Η γλώσσα των ανθρωπίνων λέξεων και εννοιών δίδει πολύ περιωρισμένην δυνατότητα μεταδόσεως της εσωτερικής καταστάσεως του ενός εις τον άλλον. Απαραίτητος προϋπόθεσις της αμοιβαίας κατανοήσεως είναι η κοινότης ή η ταυτότης της πείρας. Εφ’ όσον η κοινότης αύτη δεν υπάρχει δεν κατορθούται η αμοιβαία κατανόησις, διότι το περιεχόμενον των εννοιών, δι’ ών πάντες εκφραζόμεθα αντιστοιχεί προς την έκτασιν της διανοητικής ή και υπαρξιακής πείρας εκάστου προσώπου. Εις πάσαν έννοιαν έκαστος εξ ημών εγκλείει τον όγκον της πείρας αυτού, και δια τούτο οι πάντες αφεύκτως ομιλούμεν διαφόρους γλώσσας. Λόγω όμως του ομοουσίου του ανθρωπίνου γένους είναι δυνατόν και δια του λόγου να προκαλέσης νέαν τινά εμπειρίαν εν τη ψυχή του ακούοντος ούτως ως να εγέννας εν αυτώ νέαν ζωήν. Εάν ούτως έχη επί των ανθρωπίνων σχέσεων, τούτο πολλώ μάλλον συμβαίνει επί της Θείας ενεργείας. Ο λόγος του Θεού εις δεδομένην στιγμήν ήτοι όταν η ανθρωπίνη ψυχή δέχηται αυτόν δια καταλλήλου εσωτερικής διαθέσεως, δια της εμφανείας αυτού εμπνέει πραγματικώς νέαν ζωήν εκπορευομένην εκ του Θεού ήτοι την αιώνιον ζωήν.
Εις τον Σιλουανόν ως και εις ωρισμένους μεγάλους Πατέρας, όπως τον Αντώνιον τον Μέγαν τον Σισώην, Μακάριον και Ποιμένα τους Μεγάλους και εις άλλους εδόθη κατά τον χρόνον της ζωής αυτών να βιούν πραγματικώς την κατάστασιν των βασάνων του άδου. Η επανάληψις της καταστάσεως ταύτης εν τέλει τυπούται βαθέως εν τη καρδία αυτών και ούτω δι’ αυτούς καθίσταται πλέον δυνατόν να ανανεούν αυτήν εν τη ψυχή αυτών δι’ αναλόγου εσωτερικής κινήσεως του πνεύματος και να επανέρχωνται εις αυτήν κατά βούλησιν. Κατέφευγον δε εις την εργασίαν αυτήν ευθύς ως εντός της ψυχής αυτών ενεφανίζετο πάθος τι και ιδίως το βαθύτερον και το λεπτότερον όλων η υπερηφανία.
Έλεγεν ο μακάριος Γέρων Σιλουανός ότι πολλοί ασκηταί εγγίζοντες την κατάστασιν ταύτην –απαραίτητον δια την εκ των παθών κάθαρσιν- απελπίζονται και ως εκ τούτου δεν δύνανται να προχωρήσουν. Εκείνος όμως όστις γνωρίζει ότι «ο Κύριος αγαπά ημάς απείρως», αποδιώκει την πανώλεθρον ενέργειαν της εσχάτης απογνώσεως και γνωρίζει σοφώς να ίσταται επί του χείλους αυτής και δια της δυνάμεως των φλογών του άδου να κατακαίη εντός αυτού παν πάθος, και θύμα της απογνώσεως δεν γίνεται: «Και μη απελπίζου».
… αλλ’ η δύναμις του λόγου αυτών και το βάθος του μυστηρίου της εργασίας αυτής παραμένουν άγνωστα εις τους μη έχοντας παρομοίαν πείραν των βασάνων του άδου αφ’ ενός, και των μεγάλων δωρεών της χάριτος αφ’ ετέρου.
Ότε έλεγεν «η τάλαινα μου ψυχή κατέρχεται εις τον άδην» δεν ηννόει μόνον λόγους αλλά πραγματικόν βίωμα των κολάσεων του άδου, αίτινες ενεφυτεύθησαν εν τη καρδία αυτού τοσούτον ώστε ηδύνατο δι’ ωρισμένης κινήσεως του πνεύματος αυτού να επαναφέρη αυτάς εν εαυτώ άλλοτε εις μεγαλύτερον και άλλοτε εις μικρότερον βαθμόν. Και ότε το πυρ των κολάσεων του άδου προεκάλει την ζητουμένην ενέργειαν, τουτέστιν εφόνευε τον εμπαθή λογισμόν, τότε εις την παμφάγον ενέργειαν τούτου αντέτασσε την σωτήριον ενέργειαν της αγάπης του Χριστού, την οποίαν ωσαύτως εγνώρισε και έφερεν εν τη καρδία αυτού.
Εκ της συνεχούς διαμονής εν τω αγώνι τούτω η ψυχή αποκτά ιδιαιτέραν τινά έξιν και αντοχήν τοσούτον δε εθίζεται εις την μνήμην του άδου, ώστε αύτη γίνεται εις αυτήν σχεδόν αχώριστος. Το απαραίτητον της μονιμότητος αυτής προκύπτει εκ του ότι ο άνθρωπος «εν τω κόσμω οικών και σάρκα φορών», αδιαλείπτως υπόκειται εις τας επιδράσεις της περί αυτόν αμαρτίας, εξ ής, ως δια θώρακος, περιφρουρείται η ψυχή ταπεινουμένη έως άδου κατωτάτου.
«Όταν όμως ο νους μου εκπίπτη της μνήμης του πυρός του άδου τότε οι λογισμοί εκ νέου αποκτούν δύναμιν».
… συνδυάζονται η εσχάτη οδύνη προς την εσχάτην μακαριότητα, την οποίαν δύναται να βαστάση η ανθρωπίνη φύσις. Η μία συνυπάρχει μετά της άλλης κατά παράδοξον τρόπον. Και εάν ήτο μόνον η οδύνη, θα ήτο αφόρητος, και εάν μόνον η μακαριότης, και τότε θα ήτο αβάστακτος.
www.rel.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου