Ένα
χρόνο περίπου πριν από την κοίμησι του π. Νικολάου είχαν και οι δύο
στον ύπνο τους μία αποκάλυψι από τον Θεό. Ο π. Νικόλαος άκουσε μία
φωνή να του λέη ότι ταξίδευε σε μία μεγάλη ταραγμένη θάλασσα και τώρα
έφθανε σ' ενα γαλήνιο λιμάνι. Ο π. Αρσένιος άκουσε κι αυτός μία φωνή που
του έλεγε ότι πλησίαζε σε κάποια μεγάλη και όμορφη πολιτεία και ότι
τέλειωνε το ταξίδι του. Οι γέροντες εκμυστηρεύθηκαν την αποκάλυψί τους ο
ένας στον άλλο και συνειδητοποίησαν ότι ήταν εκ Θεού και ότι πλησίαζε η
ώρα του θανάτου τους. Αύξησαν τότε τις προσευχές και τα δάκρυά τους κι
άρχισαν να προετοιμάζωνται για την αποδημία τους.
Έξι
μήνες πριν από τον θάνατό του ο π. Νικόλαος έχασε την όρασί του, άλλα
με τους πνευματικούς του οφθαλμούς έβλεπε τέλεια και ο Κύριος του
αποκάλυψε τους αγίους που ζούσαν ακόμη στο Άγιον Όρος. Αυτό το
εξομολογήθηκε στον π. Αρσένιο γιατί πάντα φοβόταν την δαιμονική απάτη.
Εκείνος του είπε να είναι πολύ προσεκτικός, αλλά δεν του έδωσε εντολή
να εξακριβώση την προέλευσι των οραμάτων του. Του είπε μόνο να κλαίη
μπροστά στον Θεό και να ζητά άφεσι των αμαρτιών του. Ο π. Νικόλαος
προσβλήθηκε αργότερα κι από άλλες ασθένειες. Δεν μπορούσε πια να πηγαίνη
στην εκκλησία, αλλά έμενε συνήθως στο κρεββάτι του. Πίεζε πολύ τον
εαυτό του να το δεχθή αυτό, γιατί δεν ήθελε για κανένα λόγο να
πλαγιάζη. Όταν όμως ο γέροντάς του ήθελε να λειτουργήση το Σάββατο ή
την Κυριακή, ερχόταν στο κελλί του π. Νικολάου και του έλεγε: «Πάτερ
Νικόλαε, πρέπει να λειτουργήσω». Τότε εκείνος μ' ευχάριστη διάθεσι του
απαντούσε: «Λειτούργησε, πάτερ». Ο π. Αρσένιος έλεγε πάλι: «Πώς όμως να
λειτουργήσω, αφού εσύ είσαι άρρωστος κι εγώ δεν μπορώ να τελέσω το
μυστήριο μόνος μου;» Και τότε ο π. Νικόλαος απαντούσε: «Θα έλθω και θα
σε βοηθήσω». Σηκωνόταν τότε από το κρεββάτι του και πήγαινε. Διάβαζαν
την Θεία Μετάληψι και τελούσαν την Θεία Λειτουργία. Ο π. Νικόλαος
κοινωνούσε κι έπαιρνε ένα πρόσφορο, με το οποίο τρεφόταν σχεδόν όλη την
εβδομάδα. Δεν έτρωγε τίποτε άλλο. Έτσι έζησαν επί έξι ολόκληρους μήνες.
Κάθε εβδομάδα λειτουργούσαν μία φορά και μερικές φορές δύο, παρ' όλο
που ο αναγνώστης και ψάλτης ήταν άρρωστος και τυφλός. Ποτέ δεν
ματαιώθηκαν οι Λειτουργίες και ποτέ ο π. Νικόλαος δεν παρέλειψε να κάνη
το διακόνημά του.
Έτσι
τέλεσαν την Θεία Λειτουργία και το Σάββατο των Απόκρεω και ο π.
Νικόλαος κοινώνησε. Μετά την Λειτουργία πήγε στο κελλί του και ο π.
Αρσένιος στο δικό του. Ύστερ' από λίγο ο π. Νικόλαος ήλθε στο κελλί του
γέροντά του, έπεσε στα πόδια του κι άρχισε να του λέη: «Συγχώρα με,
άγιε γέροντα, που ήλθα τώρα, αλλά πρέπει να σου πω κάτι». Ο πνευματικός
του είπε: «Ο Θεός να σε συγχωρέση. Πες μου, τι είναι;» Άρχισε τότε ο π.
Νικόλαος, με δάκρυα στα μάτια, να του εκμυστηρεύεται τα ακόλουθα: «Άγιε
πάτερ, όταν γύρισα στο κελλί μου μετά την Λειτουργία και κάθησα στο
κρεββάτι μου, άνοιξαν ξαφνικά τα μάτια μου κι άρχισα να βλέπω καθαρά.
Άνοιξε η πόρτα του κελλιού μου κι όλο το κελλί γέμισε φως. Τότε μπήκαν
μέσα τρεις άνθρωποι· δύο νέοι που κρατούσαν λαμπάδες κι ανάμεσα τους
ένας άνδρας με ιερατικά άμφια, που έλαμπε μέσα σε μία ανέκφραστη δόξα,
ο οποίος με πλησίασε και μου είπε: "Ευλόγησον, πάτερ Νικόλαε". Εγώ
φοβήθηκα και δεν μίλησα. Εκείνος τότε μου είπε πάλι: "Γνωρίζεις ποιος
είμαι;" Τότε πήρα θάρρος και του απάντησα: "Ναι, πράγματι σε
ανεγνώρισα". Ρώτησε πάλι: "Και ποιος είμαι;" Απάντησα: "Είσαι ο π.
Ανίκητος, ο φίλος μας που πήγαμε μαζί στα Ιεροσόλυμα κι έχουν περάσει
τώρα τρία χρόνια από τότε που πέθανες". Τότε μου είπε: "Ναι, πάτερ
Νικόλαε, εγώ είμαι! Βλέπεις με τι δόξα μ' αντάμειψε ο Ουράνιος
Βασιλεύς, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός; Και σένα θα σ' ανταμείψη με
τέτοια δόξα. Σε τέσσερεις ημέρες θα ελευθερωθής απ’ όλες τις θλίψεις και
τις αρρώστειες σου. Ο Κύριος με έστειλε να σε παρηγορήσω". Μετά έφυγαν
ξαφνικά κι έμεινα μόνος. Τα μάτια μου ήταν πάλι κλειστά, αλλά η καρδιά
μου ήταν γεμάτη ανείπωτη χαρά».
Όταν
τ' άκουσε αυτά ο π. Αρσένιος του είπε: «Πρόσεχε να μην πειρασθής π.
Νικόλαε. Μη πιστεύης σ' αυτό το όραμα· μόνο να έχης την ελπίδα σου στον
Θεό και να εκλιπαρής το έλεός Του». Ο π. Νικόλαος είπε· «Άγιε πάτερ,
συγχώρα με. Ας γίνη για μένα ό,τι θέλει ο Θεός, όμως η καρδιά μου γέμισε
από ανέκφραστη χαρά. Σε ικετεύω, κάνε Λειτουργία κάθε μέρα κι εγώ θα
προετοιμάζωμαι να δεχθώ τα άγια Μυστήρια». Ο π. Αρσένιος απάντησε:
«Καλά, θα λειτουργώ, αλλά μόνο και μόνο για να κοινωνάς κάθε μέρα». Μετά
απ’ αυτό ο π. Νικόλαος γύρισε στο κελλί του.
Έγινε
Λειτουργία την Κυριακή, την Δευτέρα και την Τρίτη. Ο π. Νικόλαος
κοινώνησε, κι αυτό του έκανε καλό. Την Τετάρτη της Τυρινής διάβασαν μόνο
τις Ώρες, αλλά την Πέμπτη ο π. Αρσένιος ξαναλειτούργησε. Ο π. Νικόλαος
διάβαζε κι έψαλλε στην Λειτουργία και κοινώνησε πάλι. Μετά την
Λειτουργία ο γέροντάς του τού έδωσε ένα πρόσφορο κατά την συνήθεια που
είχαν, αλλά εκείνος δεν το πήρε. Μόνον είπε: «Πάτερ, έλα στο κελλί
μου». Ο π. Αρσένιος τον ακολούθησε. Ο π. Νικόλαος κάθησε στο κρεββάτι
του με την πλάτη στον τοίχο και το πρόσωπο του άρχισε να αλλοιώνεται και
να γίνεται κατακόκκινο. Ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό και φάνηκε
να βυθίζεται σε έκστασι. Μετά συνήλθε κι άρχισε να λέη: «Σ' ευχαριστώ,
άγιε πάτερ, που ανέχθηκες όλα μου τα παραπτώματα μέχρι τέλος και με
ωδή·γησες στην Ουράνια Βασιλεία». Ο π. Αρσένιος τον ρώτησε: «Πάτερ
Νικόλαε, τι βλέπεις;» Κι αυτός απάντησε: «Βλέπω πως έχουν έλθει άγγελοι
και πως έσχισαν το χειρόγραφο των αμαρτιών μου. Ήλθε η ώρα. Εύλόγησον,
πάτερ». Εκείνος απάντησε: «Ο Θεός να σ' ευλογή». «Με το χέρι σου
ευλόγησέ με», είπε ο π. Νικόλαος κι ο γέροντας τον ευλόγησε με το χέρι
του. Ο ετοιμοθάνατος πήρε το χέρι, το φίλησε και δίχως να τ' αφήση
σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και ψιθύρισε απαλά: «Κύριε, δέξου το
πνεύμα μου στα χέρια Σου»· και παρέδωσε το πνεύμα. Ο π. Αρσένιος άρχισε
να φωνάζη: «Πάτερ Νικόλαε, πάτερ Νικόλαε!» Αλλ' εκείνος είχε πια φύγει,
για να συναντήση τον Κύριό του, για τον οποίο τόσο αγωνίσθηκε από την
νεότητά του και τον οποίο υπηρέτησε με πίστι και αγάπη. Πράγματι, τίμιος
εναντίον Κυρίου ο θάνατος των όσιων Αυτού[1] .
Κοιμήθηκε
στις 6 Φεβρουαρίου 1841 την Πέμπτη της Τυρινής. Εκείνο τον καιρό εγώ
εκοινοβίαζα στο Ρωσικό μοναστήρι, κάπου είκοσι βέρστια[2] από το
ερημικό τους καλύβι. Μάθαμε τα νέα για τον θάνατό του το Σάββατο το
βράδυ και φθάσαμε εκεί την Κυριακή, δηλαδή την τέταρτη ημέρα. Πολλοί
αδελφοί Ρώσοι είχαν μαζευθή για την ταφή, όλοι πνευματικοπαίδια του π.
Αρσενίου. Όλοι τους ήταν έκπληκτοι, γιατί ο π. Νικόλαος κοιτόταν σαν να
ήταν ζωντανός. Το πρόσωπό του δεν είχε αλλάξει καθόλου και τα χέρια και
τα πόδια του είχαν την ελαστικότητα των ζωντανών μελών, αφού δεν είχαν
ξυλιάσει καθόλου. Όλο το σώμα του ήταν μαλακό και το στόμα του ανέδιδε
ένα ευχάριστο άρωμα σαν από θυμίαμα. Όλοι οι αδελφοί χάρηκαν και
δόξασαν τον Θεό. Τα πόδια του όμως ήταν πολύ πρησμένα από την πολλή
ορθοστασία. Την Κυριακή της Τυρινής τον θάψαμε και γύρισε ο καθένας στον
τόπο του.
Ο
π. Αρσένιος έμεινε τώρα μόνος με τον Θεό κι άρχισε κι αυτός να
προετοιμάζεται για την δική του μετάστασι. Πολλοί του ζητούσαν να
έλθουν να μαθητεύσουν και να μείνουν κοντά του, αλλ' εκείνος δεν δεχόταν
κανένα επί ένα ολόκληρο χρόνο. Μετά του απεκάλυψε ο Θεός ότι θα ζούσε
ακόμη λίγο καιρό σ' αυτόν τον κόσμο, για το καλό των αδελφών. Άρχισε
τότε να δέχεται όλους εκείνους που επιθυμούσαν να μείνουν μαζί του και
μέσα σε μικρό μόνο διάστημα πήρε κοντά του οκτώ αδελφούς. Έπρεπε λοιπόν
να εγκαταλείψουν αυτό το καλύβι, γιατί ήταν πολύ μικρό. Πήγαν λοιπόν
στην Λακκοσκήτη, που είναι αφιερωμένη στον μεγαλομάρτυρα Δημήτριο, στην
βαθειά έρημο. Πήραν το μεγαλύτερο κελλί και εγκαταστάθηκαν εκεί. Οι
πατέρες της σκήτης χάρηκαν πολύ, που ήλθε κοντά τους ένας τέτοιος
φωστήρας που θα μπορούσε να φωτίση όλους εκεί με την ζωή του. Οι Ρώσοι
ομως αδελφοί που ζούσαν στις Καρυές και στην Καψάλα λυπήθηκαν πάρα πολύ
που ο πατέρας και ποιμένας τους έφυγε μακρυά τους, κάπου μιάμισυ μέρα
δρόμο. Όσο κι αν ήταν όμως μακρύς και δύσβατος ο δρόμος δεν τον
εγκατέλειψαν, αλλά έμπαιναν στον κόπο και τον επισκέπτονταν στην νέα
του διαμονή. Εκείνος τους έλεγε να μην κοπιάζουν τόσο, αλλά να
κοιτάξουν να βρουν κάποιον πνευματικό πατέρα που να μένη κοντά τους.
Αυτοί απάντησαν: «Άγιε γέροντα, υπάρχουν πολλοί πνευματικοί πατέρες,
μα δεν μπορούμε να βρούμε κανένα πνευματικό που να μας αναπαύη».
Μερικοί
από τους υποτακτικούς του δεν μπορούσαν να προσαρμοσθούν στον τρόπο
ζωής και την ακτημοσύνη του κι έκαναν σχέδια να φύγουν. Άρχισαν λοιπόν
να ζητούν την ευλογία του, για να πάνε να βρουν ένα άλλο μέρος να
μείνουν. Εκείνος άρχισε τότε να τους επιτιμά και να τους λέη: «Τέκνα
μου, από τι έχετε δυσαρεστηθή; Με τι σας εβάρυνα; Αν νοιώθετε δυστυχείς
που έχουμε πολλή εργασία, τότε καθήστε ο καθένας στο κελλί του και
ησυχάζετε. Μόνο να μην παραμελήτε τον κανόνα σας και τις ακολουθίες στην
Εκκλησία. Να έχετε πάντοτε τον νου σας προσηλωμένο σε ευσεβείς σκέψεις
και στην αδειάλειπτη νοερά προσευχή. Αγωνισθήτε μ' όλη την δύναμι να
καθαρίσετε τον εσωτερικό άνθρωπο και μην αφήνετε τον λογισμό σας να
ενδίδη σε καμία δαιμονική ιδέα. Να κάνετε εξαγόρευσι όλων των λογισμών
σας και να μην τους κρύβετε, για να μην μπορέση να σας καταβάλη ο
διάβολος. Μήπως όμως δεν είστε ικανοποιημένοι με το φαγητό μας; Μη
στενοχωριέστε γι' αυτό. Ο Κύριος θα μας στείλη ό,τι έχουμε ανάγκη για
τροφή και ανάπαυσι. Γιατί αυτός είναι που είπε: Ζητείτε πρώτον την
Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα
προστεθήσεται υμίν[3].
Μερικοί
όμως από τους μαθητές του δεν δέχθηκαν αυτές τις οδηγίες του γέροντα
και του είπαν: «Ποιος μπορεί να υποφέρη την ακτημοσύνη σου; Ό,τι και να
μας στείλη ο Θεός εσύ θα το μοιράσης στους άλλους». Τότε ο γέροντας
είπε: «Όποιος θέλει να μείνη μαζί μου, ας ακολουθήση το παράδειγμά μου.
Όποιος δεν θέλει ν' ακολουθήση τον δικό μου τρόπο ζωής, ας πάη να ζήση
όπου θέλει, αλλά πάντως μέσα στο Άγιον Όρος. Δεν δίνω ευλογία να φύγη
κανείς σας από το Άγιον Όρος, εκτός αν αυτό είναι το ιδιαίτερο θέλημα
του Θεού για κάποιον από σας». Μετά απ’ αυτό πολλοί έφυγαν από κοντά
του και πήγαν σε διάφορα μοναστήρια και σκήτες, όπου υπέδειξε στον
καθένα. Όσο όμως κι αν απομακρύνθηκαν σωματικά, όλοι παρέμειναν
συνδεδεμένοι μαζί του εν πνεύματι και αγάπη.
Ο
π. Αρσένιος έζησε στην σκήτη τρία χρόνια και μετά για πολλές εύλογες
αιτίες αποφάσισε να φύγη από κει με όλους τους μαθητές του. Αγόρασαν το
κελλί της Αγίας Τριάδος κοντά στη Μονή Σταυρονικήτα κι άρχισαν να ζουν
εκεί. Όλοι οι Ρώσοι αδελφοί χάρηκαν, που γύρισε κοντά τους ο πατέρας και
ποιμένας και παρηγορητής τους στις θλίψεις, κι όλοι δόξασαν κι
ευχαρίστησαν τον Ύψιστο. Εκεί, σ' εκείνο το κελλί, έζησε μέχρι την
κοίμησί του.
Κατά
την διάρκεια της ζωής του ο π. Αρσένιος υπέστη πολλές διώξεις και
συκοφαντίες από φθονερούς και κακοπροαίρετους ανθρώπους που λίγο έλειψε
να καταφέρουν και να τον απελάσουν. Πράγματι, όπως λέει ο Απόστολος
Παύλος, πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται [4].
Κάποτε
ήλθε στο Άγιον Όρος κάποιος Ιερομόναχος Παλλάδιος από το μοναστήρι του
Σάρωφ της Ρωσίας. Αυτός εγκαταστάθηκε στη σκήτη του Προφήτη Ηλία και
πέθανε μετά από λίγο καιρό. Μετά τον θάνατό του οι Μικρορώσοι[5]
μοναχοί ανακάλυψαν μέσα στα πράγματά του ένα δερμάτινο κομποσχοίνι κι
ένα παραμάνδυ[6]. Τότε τους έπιασε υστερία και φώναζαν ότι όλοι οι
Μεγαλορώσοι μοναχοί ήταν σχισματικοί —επειδή τους μισούσαν από καιρό
και απλά ζητούσαν να τους διώξουν από το Άγιον Όρος. Οι Έλληνες και οι
Βούλγαροι μοναχοί έμειναν έκπληκτοι, γιατί αγαπούσαν τους Μεγαλορώσους
περισσότερο από τους Μικρορώσους κι αυτό το γεγονός τους κατέλαβε εξ
απρόοπτου. Οι Μικρορώσοι όμως έκαναν την δουλειά τους. Συκοφαντούσαν
τους Μεγαλορώσους και πιο πολύ απ’ όλους τον ποιμένα και πνευματικό
τους, τον π. Αρσένιο. Έστειλαν το παραμάνδυ και το δερμάτινο κομποσχοίνι
στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για να πεισθή κι έγραψαν ένα σωρό
συκοφαντικές κατηγορίες. Όταν τα έλαβε αυτά ο Πατριάρχης, εξεπλάγη κι
αυτός. Εξέτασε το θέμα στην ολομέλεια της Ιεράς Συνόδου και κατάλαβαν
όλοι ότι επρόκειτο περί συκοφαντίας, γιατί ήταν βέβαιοι ότι όλοι οι
μοναχοί που προέρχονταν από την Μεγάλη Ρωσία ήταν Ορθόδοξοι. Ο
Πατριάρχης πάντως ειδοποίησε τον πνευματικό, τον π. Αρσένιο, να
παρουσιασθή μπροστά του αυτοπροσώπως. Εκείνη την εποχή αυτός ζούσε ακόμη
στην έρημο με τον π. Νικόλαο. Ξεκίνησαν λοιπόν κι οι δύο για την
Κωνσταντινούπολι.
Πήγαν
με τα πόδια, γιατί δεν είχαν αρκετά χρήματα να πληρώσουν το εισιτήριο
του πλοίου. Η Κωνσταντινούπολις απέχει από το Άγιον Όρος χίλια βέρστια.
Όταν έφθασαν εκεί, παρουσιάσθηκαν μπροστά στον Πατριάρχη. Εκείνος τους
ρώτησε για όλα και, επειδή κατάλαβε ότι επρόκειτο περί συκοφαντίας,
λυπήθηκε πολύ για ό,τι συνέβη. Μετά τους έδειξε το παραμάνδυ και το
κομποσχοίνι και τους ρώτησε: «Κι αυτά εδώ τι είναι;» Ο π. Αρσένιος
απάντησε ότι ο π. Παλλάδιος είχε έλθει από το κοινόβιο του Σάρωφ κι ότι
εκεί συνήθιζαν να χρησιμοποιούν αυτά τα αντικείμενα όταν έκαναν τον
ατομικό τους κανόνα. Ο Πατριάρχης είπε· «Έχω ακούσει για το Μοναστήρι
του Σάρωφ. Ο κόσμος επαινεί με τα καλύτερα λόγια την ζωή και το τυπικό
του». Μετά ρώτησε: «Πώς ήλθατε εδώ, από την στεριά ή από την θάλασσα;»
Εκείνοι απάντησαν: «Με τα πόδια ήλθαμε, Παναγιώτατε!» Τότε ο Πατριάρχης
είπε με δάκρυα: «Αχ πατέρες, σε τι κόπο σας έβαλα! Γιατί δεν ήλθατε με
το πλοίο;» Απάντησαν: «Δεν είχαμε να πληρώσουμε το εισιτήριο». Ο
Πατριάρχης τότε τους έδωσε χρήματα και τους διέταξε να επιστρέψουν με το
πλοίο. Έγραψε επίσης μία επιστολή στην Κοινότητα του Αγίου Όρους, στην
οποία έλεγε να μην ενοχλούν πια τέτοιους καλούς πατέρες και να μη
δέχωνται καμμία συκοφαντία εις βάρος τους. Ακόμη ότι όποιος τολμήση να
τους ξανασυκοφαντήση να αφορίζεται και να φεύγη από τ' Άγιον Όρος. Έτσι
λοιπόν οι πατέρες μας επέστρεψαν πίσω και τα στόματα των συκοφαντών
έκλεισαν.
Ο
π. Αρσένιος προσέφερε πολλά με την πνευματική του καθοδήγησι στη ζωή
του Αγίου Όρους. Οι Ρώσοι έμπαιναν στο Ρωσικό μοναστήρι του αγίου
Παντελεήμονος, μόνο αν έπαιρναν την ευλογία του. Σε πολλούς έδωσε την
εντολή να μείνουν και να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους στο Άγιον
Όρος, έστω και παρά την θέλησί τους, και πολλούς έστειλε έξω από το Όρος
σε διαφόρους τόπους. Εγώ ο αμαρτωλός ήμουν ένας απ’ τους τελευταίους.
Μ' έστειλε πίσω στη Ρωσία, στη γη της Σιβηρίας.
Έχω
ακούσει θαυμαστές ιστορίες για τον γέροντα Αρσένιο. Το 1839 ο μοναχός
Ιωάσαφ από το ρωσικό κελλί Κορένεβυ ήταν άρρωστος. Μία νύχτα
χειροτέρεψε πολύ κι επειδή είδε ότι πλησίαζε το τέλος, ήθελε να δη τον
πνευματικό του για να εξομολογηθή. Εκείνη τη νύχτα έμεναν κάποιοι
επισκέπτες στο κελλί και δύο απ’ αυτούς προθυμοποιήθηκαν να πάνε μ' ένα
φανάρι να ειδοποιήσουν τον γέροντα, που έμενε σε μίαν απόστασι πάνω
από πέντε βέρστια. Όταν ήλθαν στον π. Αρσένιο του είπαν ότι ο Ιωάσαφ
πεθαίνει και ήθελε να τον ιδή. Του ζήτησαν να πάη μαζί τους για πιο
γρήγορα, αφού αυτοί είχαν φανάρι κι έξω ήταν σκοτάδι κι έβρεχε. Αυτός
τους είπε: «Ναι, γρήγορα, πεθαίνει. Πηγαίνετε γρήγορα εσείς μπροστά κι
εγώ θα ετοιμασθώ τώρα και θα σας προλάβω με το δικό μου φανάρι».
Εκείνοι του είπαν να τον περιμένουν να πάνε όλοι μαζί και να βιασθούν,
αλλ' αυτός τους έστειλε πρώτους και είπε ότι θα τους προλάβαινε στον
δρόμο. Έφυγαν λοιπόν γρήγορα συζητώντας και λυπόνταν, που θα έκανε
μόνος του αυτή την διαδρομή μέσα στο δάσος, ενώ έβρεχε. Φοβόνταν επίσης
ότι ο άρρωστος θα πέθαινε πριν τον προλάβη ο π. Αρσένιος. Όταν έφθασαν
στο κελλί, τους περίμενε ο μοναχός Φίλιππος. Τους είπε ότι ο π. Ιωάσαφ
είχε ήδη πεθάνει και τους ρώτησε: «Γιατί αργήσατε τόσο πολύ να 'ρθήτε;»
Αυτοί απάντησαν: «Περπατούσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, γιατί
βιαζόμασταν να φθάσουμε, πριν πεθάνη». Ο π. Φίλιππος τότε τους είπε:
«Γιατί προσπαθείτε να δικαιολογηθήτε; Μήπως σταματήσατε πουθενά για
καμμία επίσκεψι; Ο πνευματικός ήλθε εδώ και μισή ώρα. Πρόλαβε και τον
εξωμολόγησε, τον κοινώνησε και του διάβασε την ευχή εις φυχορραγούντας. Ο
π. Ιωάσαφ πέθανε μόλις τώρα». Όταν τ' άκουσαν αυτά εξεπλάγησαν, γιατί
δεν είχε περάσει περισσότερο από μία ώρα από τότε που έφυγαν από το
κελλί του π. Αρσενίου. Μπήκαν λοιπόν μέσα, έβαλαν μετάνοια και τον
ρώτησαν: «Άγιε πάτερ, πώς έφθασες τόσο γρήγορα; Δεν σε είδαμε. Πότε μας
προσπέρασες;» Αυτός τους απάντησε: «Δεν μπορούσα να αργοπορήσω και να
μην προλάβω να έλθω στην ώρα μου· έτσι έκοψα δρόμο από ένα μονοπάτι που
δεν το ξέρετε εσείς». Αυτοί δεν είπαν τίποτε, αν και ήξεραν ότι δεν
υπήρχε άλλος δρόμος. Αναρωτήθηκαν μήπως ήλθε με τον ίδιο τρόπο με τον
προφήτη Αββακούμ, όταν εκείνος έφερε φαγητό στον προφήτη Δανιήλ από την
Παλαιστίνη στην Βαβυλώνα, στο πηγάδι που τον είχαν ρίξει. Κι άλλη μία
φορά ο π. Αρσένιος εμφανίσθηκε κατά παρόμοιο τρόπο σε δύο μοναχούς στην
Καψάλα.
Το
1845 συνέβη επίσης ένα περιστατικό που δεν μπορεί παρά να οφείλεται σε
θαύμα. Στις 4 Ιουλίου αποφάσισε να πάη στην πανήγυρι του αγίου Αθανασίου
του Αθωνίτου στη Μεγίστη Λαύρα. Αφού λειτούργησε εκείνη την ημέρα,
ξεκίνησε παίρνοντας τον δρόμο που πάει γύρω από τον Άθωνα κι έφθασε
στην Λαύρα για την ολονυχτία του αγίου Αθανασίου. Η διαδρομή από το
κελλί του μέχρι την Μονή του Αγίου Παύλου διήρκεσε οκτώ ώρες με τα
πόδια και από του Αγίου Παύλου μέχρι την Λαύρα είναι πενήντα βέρστια.
Όλη την αγρυπνία, που κράτησε δεκαέξι ώρες, την παρακολούθησε όρθιος και
μετά δεν πήγε στην τράπεζα, άλλα πήρε λίγο ψωμί και ξεκίνησε για τον
γυρισμό. Το βραδάκι έφθασε στο κελλί του από άλλο δρόμο μέσα σε οκτώ
ώρες. Όλοι θαυμάσαμε, γιατί αυτή η απόστασις είναι για νέους ανθρώπους
τριών ημερών ταξίδι, ενώ αυτός, γέρος εβδομήντα χρονών και μάλιστα
άρρωστος με ποδάγρα, έκανε όλο αυτό το ταξίδι σε μιάμιση μέρα, αφού
πρώτα παρακολούθησε όρθιος όλη την αγρυπνία. Αργότερα τον ρώτησα:
«Πάτερ πώς μπόρεσες να πας και να 'ρθης τόσο γρήγορα, αφού σ' όλη την
διαδρομή τα μονοπάτια φιδογυρίζουν πάνω στα βουνά κι είναι γεμάτα
κοφτερές πέτρες;» Εκείνος μού απάντησε: «Ανακαινισθήσεται ως αετού η
νεότης μου [7], όχι κατά την φύσι, αλλά με την βοήθεια του Θεού».
Το
1837 ήλθε στο Άγιον Όρος ένας νεαρός από την Μεγάλη Ρωσία που τον
έλεγαν Ματθαίο. Εκάρη μοναχός και ωνομάσθηκε Μωϋσής. Αργότερα θέλησε να
πάη στα Ιεροσόλυμα και ο π. Αρσένιος, που ήταν πνευματικός του, του
έδωσε ευλογία. Αφού έμεινε λίγο καιρό στην Ιερουσαλήμ, πήγε στην Αίγυπτο
και στο όρος Σινά. Συνολικά ταξίδευε τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό
έμαθε Ελληνικά, Τουρκικά και Αραβικά. Μα και όταν γύρισε στο Άγιον
Όρος, εξ αιτίας της αρνητικής επίδρασης που έχουν οι περιπλανήσεις στην
σταθερότητα της μοναχικής ζωής, δεν μπορούσε να μεί·νη ήσυχα σ' εναν
τόπο. Αφού έμεινε για λίγο στο Άγιον Όρος, ήθελε ν' αρχίση πάλι τα
ταξίδια και να πάη στα Ιεροσόλυμα. Ο π. Αρσένιος τον συμβούλευε να μην
πάη, αλλ' εκείνος τον εκλιπαρούσε θερμά να του δώση την ευλογία του.
Βλέποντας ο πνευματικός ότι ο Μωϋσής ήταν αποφασισμένος, του έδωσε
ευλογία, άλλα με τον όρο να επιστρέψη γρήγορα στο Όρος μετά το Πάσχα.
Όταν όμως ο Μωϋσής πήγε στα Ιεροσόλυμα δεν γύρισε πίσω, αλλά πήγε πάλι
στο Σινά κι από κει στην Αίγυπτο και μετά στην Ρώμη. Το ταξίδι αυτό
διήρκεσε και πάλι τρία χρόνια. Από την Ρώμη επέστρεψε στην επικράτεια
της Τουρκίας (που τότε εκτείνονταν και στην σημερινή Γιουγκοσλαβία).
Στην Βοσνία τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και του έκαναν έρευνα. Επειδή
βρήκαν επάνω του πολλές συστατικές επιστολές, που απευθύνονταν σε
διάφορα πρόσωπα, τον πήραν για κατάσκοπο και τον κατεδίκασαν σε θάνατο
με αποκεφαλισμό. Εκείνος ζήτησε έναν Χριστιανό ιερέα, εξωμολογήθηκε τις
αμαρτίες του, κοινώνησε κι ετοιμάσθηκε να πεθάνη. Την ήμερα της
εκτελέσεώς του τον πήγαν στον πασά, για να του διαβάση την
καταδικαστική απόφασι. Καθώς στεκόταν μπροστά στον πασά, μπήκε ξαφνικά
ένας αγγελιαφόρος από την Κωνσταντινούπολι. Όταν αντελήφθη τι συνέβαινε
ρώτησε: «Πάτερ Μωϋσή, γιατί είσαι συ εδώ;» Ο Μωϋσής από την μια έτρεμε
κι από την άλλη χάρηκε πολύ, μα δεν μπορούσε να μιλήση. Τότε ο πασάς
ρώτησε τον αγγελιοφόρο: «Μήπως τον γνωρίζης τούτον εδώ;» Κι εκείνος
είπε: «Πώς είναι δυνατόν να μην τον ξέρω; Αυτός είναι ο Μωϋσής ο
Αγιορείτης κι έχει έλθει πολλές φορές στο σπίτι μου στην Αίγυπτο». Ο
πασάς κούνησε το κεφάλι του και είπε: «Καί 'μεις νομίζαμε ότι ήταν
κατάσκοπος κι ετοιμαζόμασταν να τον εκτελέσουμε». Τότε είπαν στον
Μωϋσή: «Τράβα τώρα γρήγορα στο Άγιον Όρος και να πάψης να περιδιαβαίνης,
γιατί μπορεί να σε σκοτώσουν». Αφού πήρε λοιπόν τα χαρτιά του, γύρισε
όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο Άγιον Όρος και πήγε να μείνη στη Μονή
Σταυρονικήτα. Ο π. Αρσένιος του είπε: «Τώρα να μείνης εδώ μέχρι τον
θάνατό σου και να μην σκεφτής να ξαναφύγης». Το περιστατικό αυτό συνέβη
το 1845.
Εκείνο
τον χρόνο ο π. Αρσένιος μου έδωσε εντολή να γυρίσω πίσω στην Ρωσία,
αλλά μου έδωσε ταυτόχρονα και την ευλογία του να επισκεφθώ πρώτα τους
Αγίους Τόπους. Έτσι ξεκίνησα το Σεπτέμβριο για τα Ιεροσόλυμα. Μετά από
την αναχώρησί μου ήλθε στο Άγιον Όρος ο Αγιορείτης μοναχός Ιγνάτιος, που
είχε πάει στην Ρωσία για να μαζέψη χρήματα για τα Ιεροσόλυμα, και πήγε
να μείνη στη Μονή Σταυρονικήτα. Προσπάθησε να πείση τον π. Μωϋσή να πάη
κι αυτός μαζί του στα Ιεροσόλυμα σαν διερμηνέας, γιατί μιλούσε διάφορες
γλώσσες. Εκείνος συμφώνησε και πήγε πάλι στον π. Αρσένιο για ευλογία.
Αυτός όμως του είπε: «Πάτερ Μωϋσή, σου έχω πει ότι το Άγιον Όρος είναι ο
τάφος σου. Μη σκέφτεσαι να φύγης και να πας πουθενά. Δεν είναι θέλημα
Θεού και δεν σου δίνω την ευλογία μου. Κι αν θέλησης να με παρακούσης
και να αντιταχθής στο θέλημά Του και να φύγης, γνώριζε πως δεν θα
μπόρεσης να το κάνης. Ο Ιγνάτιος θα φύγη μόνος του». Ο Μωϋσής γύρισε στο
μοναστήρι και είπε στον Ιγνάτιο ότι ο πνευματικός του δεν του δίνει
ευλογία. Ο Ιγνάτιος τότε του είπε: « Τι κάθεσαι και τον ακούς τον
ψευδοπροφήτη; Άφησέ τον να λέη ό,τι θέλει. Πάμε και μη φοβάσαι». Ο
Μωϋσής συμφώνησε κι άρχισε να ετοιμάζεται για το ταξίδι.
Μερικοί
αδελφοί είπαν στον π. Αρσένιο ότι ο Μωϋσής σχεδίαζε να φύγη πάλι για τα
Ιεροσόλυμα με τον Ιγνάτιο, αλλά αυτός τους είπε: «Μη φοβάστε, δεν θα
πάη». Μετά από λίγο του είπαν πάλι ότι ο Ιγνάτιος είχε ναυλώσει ένα
καΐκι κι ήταν έτοιμος να φύγη με τον Μωϋσή. Ο π. Αρσένιος τους είπε
πάλι: «Ο Ιγνάτιος θα φύγη με τους άλλους, αλλά ο Μωϋσής θα μείνη εδώ...»
Ήλθαν πάλι και του είπαν ότι το καΐκι ήταν ήδη στην προβλήτα κι ότι
φόρτωναν τις προμήθειες και τα ρούχα· το πρωί θα επιβιβάζονταν και θ'
αναχωρούσαν. Αυτός όμως τους απάντησε: «Όλοι θα μπουν στο πλοίο και θα
φύγουν, αλλά ο Μωϋσής θα μείνη στο Όρος. Πού μπορεί να πάη ο Μωϋσής, αν
δεν το θέλη ο Θεός;» Πολλοί δεν συμφωνούσαν και του έλεγαν ότι ο Μωϋσής
θα φύγη. Εκείνος όμως επέμενε: «Θα δούμε το πρωΐ πώς θα πηδήση στο
καΐκι».
Εν
τω μεταξύ ο Ιγνάτιος και ο Μωϋσής τα ετοίμασαν όλα, ώστε να μπορέσουν
ν' αναχωρήσουν με το πρώτο φως της αυγής και ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Το
πρωΐ που σηκώθηκαν όλοι, πήγαν στο κελλί του Μωϋσή για να τον ξυπνήσουν,
αλλ' αυτός δεν απαντούσε. Άρχισαν να χτυπούν την πόρτα, αλλά καμμία
απάντησις. Έσπασαν τότε την πόρτα και μπήκαν στο κελλί. Ο Μωϋσής ήταν
ξαπλωμένος στη μέση του κελλιού με το στόμα του γεμάτο αφρούς. Νόμισαν
ότι είχε πεθάνει, αλλά κύτταξαν καλύτερα και είδαν ότι ήταν ακόμη
ζωντανός. Μόνο έβλεπε, αλλά δεν μπορούσε να μιλήση ή να κουνήση τα μέλη
του, γιατί είχε παραλύσει εντελώς.
Ο
Ιγνάτιος έφυγε για το ταξίδι μόνος του κι οι αδελφοί πήγαν στον π.
Αρσένιο να του πουν τι είχε συμβή στον π. Μωϋσή. Εκείνος, όταν άκουσε τι
συνέβη έκλαψε πικρά και είπε: «Να, πατέρες, αυτά κάνει η παρακοή και η
αντίθεσις στο θέλημα του Θεού». Οι αδελφοί τον παρεκάλεσαν να επισκεφθή
τον άρρωστο κι αυτός πήγε. Μόλις τον είδε ο Μωϋσής έβαλε τα κλάματα. Οι
πατέρες άρχισαν να τον παρακαλούν με δάκρυα να προσευχηθή για τον
ασθενή. Εκείνος τους είπε: «Θα ζήση και θα μιλήση, αλλά όχι σαν πρώτα.
Θα μπορέση να περπατά κάπως και να δουλεύη με τα χέρια του σαν και
πρώτα, αλλά μόνο αν υποσχεθή ότι δεν θα ξαναφύγη πια από το Όρος». Μετά
τον ευλόγησε και ξαναγύρισε στο κελλί του. Η κατάστασις του Μωϋσή
βελτιώθηκε γρήγορα· κατά το βραδάκι άρχισε να μιλά λίγο, το πρόσωπο του
επανέκτησε την κανονική του όψι κι άρχισε σιγά-σιγά να κουνά τα χέρια
και τα πόδια του. Μόλις συνήλθε κάπως έστειλε να φωνάξουν τον πνευματικό
του κι όταν εκείνος ήλθε, ο Μωϋσής έπεσε στα πόδια του και ζητούσε με
δάκρυα συγχώρησι. Ο π. Αρσένιος τον συγχώρησε, αλλά και τον επετίμησε μ'
αυτά τα λόγια: «Στο μέλλον να μην αντιταχθής ξανά στο θέλημα του Θεού.
Η υγεία σου θ' αποκατασταθή, αλλά όχι σαν πρώτα. Θα μπορής να δουλεύης,
μα δεν θα μπορής να ταξιδέψης πουθενά». Πράγματι ο Μωϋσής έγινε καλά,
όχι όμως εντελώς. Μιλούσε πολύ αργά και δεν μπορούσε να ελέγξη εντελώς
το ένα του πόδι· τα χέρια του όμως ήταν όπως και πρώτα. Όταν γύρισα εγώ
από τα Ιεροσόλυμα, τον είδα ο ίδιος και μίλησα μαζί του πολλές φορές.
Ζούσε ακόμη, όταν έφυγα από το Άγιον Όρος.
Στις
αρχές του 1846 ο γέροντας Αρσένιος πλησίαζε πια στο τέλος. Εκείνη την
εποχή εγώ βρισκόμουν στα Ιεροσόλυμα. Τα πνευματικοπαίδια του, οι
παραδελφοί μου δηλαδή, μου είπαν αργότερα ότι εκείνος το είχε
προαισθανθή. Κατά τις τελευταίες μέρες πριν την αναχώρησί μου, μού
υπενθύμισε πολλές φορές ότι ήταν οι τελευταίες μας συναντήσεις σ' αυτόν
τον κόσμο. Κάποτε που έσκαβε στον κήπο τον ρώτησα: «Πάτερ, γιατί
δουλεύεις τόσο σκληρά; Γιατί δεν λες στους μαθητές σου να σκάψουν
εκείνοι;» Κι αυτός απάντησε:
«Δεν
θα σκάβω για πολύ ακόμη· οι μαθητές μου θα σκάβουν πια χωρίς εμένα».
Αργότερα η κατάστασις των ποδιών του χειροτέρεψε και δεν μπορούσε να
δούλεψη ή να περπατήση. Παρ' όλα αυτά λειτουργούσε τέσσερις φορές την
εβδομάδα· Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο, αλλά με μεγάλη
δυσκολία. Όταν έβγαινε από το ιερό για την είσοδο, τον κρατούσαν οι
μαθητές του. Το Σάββατο της πέμπτης εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής
μόλις και μετά βίας κατάφερε να λειτουργήση.
Εκείνη
την ημέρα, 23 Μαρτίου, έστειλαν μήνυμα σ' όλο το Άγιον Όρος, σ' όλα τα
πνευματικοπαίδια του, ότι ο γέροντας ήταν πολύ άρρωστος και έπρεπε να
έλθουν όλοι να πάρουν την ευχή του. Την Κυριακή 24 Μαρτίου όλοι οι
μαθητές του ξεκίνησαν νωρίς. Από το Ρωσικό ήλθε ο ιερομόναχος και
μεγαλόσχημος πνευματικός Ιερώνυμος, από την Σκήτη του Προφήτη Ηλία ο
ηγούμενος ιερομόναχος Παΐσιος (Βελιτσκόφσκι) και πολλοί άλλοι. Ένα
πνευματικοπαίδι του γέροντα, ο πατήρ Παύλος που ήταν κουτσός, πήγε κοντά
του κι άρχισε να τον ρωτά: «Άγιε πάτερ, θέλεις πράγματι να φύγης και να
μας εγκατάλειψης;» Ο γέροντας απάντησε: «Ναι, ήλθε η ώρα, πρέπει κι
εγώ να πληρώσω το χρέος μου». Ο π. Παύλος ξαναρώτησε: «Πάτερ, φοβάσαι
την ώρα αυτή του θανάτου; Μήπως τρέμεις και φοβάσαι να δώσης λογαριασμό
στον Δίκαιο Κριτή; Ήσουν πνευματικός πάνω από τριάντα χρόνια». Αυτός
τον κοίταξε τότε χαρούμενος και του είπε: «Δεν έχω φόβο ή τρόμο, νοιώθω
μόνο μία χαρά να πλημμυρίζη την καρδιά μου κι ελπίζω ακράδαντα στον
Κύριο και Θεό μας, τον Ιησού Χριστό, ότι δεν θα μου στερήση το έλεός
Του, αν και δεν έκανα κανένα καλό· γιατί δεν μπορώ να καυχηθώ παρά μόνον
για την αδυναμία μου. Τίποτα δεν έκανα σύμφωνα με το θέλημά μου. Όλα τα
έκα·να με την βοήθεια του Θεού και σύμφωνα με το θέλημά Του». Μετά
κάλεσε όλα τα πνευματικά τέκνα του κοντά του, ένα-ένα ξεχωριστά, τους
συγχώρησε και τους έδωσε άφεσι, τους ευλόγησε και τους έδωσε οδηγίες
πού να πάνε, για να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους. Αυτό το έκανε
σχεδόν μέχρι και το τελευταίο λεπτό της ζωής του. Κατόπιν, ενώ ήταν
ξαπλωμένος σ' ένα μεγάλο μπαλκόνι, τους είπε να φύγουν, και όλοι
κατέβηκαν κάτω. Άρχισε να προσεύχεται, αλλά δεν μπορούσαν ν' ακούσουν τι
έλεγε. Σήκωσε τρεις φορές τα χέρια του προς τον ουρανό· την τρίτη φορά
τα άφησε να πέσουν κι έμεινε ακίνητος. Όταν πλησίασαν, είδαν ότι είχε
κοιμηθή και είχε παραδώσει το πνεύμα του στα χέρια του Κυρίου του, τον
Οποίο είχε αγαπήσει από την νεότητά του και για χάρι του Οποίου είχε
αφανίσει την σάρκα του μέχρι το τέλος του. Πράγματι τίμιος εναντίον
Κυρίου ο θάνατος των όσιων Αυτού[8].
Όταν
οι πατέρες είδαν ότι ο γέροντας ήταν πια νεκρός, ώρμησαν επάνω του, τον
αγκάλιασαν και πότισαν το καταταλαιπωρημένο σώμα του με δάκρυα οδύνης,
γιατί έχασαν τον πατέρα και ποιμένα, τον οδηγό, τον διδάσκαλο και
παρηγορητή τους. Πολλοί έκλαιγαν. Κατόπιν άρχισαν να τον ετοιμάζουν για
την ταφή. Όταν τον έγδυσαν και είδαν τα πόδια του, αντίκρυσαν ένα
τρομερό θέαμα. Από τα γόνατα και κάτω δεν υπήρχαν παρά σχεδόν μόνο
κόκκαλα· το δέρμα ήταν σάπιο από την πολλή ορθοστασία και τις πληγές
τόσων χρόνων. Όλοι τότε απόρησαν πώς μπορούσε να στέκεται και να
περπατά τόσο γρήγορα. Οι υποτακτικοί του που έμεναν μαζί του δεν
ήξεραν τίποτε για την κατάστασι των ποδιών του κι αυτός δεν τους είχε
κάνει ποτέ λόγο. Ήταν πάντοτε όρθιος και πετούσε σαν πουλί σ' όλο το
Άγιον Όρος. Επί πλέον δεν ανέδιδε ποτέ καμμία δυσάρεστη οσμή. Τον έθαψαν
δίπλα στο άγιο Βήμα, στο εκκλησάκι του κελλιού του, της Αγίας
Τριάδος, που ανήκει στη Μονή Σταυρονικήτα, στις 25 Μαρτίου 1846.
Έτσι
το Άγιον Όρος έχασε ένα φωτεινό στύλο, μία λαμπάδα που καίγονταν για
τον Χριστό. Επί εικοσιτέσσερα χρόνια στήριξε και φώτιζε όλη την ρωσική
αδελφότητα του Αγίου Όρους και όχι μόνον αυτήν, αλλά και τους Έλληνες,
τους Βουλγάρους και τους Μολδαβούς (Ρουμάνους). Οι Έλληνες έλεγαν: «Ο
Αρσένιος είναι μεγάλος γέροντας». Για να περιγράψη κανείς όλους τους
αγώνες, τις αρετές και τα περιστατικά της ζωής του, θα χρειαζόταν να
γράψη τόμους ολόκληρους. Είναι όμως αρκετό να πούμε απλά ότι εκεί στο
Άγιον Όρος έζησε ο γέροντας Αρσένιος, που έδειξε στους μαθητές του τον
δρόμο της Ζωής, διδάσκοντας τους όχι με λόγια, αλλά με το παράδειγμά
του.
Ο
π. Αρσένιος ήταν μετρίου αναστήματος, τα γένια του δεν ήταν πολύ μακριά
και είχαν γκρίζες τούφες. Το κεφάλι του έγερνε πάντα λίγο προς τα
δεξιά. Το πρόσωπό του ήταν διάφανο και φωτεινό, τα μάτια του ήταν πάντα
γεμάτα δάκρυα. Ήταν πολύ λεπτός και είχε κατακόκκινη όψι. Όταν μάλιστα
λειτουργούσε, όλοι θαύμαζαν, που το πρόσωπο του ήταν τόσο φλογερό. Τα
λόγια του ήταν γλυκά, ακριβή και πάντοτε αλάτι ηρτημένα[9]· με λίγες
μόνο λέξεις μπορούσε να προκαλέση δάκρυα στον συνομιλητή του. Ήταν πολύ
καταρτισμένος στην Αγία Γραφή και στα έργα των αγίων Πατέρων συνήθιζε
να αναφέρη διάφορα χωρία απ’ αυτά, κάτι που προκαλούσε τον θαυμασμό των
μορφωμένων. Οι υποτακτικοί του ποτέ δεν τον είδαν να κοιμάται ή να
κείτεται στο πλευρό· πάντα τον έβλεπαν όρθιο και καμμιά φορά καθιστό.
Κοιμόταν ελάχιστα, κι αυτό συνέβαινε όταν καθόταν, ώστε δύσκολα το
παρατηρούσε κανείς. Ήταν πάντοτε απασχολημένος στην προσευχή, την
μελέτη και το εργόχειρο του. Όντως δεν έδιδε ύπνο στους οφθαλμούς του
ούτε νυσταγμό στα βλέφαρά του[10] ούτε ανάπαυσι στο σώμα του.
Η
διδασκαλία και οι οδηγίες του π. Αρσενίου συμφωνούσαν απόλυτα με το
πνεύμα των παλαιών πατέρων. Δίδασκε τους πάντες να ζουν σύμφωνα με το
θέλημα του Θεού, σύμφωνα με τις συμβουλές των γερόντων κι όχι σύμφωνα με
την δική τους αντίληψι και επιθυμία. Η γραμμή του ήταν δυσβάσταχτη για
μερικούς, επειδή παρακινούσε όλους με αυστηρότητα να κάνουν το κάθε τι
σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, όπως ακριβώς αγωνιζόταν και ο ίδιος να
κάνη. Τον καιρό που πέθανε δεν υπήρχε ανάμεσα στους Ρώσους του Όρους
κανένας άλλος γέροντας σαν κι αυτόν, εκτός κι αν ήλθε κανείς άλλος
αργότερα. Υπήρχαν βέβαια πολλοί ασκητές, ήταν όμως πιο απλοί και δεν
είχαν αποκτήσει τέτοια διάκρισι σαν την δική του. Σε τρία χρόνια, όπως
είναι η συνήθεια στο Άγιον Όρος, έκαναν την εκταφή του. Τα οστά του ήταν
κίτρινα σαν κερί και ευωδίαζαν.
[1] Ψαλμ. ριε’ 6
[2] Ρωσική μονάδα μετρήσεως ίση προς 1.067 μ.
[3] Ματθ. Ϛ’33
[4] Β’ Τιμοθ. γ’ 12
[5] ουκρανικής καταγωγής κάτοικοι της Καρπαθο-Ρωσίας
[6] μικρός μανδύας: διακριτικό σταυροφόρου (μικρόσχημου) μοναχού κατά το ρωσικό τυπικό
[7] Ψαλμ. ρβ' 5
[8] Ψαλμ. Πιε' 6
[9] ΜατΘ. Θ΄ 50
[10]Πρβλ. Ψαλμ. ρλα΄ 4
[1] Ψαλμ. ριε’ 6
[2] Ρωσική μονάδα μετρήσεως ίση προς 1.067 μ.
[3] Ματθ. Ϛ’33
[4] Β’ Τιμοθ. γ’ 12
[5] ουκρανικής καταγωγής κάτοικοι της Καρπαθο-Ρωσίας
[6] μικρός μανδύας: διακριτικό σταυροφόρου (μικρόσχημου) μοναχού κατά το ρωσικό τυπικό
[7] Ψαλμ. ρβ' 5
[8] Ψαλμ. Πιε' 6
[9] ΜατΘ. Θ΄ 50
[10]Πρβλ. Ψαλμ. ρλα΄ 4
www.impantokratoros.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου