Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Η θαυματουργός εικόνα "Παναγίας της Κεράς"απο το χωριό Μονή του Δημου Ανατολικού Σελίνου

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης



του Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ο άγιος Γρηγόριος ήταν Επίσκοπος Νύσσης, μιας μικρής Επισκοπής, την οποία όμως ανέδειξε μεγάλη και περιφανή με την αγιότητα της πολιτείας του. Γεννήθηκε στην Νεοκαισάρεια του Πόντου το 335 μ. Χ. από γονείς ευσεβείς, τον Βασίλειο και την Εμμέλεια. Σπούδασε στην Νεοκαισάρεια η την Καισάρεια. Λόγω του θανάτου του πατέρα του δεν μπόρεσε να συνεχίση τις σπουδές του σε Σχολές εκτός της πατρίδας του, όπως ο αδελφός του Μέγας Βασίλειος. Μαθήτευσε κοντά στον σοφιστή Λιβάνιο, αλλά την συστηματικότερη παιδεία την έλαβε από τον αδελφό του Μέγα Βασίλειο, την μητέρα του Εμμέλεια, την αδελφή του Μακρίνα, και την γιαγιά του Μακρίνα, η οποία ήταν μαθήτρια του αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού, ο οποίος φανερώθηκε «εν οράματι» στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και του απήγγειλε το Σύμβολον της πίστεως που συνέταξε.
Νυμφεύθηκε την Θεοσεβεία, την πρόωρη κοίμηση της οποίας αντιμετώπισε με μεγάλη ανδρεία.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ήταν ισχυρή προσωπικότητα. Έλαβε μέρος στην Β Ο?κουμενική Σύνοδο, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ. Χ. και με την θεολογική του κατάρτιση, αλλά και την ρητορική του δεινότητα ανεσκεύασε την διδασκαλία των Πνευματομάχων και συνεπλήρωσε το Σύμβολον της πίστεως που συνέταξε η Α Οικουμενική Σύνοδος, προσθέτοντας τα άρθρα περί του Αγίου Πνεύματος και τα υπόλοιπα. Ήταν ο εισηγητής της Συνόδου και ο λόγος του, καθώς και η εν γένει παρουσία του, προξένησαν μεγάλη εντύπωση. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας, εκφράζοντας τον θαυμασμό και την εκτίμησή του, τον απεκάλεσε στύλο της Ορθοδοξίας. Τέσσερεις αιώνες αργότερα η Ζ Οικουμενική Σύνοδος, «για να δείξη την ακεραιότητά του στην έκθεση και την υποστήριξη της Ορθοδόξου πίστεως», τον ονόμασε «πατέρα πατέρων». Πρόκειται για σπάνιο τιμητικό τίτλο.
Εξορίσθηκε από τους Αρειανούς, αλλά μετά τον θάνατο του αρειανού αυτοκράτορα Ουάλη, το 378, και την ανάληψη της εξουσίας από τον Ορθόδοξο αυτοκράτορα Γρατιανό, επέστρεψε και πάλι στην Επισκοπή του. Την χαρά του όμως αυτή διαδέχθηκε η θλίψη για την κοίμηση του αδελφού του Μεγάλου Βασιλείου.
«Ετελειώθη εν ειρήνη» το έτος 395 μ. Χ.
Κατέλιπε πλούσιο συγγραφικό έργο με κείμενα ερμηνευτικά, δογματικά, κατηχητικά, λόγους ηθικούς, εορταστικούς, εγκωμιαστικούς, επιταφίους και επιμνημόσυνο λόγο στον αδελφό του Βασίλειο. Μεταξύ των σπουδαιοτέρων έργων του είναι οι λόγοι «περί Παρθενίας», «εις τον βίον του Προφήτου Μωϋσέως», που στην πραγματικότητα είναι πραγματεία για τον βίο της αρετής και της τελειότητος, ο βίος της αδελφής του οσίας Μακρίνας, ο Μ. Κατηχητικός λόγος κ. α.
Ο βίος και η πολιτεία του αγίου Γρηγορίου μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.

Πρώτον. Ο 4ος αιώνας μ. Χ. αποκαλείται χρυσούς αιώνας της Εκκλησίας εξ αιτίας των μεγάλων Πατερικών μορφών που έλαμψαν τότε στο πνευματικό στερέωμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και τότε προβλήματα και μάλιστα σοβαρά, κυρίως εξ αιτίας της προσχωρήσεως Επισκόπων στην αίρεση του Αρείου, με αποτέλεσμα να προκαλούνται σχίσματα και διαιρέσεις μεταξύ των πιστών. Αλλά και εξ αιτίας της διώξεως Ορθοδόξων Επισκόπων, οι οποίοι εξορίζονταν από τους φιλαρειανούς κρατικούς άρχοντες, και την θέση τους κατελάμβαναν πειθήνια όργανα της κοσμικής εξουσίας, άνθρωποι κατώτεροι των περιστάσεων. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα γράφει ο Μέγας Βασίλειος σε επιστολή του προς τον εξόριστο Επίσκοπο Σαμωσάτων Ευσέβιο: «Και το αξίωμα της Επισκοπής προσφέρεται τώρα σε ανθρώπους ταλαίπωρους, σε δούλους... Ο διορίσας αυτόν τον άνθρωπο (Επίσκοπο) άφησε στις Εκκλησίες ένα κακό εφόδιο για τον εαυτό του προς την μέλλουσαν ζωή. Αυτοί οι άνθρωποι τώρα εξεθρόνισαν τον αδελφό μου από την Νύσσαν και αντί αυτού ετοποθέτησαν άνδρα, μάλλον ανδράποδο, που αξίζει ολίγους μόνον οβολούς και που είναι εφάμιλλος με τους εγκαταστήσαντας αυτόν κατά την διαφθοράν της πίστεως» (Ε.Π.Ε. τομ. 1, σελ. 301-302).
Ήταν όμως μεγάλη ευλογία για την εποχή εκείνη η παρουσία στο πηδάλιο της Εκκλησίας προσώπων του πνευματικού αναστήματος του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του Μεγάλου Αθανασίου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και πολλών άλλων, επειδή συνέβαλαν τα μέγιστα στην αποσόβηση οριστικού σχίσματος μεταξύ των πιστών και στην ορθή επίλυση των αναφυομένων προβλημάτων χωρίς σοβαρές παρενέργειες για την πνευματική υγεία και την σωτηρία των πιστών.

Δεύτερον. Ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος είχε την ευθύνη της τοποθετήσεως του αδελφού του αγίου Γρηγορίου στην Επισκοπή Νύσσης, έγινε αποδέκτης παραπόνων ότι η εν λόγω Επισκοπή είναι μικρή για Επίσκοπο του πνευματικού αναστήματος του αγίου Γρηγορίου. Ο Μέγας Βασίλειος, σε επιστολή του προς τον άγιο Ευσέβιο Σαμωσάτων, απαντά γράφοντας τα εξής αξιομνημόνευτα: «Ήθελα και εγώ ο αδελφός μου Γρηγόριος να διοική Εκκλησία σύμμετρη με τα προσόντα του. Αυτή θα ήταν η σε όλη την υφήλιο συγκεντρωμένη σε μία. Επειδή δε αυτό είναι αδύνατο, «έστω Επίσκοπος, μη εκ του τόπου σεμνυνόμενος, αλλά τον τόπον σεμνύνων εφ’ εαυτού». Δηλαδή, ας είναι Επίσκοπος ο οποίος δεν θα λαμβάνη αξία από τον τόπο, αλλά θα δίνη αξία στον τόπο από τον εαυτό του. Διότι γνώρισμα του μεγάλου δεν είναι μόνον να επαρκή στα μεγάλα, αλλά και τα μικρά να μεταβάλλη σε μεγάλα με την ικανότητά του».
Οι αξιόλογοι και σημαντικοί άνθρωποι δεν λαμβάνουν αξία από το αξίωμα, αντίθετα μάλιστα, με την προσωπικότητα και το κύρος τους, προσδίδουν αξία στο αξίωμα. Άλλωστε οι σημαντικές θέσεις και τα όποια αξιώματα δεν είναι ικανά να τιμήσουν τον άνθρωπο εάν δεν είναι άξιος τιμής.
Το σοβαρότερο όμως είναι ότι εκείνος ο οποίος δεν διαθέτει αξία μεγαλύτερη η έστω ανάλογη με το αξίωμα που κατέχει, αργά η γρήγορα θα εξευτελισθή, επειδή τα αξιώματα (ιδιαίτερα εκείνο του Επισκόπου, και του Κληρικού γενικότερα) έχουν το χαρακτηριστικό γνώρισμα όχι να καλύπτουν τις ελλείψεις, τα λάθη και τα πάθη, αλλά να τα αποκαλύπτουν.–
Γι' αυτούς που επισκέπτονται τα Ιεροσόλυμα


Αγαπητέ μου, επειδή βέβαια με ρώτησες με το γράμμα σου, θεώρησα χρέος μου να σου απαντήσω με τη σειρά, για όσα μου γράφεις.
Νομίζω ότι εκείνοι που μια για πάντα αφιερώθηκαν στο μοναχικό βίο, καλό είναι να προσέχουν εξ ολοκλήρου στα λόγια του Ευαγγελίου. Κι όπως με το αλφάδι που κρατούν στα χέρια τους οι τεχνίτες ευθυγραμμίζουν τα στραβά σημεία αυτού, το οποίο υπάρχει κάτω από το αλφάδι, σύμφωνα με την ευθεία του αλφαδιού, έτσι νομίζω ότι πρέπει κι αυτοί, δηλαδή οι μοναχοί, να κατευθύνουν το βίο τους προς το Θεό, χρησιμοποιώντας γι' αυτό το σκοπό σαν άλλο ίσιο κι αλύγιστο αλφάδι τον ευαγγελικό τρόπο ζωής.
Επειδή, λοιπόν, υπάρχουν μερικοί από εκείνους που ελεύθερα διάλεξαν κι ακολούθησαν τον μοναχικό κι αναχωρητικό βίο, και που θεωρούν ως γνώρισμα ευσεβεία το να επισκεφθούν τους Τόπους των Ιεροσολύμων, όπου φαίνονται τα σημάδια της ανθρώπινης παρουσίας του Κυρίου, νομίζω ότι θα ήταν σωστό να συμβουλεύονται το αλφάδι δηλ. το ευαγγέλιο. Κι αν η καθοδήγηση που δίνεται από τις ευαγγελικές εντολές συνιστά αυτά, τότε να επιτελούν το έργο ως εντολή Θεού. Αν όμως αυτά είναι έξω από τα παραγγέλματα του Δεσπότη, δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχει να θέλεις να εκτελείς την εντολή, όταν γίνεσαι συ ο ίδιος για τον εαυτό σου νόμος του καλού.
Όταν προσκαλεί ο Κύριος τους ευλογημένους να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών (Ματθ. 25, 34), δεν απαριθμεί μεταξύ των κατορθωμάτων και τη μετάβαση στα Ιεροσόλυμα.
Όταν εξαγγέλλει τους μακαρισμούς (Ματθ. 5, 3-12 και Λουκ. 6, 20-22), δεν συμπεριλαμβάνει κι αυτή την επιδίωξη.
Αλλά αυτό που ούτε μακάριο κάνει κάποιον, ούτε διευκολύνει την είσοδο στη βασιλεία των ουρανών, για ποιο λόγο να επιδιώκεται; αυτό ας αφήσω καλύτερα, να το σκεφθεί όποιος έχει νουν.
Αλλά ακόμη κι αν ήταν ωφέλιμο[5] αυτό που γίνεται, και πάλι δεν θα ήταν καλό να το επιδιώκουν με τέτοια διάθεση οι ενάρετοι. επειδή όμως γνωρίζουμε πολύ καλά αυτό που γίνεται[6], κι ότι υφίστανται ψυχική βλάβη αυτοί οι οποίοι είναι ακλόνητοι στον τέλειο βίο, νομίζω ότι δεν αξίζει να το επιδιώκει κανείς τόσο πολύ, αλλά αντίθετα να προσέχει παρά πολύ, για να μην συμφύρεται[7] με τα βλαβερά εκείνος που ελεύθερα αποφάσισε να αφιερωθεί στο Θεό.
Ποιο, λοιπόν, ανάμεσα σ' αυτά είναι το βλαβερό; Ο σεμνός βίος ενδιαφέρει όλους εξίσου και τους άνδρες και τις γυναίκες. Και γνώρισμα της αφιερωμένης ζωής είναι η ευσχημοσύνη κι η κοσμιότητα. αυτά όμως επιτυγχάνονται με τον ξεχωριστό και μοναχικό τρόπο ζωής, για να μπορεί έτσι ο άνθρωπος να παραμένει έξω από κάθε ανάμιξη και σύγχυση, αφού δεν θα παρασύρονται προς τα ατοπήματα της ασχημοσύνης ούτε οι γυναίκες από τους άνδρες, ούτε οι άνδρες από τις γυναίκες.
Αλλά οι ανάγκες της οδοιπορίας ανατρέπουν την προσεκτική τήρηση αυτών των κανόνων και οδηγούν στην αδιαφορία για τα ατοπήματα. γιατί είναι σχεδόν αδύνατο στη γυναίκα να διανύσει μια τόσο μεγάλη διαδρομή, αν δεν έχει κάποιον, που θα την προστατεύει και, εξαιτίας της φυσικής αδυναμίας της, να την βοηθά να ανεβαίνει στο ζώο και να κατεβαίνει από αυτό και γενικά να της συμπαρίσταται στις δύσκολες στιγμές. Κι αν το δεχθούμε αυτό, είτε της είναι γνωστός αυτός που θα προσφέρει αυτή την υπηρεσία, είτε είναι υπηρέτης της αυτός που θα εκτελεί αυτό το έργο, και στις δυο αυτές περιπτώσεις θα θεωρηθεί αξιόμεμπτη αυτή η πράξη, γιατί δεν τηρεί την εντολή της αγνότητας[8], ούτε όταν στηρίζεται πάνω στον ξένο, ούτε όταν στηρίζεται πάνω στον συγγενή της.
Επειδή όμως παρέχεται μεγάλη ελευθεριότητα και αδιαφορία για το κακό στα πανδοχεία και στα καταλύματα των πόλεων των ανατολικών περιοχών, πως θα είναι δυνατό αυτός που περνά μέσα από τον καπνό, να μην δοκιμάσει δριμείς πόνους στα μάτια, εκεί όπου μολύνεται και η ακοή και η δράση και η καρδία, η οποία με την ακοή και με την όραση δέχεται τα ανεπίτρεπτα; Πώς[9] θα είναι δυνατό να περάσει κανείς τα μέρη όπου κυριαρχούν τα πάθη, μένοντας απαθής;
Αλλά και τι περισσότερο θα βρει[10] αυτός που θα επισκεφθεί εκείνα τα μέρη; μήπως παραμένει μέχρι τώρα σωματικά σ' εκείνα τα μέρη ο Κύριος, ενώ από μας απομακρύνεται; Ή μήπως πλεονάζει η χάρη του αγίου Πνεύματος μεταξύ των κατοίκων της Ιερουσαλήμ, αδυνατώντας να φθάσει σε μας;
Και όμως αν επρόκειτο να αποδειχθεί η παρουσία του Θεού από τα φαινόμενα[11], θα έπρεπε να δεχθεί κανείς ότι ο Θεός κατοικεί στη χώρα της Καππαδοκίας περισσότερο παρά στις άλλες περιοχές. γιατί σ' αυτή τη χώρα υπάρχουν τόσα θυσιαστήρια, στα οποία δοξολογείται το όνομα του Κυρίου, όσα δεν θα μπορούσε κανείς να υπολογίσει, αν μετρούσε όσα υπάρχουν σε όλη σχεδόν την υπόλοιπη οικουμένη.
Κι έπειτα αν ήταν αφθονότερη η χάρη στην περιοχή των Ιεροσολύμων, δεν θα βασίλευε η αμαρτία[12] σ' αυτούς που κατοικούν εκεί. τώρα όμως δεν υπάρχει είδος ακαθαρσίας, που να μην το αποτολμούν αυτοί. Και πορνείες και μοιχείες και κλοπές και ειδωλολατρικές και μαγικές πράξεις και μίση και φόνοι διαπράττονται εκεί. Το τελευταίο μάλιστα κακό, δηλαδή το έγκλημα, επικρατεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε για την διάπραξη του φόνου να μην παρατηρείται τέτοια προχειρότητα πουθενά αλλού, όση στα μέρη εκείνα, όπου «αἰσχροῦ κέρδους χάριν» (Τιτ. 1, 11), οι ομοεθνείς να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο σαν τα θηρία. εκεί, λοιπόν, όπου συμβαίνουν αυτά, ποια απόδειξη υπάρχει, ότι είναι πλουσιότερη[13] η χάρη σ' αυτά τα μέρη;
Γνωρίζω όμως τι προβάλλουν οι πολλοί ως αντίλογο σ' αυτά που έχω πει. Ισχυρίζονται δηλαδή και λέγουν: «γιατί δεν επέβαλες αυτά ως νόμο και στον εαυτό σου; γιατί, αν από τη μετάβαση δεν προκύπτει κανένα όφελος, για εκείνον που πηγαίνει εκεί σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, για ποιο λόγο υποβλήθηκες μάταια σ' αυτή την τόσο μεγάλη οδοιπορία;
Ας ακούσουν, λοιπόν, την απολογία μου γι' αυτά. Σε μένα, εξαιτίας της υποχρέωσης αυτής που τάχθηκα να ζω από τον Θεό που κυβερνάει τη ζωή μας, δόθηκε εντολή από την ιερά σύνοδο, να φθάσω έως τα μέρη εκείνα, προκειμένου να τακτοποιηθούν εκκλησιαστικά θέματα στην περιοχή της Αραβίας. Κι επειδή συνορεύει η Αραβία με την περιοχή των Ιεροσολύμων, έδωκα την υπόσχεση ότι θα συσκεφθώ και με τους προϊστάμενους των αγίων Εκκλησιών εκείνης της περιοχής, γιατί είχαν διαταραχθεί οι σχέσεις τους και χρειαζόταν κάποιος μεσολαβητής.
Έπειτα, αφού ο ευσεβής βασιλιάς μου εξασφάλισε την ευκολία να κάμω το ταξίδι με δημόσιο όχημα, δεν υπήρχε για μένα καμιά ανάγκη να υποστώ όλην εκείνη την ταλαιπωρία, που αναφέραμε για τους άλλους. γιατί το όχημα ήταν για μας σαν άλλος ναός και μοναστήρι, αφού σ' όλο το ταξίδι όλοι μαζί ψάλλαμε και μαζί νηστεύαμε για τον Κύριο.
Λοιπόν, η δική μου περίπτωση ας μην σκανδαλίζει κανέναν, αλλά ας γίνεται περισσότερο πειστική η συμβουλή μου, γιατί συμβουλεύουμε γι' αυτά τα οποία διαπιστώσαμε με τα μάτια μας.
Άλλωστε και πριν από την επίσκεψη μου στην περιοχή της Γέννησης και μετά από αυτήν εγώ ομολόγησα ότι ο Χριστός, που φανερώθηκε ως άνθρωπος, είναι Θεός αληθινός, χωρίς η πίστη[14] μου να είναι ελαττωμένη (προτού να επισκεφθώ τα Ιεροσόλυμα), ούτε να αυξηθεί μετά την επίσκεψη μου. Και την ενανθρώπηση από την Παρθένο γνώριζα πριν από την επίσκεψη μου στη Βηθλεέμ, και την Ανάσταση εκ των νεκρών πίστευα πριν αντικρίσω τον Τάφο, και την Ανάληψη στους ουρανούς παραδεχόμουν ως αληθινή, χωρίς να έχω επισκεφθεί το Όρος των Ελαιών. Από το ταξίδι εκείνο ωφελήθηκα τόσο μόνο, όσο για να διαπιστώσω ότι τα δικά μας, σε σύγκριση με τα έξω από την περιοχή μας, είναι πολύ πιο Αγία από εκείνα.
Συνεπώς «όσοι σεβόσαστε τον Κύριο, να τον δοξολογείτε σ' όποιο μέρος κι αν κατοικείτε» (Ψαλ. 21, 24). γιατί η προσέγγιση του Θεού δεν γίνεται με την τοπική μετακίνηση[15], αλλά όπου κι αν βρίσκεσαι, θα σε επισκεφθεί ο Θεός[16], αρκεί να βρει το κατάλυμα της ψυχής σου τέτοιο, ώστε «να κατοικήσει μέσα σου ο Κύριος και να περιπατήσει μέσα σου» (Εξοδ. 20, 24).
Αν όμως έχεις τον εσωτερικό σου κόσμο γεμάτο από ακάθαρτους λογισμούς, ακόμη κι αν φθάσεις στο Γολγοθά, ακόμη κι αν ανέβεις στο Όρος των Ελαίων, ακόμη κι αν βρεθείς κάτω από τον Τάφο της Αναστάσεως, θα απέχεις τόσο πολύ από το να δεχθείς μέσα σου το Χριστό, όσο κι εκείνοι που δεν έκαμαν την πρώτη ομολογία, δηλαδή οι άπιστοι[17].
Συμβούλεψε[18], λοιπόν, αγαπητέ, τους αδελφούς, «ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος καὶ ἐνδημῆσαι πρὸς τὸν Κύριον» (Β' Κορ. 5, 8) κι όχι από την Καππαδοκία προς την Παλαιστίνη. Κι αν προβάλει κανείς το λόγο του Κυρίου, με τον οποίο έδωκε εντολή στους μαθητές, να μην απομακρυνθούν από τα Ιεροσόλυμα, ας σκεφθεί αυτό που έχει λεχθεί. επειδή δηλαδή δεν είχε γίνει ακόμη η επιφοίτηση και η διανομή της χάρης του αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους, ο Κύριος έδωκε σ' αυτούς την εντολή να παραμένουν στο ίδιο μέρος, «μέχρι που να ενδυθούν την εξ ύψους δύναμη» (Πραξ. 1, 4).
Κι αν αυτό που έγινε στην αρχή, γινόταν μέχρι τώρα, κι αν το Άγιο Πνεύμα μοίραζε στον καθένα με τη μορφή του πυρός τα χαρίσματα, θα έπρεπε να έμεναν όλοι σ' εκείνη την περιοχή, όπου γίνεται η διανομή του δώρου. Αν όμως «το Άγιο Πνεύμα πνέει και μεταβαίνει όπου θέλει» (Ιωαν. 3,8), τότε κι εκείνοι που εδώ πιστεύουν, γίνονται μέτοχοι της δωρεάς, ανάλογα με την πίστη τους κι όχι εξαιτίας της μετάβασης τους στα Ιεροσόλυμα.





http://e-lithi.blogspot.com/2009/01/blog-post_10.html












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου