Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
δ) Η κατά Χριστόν άσκηση
Ο όρος μοναχική ζωή είναι ταυτόσημος με τον όρο ασκητική ζωή, γιατί ο μοναχός ασκείται στην κατά Χριστόν ζωή για να φθάση στην θέωση, τηρώντας τις εντολές του Χριστού.
Ο Χριστός έκανε λόγο για τεθλιμμένη οδό που οδηγεί στην ζωή, γι’ αυτό και ο Μ. Βασίλειος γράφει: “Αν ούτως άρξη, ούτω δε και τελέσης, την τεθλιμμένην οδεύσας οδόν εν τω βραχεί σου χρόνω της ασκήσεως”. Ο χρόνος της ασκήσεως της παρούσης ζωής είναι βραχύς εν σχέσει με την αιωνιότητα, γι’ αυτό και ο μοναχός πρέπει να οδεύση αυτήν την τεθλιμμένη οδό, τηρώντας όλους τους κανόνας της πορείας αυτής για να μην εκτραπή από την οδό.
Στην πραγματικότητα η άσκηση συνίσταται στο να τηρή ο άνθρωπος τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή του ζωή, παρά την αντίδραση του παλαιού ανθρώπου με τα πάθη και τις επιθυμίες. Η πεπτωκυία ζωή έγινε τρόπος ζωής του ανθρώπου, οπότε χρειάζεται μια αναγέννηση. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι πρέπει ο ασκητής να γνωρίζη ότι δεν μπορεί να αποφύγη την πάλη με τον διάβολο, ούτε μπορεί να τον νικήση “άνευ πόνων πολλών των επί φυλακή των ευαγγελικών δογμάτων”.
Η άσκηση συνίσταται σε σωματική και ψυχική. Η σωματική άσκηση συνδέεται με την καθαρότητα των αισθήσεων, την κακοπάθεια του σώματος, την εγκράτεια στην τροφή, την προσοχή στην ενδυμασία, την συμμόρφωση όλου του τρόπου ζωής. Ο μοναχός δεν πρέπει να στηρίζεται στην ευγενική του καταγωγή, ούτε να επιδιώκη την τιμή από τους ανθρώπους. Να παραιτήται από τις δημόσιες εμφανίσεις. Η ψυχική άσκηση είναι η μετάνοια, η αυτομεμψία, η αίσθηση της αναξιότητος.
Η άσκηση συνδέεται στενά με την θεραπεία των παθών και την απόκτηση των αρετών. Πράγματι, όταν ο ασκητής τηρή το θέλημα του Θεού, τότε περικόπτονται τα πάθη, των οποίων μητέρα είναι η φιλαυτία, και γεμίζει από τις δωρεές του Παναγίου Πνεύματος. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι ο μοναχός πρέπει να προσέχη το πάθος της γαστριμαργίας, διότι από εκεί προέρχονται οι σαρκικές επαναστάσεις καί, βέβαια, να προκόπτη στις αρετές. “Πρόκοπτε ταις αρεταίς, ίνα εγγύς γένη των αγγέλων”.
Ο Μ. Βασίλειος σαφώς γνωρίζει ότι όλοι όσοι ζουν στο Μοναστήρι δεν σώζονται: “Μη πάντας λογίζου σώζεσθαι τους εν τη κέλλη, φαύλους τε και χρηστούς”. Δεν σώζονται όλοι γιατί πολλοί προσέρχονται στον ενάρετο βίο, “ολίγοι δε τον ζυγόν αυτού καταδέχονται”. Το ευαγγέλιο συνιστά την βία στην οποία πρέπει να ασκήται κανείς για να πορευθή προς την σωτηρία. Με την βία εννοείται η καταπόνηση του σώματος. “Ει τοίνυν βούλει αρπάσαι την βασιλείαν του Θεού, γενού βιαστής· υπόζευξόν σου τον αυχένα τω ζυγώ της δουλείας του Χριστού”. Πρέπει να σφίγγη ο ασκητής τον ζυγό γύρω από τον τράχηλο με την υπακοή και να τον ελευθερώνη με τον κόπο των αρετών, ήτοι την νηστεία, τις αγρυπνίες, την υποταγή, την ησυχία, τις ψαλμωδίες, τις προσευχές, τα δάκρυα, την χειρωνακτική εργασία, την υπομονή των θλίψεων που προέρχονται από τους δαίμονας και τους ανθρώπους.
Γενικά, ο ασκητής πρέπει να αγωνίζεται να τηρή τις εντολές του Θεού και έτσι με τον δικό του αγώνα και την βοήθεια της θείας Χάριτος να μεταμορφώνεται από δόξης σε δόξα, να αποβάλλη τον παλαιό άνθρωπο και να ενδύεται τον νέον άνθρωπο. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: “Έχε παρεμπόρευμα πολιτείας αρίστης, ίνα εύρης πλούτον απόκρυφον εν ημέρα ανάγκης”.
ε) Νηπτική - ησυχαστική ζωή
Ο ορθόδοξος μοναχισμός στην βάση του είναι νηπτικός - ησυχαστικός, διότι δίδεται δια του τρόπου αυτού η δυνατότητα στον μοναχό να ησυχάζη και να νήπτη, οπότε έτσι καθαρίζει τον εσωτερικό εαυτό του, δηλαδή την καρδιά του. Η νήψη και η προσευχή είναι το άπαν στην μοναχική ζωή και πολιτεία.
Ο μοναχός οφείλει “νήφειν και τηρείν την καρδίαν από λογισμών πονηρών”. Δεν εννοεί τους λογισμούς που παραμένουν στην λογική, αλλά τους λογισμούς που κατεβαίνουν στην καρδιά. Οι λογισμοί, δηλαδή, δεν πρέπει να εισέρχωνται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, στην οποία πρέπει να γίνεται η προσευχή. Ο μοναχός όχι μόνον πρέπει να τηρή την καρδιά του από τους πονηρούς λογισμούς, αλλά να ανακρίνη τον εαυτό του “περί των λογισμών των καθημερινών και πράξεων”. Ταυτόχρονα ο μοναχός οφείλει να τηρή την καρδία του με την μελέτη καλών διδασκαλιών, δηλαδή να έχη καλούς λογισμούς. Η νήψη προεκτείνεται ακόμη σε όλες τις ενέργειες του σώματος και των αισθήσεων οράσεως, ακοής, λόγου κλπ. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: “χρειωδώς όρα, χρειωδώς άκουε, χρειωδώς λάλει, χρειωδώς αποκρίνου”.
Η νήψη συνδέεται στενά με την προσευχή. Το “αδιαλείπτως προσεύχεσθαι” πρέπει να είναι εντρύφημα του μοναχού. Ο Μ. Βασίλειος δίνει μεγάλη σημασία στην κοινή προσευχή, στην οποία πρέπει να συμμετέχη μέχρι το τέλος, θεωρώντας ζημιά την αποχώρηση από αυτήν. Η κοινή προσευχή όμως πρέπει να συνδεθή με την προσευχή στο κελλί μέρα και νύκτα. “Εγχρόνιζε τη κέλλη ουκ ημέρας ουδέ μήνας, αλλά πολλών ετών περιόδους ανυμνών σου τον Δεσπότην εν νυκτί και εν ημέρα, μιμούμενος τα χερουβίμ”.
Η νηπτική - ησυχαστική ζωή του μοναχού εκδηλώνεται σε ποικίλες πράξεις και ενέργειες. Ο μοναχός πρέπει να βρίσκεται πάντοτε σε ετοιμότητα να μη δεχθή πειρασμική περιπλάνηση και απωλέσει τον σκοπό της μοναχικής πολιτείας, που είναι η εσωτερική καθαρότητα και η ένωση με τον Θεό. Ο Μ. Βασίλειος γράφει ότι στην μοναχική ζωή απαγορεύεται “λόγος ανωφελής και ο δια της προς αλλήλους ομιλίας μετεωρισμός άκαιρος”, διότι πρέπει ο νούς να αδολεσχή πάντοτε με τον Θεό. Όχι μόνον πρέπει ο μοναχός να προσέχη εξωτερικά, αλλά πρέπει να αποκόπτη κάθε λογισμό που επαναστατεί εναντίον της πίστεως του Χριστού και μάλιστα πρέπει να πολεμά τον ασεβή και πονηρό λογισμό με τον λόγο της ευσεβείας. Επειδή οι μεθοδείες του διαβόλου είναι ποικίλες γι’ αυτό τον λόγο ο μοναχός πρέπει να προσέχη ώστε να αποκόπτη αμέσως όλες τις μεθοδείες αυτές από την καρδιά του, γιατί διαφορετικά εκπίπτει από την ζωή του Χριστού. “Ει μην εν τάχει επεγνωκώς διαβολικήν είναι την μεθοδείαν εκκόψεις εκ της σής καρδίας, έκπτωσίν σοι της εν Χριστώ πολιτείας κατασκευάζουσιν”. Και βέβαια γνωρίζουμε τί νήψη και ετοιμότητα απαιτείται ώστε ο μοναχός να αντιληφθή αμέσως την μεθοδεία του διαβόλου στην καρδιά. Αυτό σημαίνει ότι η καρδιά πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση: “Πάσαν προέλευσιν παραιτού (νά παρατήσαι από κάθε δημόσια εμφάνιση) όσον εστίν εν σοί, φεύγων τας της καρδίας σου διαχύσεις”. Τελικά, η μοναχική ζωή είναι μια εσωτερική εργασία, η ζωή της καρδιάς, αφού εκεί θέλει να εργάζεται ο διάβολος, από κεί πρέπει να εξορισθή και εκεί πρέπει να ενεργήση η Χάρη του Θεού: “Εν κρυπτώ δε πάντα δουλεύειν και μη προς επίδειξιν ανθρώπων ποιείν”.
Η νηπτική-ησυχαστική εργασία επεκτείνεται σε όλες τις ενέργειες του μοναχού. Εντέλλεται ο μοναχός από τον Μ. Βασίλειο να μην δέχεται εγκώμια από τους ανθρώπους, αλλά ούτε και ο ίδιος να καυχάται: “Μη καυχάσθαι το σύνολον μηδέ εγκώμια εαυτού λέγειν μηδέ άλλου εγκωμιάζοντος ηδέως ακούειν”. Αντίθετα μάλιστα πρέπει να αισθάνεται ότι είναι ο αμαρτωλότερος άνθρωπος και αυτή η αίσθηση είναι η πραγματική του δόξα. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: “Αλλά θέμενος εν σεαυτώ πάντων ανθρώπων είναι ατιμότερον και αμαρτωλότερον, ξένον τε και αλήτην και κατ’ οίκτον παρειλημμένον υπό των προ σού αποταξαμένων, σπεύδε πάντων είναι έσχατος και πάντων δούλος. Ταύτα γαρ σοι οίσει τιμήν και δόξαν αληθινήν, ουκ εκείνα”.
Αυτή η κρυφή εσωτερική εργασία, η αποβολή όλων των λογισμών από την καρδιά, η περιφρούρηση της καρδιάς από λογισμούς και επιθυμίες, η αίσθηση της αυτομεμψίας και η βαθυτάτη μετάνοια, που συνδέεται ταυτόχρονα με την προσευχή, είναι αυτό που λέγεται εσωτερική παρθενία. Ο μοναχός δεν πρέπει να νομίζη ότι διασώζεται “εν μόνη τη του σώματος φυλακή το κατόρθωμα της παρθενίας”, αλλά η παρθενία επεκτείνεται στην προσοχή να μη μολυνθή από κάθε εμπαθή διάθεση που ενεργείται από διάφορα πάθη στην καρδιά. Στην συνέχεια μνημονεύει τα πάθη εκείνα που πρέπει να προσέχη ο ασκητής. Και αυτά είναι η οργή, ο φθόνος, η μνησικακία, το ψεύδος και η υπερηφάνεια, ο μετεωρισμός και η ακαιρολογία, η αργία των προσευχών και η επιθυμία των μη όντων, η αμέλεια των εντολών και ο καλλωπισμός των ιματίων, η περιποίηση του προσώπου και οι περιττές και απρεπείς συναντήσεις και συζητήσεις. Και αφού μνημονεύονται τα πάθη στην συνέχεια γράφει ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, γιατί εκείνος που πέφτει σε ένα από τα πάθη αυτά είναι το ίδιο σά να έκανε ένα σαρκικό αμάρτημα και έτσι χάνει το χάρισμα της παρθενίας. Γράφει χαρακτηριστικά: “Ταύτα πάντα τοσαύτης άξια παραφυλακής έστι τω δια της παρθενίας αφιερώσαντι τω Θεώ εαυτόν, ως τον ίσον, μικρού δείν, κίνδυνον είναι ενί τε τούτων συνενεχθήναι και εν τη απειρημένη αμαρτία γενέσθαι. Πάντα γαρ τα δια πάθους γινόμενα λυμαίνεταί πως τη της ψυχής καθαρότητι και προς την θείαν εμποδίζει ζωήν”.
Η νηπτική-ησυχαστική ζωή στην πραγματικότητα δεν είναι μια λεπτή εσωτερική προσοχή, αλλά συνδεδεμένη με την προσευχή είναι πλήρωση του εσωτερικού χώρου της καρδιάς από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Ο μοναχός πρέπει να είναι ενδεδυμένος την πανοπλία του πνεύματος. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: “τώ πνεύματι ζέειν, ενδεδυμένον είναι την πανοπλίαν του αγίου Πνεύματος και τρέχειν ουκ αδήλως και πυκτεύειν ως ουκ αέρα δέροντα και καταπαλαίειν του εχθρού εν τη ασθενεία της σαρκός και εν τη πτωχεία της ψυχής...”.
Αυτή η νηπτική-ησυχαστική ζωή, όπως την εκθέτει ο Μ. Βασίλειος, τμήμα της οποίας εντοπίσαμε σε όσα εγράφησαν προ ολίγου, βιώνεται μέσα στο Κοινόβιο, και μάλιστα αυτή είναι η εσωτερική εργασία που καθορίζει και προσδιορίζει το κοινόβιο, αν είναι πραγματικό μοναστικό συγκρότημα και όχι μια παρέα ευσεβών ανθρώπων. Αν δεν υπάρχη αυτή η εσωτερική εργασία, που προϋποθέτει η ησυχαστική αναφορά του κάθε μοναχού, τότε το κοινόβιο χάνει τον μοναχικό του χαρακτήρα. Έχοντας, λοιπόν, υπ’ όψη μας όσα είπαμε προηγουμένως, πρέπει να εντοπίσουμε και μερικά σημεία από εκείνα που γράφει ο Μ. Βασίλειος και προσδιορίζουν τον αληθινό κοινοβιακό τρόπο ζωής.
Ο Μ. Βασίλειος συνιστά, όπως το βλέπουμε και σε άλλα σημεία των διδασκαλιών του, την κοινή ζωή, δηλαδή το μοναστικό κοινόβιο. Η μοναχική ζωή είναι “θειοτέρα ζωή” και γι’ αυτόν τον λόγο δεν πρέπει οι μοναχοί να είναι “κατά μόνας”, αλλά όλοι μαζί, ώστε έτσι “εμμάρτυρον (γάρ) είναι προσήκει τον τοιούτον βίον, ως αν εκτός είναι πονηράς υποψίας”. Μάλιστα εντοπίζει τον αριθμό των μοναχών που είναι καλό να συγκροτούν την μοναχική κοινότητα, δηλαδή να μη είναι λιγότερο από δέκα μοναχοί αλλά μάλλον περισσότερο από τον αριθμόν αυτόν. Θεωρεί, μάλιστα καλό να είναι άβατος ο χώρος του ανδρικού μοναστηρίου από τις γυναίκες. “Αι είσοδοι των ασκητηρίων ταις μεν γυναιξίν αποκεκλείσθωσαν”. Καί, βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι επιτρέπονται και όλοι οι άνδρες να εισέρχωνται, αφού και όσοι άνδρες θέλουν να εισέλθουν θα πρέπη να έχουν την άδεια του Ηγουμένου. Το ότι γίνεται αναφορά σε Ηγούμενο σημαίνει ότι ο όρος ασκητήρια που χρησιμοποιεί εδώ ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται σε μοναστήρια, σε κοινόβια, στα οποία ασκούνται οι μοναχοί. Η μοναχική ζωή που εξασκείται μέσα στα κοινόβια θεωρείται φιλόσοφος βίος: “εντός του κατά φιλοσοφίαν γενέσθαι βίου”.
Βασικός όρος για να παραμένη κανείς στον κοινοβιακό μοναχισμό είναι η ακτημοσύνη, όπως το είδαμε σε προηγούμενη ενότητα. Πριν εισέλθη ο μοναχός στο κοινόβιο, πρέπει να γυμνωθή από τα κακά πάθη καί, βεβαίως, να εξασκηθή στην αποταγή των υπαρχόντων. Το κοινόβιο είναι στην πραγματικότητα η πρώτη εκείνη εκκλησιαστική κοινότητα στα Ιεροσόλυμα, όπως περιγράφεται από τις Πράξεις των Αποστόλων. Πρέπει όλοι οι μοναχοί να επιδιώκουν την σωτηρία τους και να αποδεχθούν την κοινή ζωή, ήτοι “τό μίαν εν πάσι καρδίαν είναι και θέλημα έν και μίαν επιθυμίαν καί, καθώς νομοθετεί ο απόστολος, έν γενέσθαι σώμα, εκ διαφόρων μελών συνηρμοσμένον, πάν το πλήρωμα της συνοδίας”. Επομένως, ο μοναχός όχι μόνον πρέπει να εξασκή την κοινοκτημοσύνη, αλλά την πλήρη ακτημοσύνη: “Δεί τον μοναχόν προ πάντων ακτήμονα βίον κεκτήσθαι”. Το πώς εκδηλώνεται αυτή η κοινή ζωή θα το δούμε πιο κάτω.
Άλλος κανόνας της κοινοβιακής, αλλά και ασκητικής γενικότερα ζωής είναι η υπακοή στον Προεστώτα, τον Πνευματικό Πατέρα, τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής. Για το θέμα αυτό αναφερθήκαμε πιο πάνω, όταν κάναμε λόγο για την υπακοή στον Ηγούμενο και είδαμε πώς εννοεί την υπακοή ο Μ. Βασίλειος και ποιός πρέπει να είναι ο Ηγούμενος. Απλώς εδώ θα πρέπη να καταγραφή εκ νέου ο λόγος του Μ. Βασιλείου: “Αρχηγός είς της ευσχημοσύνης του βίου προκαθεζέσθω, εν δοκιμασία βίου και ήθους και πάσης κοσμίας αναστροφής των λοιπών προκριθείς”. Ο Ηγούμενος πρέπει να είναι υπόδειγμα ήθους και ζωής. Και μάλιστα μπορεί να παρατηρηθή ότι αυτός καθορίζει την πνευματική κατάσταση στην Μονή του, αφού όλο το κλίμα που επικρατεί στην Ιερά Μονή έχει σχέση με την ψυχική και πνευματική κατάσταση του Ηγουμένου. Άλλωστε, αυτό είναι απαραίτητο, γιατί ο Ηγούμενος ρυθμίζει και επιβάλλει τα αναγκαία και απαραίτητα επιτίμια για την σωτηρία των μοναχών. Επιτίμια μπορεί να είναι ο αποκλεισμός από την κοινή λατρεία και από την κοινή Τράπεζα καί, βέβαια, τα επιτίμια πρέπει να είναι ανάλογα με το μέγεθος του αμαρτήματος. Αυτό σημαίνει ότι ο Ηγούμενος πρέπει να έχη το χάρισμα της διακρίσεως.
Σε ένα κοινόβιο μοναστήρι που ζουν πολλοί μοναχοί, μια ολόκληρη αδελφότητα που αποτελείται από πολλά μέλη με διαφορετικό χαρακτήρα και νοοτροπία, είναι επόμενο ότι χρειάζεται αγώνας, ώστε να προσαρμόζονται όλοι στον σκοπό του υψηλού νοήματος της μοναχικής πολιτείας. Η αδελφότητα ομοιάζει με σώμα, οπότε όπως όλα τα μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους, έτσι πρέπει να συμβαίνη στην μοναχική αδελφότητα: “Προσήκει κοινήν και ίσην πάσι προς αλλήλους την αγάπην είναι”, γιατί αυτό είναι φυσικό. Κάθε μοναχός πρέπει να δείχνη “τήν συμπαθή διάθεσιν και την αγαπητικήν σχέσιν ίσην επί πάντων των εν τη συνοδία”. Όμως ο Μ. Βασίλειος δεν παραμένει στο σημείο αυτό, γιατί επειδή υπάρχουν πολλά χαρίσματα και διακονίες δεν μαζοποιείται ο άνθρωπος. Γι’ αυτό τονίζει ότι η συμπαθής διάθεση και η αγαπητική σχέση πρέπει να είναι εξ ίσου σε όλους, αλλά πρέπει να αποδίδεται μεγαλύτερη τιμή στους χρησιμοτέρους: “Η δε τιμή, κατά το εύλογον, επί των χρησιμοτέρων το πλέον έξει”.
Η αγάπη, όμως, δεν είναι εύκολη υπόθεση, διότι προσκρούει στα πάθη και ιδιαιτέρως στα πάθη της φιλαυτίας. Γι’ αυτόν τον λόγο απαιτείται μεγάλος αγώνας όλων των μελών της κοινότητος. Πρέπει να αποφεύγη ο μοναχός τις φατρίες και τις συσκηνίες, τους απρεπείς ανταγωνισμούς και τις μερικές διαθέσεις, τους φθόνους και τις υποψίες που προέρχονται από τις ιδιαίτερες φιλίες και προτιμήσεις, να αποφεύγη ôïõò øιθυρισμούς, τα νεύματα που δηλώνουν υποψία κακολογίας, οι μοναχοί πρέπει να συζητούν χαμηλοφώνως, να μη υπάρχη επιτακτικό ύφος, που είναι υβριστικό. Ο νόμος της αγάπης, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος δεν συγχωρεί, δεν επιτρέπει “εν τη κοινή ταύτη συσκηνία μερικάς φιλίας και εταιρείας”.
Όμως η κοινή ζωή στο κοινόβιο όχι μόνον βοηθά τον μοναχό να αγαπά εξίσου όλους τους άλλους μοναχούς και να εκπαιδευθή στην κοινή ζωή, αλλά συγχρόνως του δίδει την δυνατότητα να εμπνέεται από τα παραδείγματα των ζηλωτών μοναχών. Ασφαλώς υπάρχουν μερικοί μοναχοί που προπορεύονται στην εν Χριστώ ζωή. Και αυτοί γίνονται υποδείγματα ζωής. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: “Γίνου ζηλωτής των ορθώς βιούντων και τούτων τας πράξεις έγγραφε τη σή καρδία. Εύχου γενέσθαι των ολίγων”.
Το κοινόβιο προϋποθέτει την κοινή ζωή σε όλα τα εξωτερικά πράγματα. Βέβαια, η προσωπική ζωή του καθενός, ανάλογα με την ελευθερία του και την αγάπη του, αλλά και την ενέργεια της θεία Χάριτος, διαφέρει, αφού η πορεία είναι κοινή, αλλά η ταχύτητα της πορείας διαφέρει από πρόσωπο σε πρόσωπο. Όμως στον εξωτερικό τρόπο ζωής πρέπει να υπάρχη συμφωνία, διαφορετικά το Μοναστήρι δεν μπορεί να πορεύεται ορθώς.
Αυτή η κοινή ζωή αναφέρεται πρώτα στην προσευχή. Ο μοναχός πρέπει ολόκληρη την ημέρα και την νύκτα να προσεύχεται: “Προσευχής καιρός έστω άπας ο βίος”. Επειδή όμως πρέπει να χαλαρώνη ο άνθρωπος, γι’ αυτό και θα υπάρχουν καθορισμένες ώρες προσευχής. Ως προς την τροφή ο μοναχός πρέπει να αποφεύγη την αμετρία και στις δύο περιπτώσεις, ήτοι την τρυφή και την κακοπάθεια του σώματος, ώστε το σώμα να μη ταράσσεται από την παχυσαρκία, και να μη αδυνατή να εκτελή τις εντολές του Θεού από αδυναμία σωματική. Διότι η ψυχή βλάπτεται και από τα δύο αυτά. Αλλά και η διακονία πρέπει να ρυθμίζεται από κάποιον πρεσβύτερο αδελφό που μαρτυρείται από σεμνότητα βίου. Το διακόνημα πρέπει να γίνεται με αγάπη και να είναι ευσπρόδεκτο, να γίνεται από τον ίδιο μοναχό που του ανατέθηκε το έργο αυτό και να μην το αφήνη σε άλλον μοναχό να το κάνη. Το διακόνημα γίνεται πρόξενο της Βασιλείας του Θεού: “Μέγα το της διακονίας έργον και βασιλείας ουρανών πρόξενον”, γιατί γίνεται σαγήνη των αρετών που περιέχουν τις εντολές του Θεού. Το διακόνημα πρέπει ο μοναχός να το κάνη με ευσχημοσύνη και επιμέλεια “ως τω Χριστώ διακονών” και να εκτελή τις εργασίες, έστω και αν είναι ευτελείς, με καλούς τρόπους “ως Θεού εποπτεύοντος”.
Γενικά μέσα στο κοινόβιο πρέπει ο μοναχός να αγωνίζεται με όλους τους τρόπους και σε όλες τις επί μέρους εκδηλώσεις του κοινοβίου, ώστε να ελευθερώνεται από τα πάθη και να εξασκή τις αρετές. Ο μοναχός δεν πρέπει να έχη ίχνος οργής, μνησικακίας, φθόνου, φιλονικίας, ούτε χειρονομία, κίνηση, λόγο, αντίδραση βλέμματος, έκφραση προσώπου ή ό,τι άλλο προκαλεί την οργή του συζώντος μοναχού. Στο τέλος δε της ημέρας πρέπει να κάνη αυτοεξέταση της συνειδήσεώς του εάν έγινε κάτι που δεν έπρεπε, ή μια απηγορευμένη σκέψη ή συζήτηση που δεν ήταν στο καθήκον του, ή νωθρότητα στην προσευχή ή αδιαφορία στην ψαλμωδία ή επιθυμία κοσμικής ζωής κλπ. Όλα αυτά να μη τα αποκρύβη ο μοναχός αλλά να τα εξαγγέλλη ώστε να θεραπευθή: “Μη επικρυπτέσθω το πλημμέλημα, αλλά τω κοινώ εξαγγελλέτω, ως αν δια κοινής προσευχής θεραπευθή το πάθος του συνενεχθέντος τω τοιούτω κακώ”. Πέρα από την περικοπή των παθών, το κοινόβιο, όπως φάνηκε προηγουμένως, βοηθά στην απόκτηση των αρετών, όπως της εγκράτειας, της ταπεινοφροσύνης, της μετανοίας, της αγάπης κλπ.
Βεβαίως, και οι Ιερομόναχοι που έχουν την μεγαλύτερη τιμή να λειτουργούν για τις πνευματικές ανάγκες του κοινοβίου, πρέπει να διακρίνωνται από την ταπείνωση. Γι’ αυτό ο Μ. Βασίλειος γράφει: “Μη σε βαθμός κλήρου επαιρέτω, αλλά μάλλον ταπεινούτω”.
Η κοινοβιακή ζωή είναι μίμηση της αποστολικής ζωής, του ομίλου των μαθητών που είχαν κέντρο τον Χριστό, καθώς επίσης είναι συνέχιση της ζωής των πρώτων Χριστιανών στα Ιεροσόλυμα. Η κοινοβιακή ζωή εκφράζει τον κοινοβιακό χαρακτήρα της Εκκλησίας που παραπέμπει κατ’ ευθείαν στην πρώτη εκείνη κοινότητα του Αδάμ και της Εύας στον Παράδεισο, πριν από την πτώση. Αυτήν έχει υπόδειγμα και σε αυτήν κατατείνει.
πηγή:www.parembasis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου