Αλλά την αιτία, για την οποία εγκατέλειψα την Καρχηδόνα, την ήξερες Εσύ, ω Θεέ μου, χωρίς να την αποκαλύψεις σε μένα και στη μητέρα μου. Ο χωρισμός σπάραξε την καρδιά μου. Με συνόδευσε μέχρι την ακτή. Έπεσε πάνω μου και μ’ έσφιγγε σπασμωδικά, για να με κρατήσει ή για να φύγει μαζί μου. Αλλά την εξαπάτησα, προσποιούμενος ότι μου ήταν αδύνατο να εγκαταλείψω κάποιο φίλο μου, που περίμενε ευνοϊκό άνεμο για να ταξιδέψει. Είπα ψέμματα στη μητέρα μου και μάλιστα σε μια τέτοια μητέρα. Αλλά και αυτό μου το συγχώρησε η ευσπλαχνία Σου. Με προφύλαξες από τα νερά της θάλασσας, παρά τις φρικτές κηλίδες μου, για να με οδηγήσεις στα νερά της χάρης Σου, όπου θα απόπλυνα τα αμαρτήματά μου, και για να παύσει ο χείμαρρος των δακρύων της μητέρας μου, που εμπρός στα μάτια Σου πότιζαν το χώμα κάθε μέρα.
Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να με αφήσει και με πολύ κόπο κατόρθωσα να την πείσω να διανυκτερεύσει σε ένα παρεκκλήσι, αφιερωμένο στον μακάριο Κυπριανό, πολύ κοντά στο σκάφος μας. Την ίδια νύχτα έφυγα κρυφά, και η δυστυχισμένη μητέρα μου έμεινε μέσα στο ναό για να προσευχηθεί και να κλάψει.
Τι ζητούσε , ω Θεέ μου, με τα τόσα δάκρυά της, παρά μόνο να μ΄ εμποδίσει να εμπιστευθώ το σαρκίο μου στα κύματα; Αλλά, βάσει ενός βαθύτατου σχεδίου Σου, μολονότι είχες εισακούσει το κυριότερο σημείο της μητρικής δέησης, παρέβλεψες τον πόθο της, για να γίνω με τη βοήθειά Σου ό,τι η μητέρα μου ποθούσε να είμαι καθημερινά.
Ο άνεμος άρχισε να φυσά , τα πανιά φούσκωσαν από αέρα και γρήγορα εξαφανίστηκε η ακρογιαλιά από τα μάτια μου, ενώ η μητέρα μου, έξαλλη, γέμιζε αδυσώπητα από κραυγές και στεναγμούς τα αυτιά Σου στην απελπισία της εκείνη. Γιατί μεταχειρίστηκες το δόλωμα των παθών για να ξεριζώσεις τα πάθη μου, ο δε υπερβολικός σαρκικός πόνος της μητέρας μου τιμωρούνταν δίκαια κάτω από το μαστίγιο των θλίψεων. Ήθελε να με έχει κοντά της , όπως όλες οι μητέρες αλλ’ αυτή περισσότερο από πολλές άλλες μητέρες και δεν μπορούσε να υποπτευθεί τη χαράς που της προετοίμαζες και με αυτόν ακόμη τον χωρισμό. Να για ποιο λόγο έκλαιγε και οδυρόταν. Αυτός δε ο σπαρακτικός πόνος της φανέρωνε σ’ αυτήν την κληρονομιά της Εύας, αφού ζητούσε με στεναγμούς εκείνο που συνέλαβε με στεναγμούς . Χωρίς να με κακίσει για την πονηριά και τη σκληρότητά μου, άρχισε πάλι να προσεύχεται για μένα και ν’ ασχολείται με τις συνηθισμένες οικιακές εργασίες της, ενώ εγώ έπλεα προς τη Ρώμη.
Από το βιβλίο: «ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ»
Εισαγωγή- Μετάφραση- Σημειώσεις:
ΑΝΔΡΕΑ ΔΑΛΕΖΙΟΥ
Διδάκτορα της Φιλοσοφίας
Έκδοση:
Γραφείο Καλού Τύπου
www.gonia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου