ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΚΑΙ Η ΥΠΑΚΟΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΥΙΔ
Επισκόπου Θεοφίλου Καναβού
Μητροπολίτου Γόρτυνος και μεγαλουπόλεως
Είχε βάλει στο νου του ο Γέροντας να επανέλθει στα παλαιά, για να δει την υπακοή του. Ζητούσε ευκαιρία και τη βρήκε. Τον είχε στείλει στην Άρτα από τη Ναύπακτο μια φορά. Και εκείνος, όπως έκανε παλαιά, ξεκίνησε με τα πόδια και χωρίς παπούτσια. Είχε το σκοπό του. Περίμενε να πάρει τα παπούτσια του, όμως δεν τα πήρε. Μέρες περπατούσε για να πάει στην Άρτα, να κάνει τη δουλειά και να γυρίσει πίσω. Ξεκουραζόταν κάπου στην άκρη της πόλεως, όταν περνούσε από εκεί ένας άρχοντας Χριστιανός. Είδε το Μοναχό κουρασμένο και χωρίς παπούτσια και τον σπλαχνίστηκε. Πήγε στο σπίτι του και του έφερε ένα ζευγάρι παπούτσια. Τα πήρε, μάλλον για να τον ευχαριστήσει, και γύρισε στην Άρτα μ' αυτά.
- Τι παπούτσια είναι αυτά Δαβίδ; Ήθελε να δει αν έχει τίποτε από την παλαιά υπακοή του.
- Γέροντα, όπως καθόμουνα για να ξεκουραστώ, ένας καλός Χριστιανός με είδε κουρασμένο και με λυπήθηκε. Χωρίς να πάρω είδησι, τον είδα σε λίγο να μου φέρνει αυτά τα παπούτσια.
- Έτσι λοιπόν, ο καλός χριστιανός στον καλό Μοναχό. Πήγαινε τα λοιπόν τώρα πίσω και έλα όπως έφυγες από τη Ναύπακτο.
- Γέροντα συγχωρέστε με, να είναι ευλογημένο, αλλά γέροντα...
- Φύγε λοιπόν. Ακόμη είσαι στη Ναύπακτο;
Γύρισε έπειτα από ημερών πορεία. Δεν κάθησε πουθενά και χωρίς παπούτσια έκανε το «πάνε και έλα».
Από το βιβλίο ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Επισκόπου Θεοφίλου Καναβού
Μητροπολίτου Γόρτυνος και μεγαλουπόλεως
www.egolpion.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου