Slavoj Zizek
Ο σλοβένος φιλόσοφος-διανοητής πετά σε «ενδιαφέροντες» καιρούς το γάντι στα καθιερωμένα «πολιτικά ορθά» σχήματα της καθημερινότητας και προτείνει εναλλακτική θέαση του καπιταλισμού, της κρίσης, της Παιδείας, της Αριστεράς
Η απώτερη υφή της κρίσης, η συντριπτική αναδιάταξη της καθημερινότητας, η πρόκληση των απαντήσεων. Επιτακτικά ερωτήματα και προβληματισμοί που συζητήσαμε με τον φιλόσοφοδιανοητή Σλαβόι Ζίζεκ, στο περιθώριο των εργασιώντου Congr s Μarx, που έλαβαν χώρα
στο Παρίσι μεταξύ 22 και 25 Σεπτεμβρίου, με θέμα «Κρίσεις, εξεγέρσεις, ουτοπίες». Εικονοκλαστικά διαπεραστικός, πνευματικά ανήσυχος (πολύ πέραν της πεπατημένης καταναγκασμών και εφήμερων μιντιακών ισορροπιών) ο Ζίζεκ, ένας δικός μας άνθρωπος, πετά και πάλι το γάντι σε «πολιτικά ορθά» σχήματα και επικοινωνιακά στερεότυπα που κατακλύζουν
την καθημερινότητά μας, αλλά και φληναφήματα της θεσμικής «αριστερής διανόησης».Στα λόγια του αναδύονται τόσο οι προϋποθέσεις μιας εναλλακτικής θέασης των προβλημάτων όσο και ουσιαστικά προωθητικών απαντήσεων. Συνολική αποτίμηση των συμπερασμάτων του συνεδρίου θα φιλοξενήσει «Το Βήμα» σε προσεχές φύλλο.
- Κατακλυζόμαστε παγκοσμίως από έναν λόγο περί κρίσης. Θέλω τη γνώμη σας για τον χαρακτήρα της. Πόσο βαθιά, πόσο σημαίνουσα είναι αυτή η κρίση και ποια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. «Στην Κίνα, αν πραγματικά μισείς κάποιον, τον καταριέσαι με τα λόγια: “Σου εύχομαι να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς”. Ο λόγος είναι απλός. Στην ανθρώπινη ιστορία “ενδιαφέροντες καιροί” είναι περίοδοι αναστατώσεων, πολέμων και διαμάχης εξουσιών, την ώρα που εκατομμύρια αθώοι υφίστανται τις συνέπειες. Σήμερα μπαίνουμε αναμφίβολα σε μια τέτοια εποχή- οι καιροί μας είναι “ενδιαφέροντες”. Επειτα από δεκαετίες υποσχέσεων του κράτους πρόνοιας, περίοδο κατά την οποία οι περικοπές διαρκούσαν για σύντομα χρονικά διαστήματα με την παράλληλη προσδοκία ότι τα πράγματα σύντομα θα επιστρέψουν στο κανονικό, μπαίνουμε σε μια ποιοτικά διαφορετική εποχή, όπου η κρίση- ή, πιο σωστά, η κατάσταση οικονομικής έκτακτης ανάγκης που βιώνουμε- με αλλεπάλληλα μέτρα λιτότητας (περικοπές προνοιακών δαπανών, περιστολή της δωρεάν Υγείας και Παιδείας, συνεχή απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων κτλ.) είναι διαρκής. Πρόκειται για κρίση που αποτελεί σταθερά· κρίση που γίνεται πλέον τρόπος ζωής».
- Πρέπει κάπως να αντιδράσουμε; Οι τομείς είναι προφανώς πολλοί, ακούγοντάς σας όμως το ενδιαφέρον μου κεντρίζει κατ΄ αρχάς το ζήτημα της δημόσιας δωρεάν παιδείας. Στην Ελλάδα τελευταία διεξάγεται μια έντονη συζήτηση σχετικά με τις προοπτικές του δημόσιου πανεπιστημίου. Υπάρχει αίφνης η λογική της Μπολόνια που, όπως και αλλού στην Ευρώπη, πλαισιώνει τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται από τις κυβερνήσεις. Πώς την σχολιάζετε;
«Το ερώτημά σας είναι συνδυαστικό και με παραπέμπει στη λογική των αντιστάσεων. Θέλω να πω προκαταρκτικά πως η διαδικασία της Μπολόνια απειλεί τον “δημόσιο χώρο”, είναι για την ακρίβεια μια τεραστίων διαστάσεων συντονισμένη επίθεση ενάντια σε αυτό που ο Καντ αποκάλεσε “δημόσια χρήση του ορθού λόγου”. Είναι, λοιπόν, πολύ απλά, μια ιδιωτική συρρίκνωση : η παρόρμηση να υπαχθεί η ανώτατη εκπαίδευση στις ανάγκες της αγοράς. Αυτό που στην πορεία εκλείπει είναι βέβαια οι πραγματικοί στόχοι της σκέψης, του σκέπτεσθαι: όχι μόνο η παραγωγή λύσεων στα προβλήματα της “κοινωνίας” αλλά και ο προβληματισμός πάνω στην ίδια τη μορφή των “προβλημάτων”, τη δυνατότητα αναδιατύπωσής τους. Θέτοντας το ζήτημα επιγραμματικά η συρρίκνωση της ανώτατης εκπαίδευσης στην παραγωγή “χρήσιμης”γνώσης για τους “ειδικούς” συνιστά παραδειγματική μορφή “ιδιωτικής χρήσης του ορθού λόγου” στο πλαίσιο του σημερινού παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Το εκπαιδευτικό σύστημα γίνεται όλο και λιγότερο υποχρεωτικό, παύει να είναι ένα γνωστικό δίκτυο πάνω από την αγορά· το κράτος αποπέμπει τον έλεγχο που παραδοσιακά κατείχε ως φορέας αρχών του Διαφωτισμού (ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη)· στο όνομα της ιερής φόρμουλας “χαμηλότερο κόστος, μεγαλύτερη ανταποδοτικότητα κτλ. ” όλα υπάγονται και διατρέχονται από διάφορες μορφές “δημόσιας- ιδιωτικής συνέργειας”. Πρόκειται για διαδικασία ιδιωτικής ενθυλάκωσης δημόσιων χώρων. Σε αυτήν πρέπει να αντισταθούμε».
- Το ζήτημα της αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα έρχεται ξανά και ξανά στον προβληματισμό σας. Εμπλέκονται εδώ προφανώς η διανόηση αλλά και οι πιο άμεσα πολιτικοί δρώντες. Η διανόηση, ως επί το πλείστον, περί άλλα μεριμνά και τυρβάζει,ενώ η θεσμική πολιτική έκφραση της αντίστασης κατατρώγεται από ανούσιο γραφειοκρατικό πνεύμα. Τι γίνεται, λοιπόν, εδώ;
«Εχετε δίκιο. Στον προβληματισμό περί αντιστάσεων δυστυχώς προέχει το ζήτημα της διάγνωσης των αδυναμιών - των λόγων που ευθύνονται για τα ελλείμματα του ριζοσπαστικού-χειραφετικού Λόγου. Βρίσκω επ΄ αυτού ιδιαίτερα χρήσιμες τις διαπιστώσεις του Αlain Βadiou, που επεσήμανε τρεις μορφές “ήττας” με τις οποίες αναμετριούνται τα σύγχρονα ριζοσπαστικά εγχειρήματα. Η πρώτη και απλούστερη είναι η συντριβή από τις αντίπαλες δυνάμεις (στον εξουσιαστικό καπιταλισμό η καταστολή αποτελεί σταθερά). Στη συνέχεια υπάρχει η ήττα της νίκης: θεωρητικά, οι εναλλακτικές πολιτικές θέσεις θα μπορούσαν να κατισχύσουν επί του εξουσιαστικού σκεπτικού του αντιπάλου (είτε μέσω εκλογών είτε μέσω άμεσης κατάληψης-κατάλυσης της εξουσίας), αυτό ενέχει την αυτο-ακυρωτική υιοθέτηση του εξουσιαστικού πυρήνα. Υπάρχει, τέλος, και η πιο αυθεντική, η πιο τρομερή ήττα: εκκινώντας από την ακριβή ενόραση ότι η παγίωση μιας επανάστασης στη μορφή μιας νέας εξουσιαστικής σχέσης συνιστά και την αυτόχρημα προδοσία της οι δυνάμεις που επαγγέλλονται τη χειραφέτηση διολισθαίνουν σε μιαν απέλπιδα στρατηγική υπεράσπισης της “καθαρότητάς” τους. Ο Βadiou προσφυώς προσδιόρισε την τελευταία εκδοχή ως έναν “θυσιαστικό πειρασμό του κενού”. Συνάγεται πράγματι ότι πρέπει να φοβόμαστε τη νίκη (την άμεση ανάληψη της εξουσίας), αφού το μάθημα του 20ού αιώνα είναι ότι η “νίκη” οδηγεί είτε στην παλινόρθωση (σε μια επιστροφή στη λογική της κρατικής εξουσίας) είτε σε έναν αβυσσαλέο κύκλο καταστρεπτικής αυτοκάθαρσης. Για τον λόγο αυτόν οφείλουμε να σκεφθούμε διαφορετικά».
- Δηλαδή τι πρέπει να σκεφτόμαστε;
«Αντί για “νίκη” (την κατάληψη της κρατικής εξουσίας), ας διατηρήσουμε απόσταση από την κρατική εξουσία, δημιουργώντας χώρους πέραν του κράτους. Στο κοινωνικό, ακόμη και στο προσωπικό πεδίο. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει υποταγή στον καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στη ριζοσπαστική-οραματική και στην πραγματιστική Αριστερά. Αυτό οφείλει να το προσέξει η τελευταία. “Αφαιρώντας” τον εαυτό της από την κρατική πολιτική, η ριζοσπαστική Αριστερά έτεινε να περιοριστεί στην προβολή αρχών (και ανεφάρμοστων οραματικών αιτημάτων), την ώρα που η πραγματιστική Αριστερά, συνάπτοντας συμμαχίες με τον Διάβολο, μετατράπηκε σε de facto θιασώτη και προπομπό του θατσερισμού. Πώς να πλεύσει κανείς διαμέσου αυτών των δύσκολων συμπληγάδων; Το μόνο πραγματικό ερώτημα σήμερα είναι: Αποδεχόμαστε την κυρίαρχη κανονικοποίηση του καπιταλισμού, ή μήπως η τρέχουσα, παγκοσμιοποιημένη, εκδοχή του ενέχει ανταγωνισμούς που κάνουν τη συστημική αναπαραγωγή του αδύνατη; Επισημαίνω τέσσερις κομβικές αντιφάσεις: την οικολογική, τη βιο-γενετική , την απόλυτη α-συνάφεια της αρχής της ατομικής ιδιοκτησίας (ιδιαίτερα σε ζητήματα “πνευματικής ιδιοκτησίας”), και τέλοςαλλά ιδιαιτέρως σημαντικά- τις νέες μορφές απαρτχάιντ, τα νέα τείχη, τον μαζικό κοινωνικό αποκλεισμό, τις νέες παραγκουπόλεις. Πρέπει να υπερβούμε την πολιτική που περιχαρακώνεται στα κοινοβουλευτικά παίγνια. Ο ίδιος ο καπιταλισμός έδειξε πως δεν είναι μόνο “όλα δυνατά” αλλά και ότι και “το αδύνατο συμβαίνει”. Η Αριστερά οφείλει να το λάβει υπόψη της. Και εμείς πρέπει να δράσουμε τώρα, γιατί οι επιπτώσεις της αδράνειας μπορεί να είναι καταστρεπτικές». - Σας ευχαριστώ θερμά. «Και εγώ σας ευχαριστώ».
Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου