Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
ζ) Σχέσεις με τον κόσμο
Τό Μοναστήρι, όπως το περιγράφει ο Μ. Βασίλειος, είναι μιά κοινότητα που σαφώς βρίσκεται σε χώρο έξω από την κοινωνία και απαρτίζεται από μοναχούς που προηγουμένως έκαναν αποταγή όλων των υλικών αναγκών, ακόμη και των συγγενικών σχέσεων και εντάσσονται σε μιά αδελφότητα, οπότε αποκτούν μιά άλλη πνευματική οικογένεια. Όμως, αν και οι μοναχοί ευρίσκονται έξω από την κοινωνία, είναι υποχρεωμένοι μερικές φορές να έχουν μιά επικοινωνία με την ανθρώπινη κοινωνία. Ακριβώς για τον λόγο αυτό ο Μ. Βασίλειος καθορίζει και τον τρόπο με τον οποίο οι μοναχοί θα έρχονται σε επικοινωνία με τον κόσμο.
Κατ’ αρχάς ο Μ. Βασίλειος τονίζει ότι ο μοναχός πρέπει να αποφεύγη κάθε δημόσια εμφάνιση, γιατί με τέτοιες εμφανίσεις γίνονται διαχύσεις της καρδίας. “Πάσαν προέλευσιν παραιτού, όσον εστίν εν σοί, φεύγων τάς της καρδίας σου διαχύσεις”. Μάλιστα στο κείμενο αυτό συνδέει την έξοδο από το Μοναστήρι και την συναναστροφή με τον κόσμο, ωσάν μιά συναναστροφή με την πόρνη γυναίκα: “Απέλιπες την εγκράτειαν, ενέκυψας τώ κόσμω, συνέτυχες πόρνη γυναικί”. Ο μοναχός με την συναναστροφή στον κόσμο θέλγεται από τα όσα διαθέτει ο κόσμος, όπως κάποιος που συναντάται με την πόρνη γυναίκα και έτσι αφήνει την εγκράτεια, που πρέπει να εξασκή και ελκύεται προς την ζωή του κόσμου. Αλλά και αν μπορέση με την βοήθεια του Θεού να ξεφύγη τα δίκτυα του κόσμου, θα επιστρέψη στο Μοναστήρι άρρωστος και θα χρειασθή πολύ χρονικό διάστημα για να επανέλθη στην προηγούμενη κατάσταση: “Ει δέ πού και βοηθούμενος υπό του Θεού διαδράναι δυνηθής τα τοιαύτης δίκτυα, επανήκες μέν τή κέλλη, αλλ’ ουχ ο αυτός, πάρετος δέ τις και νενοσηκώς και προς άπαν έργον των αρετών δυσάρεστος, πολλώ δέ χρόνω επανελθείν εις την οικείαν έξιν δυνάμενος”. Ακριβώς για τον λόγο αυτό ο Μ. Βασίλειος συνιστά στούς μοναχούς: “Πρόοδος δέ, πλήν των τεταγμένων και αναγκαίων εξόδων, από ασκητηρίου ουκ έστιν”.
Βεβαίως, όταν υπάρχει ανάγκη για το Μοναστήρι, ο μοναχός εξέρχεται από το Μοναστήρι του. Αλλά και τότε ο μοναχός πρέπει να το κάνη “περιτεθωρακισμένος τον φόβον του Θεού”, μέσα στο χέρι του να έχει βάλει την αγάπη του Χριστού και να αντιμετωπίζη την προσβολή των ηδονών με την εγκράτεια. Καί όταν εκτελέση το έργο του να επανέρχεται χωρίς χρονοτριβή στο Μοναστήρι “ώσπερ τις άκακος περιστερά”, όπως το περιστέρι επέστρεψε στην Κιβωτό του Νώε φέροντας στο στόμα του τα ελέη του Θεού. Μέ τον τρόπον αυτό πείθει τούς εσωτερικούς λογισμούς “άβατον είναι την επί παντός ετέρου τόπου σωτηριώδη ανάπαυσιν”. Ο μοναχός πρέπει να αισθάνεται ότι ο μοναδικός τόπος αναπαύσεως και σωτηρίας είναι ο χώρος της Ιεράς Μονής του.
Όμως, όχι μόνον δεν πρέπει να αναχωρή στον κόσμο, αλλά και πρέπει να φροντίζη να μή εισαγάγη τον κόσμο, δηλαδή το κοσμικό φρόνημα, στην Ιερά Μονή. Ο μοναχός, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, πρέπει να αποφεύγη τις συναναστροφές με τούς συνομηλίκους, ιδιαίτερα αν είναι νέος στην ηλικία και το φρόνημα: “Νέος ών είτε την σάρκα είτε το φρόνημα, φεύγε την συνδιαγωγήν των ομηλίκων και αποδίδρασκε απ’ αυτών ως από φλογός”. Καί εξηγεί ότι πολλές φορές ο διάβολος με την δήθεν πνευματική αγάπη οδήγησε πολλούς στην αμαρτία και τελικά στην αιώνια κόλαση. Καί είναι φοβερό να διασωθή κανείς από το πέλαγος και από τούς ανέμους και τα κύματα και να καταστραφή στο λιμάνι, ενώ τελούσε σε αμεριμνησία. Γενικά πρέπει να αποφεύγη όσο είναι ακόμη νέος την συναναστροφή με νέους στις συζητήσεις, την ψαλμωδία, το κελλί, τις οικίες ακόμη και με το πρόσχημα “μελέτης θείων λογίων ή ετέρας οποιασούν και αναγκαιοτάτης χρείας”. Αντίθετα, ο μοναχός πρέπει να συναναστρέφεται δυσπροσίτους Γέροντες που έχουν την δυνατότητα να του δώσουν γηραλέο φρόνημα και να τον βοηθήσουν να διανύη τον υψηλό δρόμο της μοναχικής ζωής: “Πρόστρεχε γέρουσι δυσεντεύκτοις, οίτινες λόγοις μέν παροιμιών αλείφουσι τούς νέους προς τάς εναρέτους πράξεις, βλάπτουσι δέ προσώπω ουδαμώς”.
Ο μοναχισμός είναι μία πορεία προς την θέωση και πρέπει να εξασκήται με σοβαρό τρόπο και με υψηλό λόγο. Η μοναχική ζωή είναι άνοδος σε υψηλότερα επίπεδα πνευματικής ζωής, και, βεβαίως, όταν συναναστρέφεται ο μοναχός με τον κόσμο είναι ενδεχόμενον να παρασύρεται σε χαμηλότερα μέτρα και επίπεδα πνευματικής ζωής, τα οποία για μέν τούς ανθρώπους είναι φυσικά, αλλά για τούς μοναχούς συνιστούν πτώση.
η) Γυναικείος Μοναχισμός
Είδαμε προηγουμένως ότι οι μοναχοί καλούνται στρατιώτες Ιησού Χριστού. Αλλά το ίδιο λέγεται και για τις μοναχές. Λέγει ο Μ. Βασίλειος: “Στρατεύεται γάρ και το θήλυ παρά Χριστώ”. Γράφει ότι οι γυναίκες δεν αποδοκιμάζονται “διά την του σώματος ασθένειαν”, αλλά λόγω της ψυχικής ανδρείας που τις διακρίνει, καταλέγονται και αυτές “εις στρατείαν” και έτσι “πολλαί γυναίκες ηρίστευσαν ανδρών ουκ έλαττον”. Μερικές δέ από τις γυναίκες απεδείχθησαν ανώτερες από τούς άνδρες. “Εισί δέ αί και μειζόνως ευδοκίμησαν”. Μερικές από τις γυναίκες ανήκουν στον χορό των παρθένων, άλλες έδωσαν την ομολογία της πίστεως και άλλες υπέστησαν το μαρτύριο. Άλλωστε και οι γυναίκες ακολουθούσαν τον Χριστό διότι “δι’ αμφοτέρων (των φύλων) η λειτουργία του Σωτήρος επετελείτο”.
Όταν ο Μ. Βασίλειος αναλύει διεξοδικώς ποιός είναι ο σκοπός του μοναχισμού και ποιά πρέπει να είναι η ζωή τόσο του Ηγουμένου, όσο και των μοναχών μέσα στο Κοινόβιο σημειώνει ότι το ίδιο ισχύει και για τις μοναχές. Μάλιστα δέ υπογραμμίζει ότι “εν πάσι γάρ τούτοις μετά πλείονος σπουδής ο των παρθένων οφείλει κατορθούσθαι βίος”. Δηλαδή, ο βίος των μοναχών απαιτεί σε μεγαλύτερο βαθμό την ευσχημοσύνη, την ακτημοσύνη, την ησυχία, την υπακοή, την φιλαδελφία, την αυστηρότητα στις εξόδους από την Ιερά Μονή, την προσοχή στις συναντήσεις, την μεταξύ τους αγάπη και την αποφυγή της ιδιαίτερης φιλίας.
Τήν Ηγουμένη στα Γυναικεία Μοναστήρια ο Μ. Βασίλειος την χαρακτηρίζει με τρία ονόματα, ήτοι “η πεπιστευμένη την ευταξίαν”, “η διδάσκαλος”, “η προκαθηγουμένη”. Η Γερόντισσα πρέπει να είναι σοβαρή και σεβαστή, να μήν επιδιώκη το ευχάριστο ούτε την εύνοιά τους, αλλά να εμπνέη το δέος. Νά φροντίζη για όλες τις υλικές ανάγκες, ήτοι να απαγορεύη την νηστεία και να συμβουλεύη για την λήψη τροφής. Σέ όλα αυτά “το παρ’ εκείνης λεγόμενον νόμος εστίν”. Γενικά η Ηγουμένη πρέπει να αναγνωρίζη ότι θα δώση λόγο στον Θεό, για όλα τα σφάλματα που γίνονται στην κοινότητα. “Ειδέναι γάρ αυτήν χρή ότι των παρά το δέον εν τώ κοινώ πλημμελουμένων εκείνη επί Θεού τον λόγον υφέξει”.
Κάθε μοναχή πρέπει να αποδέχεται όλες τις εντολές της Ηγουμένης ως εντολές του Θεού. Καί μάλιστα αυτές τις εντολές πρέπει να τις επιτελή “μή εκ λύπης ή εξ ανάγκης, ίνα γένηται αυτή έμμισθος η υπακοή”. Κάθε δέ αδελφή πρέπει να ζητή από την Ηγουμένη όχι το ευχάριστο, αλλά το επωφελές και χρήσιμο. Ούτε, βέβαια, πρέπει να σχολιάζη τις εντολές της Ηγουμένης, γιατί μιά τέτοια συνήθεια “μελέτη και ακολουθία της αναρχίας γίνεται”.
Εάν παρίσταται ανάγκη να γίνη κάποια συζήτηση με άνδρα ή με επιμελητή, τότε αυτήν την συζήτηση πρέπει να την κάνη η Ηγουμένη “συμπαρούσης αυτή μιάς ή δευτέρας εκ των αδελφών”, οι οποίες λόγω βίου και ηλικίας δεν θα έχουν κάποιο πρόβλημα. Καί εάν κάποια άλλη μοναχή έχει κάτι χρήσιμο να πή, τότε να το αναφέρη στην Ηγουμένη και εκείνη θα πή ό,τι είναι ανάγκη, και έτσι “δι’ εκείνης λαληθήσεται ό δεί λαληθήναι”.
Φαίνεται λοιπόν, ότι στον γυναικείο μοναχισμό όχι μόνον δεν γίνονται πιό ελεύθερα τα πράγματα, αλλά τίθενται αυστηρότεροι κανόνες για να διασφαλίζεται και η τάξη, αλλά και να εξυπηρετήται ο σκοπός της παρθενίας.
θ) “Όροι κατά πλάτος”, “όροι κατ’ επιτομήν”
Μελετήσαμε προηγουμένως τα κείμενα του Μ. Βασιλείου “ασκητική προδιατύπωσις”, τούς τρείς “ασκητικούς του λόγους” και τον λόγο “περί ασκήσεως” και είδαμε την διδασκαλία του περί του μοναχισμού. Βεβαίως υπάρχουν και οι “όροι κατά πλάτος” και οι “όροι κατ’ επιτομήν”, οι οποίοι κινούνται στην ίδια προοπτική. Γιά να μή μακρύνη αυτή η ανάλυση, απλώς θα ήθελα να παραθέσω εδώ μερικά σημεία από τα προοίμια από τούς “όρους κατά πλάτος” και τούς “όρους κατ’ επιτομήν”, στα οποία φαίνεται η ησυχαστική αντίληψη του Μ. Βασιλείου περί του μοναχισμού.
Ο σκοπός του μοναχού πρέπει να είναι η επιμέλεια της ψυχής, η επιμέλεια και διόρθωση της ματαιότητος του παρόντος βίου και η αναζήτηση των μελλόντων αγαθών: “αψώμεθά ποτε της φροντίδος των ψυχών ημών' λυπηθώμεν επί τή ματαιώσει του προλαβόντος βίου, αγωνισώμεθα υπέρ των μελλόντων εις δόξαν του Θεού και του Χριστού αυτού και του προσκυνητού και αγίου Πνεύματος” Ο χρόνος της παρούσης ζωής είναι χρόνος και καιρός μετανοίας, ενώ ο άλλος αιώνας είναι αιώνας της παρακλήσεως. Αυτό σημαίνει ότι ο μοναχός είναι ο άνθρωπος εκείνος που ζή μέσα στο πνεύμα της μετανοίας και όχι της ανθρωπίνης παρακλήσεως. “Ούτος ο αιών της μετανοίας, εκείνος της ανταποδόσεως' ούτος της υπομονής, εκείνος της παρακλήσεως”.
Τό σημαντικό είναι ότι ο Μ. Βασίλειος διαγράφει και την μέθοδο την οποία πρέπει να μετέλθη ο μοναχός για την σωτηρία του και αυτή είναι η ορθόδοξη ησυχία. Αυτό σημαίνει σαφώς ότι ο μοναχός ζή έξω από την κοινωνία, απηλλαγμένος από τούς θορύβους και τις κοσμικές μέριμνες. “Καιρός δέ επιτηδειότατος ημίν ο παρών και τόπος ούτος ησυχίαν παρέχων και σχολήν πάσαν από των έξωθεν θορύβων, συνευξώμεθα αλλήλοις...”. Σαφώς από τα γραφόμενα αυτά φαίνεται ότι πρόκειται περί κοινότητος, η οποία βρίσκεται κεχωρισμένη από τον κόσμο.
Ο μοναχός, κατά τον Μ. Βασίλειο, είναι εκείνος που εξέλεξε τον ήσυχο και απερίσπαστο βίο, ώστε στην συνέχεια να τηρήση πλήρως τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή του ζωή. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Μεγάλου αυτού Πατρός της Εκκλησίας που δείχνει και τον σκοπό και τον τρόπο της μοναχικής ζωής: “...φέρε δή οι της ευσεβείας αγωνισταί, οι τον ησύχιον και απράγμονα βίον ως συνεργόν της φυλακής των ευαγγελικών δογμάτων τιμήσαντες, κοινήν φροντίδα και βουλήν προθώμεθα, όπως αν μηδέν ημάς διαφύγη των εντεταλμένων”. Δηλαδή, η πλήρης και τέλεια τήρηση των εντολών του Θεού, και μάλιστα όχι από τον φόβο της κολάσεως, ούτε από το κέρδος του μισθού, αλλά από χαρά για τον Θεό που έδωκε τον νόμο και από αίσθηση υιοθεσίας, απαιτεί ησυχία και απράγμονα βίο. Μόνον διά της νοεράς, αλλά και σωματικής, ησυχίας μπορεί κανείς να τηρήση επακριβώς τις εντολές του Θεού. Γι’ αυτό και ο μοναχός είναι εκείνος που ζή ευαγγελικώς, και έτσι καθαρίζει την καρδιά του από τα πάθη. “Ει γάρ δεί τέλειον είναι τον του Θεού άνθρωπον,... ανάγκη πάσα διά πάσης εντολής καθαρισθήναι εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού”. Επομένως η τήρηση των εντολών του Θεού καθαρίζει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην τελείωση, την θέωση, αλλά και η δυνατότητα τηρήσεως των εντολών συνεπάγεται ήσυχον και απράγμονα βίο.
Ο μοναχός κατά τον Μ. Βασίλειο είναι εκείνος που ξεφεύγει από τον συνήθη βίο και αγωνίζεται για την βίωση της ακριβείας του Ευαγγελίου. Ερωτά: “Ουκ ανακαλεσόμεθα εαυτούς από του κατά συνηθείαν βίου προς την ακρίβειαν του Ευαγγελίου;”.
Τό ίδιο πνεύμα συναντούμε και στο προοίμιο των “όρων κατ’ επιτομήν” του Μ. Βασιλείου. Έχει συνείδηση ο θείος Πατήρ ότι έχει λάβει από τον Θεό την διακονία του λόγου και αισθάνεται υποχρεωμένος να καθοδηγήση τούς μοναχούς προς τον καταρτισμό των ψυχών τους. Γράφει: “Διόπερ ανάγκη ημάς μέν, τούς την διακονίαν του λόγου πεπιστευμένους, εν παντί καιρώ προθύμους είναι προς τον καταρτισμόν των ψυχών...”.
Αυτή η καθοδήγηση γίνεται άλλοτε με το κήρυγμα ενώπιον όλης της Εκκλησίας και άλλοτε με το να επιτρέπη τούς άλλους να ερωτούν: “τα τε προς υγείαν της πίστεως και αλήθειαν της κατά το Ευαγγέλιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πολιτείας”. Όμως οι μοναχοί δεν πρέπει απλώς να ερωτούν, αλλά να μήν αφήνουν τίποτε άκαρπο: “υμάς δέ μηδέν άκαρπον παριέναι...” και βεβαίως “πάσαν σχολήν του βίου προς το χρήσιμον διατίθεσθαι”.
Άν αυτό πρέπει να κάνουν όλοι οι Χριστιανοί, πολύ περισσότερο πρέπει να συμβαίνη με τούς μοναχούς, γιατί αυτός είναι ο σκοπός της μοναχικής ζωής. Γιά την τήρηση των εντολών του Θεού και την κατάρτιση των ψυχών τούς συγκέντρωσε στα Μοναστήρια ο Θεός και σε αυτό βοηθά η πολλή ησυχία και η απαλλαγή από τούς θορύβους: “...εις τούτο συνήγαγεν ημάς ο Θεός, και ησυχία πολλή από των έξωθεν θορύβων εστίν...”. Ο μοναχός πρέπει να εδιαφέρεται, ώστε μέρα και νύκτα να μελετά τον νόμο του Κυρίου. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: “μήτε προς ετέραν τινά εργασίαν τρεπώμεθα μήτε ύπνω πάλιν παραδώμεν τα σώματα, αλλ’ εν τή μερίμνη και εξετάσει των αναγκαίων το λειπόμενον μέρος της νυκτός διενέγκωμεν πληρούντες το ειρημένον υπό του μακαρίου Δαβίδ, ότι "εν νόμω Κυρίου μελετήσει ημέρας και νυκτός"”.
Η έρευνα σε όλα τα ασκητικά συγγράμματα του Μ. Βασιλείου αποδεικνύει ότι ο θείος Πατέρας καθ’ όλην την διάρκεια της ζωής του ησχολείτο με μοναχικά θέματα. Άλλα από τα ασκητικά συγγράμματά του εγράφησαν κατά τον χρόνο που ήταν μοναχός στον Πόντο, άλλα στον καιρό που ήταν Πρεσβύτερος και άλλα όταν είχε γίνει Επίσκοπος. Τό γεγονός είναι ότι ο Μ. Βασίλειος διοργάνωσε τον μοναχικό βίο της Καππαδοκίας και όρισε τον σκοπό της μοναχικής πολιτείας που είναι η πορεία προς την θέωση, διά της τηρήσεως των εντολών του Θεού, διά των οποίων επιτυγχάνεται η κάθαρση του ανθρώπου. Σέ αυτό βοηθά πολύ η ησυχαστική μέθοδος με όλη την σημασία της, ως ησυχία σωματική, ησυχία αισθήσεων και ησυχία νοός. Καί μάλιστα όταν η ησυχία συνδέεται με την προσευχή τότε αναπτύσσεται η μεγάλη αγάπη προς τον Θεό και μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα της αγάπης ο μοναχός γεμίζει από τα χαρίσματα και τις δωρεές του Θεού.
ι) Συμπεράσματα
Από όσα παρατέθησαν προηγουμένως από την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου περί του μοναχισμού φαίνεται καθαρά ότι ο Μ. Βασίλειος δεν ευνοεί καθόλου έναν μοναχισμό κοινωνικό, το να διαμένουν οι μοναχοί και οι μοναχές μέσα στον κόσμο, να συμφύρονται με αυτόν, χάρη μιάς κοινωνικής προσφοράς και ενός ιεραποστολικού έργου. Τά Μοναστήρια, κατά τον Μ. Βασίλειο, είναι οργανωμένες κοινότητες, που ζούν πλησίον της κοινωνίας, όχι όμως μέσα στην κοινωνία. Ο Μ. Βασίλειος εκείνο που έκανε είναι ότι διοργάνωσε τούς ερημίτες μοναχούς σε έναν κοινοβιακό τρόπο ζωής και πολιτείας.
Από την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου περί του ορθοδόξου μοναχισμού εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Φωστήρ της Καισαρείας υποστηρίζει έναν ησυχαστικό μοναχισμό με νήψη και προσευχή, με την ιερά ησυχία και την υπακοή. Από τα ασκητικά του κείμενα αποπνέει ένα άρωμα πνευματικής υγείας και νηπτικής ζωής. Ο μοναχός ενδιαφέρεται για την σωτηρία του, για την ένωσή του με τον Θεό, την κάθαρση από τα πάθη, και την απόκτηση της νοεράς προσευχής. Ο μοναχισμός του Μ. Βασιλείου δεν είναι μοναχισμός κοινωνικός, όπως εννοείται σήμερα η κοινωνικότητα, ούτε ιεραποστολικός, όπως εκλαμβάνεται σήμερα η Ιεραποστολή. Ορθόδοξος μοναχός κατά τον Μ. Βασίλειο είναι υπέρβαση της ανθρωπίνης φύσεως, είναι μιά ασώματη και αγγελική πολιτεία: “Λογίζεσθαι δέ εκείνο μάλιστα χρή, ότι, διαβάς τα μέτρα της ανθρωπίνης φύσεως, προς την ασώματον πολιτείαν εαυτόν μετέστησεν ο τον των αγγέλων βίον ελόμενος”. Μάλιστα χαρακτηριστικό γνώρισμα των αγγέλων είναι η απαλλαγή από την κοινωνία του γάμου και το να μή μετεωρίζεται προς άλλο κάλλος, “αλλ’ εις το θείον πρόσωπον διηνεκώς ατενίζειν”. Αυτό που κάνουν οι άγγελοι, αυτό πρέπει να κάνουν και οι μοναχοί. Πρέπει να ζούν αγγελικό βίο και να ατενίζουν διαρκώς το πρόσωπο του Θεού.
Αυτά διδάσκει ο Μ. Βασίλειος, ο Καθηγητής του ορθοδόξου μοναχικού ησυχαστικού βίου. Καί μή νομίζη κανείς ότι δεν πρέπει να βλέπουμε τον σύγχρονο μοναχισμό μέσα από τα βιβλία των αγίων Πατέρων, ωσάν αυτό να είναι ένδειξη ελλείψεως πείρας μοναχισμού. Αντίθετα μάλιστα σε περιόδους κατά τις οποίες υπάρχει εκκοσμίκευση του μοναχισμού και επομένως αγνοείται και ο βαθύς σκοπός της μοναχικής πολιτείας και αλλοιώνεται η αληθινή έκφραση του μοναχισμού, τότε πρέπει να μελετούμε τα άγια συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, ιδίως του Μ. Βασιλείου, ώστε να εντοπίζουμε τις ασθένειες του μοναχισμού και να τις θεραπεύουμε.
Τελικά πρέπει να υπογραμμισθή ότι ο Ορθόδοξος μοναχισμός είναι ησυχαστικός-νηπτικός, εμπνέεται από την ιερά ησυχία, όπως την ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Μεγάλη ευθύνη για την αλλοίωση του ορθοδόξου μοναχισμού στις ημέρες μας έχουν οι Ηγούμενοι, όσοι από αυτούς είναι πνευματικώς και εκκλησιαστικώς άρρωστοι, άπειροι στα πνευματικά ζητήματα και έτσι μεταδίδουν την δική τους πνευματική ασθένεια και στούς μοναχούς, τούς οποίους αντί να τούς οδηγούν στην Βασιλεία του Θεού, τούς περικλείουν μέσα στις αρρωστημένες επιδιώξεις τους, στην δική τους βασιλεία!
Πρέπει να βλέπουμε το ύψος της αγγελικής αυτής πολιτείας και με ταπείνωση να διορθώνουμε όλες τις ελλείψεις. Τελικά αυτό είναι ευθύνη και έργο του Επισκόπου. Γιατί ο σύγχρονος κόσμος δεν έχει ανάγκη από κοινωνικά έργα και ακτιβιστικές προσπάθειες, αλλά από την διατήρηση της αληθινής θεραπευτικής μεθόδου διά της οποίας θα φθάση ο άνθρωπος στο αρχέτυπο κάλλος, στην εμπειρία της δόξης του Θεού, που καθίσταται δόξα και του ιδίου του ανθρώπου.
www.parembasis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου