιλοπόνει δε και περί λόγους͵ και πολλά και παντοία βιβλία συνήγε· ζηλώσας δε τον Ασιανόν των λόγων χαρακτήρα͵ πολλά συνέγραφε͵ τα τε του βασιλέως Ιουλιανού κατά Χριστιανών βιβλία ανασκευάζων͵ και Χριστιανικήν ιστορίαν συνέθηκεν· ην εν τριάκοντα εξ βιβλίοις διείλεν· έκα στον δε βιβλίον είχε τόμους πολλούς͵ ως τους πάντας εγγύς είναι χιλίους· υπόθεσις δε εκάστου τόμου ισάζει τω τόμω. Την μεν ουν πραγματείαν ταύτην ουκ εκκλησιαστικήν ιστορίαν͵ αλλά Χριστιανικήν επέγραψεν· πολλάς δε συνεισφέρει ύλας εις αυτήν͵ δεικνύναι βουλόμενος μη απείρως έχειν εαυτόν των φιλο σόφων παιδευμάτων· διο και συνεχώς γεωμετρικών τε και αστρο νομικών και αριθμητικών και μουσικών θεωρημάτων ποιείται μνήμην͵ εκφράσεις τε λέγων νήσων και ορέων και δένδρων και άλλων τινών ευτελών».

[25] Θεοδωρήτου Κύρου, Ελληνικών Παθημάτων Θεραπευτική ήτοι Ευαγγελικής αλήθειας εξ ελληνικής φιλοσοφίας επίγνωση, ΙΧ, 25, X, 27, SC 57, p. 34121, 36910. PG 83, 1060-1093. K. Neumann, Iuliani imperatoris librorum contra christianos quae supersunt, Leipzig 1880, p. 89-90.

[26]Dissertatio II de libris Theodoreti, VI, § II, 16-17 (=PG 84, 349-350).

[27] Αυτόθι.

[28] «Ότι δε τοις Μωσέως βιβλίοις εσμέν ου διάφοροι͵ ούτε μην αντεξάγουσαν τοις εκείνου θεσπίσμασι πολιτείαν επετηδεύσαμεν͵ ως αν οίός τε ω πληροφορείν πειράσομαι͵ καιρού του καθήκοντος εν τούτοις ημίν τον λόγον διαγυμνάζοντος», Κυρίλλου, Κατά Ιουλιανού, Α΄, SC 322, 313-17 (=PG76, 512D).

[29] «...φέρε λέγωμεν ότι διαφόροις μεν δόξαις αντεγειρομένους ώσπερ αλλήλοις καταθρήσαι τις αν αυτούς͵ ασύμβατον δε και εφ̉ εκάστω των όντων την απολογίαν εισφέροντας. Είτα προς τούτω καταδεικνύωμεν Μωσέα μεν εν χρόνω τα πρεσβεία λαχόντα͵ και δόξαν ορθήν και απλανεστάτην περί της αρρήτου και ανωτάτω πασών ουσίας εισκεκομικότα͵ και κοσμοποιίας άριστα μνημονεύσαντα͵ και νόμων των εις ευσέβειαν και δικαιοσύνην ουκ αθαύμαστον βραβευτήν͵ τους δε παρ̉ αυτοίς ωνομασμένους σοφούς γεγονότας μεν υστάτους και νεωτάτους͵ κεκλοφότας δε τα εκείνου και τοις ιδίοις λόγοις εγκατακλώσαντας, ει και μη εις άπαν υγιώς ισχύσαντας ούτω και δόξαν αρπάσαι σεμνοπρεπή και τι των αληθών εοικέναι λέγειν», Αυτόθι, Α΄, SC 322, 410-22 (=PG76, 513ΑΒ).

[30] Του ιδίου, Εόρτιος Επιστολή, ΙΒ΄, PG 77, 669C.

[31] Ευσεβίου Παμφίλου Καισαρείας, Προπαρασκευής ευαγγελικής, βιβλία ΙΕ΄, PG 21, 21-1408.

[32] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Λόγος Προτρεπτικός προς Έλληνας. Παιδαγωγός εις λόγους τρεις, PG 8, 247-681.

[33] Του ιδίου, Στρωματείς εις λόγους οκτώ, PG 8, 685-1381.

[34] Ιουστίνου Φιλοσόφου και Μάρτυρος (ψευδο-Ιουστίνου), Λόγος Παραινετικός προς Έλληνας, J.C.T. Otto, Corpus apologetarum Christianorum saeculi secundi, vol. 3, Wiesbaden 18793, 18-126.

[35] Διδύμου Αλεξανδρέως, Περί της αγίας Τριάδος, PG 39, 269-992.

[36] «Ένα γαρ πάντες ομολογούσι τον επί πάντας και δια πάντων και εν πάσι Θεόν͵ άναρχόν τε και αίδιον, αγέννητον, άφθαρτον͵ ζωήν και ζωοποιόν, ουρανού τε και γης ποιητήν και συλλήβδην απάντων των εν αυτοίς», Κυρίλλου, Κατά Ιουλιανού, Α΄, SC 322, 401-4 (=PG 76, 545CD). Συναφώς βλ. «Έστι τοίνυν εξ Όντος ο Ων, και όνομα τούτο προσφυέστατον αυτώ... και μήτοι θαυμάσεις, ει ταύτα περί αυτού διακεκράγασιν οι Πνευματοφόροι. Φρονείν γαρ ώδε δοκεί και τοις Ελλήνων λογάσι. Και γουν ο Πλούταρχος εν ιδίω λόγω προσρητέον φησί το Θείον, λέγοντας αυτώ, «Ει και Εν ... καθιστάσα της του Θεού δυνάμεως»», Αυτόθι, Η΄, PG 76, 908B.

[37] Αυτόθι, Α΄, SC 322, 404-10 (=PG76, 545D). Πρβλ. Αυτόθι, Β΄, SC 322, 209- 17 (= PG 76, 577B): «Πεπλάνηντο γαρ͵ και το δοκούν έκαστος προσκυνούντες ηλίσκοντο͵ και τον ένα και φύσει Θεόν εξ αμαθίας της άγαν ηγνοηκότες λελατρεύκασι τη κτίσει. Και οι μεν θεόν επεγράφοντο τον ουρανόν, έτεροι δε τον ηλίου κύκλον, εισί δε οι και σελήνη και άστροις και γη και φυτοίς και τη των υδάτων φύσει, πτηνοίς τε και ζώοις αλόγοις την της ανωτάτω φύσεως δόξαν απονέμειν εσπούδαζον. Καθιγμένων δη των πραγμάτων εις τούτο αυτοίς͵ και της ούτω δεινής αρρωστίας κατανεμηθείσης άπαντας τους επί της γης... ».

[38] Κυρίλλου, Κατά Ιουλιανού, Α΄, SC 322, 4315-29, 441-11(=PG76, 549BCD). Πρβλ. Corp. Herm. III, p. 2, Frgm I, IV, p. 130, Frgm 25 και Corp. Herm. IV, p. 131, Frgm 26. Επίσης σχετικά βλ. Αυτόθι, Α΄, SC 322, 4610--35, 471-4(=PG76, 552D, 553ΑΒ). Πρβλ. Corp. Herm. IV, p. 132, Frgm 27, p. 133, Frgm 28, p. 134, Frgm 28.

[39] Κυρίλλου, Κατά Ιουλιανού, Α΄, SC 322, 4412-21(=PG76, 549D). Πρβλ. TGF, Frgm 1025.

[40] Τα χωρία που αναφέρει για τον Πλάτωνα τα έχει αντλήσει από το έργο του Πορφυρίου, Φιλοσόφου Ιστορίαι. Φυσικά η πραγματική τους ερμηνεία διαφέρει αρκετά από τη θεολογία της Εκκλησίας. Αν και ο Κύριλλος το γνώριζε αυτό προσπαθούσε να τα παρουσιάσει με τέτοιο τρόπο για να τεκμηριώσει όσα έλεγε και κυρίως να δείξει ότι οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν την ύπαρξη του πραγματικού Θεού, απλώς δεν είχαν καταφέρει να εντρυφήσουν στην αποκεκαλυμμένη θεία αλήθεια.

[41] «...άχρι τριών υποστάσεων την του θείου προελθείν ουσίαν͵ είναι δε τον μεν ανωτάτω θεόν ταγαθόν͵ μετ̉ αυτόν δε και δεύτερον τον δημιουργόν͵ τρίτον δε και την του κόσμου ψυχήν· άχρι γαρ ψυχής την θειότητα προελθείν. Ιδού δη σαφώς εν τούτοις άχρι τριών υποστάσεων την του θείου προελθείν ουσίαν ισχυρίζεται· εις μεν γαρ εστιν ο των όλων Θεός, κατευρύνεται δε ώσπερ η περί αυτού γνώσις εις αγίαν τε και ομοούσιον Τριάδα͵ εις τε Πατέρα φημί και Υιόν και άγιον Πνεύμα͵ ό και ψυχήν του κόσμου φησίν ο Πλάτων· ζωοποιεί δε το Πνεύμα͵ και πρόεισιν εκ ζώντος Πατρός δι̉ Υιού͵ και εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν. Αληθεύει γαρ ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός· Το Πνεύμά εστι το ζωοποιούν», Κυρίλλου, Κατά Ιουλιανού, Α΄, SC 322, 475-18 (=PG76, 553BC). Συναφώς Αυτόθι, Η΄, PG 76, 916BC: «Άχρι γαρ τριών υποστάσεων έφη Πλάτων την του Θεού προελθείν ουσίαν είναι δε τον μεν ανωτάτω θεόν ταγαθόν͵ μετ̉ αυτόν δε και δεύτερον τον δημιουργόν͵ τρίτον δε και την του κόσμου ψυχήν· άχρι γαρ ψυχής την θειότητα προελθείν.... Ημίν δε άπαξ απόχρη το αψευδείν, ει λέγοιμεν και αυτούς των Ελλήνων λογάδας διακείσθαι και φρονείν, ως μέχρι τριών υποστάσεων προβέβληκεν η θεότης, ήγουν η θεία τε και απόρητος φύσις, διαμέμνηνται δε και Τριάδος». Συναφώς πρβλ. Αυτόθι, Γ΄, PG 76, 648D.

[42] Αυτόθι, Η΄, PG 76, 916C.

[43] 36e κ.ε.

[44] 89de.

[45] Κυρίλλου, Κατά Ιουλιανού, Ζ΄, PG76, 856D-857A.

[46] «... αξιοθαύαμαστον ... εις ηχώ γενέσθαι την ατθίδα (=αττική γλώσσα) φαμέν· ονήσειε δ̉ αν ουδέν...», Αυτόθι, PG76, 857C.

[47] Κυρίλλου, Κατά Ιουλιανού, Ζ΄, PG 76, 857D, 860A.

[48] Του ιδίου, Εις Α΄ προς Κορινθίους, Pusey, vol. ΙΙI, σσ. 26024-27, 2611 (=PG 74, 868Β): «Τις η όνησις λέξεως λαμπράς εχούσης των αγαθών ουδέν, οποία η των ελλήνων εστίν; η δε γε της θεοπνεύστου γραφής απλή μεν εστι και κατειθισμένη, πλουσίως γεμήν ονίνησι και αποφέρει λαμπρώς εις επίγνωσιν αληθή του κατά φύσιν όντος Θεού».

[49] «... παρεχαράττετο δε ήδη και η προς Θεόν ομοίωσις δια της επεισδραμούσης αμαρτίας͵ και ήσαν μεν ουκέτι λοιπόν οι χαρακτήρες λαμπροί͵ αμυδρότεροι δε πως εν αυτώ και εσκοτισμένοι δια την παράβασιν. επειδή δε εις πληθύν αριθμού κρείττονα το ανθρώπινον εξετείνετο γένος͵ κατεκράτει δε πάντων η αμαρτία͵ πολυτρόπως την εκάστου ληϊζομένη ψυχήν͵ απεγυμνούτο μεν χάριτος της αρχαίας η φύσις· απανίσταται δε το Πνεύμα παντελώς͵ και πίπτει προς την εσχάτην αλογίαν ο λογικός͵ και αυτόν αγνοήσας τον κτίσαντα». Του ιδίου, Εις Ιωάννην ΙΙ, Α΄, Pusey, vol. I, σ. 183 9-18 (=PG 73, 205ΑΒ).

[50] Του ιδίου, Κατά Ιουλιανού, Β΄, SC 322, 57-12 (=PG 76, 561D). Πρβλ. Ρωμ. Ι, 22-23.

[51] «Έλληνες μεν τους μύθους έπλασαν υπέρ των θεών απίστους και τερατώδεις (καταπιείν γαρ έφασαν τον Κρόνον τους παίδας͵ είτ̉ αύθις εμέσαι) και γάμους ήδη παρανόμους· μητρί γαρ ο Ζεύς εμίχθη͵ και παιδοποιησάμενος εξ αυτής͵ έγημε μεν αυτός την αυτού θυγατέρα», Κυρίλλου, Κατά Ιουλιανού, Β΄, SC 322, 112-6 (=PG 76, 568Β).

[52] «...ηττάσθαι Μοιρών και Πεπρωμένη παραχωρείν͵ ως αλκιμωτέρα δηλονότι και αυτού του προύχοντος των άλλων θεών͵ ον δη και ύπατον καλούσι Δία», Αυτόθι, B΄, SC 322, 411-16 (=PG 76, 561ΒC).

[53] Αυτόθι, Α΄, SC 322, 433-11 (=PG 76, 549Α).

[54] Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα, IV, 3, 14. Κυρίλλου, Κατά Ιουλιανού, Α΄, SC 322, 4422-26 (= PG 76, 552A).

[55] Αυτόθι, Α΄, SC 322, 451-9 (= PG 76, 552AΒ).

Πηγή: http://www.egolpion.net/kurilos_ethikh_grammateia.el.aspx

www.impantokratoros.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου