Ο ιερεύς Νικόλαος Κογιώνης (1928-2006)
Ποιμαντική διακονία, αγάπη, φιλανθρωπία του
ΜΕΡΟΣ Γ'
Διαβάστε το πρώτο μέρος πατώντας εδώ
Τα κατάστιχα της αγάπης του
Τηρούσε ημερολόγιο καθημερινής ποιμαντικής διακονίας. Σημείωνε από μήνες πριν τις προγραμματισμένες υποχρεώσεις διακονίας και στην συνέχεια συμπλήρωνε τις πάρα πολλές έκτακτες.
Το ημερολόγιο αυτό το κρατούσε πάντοτε μαζί του, μέσα στο μαύρο του ζεμπίλι, ώστε να το συμβουλεύεται και να το ενημερώνη ανά πάσα στιγμή. Στο τέλος του έτους το έκαιγε. Μόνο ο μισθαποδότης Κύριος έχει «αντίγραφο» των αναρίθμητων πράξεων αγάπης που επιτελέστηκαν όλα τα χρόνια της ποιμαντικής διακονίας του πατρός. Από ένα ημερολόγιο που διασώθηκε μετά από επίμονη προσωπική παράκληση διαπιστώσαμε «ιδίοις όμμασιν» το απίστευτο πλήθος πράξεων αγάπης που επιτελούσε καθημερινά. Όλες οι σελίδες του ημερολογίου ήταν ασφυκτικά γεμάτες από ποικίλες πράξεις διακονίας που είχε επιτελέσει. Σ' αυτό θα πρέπη να προστεθούν οι άγραφες ιεραποστολικές επισκέψεις κατ' οίκον (τις πραγματοποιούσε όποτε είχε κενό χρόνο), το καθημερινό έργο πνευματικού-εξομολόγου καθώς και τα ποιμαντικά του καθήκοντα στον Ναό κ.O.K.
Στο δωμάτιό του βρέθηκε μετά τον θάνατό του και καρτελοθήκη με τουλάχιστον 250 ονόματα και διευθύνσεις πασχόντων, τους οποίους επισκεπτόταν κατά τακτά διαστήματα. Κατ' ανάγκην οι επισκέψεις του στους πάσχοντες ήταν σύντομες αλλά άφηναν πλούσια την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Μία γνωστή μας ανάπηρη με σκλήρυνση κατά πλάκας εγκαταλειμμένη από σύζυγο και γνωστούς μάς έλεγε ότι ο π. Νικόλαος την επισκεπτόταν τακτικά για πέντε-δέκα λεπτά, της έλεγε δυο λόγια πνευματικά και της έδινε και μία εικονίτσα ή μία τυπωμένη προσευχή, μερικές φορές δε έβλεπε να στάζη και ένα δάκρυ από το μάτι του. Αυτή η σύντομη επίσκεψη της έδινε μεγάλη τόνωση και ανακούφιση.
Πέρα από την φροντίδα των ενοριτών και των αναξιοπαθούντων διατηρούσε και μακρύ κατάλογο με τα ονόματα όλων των γνωστών του (εκκλησιαστικών προσώπων, μελών αδελφοτήτων, πνευματικών του τέ-κνων, ενοριτών κ.λ.π.) ταξινομημένα την ημ/νία της γιορτής των. Προνοούσε ώστε λίγες μέρες πριν την γιορτή καθ' ενός να ταχυδρομή μικρή καρτούλα με ευχές. Αν κάποιος είχε πεθάνει, είχε σημειώσει να τον μνημονεύση την ημέρα της γιορτής του. Κανέναν δεν ξεχνούσε. Πέρα όμως από τις ταχυδρομικές ευχές έκανε και προσωπικές επισκέψεις σε εορτάζοντες ενορίτες, ιδιαίτερα σε οικογένειες που είχαν δοκιμασίες ή μεγάλο αγώνα ή σε κατάκοιτους και ανήμπορους, μεταφέροντας και διάφορες ευλογίες. Οι ολιγόλεπτες αυτές επισκέψεις του πατρός, το χαμόγελο του προσώπου του, η χάρις που απέπνεε άφηναν μεγάλη ευλογία και τόνωση. Η Κα Κωνσταντίνα Σ., θυμάται ακόμη με συγκίνηση μια τέτοια επίσκεψη του πατρός στο σπίτι τους την ημέρα της γιορτής του αδελφού της (ορφανοί από πατέρα και με την μητέρα τους άρρωστη). «Χρόνια πολλά, να μας ζήση!» είπε με όλη την καρδιά του απευθυνόμενος στην πονεμένη μητέρα, και ξαφνικά έφυγε όλη η στενοχώρια από πάνω τους και το σπίτι γέμισε ευτυχία.
Τα ονόματα τα οποία μνημόνευε και τα οποία βρέθηκαν στα προσωπικά του αντικείμενα ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες. Πέρα από τα ονόματα όλων των πνευματικών του παιδιών, των πολλών γνωστών του ιερατικών προσώπων και μη, των ενοριτών και των ονομάτων που του έδιναν οι ενορίτες για μνημόνευση, ζητούσε και ο ίδιος τα ονόματα αυτών που του έκαναν και την παραμικρή εξυπηρέτηση (π.χ. από κάποιον άγνωστο στον δρόμο που του έδωσε οδηγίες από πού να πάει, από τον οδηγό του ταξί κ.ο.κ.) για να τα μνημονεύη. Για να προφθαίνη να μνημονεύη πήγαινε πολύ νωρίς στον Ναό, από τις 5 η 5:30 π.μ. μερικές δε φορές και πιο νωρίς, όπως αναφέρουμε και αλλού.
«Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ;»
Η αγάπη του πατρός όχι μόνο προς τα πνευματικά του παιδιά αλλά προς όλους ήταν συγκινητική. Τα αισθήματά του ήταν γνήσια και άδολα. Μερικές φορές εξωτερίκευε την αγάπη του ασπαζόμενος άρρωστους ή ηλικιωμένους στο μέτωπο ή χαϊδεύοντάς τους απαλά στο κεφάλι.
Όταν μάθαινε ότι κάποιος ενορίτης ή γνωστός (έστω και κατ' όνομα μόνο) ασθενούσε ή βρισκόταν στο νοσοκομείο τον επισκεπτόταν αυτόκλητος και διάβαζε ευχή από το ευχολόγιο υπέρ αναρρώσεως. Θα μπορούσαμε με συγκίνηση να πούμε και για τον π. Νικόλαο το του Παύλου: «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ...» (Β' Κορινθ. ια', 29). Κάνει μεγάλη εντύπωση το πώς μπορούσε ένας άνθρωπος να συμμε¬τέχει στα βασανιστικά προβλήματα ψυχικά και σωματικά τόσων πολλών ενοριτών. Έλεγε πολλές φορές γυρίζοντας στο σπίτι: «ξέρετε τι πόνος υπάρχει στα σπίτια!»
Πνευματικό του παιδί, που είχε κάνει σοβαρή εγχείρηση στο μάτι, την στιγμή που συνερχόταν από την νάρκωση αισθάνθηκε ένα στοργικό χάδι στο κεφάλι και ένα φιλί στο μέτωπο και άκουσε τα λόγια «μην ανησυχείς... όλα θα πάνε καλά» (όντως όλα πήγαν καλά!). Ήταν ο π. Νικόλαος που θυσίασε την μεσημβρινή του ανάπαυση εκείνη την ημέρα για να επισκεφθή το Νοσοκομείο που βρισκόταν μακριά από το σπίτι του (άφησε και φακελάκι με χρήματα κάτω από το μαξιλάρι του ασθενούς). Η αδελφή του ασθενούς (κάτοικος της βορείου Ελλάδος) που βρισκόταν στο δωμάτιο εκείνη την στιγμή εντυπωσιάστηκε. «Ποιος είναι αυτός ο ιερέας; δεν έχω ξαναδεί τέτοια αγάπη».
Διηγείται συνοδός σε μία επίσκεψη σε θάλαμο νοσοκομείου με δώδεκα ασθενείς, όπου νοσηλευόταν και συγγενής της. «Στάθηκε ο π. Νικόλαος στη πόρτα και με υψωμένη τη φωνή λέει προς όλους: Μην απελπίζεσθε αδελφοί μου, κουράγιο, ο Θεός είναι κοντά μας. Θα γίνετε καλά! Μοίρασε σε όλους πρόσφορο και από μία εικονίτσα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκφραση χαράς και αγαλλίασης στα πρόσωπα των ασθενών, εκείνη την ώρα. Έκαναν τον σταυρό τους και ευχαριστούσαν με όλη τους την καρδιά. Την επόμενη μέρα ο θάλαμος είχε σχεδόν αδειάσει. Όλοι σχεδόν οι ασθενείς είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους».
Στοργικό ενδιαφέρον και για τις υλικές ανάγκες των πνευματικών του παιδιών
«Μου έκανε εντύπωση πόσο καλός ήταν, που ανησυχούσε και για τις υλικές μας ανάγκες», αναφέρει η Μαρία Α., η οποία είχε οικονομικές δυσχέρειες και ξενοδούλευε σαν καθαρίστρια.
«Μια φορά με συνάντησε την ώρα που γύριζα κουρασμένη από την δουλειά. Μου λέει, έχεις φαγητό στο σπίτι; Του απάντησα έχω φιάξει φάβα (φαγητό που δεν μου πολυάρεσε). Χωρίς να μου πει τίποτε πήγε σπίτι του και μου έφερε πιλάφι με κυμά και μου φώναξε να κατέβω να το πάρω. Μια άλλη φορά του είχα πει ότι πονάει το χέρι μου και αυτό με δυσκόλευε στην δουλειά μου. Μετά από λίγες μέρες την ώρα που καθάριζα τις σκάλες ενός σπιτιού τον βλέπω πλάι μου ξαφνικά να με κυτάζη με συμπόνια. Πάτερ Νικόλαε, του λέω με χαρά. Πονάει το χέρι σου παιδί μου, μού λέει, και είδα ένα πόνο στα μάτια του». «Κάποια περίοδο που είχα μείνει χωρίς δουλειά και δυσκολευόμουνα οικονομικά μου έδωσε 1500 δρχ, ενώ σε μία άλλη περίπτωση μου έδωσε 30.000 δρχ. για να πληρώσω τον οδοντίατρο».
Έδινε, σκορπούσε με απλοχεριά και αγάπη
Έδινε, σκορπούσε παντού με πολλή αγάπη και απλοχεριά. Συμβούλευε δε την ελεημοσύνη και στους ενορίτες. «Να δίνεις», είχε πει μια φορά σε μία ενορίτισσα την ώρα που της έδινε αντίδωρο, «είναι η αναπνοή». Άλλες φορές έλεγε, «όταν βάζης το χέρι στην τσέπη για να δώσης ελεημοσύνη και πιάσης δύο κέρματα/χαρτονομίσματα, ένα μικρότερο και ένα μεγαλύτερο, να δώσης το μεγαλύτερο». Μία φορά ενώ εξομολογούσε τον πλησίασε μία ρακένδυτη γυναίκα και του ζήτησε χρήματα. Της έδωσε χίλιες δραχμές που είχε στην τσέπη του. Αυτή επέμενε ότι χρειαζόταν τρεις χιλιάδες. Τότε ο π. Νικόλαος πήγε σπίτι του και έφερε τα δυο χιλιάρικα που της έλειπαν. Ο νεωκόρος του Ναού κ. Κ. που παρακολούθησε το περιστατικό συγκινήθηκε με την αγάπη του πατρός. Πολλές φορές έδινε χρήματα που του είχαν δώσει, χωρίς να τα μέτρηση. Ο Δ/ντής φοιτητικού οικοτροφείου ανέφερε ότι τακτικά του έδινε χρήματα ο πατήρ για απόρους φοιτητές. Μερικές φορές τα έδινε έτσι όπως του τα είχαν δώσει άλλοι σφραγισμένα σε φακελάκι. Χαρακτηριστικό είναι και το ακόλουθο απλό αλλά χαριτωμένο περιστατικό. Ένα πνευματικό του παιδί είχε αγοράσει καινούργιο αυτοκίνητο, το οποίο ο πατήρ το ευλόγησε και έκανε και αγιασμό. Το πνευματικό παιδί του έδωσε ένα μικρό χρηματικό ποσό με την παράκληση να το δώση σε κάποιον που είχε ανάγκη. Μετά από δυο εβδομάδες ο πατήρ έδωσε ένα φακελάκι στο πνευματικοπαίδι, που περιείχε ακριβώς το ποσόν που είχε λάβει από τον ίδιο, με την εντολή να το δεχθεί οπωσδήποτε, του είχαν πει να το δώσει σε κάποιον που είχε ανάγκη! Το πνευματικό παιδί δυσκολευόταν πολύ να ξεχρεώση τις δόσεις του αυτοκινήτου αλλά δεν είχε πει τίποτε γι' αυτό στον π. Νικόλαο.
Η κ. Διονυσία Σ. που χήρεψε όταν τα δυο παιδιά της ήταν περίπου 10 χρονών και αναγκάσθηκε να ξενοδουλεύει σε σπίτια για να τα βγάζη πέρα, αισθάνθηκε έντονα την θερμή συμπαράσταση του πατρός και της οικογενείας του. Τόσο αυτή όσο και τα μεγάλα τώρα παιδιά της έχουν να διηγηθούν πολλά για τον π. Νικόλαο, του οποίου υπήρξαν πνευματικά τέκνα (αναφέρουμε περιστατικά και σε άλλο σημείο). Ένα διάστημα η οικογένεια αντιμετώπισε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα. Σε εκείνη την δύσκολη περίοδο κάποιος έριχνε κάτω από την πόρτα της κάθε μήνα ένα σεβαστό ποσόν χρημάτων. Προσπάθησε επανειλημμένα η κ. Διονυσία να συλλαβή τον «δράστη» αλλά δεν τα κατάφερε, σαν να ήταν αόρατος. Αργότερα συνδυάζοντας περιστατικά κατάλαβε ότι ήταν ο πατήρ Νικόλαος. Ας σημειωθεί παρεμπιπτόντως, ότι ενορίτες ανέφεραν ότι είχαν δει επανειλημμένως τον π. Νικόλαο να ρίχνει κάποιο βοήθημα από το παράθυρο ή την πόρτα οικογενειών που ευρίσκοντο σε ανάγκη. Η Κα Μαρία Α. τον είδε μία φορά να ρίχνη κάτι κάτω από την πόρτα μιας οικογένειας μεταναστών. Όταν απομακρύνθηκε πλησίασε από περιέργεια και είδε να εξέχει η άκρη χαρτονομίσματος.
Πάντως ο άγιος πατήρ συμβούλευε να βοηθούμε με διάκριση, διότι μερικοί ζητούν χωρίς να έχουν ανάγκη. Στις περιπτώσεις αυτές ο ίδιος έδινε λιγότερα από ό,τι του ζητούσαν. Ιδιαίτερα τόνιζε, να μην δίνουμε, όταν τα χρήματα πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την διάπραξη αμαρτίας (π.χ. σε ναρκομανείς η αλκοολικούς), διότι τότε έχουμε κι εμείς συμμετοχή στην αμαρτία.
«Από δω η νύφη σου και από δω η πεθερά σου»
Η οικογένεια της Κας Διονυσίας γνώρισε και με άλλο τρόπο την αγάπη του πατρός, συνδυασμένη και με το διορατικό χάρισμα που είχε. Ενδιαφέρθηκε για την αποκατάσταση της κόρης, Κωνσταντίνας, σαν να ήταν δική του κόρη. Η ίδια είχε εκθέσει την επιθυμία της να παντρευτή ένα καλό παιδί. Μετά από λίγο καιρό και την ώρα που έπαιρνε αντίδωρο από τα χέρια του, της ζήτησε ο πατήρ να τον περιμένει στην μεριά των γυναικών. Το ίδιο είπε και σε μία άλλη ευλαβή ενορίτισσα, η οποία είχε γιό σε ηλικία γάμου. Κάποια στιγμή τις πλησίασε ο πατήρ χαρούμενα με την γλυκύτητα και ταπείνωση που τον χαρακτήριζε και τις σύστησε (οι δυο γυναίκες δεν γνωριζόντουσαν) περίπου ως έξης: «από δω η νύφη σου και από δω η πεθερά σου. Πέστε τα τώρα, πέστε τα...». Αργότερα, όταν γνώρισε η Κωνσταντίνα τον μέλλοντα σύζυγο, την οδήγησε ο πατήρ μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και προσευχήθηκε- «Παναγία μου να γίνη και να 'μαι κι εγώ στον γάμο»! Και όντως «έγινε» ξεπεράστηκαν και τα οικονομικά προβλήματα με απρόσμενο τρόπο (βλ. κεφάλαιο Διορατικός/Προορατικός) και η Κωνσταντίνα παντρεύτηκε τον Βασίλη Α., ο οποίος προς μεγάλη συγκίνησή της είχε το ίδιο όνομα με τον πατέρα της και την ίδια ημερομηνία γέννησης με την ημερομηνία θανάτου του πατέρα της. Σκέφθηκε ότι ο αγαθός Θεός, μπορεί να της στέρησε από νωρίς τον πατέρα της, αλλά της έδειχνε με αυτό τον συμβολικό τρόπο, ότι από νωρίς είχε προνοήσει για την αποκατάσταση της. Ο πατήρ Νικόλαος χρησίμευσε σαν αγαθό όργανο της θείας Προνοίας. Ήταν και ο πατήρ στον γάμο «έσυρε» τον χορό του Ησαΐα και τους έδωσε πολύ ωραίες συμβουλές, τις οποίες διατηρούν σαν ιερή παρακαταθήκη και πεθερά και νύφη είναι ιδιαίτερα αγαπημένες. Το σημαντικότερο, αισθάνονται έντονη την προστασία του πατρός, όπως την στιγμή που το αυτοκίνητο τους ακινητοποιήθηκε σε πολύ επικίνδυνο σημείο σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας. Δεν πρόλαβαν να πουν π. Νικόλαε βοήθησε μας και φάνηκε οδική βοήθεια.
Να μη μείνουν τα πρόσφορα και μουχλιάσουν
Έκανε και ένα άλλο κοπιαστικό έργο φιλανθρωπίας. Η ενορία του Αγ. Ελευθερίου είναι όπως αναφέραμε και αλλού πολύ μεγάλη. Έτσι και τα πρόσφορα που συγκεντρώνονταν κυρίως σε μεγάλες γιορτές ήταν πάρα πολλά και κινδύνευαν να μείνουν αδιάθετα και να μουχλιάσουν. Ο πατήρ το θεωρούσε αυτό αμαρτία. Τα συγκέντρωνε λοιπόν σε μεγάλες σακούλες και τα «διοχέτευε» ως ευλογία σε σπίτια που είχαν ανάγκη (η πολύτεκνη, 9 παιδιά, Κα Ελένη Μ. μας ανέφερε με ευγνωμοσύνη ότι τα παιδιά της με αυτά τα πρόσφορα μεγάλωσαν), σε φοιτητικά οικοτροφεία ή και σε ιδρύματα. Μερικές φορές κουβαλούσε τις βαριές σακούλες μόνος του. Άλλες φορές, επειδή δεν πρόφθαινε, «αγγάρευε» μέλη της οικογενείας του ή και πνευματικά του παιδιά. Ο κ. Γιώργος Τ. της ενορίας μας ανέφερε ότι στις περιπτώσεις αυτές ο πατήρ κάλυπτε με δικά του χρήματα τα έξοδα του ταξί και έδινε και γενναίο φιλοδώρημα στον μεταφορέα. Ο Κος Αθανάσιος Π. επίτροπος μας ανέφερε, ότι όσο ήταν ο πατήρ στον Ναό δεν έμεναν ποτέ πρόσφορα.
«Την υποχωρητικότητα την ευλογεί ο Θεός»
Πονούσε πολύ όταν έβλεπε έχθρες. Έκανε το παν για να συμφιλιώνη τους ανθρώπους μεταξύ τους και με τον Θεό. Οι ενορίτες τόνιζαν με θαυμασμό μετά τον θάνατό του ότι ο π. Νικόλαος δεν είχε εχθρούς. Δεν είχε εχθρούς διότι υποχωρούσε πάντα ταπεινά ακόμη και όταν τον αδικούσαν. Την υποχωρητικότητα την συμβούλευε και στα πνευματικά του παιδιά και έλεγε ότι την ευλογεί ο Θεός.
Ο π. Νικόλαος υπεραγαπούσε τους συνεφημερίους του, πάντοτε δε τους επαινούσε. Όταν εκοιμήθη ο υπερήλικας πατέρας του προϊσταμένου του Ναού π. Ιωάννου Μπόμη στο ορεινό χωριό Καλλιθέα Ολυμπίας, αγκάρεψε πνευματικό του παιδί και έκανε μακρύ κοπιαστικό ταξίδι (ο π. Νικόλαος ήταν τότε 75 χρόνων) για να παρευρεθή στην κηδεία. Για να προλάβη την θ. λειτουργία στο χωριό ξεκίνησε από την Αθήνα στις 4 π.μ. Ο π. Ιωάννης Μπόμης όταν τον είδε εκεί συγκινήθηκε και είπε στους χωρικούς, «είδατε τι αγάπη έχουμε στον Άγιο Ελευθέριο Γκύζη!»; Όταν μετά από καιρό ο π. Ιωάννης μετεφέρθη σε κωματώδη κατάσταση στο Νοσοκομείο μετά από σοβαρό ατύχημα (δεν επικοινωνούσε πλέον με το περιβάλλον), ο π. Νικόλαος ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν. Του διάβασε μία ευχή και μετά του έβαλε τον σταυρό στα χείλη και του φώναξε, π. Ιωάννη εγώ είμαι ο π. Νικόλαος. Προς έκπληξη των παρισταμένων (όπως μας διηγήθηκε ο νεωκόρος κ. Κωνσταντίνος Κ. που συνόδευε τον π. Νικόλαο) ο π. Ιωάννης έστρεψε το κεφάλι του προς τον π. Νικόλαο και κάτι μουρμούρισε. Μετά την κοίμηση του π. Ιωάννου ο π. Νικόλαος τοποθέτησε την φωτογραφία του στο δωμάτιο του και έλεγε αρκετές φορές. «Αχ π. Ιωάννη να αξιωθώ κι εγώ να έλθω εκεί που είσαι, σε μια ακρούλα...».
«Χορός του Ησαΐα» γύρω από το κρεβάτι του κατάκοιτου
Στενοχωριόταν όταν έβλεπε ζευγάρια να συζούν παρανόμως. Χτυπούσε με διάκριση την πόρτα του σπιτιού τους και με πολύ αγάπη τους παρακινούσε να παντρευτούν, να μην ζουν στην αμαρτία. Έχουμε και προσωπική αντίληψη μιας τέτοιας επίσκεψης. Ενώ τον μεταφέραμε με το αυτοκίνητο κάπου, ζήτησε να σταματήσουμε απ' έξω από μία πολυκατοικία. Ανέβηκε και επέστρεψε μετά από λίγα λεπτά. Μας είπε, ότι χτύπησε την πόρτα διαμερίσματος όπου τον πληροφόρησαν ότι συζούσε κάποιο ηλικιωμένο ζευγάρι, και τους είπε χωρίς άλλες κουβέντες «παιδιά μου να παντρευτείτε, μην ζείτε στην αμαρτία, να συνδεθείτε με την εκκλησία». Έφυγε προτού αυτοί προλάβουν να συνέλθουν από την έκπληξη.
Στο υπόγειο της πολυκατοικίας που έμενε συζούσε παρανόμως ηλικιωμένο ζευγάρι. Ο άντρας ήταν κατάκοιτος. Ο πατήρ τους έπεισε και ετέλεσε το γάμο μέσα στο διαμέρισμά τους. Κουμπάροι και παράνυμφοι ήταν η πρεσβυτέρα και οι κόρες του π. Νικολάου. Στον χορό του Ησαΐα η νύφη γύρισε γύρω από το κρεβάτι κρατώντας το χέρι του κατάκοιτου γαμπρού.
Πνευματοκίνητος
Δεν ήταν αεικίνητος, αλλά πνευματοκίνητος
Από τα διάφορα περιστατικά που αναφέρουμε στο βιβλίο είναι φανερό ότι ο άγιος πατήρ κατόρθωνε να πραγματοποιή απίστευτα μεγάλο αριθμό πράξεων ποιμαντικής διακονίας κάθε μέρα, πολλές από τις όποιες απαιτούσαν μετακινήσεις σε πολύ διαφορετικά σημεία. Ίσως νομισθεί ότι ήταν ο τύπος του δραστήριου ενοριακού ιερέα, αεικίνητος όπως λέμε. Όμως ο πατήρ δεν ήταν έτσι. Κατ' αρχήν δεν του άρεσαν οι περισπασμοί που φέρνει η υπερβολική δραστηριότητα για θέματα κοινωνικής φύσεως κ.λ.π. Έπειτα απέπνεε συνεχώς γαλήνη και ηρεμία ακόμη και σε στιγμές που το πρόγραμμά του ήταν πολύ φορτωμένο και κανονικά θα έπρεπε να έχει άγχος. Η μεγάλη δραστηριότητα του πατρός οφειλόταν στον πόνο και στην αγωνία του να μεταδώση το μήνυμα του Χριστού στις ψυχές και στην αγάπη του προς τους δοκιμαζόμενους και ανήμπορους.
Κατά την πολύ ωραία έκφραση του Σεβασμιωτάτου Νικοπόλεως κ. κ. Μελετίου (βλ. Επίλογο) ο π. Νικόλαος εκπροσωπούσε την «Αγωνία του Χριστού για σωτηρία για μετάνοια... άκουγε την φωνή του Χριστού να του λέγη, βιάσου π. Νικόλαε να κάνης κάτι περισσότερο ακόμα... Και έτρεχε, έτρεχε όσο μπορούσε...». Έτρεχε εκεί που τον έστελνε το Πνεύμα το Άγιο για να ανάπαυση τους «κοπιώντας και πεφορτισμένους». Ο πατήρ δεν ήταν «αεικίνητος» αλλά «πνευματοκίνητος». Είναι χαρακτηριστικό, ότι εμφανιζόταν σε πολλούς ή τους έπαιρνε τηλέφωνο την ώρα που τον είχαν ανάγκη. Μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά πέραν από αυτά που αναφέρονται σε άλλα σημεία του βιβλίου, είναι και τα ακόλουθα.
Εμφανιζόταν την ώρα που τον είχαν ανάγκη
Ένα διάστημα ο γιος της Κας Αγγελικής Α. είχε απομακρυνθεί από την εκκλησία λόγω κάποιου γεγονότος και παραμελούσε τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Η Κα Αγγελική στενοχωριόταν πολύ και έλεγε μέσα της. Παναγία μου δεν γίνεται να περάση από το σπίτι ο π. Νικόλαος να μας βοηθήση; Μία Κυριακή μεσημέρι, 2 η ώρα, την στιγμή που έτρωγαν χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ο π. Νικόλαος. Είπε χαίρετε και χωρίς άλλη κουβέντα προχώρησε στην κουζίνα που βρισκόταν ο γιος της, μίλησε ιδιαιτέρως για λίγο μαζί του και μετά έφυγε χωρίς να πη τίποτε άλλο. Από εκείνη την στιγμή άρχισε μια αλλαγή στο παιδί, σιγά σιγά επέστρεψε στην εκκλησία και αργότερα έκανε καλή οικογένεια.
Ο σύζυγος της Κας Πότας Τ. έπασχε από καρκίνο. Ο π. Νικόλαος είχε πάει στο Νοσοκομείο και τον επισκέφθηκε με αγάπη. Αργότερα ο σύζυγος επέστρεψε σπίτι. Όταν ήταν στα τελευταία του πλέον και ενώ είχε μεσολαβήσει κάποιο διάστημα που δεν τον είχε επισκεφθεί κανείς, κτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας ο πατήρ κατά τις 6.30-7.00 μ.μ. Πήγε στον ετοιμοθάνατο του διάβασε κάποιες ευχές και μετά αναχώρησε. Μία ώρα αργότερα έφυγε ο σύζυγος της για την
αιωνιότητα ήσυχα σαν πουλάκι. Το περιστατικό αυτό έγινε στις 12/2/93.
Μια φορά η Κωνσταντίνα Σ. βρισκόταν στον Ναό και σκεπτόταν ότι χρειάζεται πνευματικά βιβλία για μία φίλη της. Εκείνη την ώρα μπαίνει ο πατήρ με μια τσάντα βιβλία και της λέει, πάρτα και δώστα, αν θέλης μπορείς να κράτησης κι' εσύ μερικά... Μία άλλη φορά, σε καιρό που η μητέρα της ετοιμαζόταν για εγχείρηση στα πόδια και το βάρος της νοσηλείας θα έπεφτε σ' αυτήν, χτύπησε το κουδούνι (έμενε τότε σε διαμέρισμα της οδού Ιπποκράτους) και όταν σήκωσε το θυροτηλέφωνο άκουσε «καλή δύναμη». Ήταν ο π. Νικόλαος που κείνη την ώρα έτρεχε σε διακονίες στην νότια πλευρά της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Μέχρι να άνοιξη την πόρτα ο πατήρ είχε εξαφανισθεί.
Μία φορά η Κα Λαμπρινή Κ. και δύο άλλοι ενορίτες είχαν μία σοβαρή διαφωνία περί πνευματικού ζητήματος, έξω από τον Ναό. Εκείνη την στιγμή εμφανίσθηκε συμπτωματικά ο πατήρ, πήρε ιδιαιτέρως τον διαφωνούντα και τον συμβούλευσε με αγάπη. Το θέμα διευθετήθηκε αμέσως.
Η Γεωργία και ο Κος Διονύσης Θ., που τους πάντρεψε ο πατήρ, συζητούσαν ένα απόγευμα προσπαθώντας να κατανοήσουν κάτι που τους είχε πει. Εκείνη την στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο πατήρ Νικόλαος, που τους μίλησε για το συγκεκριμένο θέμα.
Ο ιερεύς Νικόλαος Κογιώνης (1928-2006)
Μία φωτισμένη και αγιασμένη ιεραποστολική μορφή των ημερών μας
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη
Θεσσαλονίκη
www.impantokratoros.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου