Μάρκου Σκουλάτου
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος γεννήθηκε στὴ Θράκη
καὶ εἶχεν ἁγιότητα ἀπὸ μικρὸ παιδάκι.
Στὴ Σηλυβρία ἔμενε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του,
τὸν Δῆμο καὶ Βασιλικὴ καὶ ἄλλους συγγενεῖς του.
Τὸν λέγανε Ἀναστάσιο, τότε ποὺ τὸν βαπτίσαν,
καὶ εἰς τὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ γονεῖς τὸν ὁδηγῆσαν.
Ἦταν φτωχοὶ οἱ ἄνθρωποι, μὲ τὴν εὐσέβειά τους,
καὶ ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὴν οἰκογένειά τους.
Κατὰ σειρὰ πέμπτο παιδὶ ἦταν ἀπὸ τ᾿ ἀγόρια,
ζοῦσε ἡ οἰκογένεια μὲ δίχως στεναχώρια.
Ἠθέλησε νὰ μορφωθῇ, πήγαινε στὸ σχολεῖο,
ἔγραφε λόγια του Θεοῦ, τὰ ἔκανε βιβλίο.
Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἦταν στὴν Ἐκκλησία,
σὰν ἄκουγε τὸ κήρυγμα, τὸ ἔλεγε δημοσία.
Ἀπέφευγε τὰ παιδικὰ ἀθῶα παιχνιδάκια,
καὶ ἔβγαινε περίπατο μόνος του τὰ βραδάκια.
Δὲν ἔλειπε καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
καὶ ἔμπαινε στὸ ἱερό, ἔκανε ὑπηρεσία.
Στεκότανε μὲ σεβασμὸ καὶ προσοχὴ μεγάλη,
ἀκόμα καὶ συναίσθηση, τὸν σέβονταν οἱ ἄλλοι.
Γονεῖς καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς ἔβλεπαν τὴ ζωή του,
τὸν ζῆλον του τὸν ἔνθεον καὶ θαύμαζαν μαζί του.
* * *
Δέκα καὶ τέσσαρων ἐτῶν μὲ ἄδειο πορτοφόλι
πῆγε Κωνσταντινούπολη γιὰ μόρφωσή του ὅλη.
Πῆρε εὐχὴ τῆς μάνας του, πηγαίνει στὸ λιμάνι
καὶ καπετάνιο συναντᾶ, μιὰ χάρη νὰ τοῦ κάνῃ.
Ὅμως τὸν κορόϊδεψε καὶ ἔφυγε τὸ πλοῖο,
καὶ τώρα θαῦμα ἔγινε τὸ πρῶτο του στὸ βίο.
Βάζει ἐμπρὸς τὴ μηχανὴ διὰ νὰ ξεκινήσῃ,
μὰ ἔμενε ἀκίνητο δίχως νὰ προχωρήσῃ.
Δυνάμωσε τὴν κίνηση, πάλι δὲν ξεκινάει,
ὁ πλοίαρχος ἀγωνιᾶ καὶ τὸ παιδὶ ζητάει.
Μπῆκε στὸ πλοῖο τὸ παιδὶ καὶ ἀμέσως ξεκινάει.
Βγῆκαν στὴν Πόλη μὰ δουλειὰ βρῆκε μὲ δυσκολία
σ᾿ ἕνα καπνεργοστάσιο μὲ πληρωμὴ πτωχεία.
Ἐγύριζε ξυπόλητος ἀλλὰ καὶ πεινασμένος,
μὲ προσευχὴ καὶ Ἐκκλησιὰ ἦταν εὐτυχισμένος.
Γράφει ἕνα γράμμα στὸ Χριστὸ γιὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ,
στὸν ταχυδρόμο πήγαινε νὰ τὸ ταχυδρομήσῃ.
Τὸ πῆρε ἕνας ἔμπορος καὶ ἄνοιξε τὸ γράμμα,
ἐσυγκινήθηκε πολὺ καὶ ἄρχισε τὸ κλάμα.
Τότε στὸν ἴδιο φάκελλο χρήματα αὐτὸς τοῦ δίνει,
καὶ κουρελιάρης τὸ παιδὶ μὲ ροῦχα τὸν ἐντύνει.
Βιβλία πάντα ἐδιάβαζε καὶ βίους τῶν Ἁγίων,
καὶ ὠφελεῖτο ψυχικὰ ἀπ᾿ τὸ δικό τους βίο.
Στὰ σακουλάκια τοῦ καπνοῦ ἐκεῖ ἐργοστασίου,
ἔγραφε πάντοτε ρητὰ πρὸς ὄφελος πλησίου.
Τὰ διάβαζαν οἱ ἄνθρωποι χάριν περιεργείας,
ἐλάμβαναν χάριν Θεοῦ καὶ ψυχικῆς ὑγείας.
Καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε, τὰ ἔκανε βιβλίο,
ἦταν ρητὰ χριστιανικὰ ἀπ᾿ τοῦ Χριστοῦ σχολεῖο.
Εἶχε ἕνα πόθο ἱερό, νὰ πάει νὰ προσκυνήσῃ,
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, Χριστὸ γιὰ νὰ τιμήσῃ.
Στὸ πλοῖο ποὺ ἐταξίδευε ἔπιασε τρικυμία,
σωσίβια ἑτοίμαζαν δίχως ἐλπὶς καμία.
Κάνει ὁ Ἀναστάσης προσευχὴ καὶ βγάζει τὸ σταυρό του,
τὸν βύθισε στὴ θάλασσα, εἶναι ὁ Θεὸς ἐμπρός του.
Ἐκόπασε ὁ ἄνεμος καὶ ἔγινε γαλήνη,
χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση εἶχαν τὴ μέρα ἐκείνη.
Ὅλοι ἦσαν χαρούμενοι, ἐκτὸς τοῦ Ἀναστάση,
γιατὶ τὸν Τίμιο Σταυρὸ στὴ θάλασσα εἶχε χάσει.
Μὰ πάλι θαῦμα ἔγινε σὰν πῆγαν στὸ λιμάνι,
οἱ ναῦτες βρῆκαν τὸ σταυρὸ μπηγμένο στὸ ταβάνι.
Τὸν φόρεσε ὁ Ἅγιος σὲ ὅλη τὴ ζωή του
θαῦμα μεγάλο ἔγινε μὲ ἁγία προσευχή του.
* * *
Σὰν ἔγινε εἴκοσι χρονῶν ἐπῆγε εἰς τὴν Χίο,
διδάσκαλον τὸν ἔβαλαν εἰς τὸ Λιθὶ σχολεῖο.
Μικροὺς μεγάλους γέροντες, ὅλους τοὺς κατηχοῦσε,
καὶ εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ ὅλους τοὺς ὁδηγοῦσε.
Εἰς τὸ χωριὸ αὐτὸ Λιθὶ παρέμεινε ἑπτὰ χρόνια,
τοὺς ἔκανε κηρύγματα, θὰ τὰ θυμοῦνται αἰώνια.
Δυνάμωσε ὁ πόθος του ποὺ εἶχε στὴν ψυχή του,
θέλει νὰ γίνει μοναχός, νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.
Ἐκάρη τότε μοναχὸς Νέας Μονῆς τῆς Χίου,
καὶ τρία χρόνια ἀσκήτευσε ὡσὰν ζωὴ ὁσίου.
Διάκονο μὰ καὶ παπᾶ τὸν κάνει ὁ Δεσπότης,
γιατὶ τὸν ἐξετίμησε ὡς θεϊκὴ λαμπρότης.
Νεκτάριον ὀνόμασε τὸν πρῴην Ἀναστάση
καὶ ἔδειχνε μὲ τὸ βίο του, νέκταρ ζωὴ τοῖς πᾶσι.
* * *
Χιώτης Χωρέμης πλούσιος τὸν στέλνει στὴν Ἀθήνα,
τελειώνει τὸ Γυμνάσιο τότε τὰ χρόνια ἐκεῖνα.
Μὰ καὶ στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Χιώτης τόνε στέλνει,
τὸν Πατριάρχη γνώρισε καὶ τὴν εὐχή του παίρνει.
Ὁ Πατριάρχης πρόσεξε πὼς εἶχεν εὐφυΐαν,
εἰς τὴν Ἀθήνα τὸν ἔστειλε, σπουδὲς θεολογίας.
Εἶχε πολλὰ χαρίσματα, ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν,
ἀκόμα καὶ καθηγηταί, πολὺ τὸν ἐκτιμοῦσαν.
Καὶ τώρα τὸ πτυχίο του μὲς στὸ δωμάτιό του,
στὴν Αἴγινα εὑρίσκεται, εἶναι ἐνθύμιόν του.
Τελείωσε τότε τὶς σπουδές, ἐπῆρε τὸ πτυχίο,
πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, εἰς τὸ Πατριαρχεῖο.
Θέση ἱεροκήρυκα ἀπὸ τὸν Πατριάρχη,
λαμβάνει ὁ μακάριος στὸ Κάϊρο νὰ ἄρχῃ.
Ἐκήρυττε σὲ χριστιανοὺς καὶ ἀλλόθρησκους ἀκόμη,
σὰν ἄκουγαν γιὰ τὸν Χριστό, τοὺς ἄλλαζε τὴ γνώμη.
Μητροπολίτης ἔγινε μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια
καὶ ὅλοι τὸν ἐκαμάρωναν, τὸν ἤθελαν αἰώνια.
Ἐκεῖνος ὅμως ἔλεγε μὲ ταπεινοφροσύνη,
ὅτι εἶναι πάντων ἔσχατος στὴν ἀρχιερωσύνη.
* * *
Μὰ μερικοὶ τὸν φθόνησαν, λένε στὸν πατριάρχη,
ὅτι ζητᾶ τὴ θέση του, θέλει αὐτὸς νὰ ἄρχῃ.
Ὁ Πατριάρχης ἐπίστευσε τότε στοὺς συκοφάντες,
τὸν διώχνει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, λυπήθηκαν οἱ πάντες.
Ἦταν διὰ τὸν Ἅγιο μία δοκιμασία,
καὶ στὴν Ἀθήνα ἔφτασε, δίχως ἀντιλογία.
Στ᾿ Ἅγιον Ὄρος σκέφτηκε νὰ πάῃ νὰ μονάσῃ,
μὰ ἕνας δεσπότης τῶν Πατρῶν εὐθὺς τὸν διατάζει.
Συνέστησε ἀδελφικῶς κι ἔμεινε στὴν Ἀθήνα,
ἦταν ἱεροκύρηκας, δύσκολα χρόνια ἐκεῖνα.
Ἀγόγγυστα ὑπέμενε κι ἐδῶ συκοφαντίες,
στὸν πατριάρχη ἔγραψε γιὰ διαμαρτυρίες.
Γιὰ τὶς ἀνηθικότητες καὶ τὸ Πατριαρχεῖο,
μάρτυρα βάζει τὸ Θεὸ γιὰ τὸν ἀθῶο βίο.
Εἰς τὴν Ἀθήνα ξάπλωσε πολὺ συκοφαντία,
πιάνει ἱεροκύρηκας μὲ ἀμοιβὴ καμία.
Μόνον δοξάζει τὸ Θεὸ - ἡ μόνη του ἐλπίδα-
καὶ τόνε διορίζουνε νὰ πάῃ στὴν Χαλκίδα.
Ὅμως ἡ φήμη ἡ κακὴ καὶ ἐκεῖ εἶχε προφθάσει,
ὁ κόσμος τότε φανερὰ εἶχε ἀποδοκιμάσει.
Λυπήθηκε ὁ Ἅγιος, χωρὶς ἀπελπισία,
μιλᾶ τὴν ἄλλη Κυριακὴ στὴν ἴδια ἐκκλησία,
μὲ σφοδροτέρα θύελλα, μὰ εἶχε ἠρεμία.
Προσεύχεται εἰς τὸν Θεὸ νὰ φύγῃ ἢ νὰ μείνῃ,
καὶ περιμένει Κυριακή, τρίτη τὴν ἑπομένη.
Καὶ διελύθη ἀπ᾿ τὸν Θεὸ κάθε συκοφαντίαν
ἀθῶος σὰν περιστερά, δὲν ἔκανε ἁμαρτία.
Γράμμα ἀπὸ τὸ Κάϊρο λαμβάνουν στὴν Ἀθήνα,
ἀπὸ ἐννιακόσιους χριστιανοὺς στὰ κείμενα ἐκεῖνα.
Ἔγραφαν ὅτι ἔκλαιγαν ποὺ ἔχασαν τὸν ἄνδρα,
ποὺ Ἱεράρχην Ἅγιον εἶχεν ἡ Ἀλεξάνδρεια.
Τέσσερα χρόνια ἔμενε καθημερινῶς μαζί τους,
καὶ τώρα ποὺ τοὺς ἔφυγε, λυπόταν ἡ ψυχή τους.
Ὁ Ἅγιος πληρώθηκε γιὰ τὴν ὑπομονή του,
τ᾿ ἄλλαξε ὅλα ὁ Θεός γιατὶ ἤτανε μαζί του.
Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα ἔστειλαν τὸ γράμμα στὴ Χαλκίδα,
ἀπελπισία ἔσβησε καὶ ἦρθε ἡ ἐλπίδα.
Κατάλαβαν οἱ χριστιανοὶ γιὰ τὴ συκοφαντία,
τὴν ἑπομένη Κυριακὴ γεμίζει ἡ ἐκκλησία.
Ἀκοῦνε θεῖο κήρυγμα, τοῦ δίνουν τὴν καρδιά τους
διότι μὲ ὑπομονὴ κέρδισε τὰς ψυχᾶς τους.
Δυόμισι χρόνια ἔμεινε δεσπότης στὰ Χαλκίδα
τοὺς ἔδινε παρηγοριὰ καὶ στὸ Θεὸ ἐλπίδα.
Κατόπιν τὸν μετέθεσαν κάτω στὴ Λακωνία,
νὰ τὸν κρατήσουν θέλησαν, τὸ εἴχανε μανία.
Κατόπιν τὸν μετέθεσαν καὶ πῆγε στὴ Λαμία
καὶ ἐξυπηρέτησε καὶ ἐκεῖ πάντα τὴν Ἐκκλησία.
* * *
Ἦρθε ἕνα τηλεγράφημα καὶ στὴν Ἀθήνα πάει,
πὼς ἡ Ριζάρειος σχολὴ διευθυντὴ ζητάει.
Ἐκεῖ ἐδιορίστηκε, εἶχε χαρὰ μεγάλη,
θαύμαζε κληρικοὺς καλοὺς καὶ ἄρχισε τὴν πάλη.
«Ἦταν ἀθῶος στὴν ψυχή,
πάντοτε σὰν μικρὸ παιδί»...
Δὲν ἐπονηρευότανε κακὸ εἰς τὸ μυαλό του,
νόμιζε ὅλους ἀγαθοὺς ὡσὰν τὸν ἑαυτό του.
Σὰν ἀτακτοῦσε μαθητής, δὲν τὸν ἐτιμωροῦσε,
στὸν ἑαυτό του ἔβαζε νηστεία καὶ πεινοῦσε.
Σὰν ἔβλεπε ὁ μαθητὴς διευθυντοῦ νηστεία,
ἀμέσως διορθώνετο ἀπὸ τὴν ἀταξία.
Μὲ φλογερὰ κηρύγματα πολλοὺς ἐξομολογοῦσε,
Ἀθήνα καὶ στὸν Πειραιᾶ ἀνθρώπους κατηχοῦσε.
Τὴ νύκτα προσευχότανε καὶ ἔγραφε βιβλία
ἀπ᾿ τὰ πολλὰ ποὺ ἔγραφε καὶ ἡ «Χριστολογία».
Ἦταν πολὺ πονόψυχος στὴν ἐλεημοσύνη
καὶ ἐλεοῦσε τοὺς πτωχοὺς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Ἐπούλησε φανέλλες του ποὺ τοὔχανε χαρίσει
καὶ ἔδωσε τὰ χρήματα σὲ ἕνα πτωχὸ νὰ ζήσῃ.
Στ᾿ Ἅγιον Ὄρος βάδισε ἕνα του καλοκαίρι
ὅλες Μονὲς προσκύνησε καὶ ὅλα τ᾿ Ἅγια μέρη.
* * *
Μὲ τὶς οἰκονομίες του ποὺ τὸ εἶχε ὡς μεράκι
ἀγόρασε στὴν Αἴγινα ἕνα μοναστηράκι.
Τὸ μοναστήρι ἔγινε κατόπιν γυναικεῖο,
αὐτοῦ παρθένες μόνασαν γιὰ ὅλο τους τὸ βίο.
Σὰν πρωτοπῆγε ὁ Ἅγιος στὴν Αἴγινα μιὰ ἡμέρα,
ἔγινε ἕνα παράδοξο εἰς τὸ νησὶ ἐκεῖ πέρα.
Ἕνας εἶχε δαιμόνιο καὶ τὸν ἐλέγαν Σπύρο
τὸν ἄκουγαν οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονταν τριγύρω.
Τὸ εἶπαν εἰς τὸν Ἅγιον, τὸν εἶδε ξαπλωμένο,
ἐσταύρωσε τὸ στόμα του νέο δαιμονισμένο.
Ἐβγῆκε τὸ δαιμόνιο ἀπὸ τὸ παλληκάρι,
τὸν Ἅγιο εὐχαρίστησε ποὺ τοῦ ῾κανε τὴ χάρη.
Τὸ θαῦμα ἔγινε γνωστὸ σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότη,
καὶ ἐφιλοῦσαν μὲ χαρὰ τὸ χέρι τοῦ Δεσπότη.
Καὶ ἀνομβρία ἔγινε εἰς τὸ νησὶ Αἰγίνης
ὑπέφεραν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Τὸ εἴπανε στὸν Ἅγιο παράκληση νὰ κάνῃ,
καὶ ἐκεῖνος τὴν ὑπόθεση ὅλη ἀναλαμβάνει.
Τοὺς εἶπε νὰ νηστεύσουνε, στὴν ἐκκλησία νὰ ῾ρθοῦνε,
ὅλοι νὰ κοινωνήσουνε καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦνε.
Ἔκαναν τὴν παράκληση καὶ ἡ βροχὴ ἀρχίζει,
ἐζήτησαν διακοπὴ μὰ ἐκείνη συνεχίζει.
Παρακαλοῦν τὸν Ἅγιο βροχὴ νὰ σταματήσῃ,
περιμένουν ἀπὸ αὐτὸν τί θὰ τοὺς ἀπαντήσῃ.
Παιδιά μου λέγει, ὁ Θεὸς καλύτερα γνωρίζει,
εἶναι δικό του θέλημα, αὐτὸς ἀποφασίζει.
Σὲ λίγο σταματᾶ ἡ βροχή, σπείρανε τὰ χωράφια,
τὶς ἀποθῆκες γέμισαν καρποὺς μὰ καὶ τὰ ράφια.
Λόγω ὑγείας στὴ σχολὴ παραίτησή του δίνει,
πηγαίνει εἰς τὴν Αἴγινα εἰς τὴ Μονὴν νὰ μείνῃ.
* * *
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στὴν Αἴγινα ὁποὺ πάει
δύο Ἁγίους συναντεῖ, τὸν ἕνα τὸν ρωτάει.
-Ποιὸς εἶναι, Διονύσιε, αὐτὸς ὁ στρατιώτης,
-Εἶναι ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, τοῦ ἁπαντᾷ ἐν πρώτοις.
Μένει καὶ αὐτὸς ἐδῶ κοντά, εἰς τὸ νησὶ ἐπάνω,
γιὰ νὰ ἀνεβῇ ἐκεῖ ψηλά, θέλει ἀεροπλάνο.
Ξεκίνησε ὁ Ἅγιος, μὲ μοναχὲς πηγαίνει,
περνοῦν λαγκάδια καὶ βουνὰ στὸ τέλος πιὰ προβαίνει.
Ἕνα ἐκκλησάκι ἐρημικὸ καὶ κάνει προφητεία,
πὼς θὰ γενεῖ στὸν τόπο αὐτό, Μονὴ καὶ γυναικεία.
Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἔγινε μεγάλο μοναστήρι
ἡ προφητεία ἀλήθευσε γίνεται πανηγύρι.
* * *
Στὸ μοναστήρι ὁ Ἅγιος ἔκανε τὸν τσαγκάρη
καὶ τὶς παντόφλες ἕραβε ὕπνος νὰ μὴν τὸν πάρῃ.
Οἱ μοναχὲς ἡσύχαζαν καὶ αὐτὸς ὅλο ἀγρυπνοῦσε,
τὰ ἀποχωρητήρια κι αὐλὲς μόνος τακτοποιοῦσε.
Τοὺς κήπους καὶ τὰ κτήματα αὐτὸς καλλιεργοῦσε,
ἐκουβαλοῦσε καὶ νερό, ὅλον ὁδοιποροῦσε.
* * *
Λογγοβαρδίτης Ἅγιος Φιλόθεος Ζερβᾶκος,
στὸ μοναστήρι βρέθηκε μεσημεριοῦ στὸ βάθος.
Βλέπει ἕναν καλόγερο ἔξω στὸ μοναστήρι,
μὲ τὸ καρότσι ἔβγαζε μπάζα μὲς τὸ λιοπύρι.
Τοῦ λέγει ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ ἴδῃ τὸν Δεσπότη,
τοῦ λέγει τὸν εἰδοποιῶ, τὸν βλέπετε κατόπιν.
Πάει ἀλλάζει φορεσιὰ καὶ ἔρχεται ἐμπρός του
ὅπου σε ὅλη τὴ ζωὴ ἦταν πνευματικός του.
Χάρισμα προορατικὸ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν Χάρι,
ἔλεγε τί θὰ τοῦ συμβεῖ σὲ αὐτὸ τὸ παλληκάρι.
Καὶ πάλι συμβουλεύει ἐδῶ, πνευματικὸ παιδί του
Ζερβᾶκο τὸ Φιλόθεο νὰ ἀκούσῃ προσταγή του.
Ὅταν ἐξομολογήθηκε στὴν Αἴγινα ποὺ πῆγε
νέον θεοφοβούμενο ὁ Ἅγιος τὸν εἶδε.
Τὸν ἐρωτᾷ ὁ Ἅγιος νὰ πῇ τὰ σχέδιά του
καὶ ὁ πατὴρ Φιλόθεος ἄνοιξε τὴν καρδιά του.
Τοῦ εἶπε τὸ στρατιωτικὸ ὅταν θὰ τελειώσῃ
στὸ Ἅγιον Ὄρος θὰ διαβῇ ψυχή του γιὰ νὰ σώσῃ.
Καὶ τοῦ ἁπαντᾷ ὁ Ἅγιος· ἐσὺ θὰ πᾶς στὴν Πάρο
στῆς Λογγοβάρδας τὴ Μονὴ καὶ μὴ φοβᾶσαι χάρο.
Τὸν ἄκουσε τὸν Ἅγιο μὰ στὴ Θεσσαλονίκη,
αἰχμάλωτο τὸν πιάσανε, εἰς τὸν πασᾶ ἀνήκει.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος κάνει ἀμέσως θαῦμα
καὶ τὸν ἀπελευθέρωσε στοὺς Τούρκους ἐν τῷ ἅμα.
Καὶ τότε ἐνθυμήθηκε τὰ λόγια του Ἁγίου,
ὅτι στὴν Πάρο θὰ βρεθεῖ ἐκεῖ μοναστηρίου.
Ἔγινε ἐκεῖ ἡγούμενος σὲ ὅλη τὴ ζωή του
εἶναι καὶ ἐκεῖνος ἅγιος, νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του.
* * *
Τώρα ἂς ἐπιστρέψουμε στὸ βίο τοῦ Ἁγίου
εἶναι πολὺ θεάρεστός του Ἁγίου Νεκταρίου.
Στὸν Ἅγιο Νεκτάριο τί νὰ πρωτοθαυμάσῃ
ποιὸς εἶναι ἄξιος ἀπὸ ἐμᾶς νὰ τὸν ἐγκωμιάσῃ.
Ὁ Ἅγιος συνέγραψε θρησκευτικὰ βιβλία
τὸν Πάπα καταδίκασε ποὺ ἤθελε τὰ πρωτεῖα.
Εἶναι τριάντα τέσσερα βιβλία στὸ μοναστήρι,
τὰ μελετοῦν οἱ χριστιανοί, παίρνουν ἀνθέων γύρι.
* * *
Μὰ κι ἄλλο προορατικὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
σὲ παντρεμένη ἔλεγε πὼς μοναχὴ θὰ γίνῃ.
Πέρασαν χρόνια ἀρκετά, ὁ σύζυγος ἐκοιμήθη
καὶ τότε χήρα ἡ γυνὴ καλογριὰ ἐντύθη.
Ἦταν λιτὸς στὸ φαγητό, ἀλλὰ στὴν προσευχή του
διανυκτέρευε πολλὲς φορὲς εἰς τὴν ζωή του.
Στὸ δάσος προσευχότανε, κρυφὰ παιδάκι πάει
στὸ σύννεφο τὸν ἔβλεπε στὴ γῆ νὰ μὴν πατάῃ.
Τὸ ἀντελήφθη ὁ Ἅγιος, τοῦ ἔβαλε κανόνα
τὸ θαῦμα αὐτὸ νὰ μὴν τὸ πῇ ποτὲ εἰς τὸν αἰώνα.
Οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι ἐπήγαιναν κοντά του
γινόταν κήρυκες θερμοὶ μὲ τὰ κηρύγματά του.
* * *
Τὸν συκοφάντησαν πολύ, μὲ τὴν ὑπομονή του
ἔχαιρε γιατὶ ἤτανε ὁλόφωτη ἡ ψυχή του.
Δὲν ἤθελαν στὴν Αἴγινα νὰ χτίσῃ μοναστήρι
σ᾿ αὐτὴ ὅμως τὴν περίστασι δὲν ἔκανε χατίρι.
Ἅγιον Ὄρος ἔλεγε στὴν Αἴγινα θὰ γίνῃ,
καὶ τόπος τῶν μοναζουσῶν πάντα θὰ παραμείνῃ.
Ἕνας ἀρχιεπίσκοπος τοῦ ἦταν ἐναντίον
ἦταν οἰκτρὸ τὸ τέλος του στὸν πονηρό του βίο.
Νεκρὸ τὸν βρῆκαν ἕνα πρωὶ κάτω ἀπ᾿ τὸ κρεβάτι
τὴ γλώσσα ἔξω ἀπ᾿ τὸ στόμα του, ἤθελε νὰ πεῖ κάτι.
Ἔκανε θαῦμα ὁ Θεὸς γιατὶ μὲ αὐτὴ τὴ γλώσσα
στὴν Ἱερὰ Παράδοσι ἔριχνε ὅλο τόξα.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος πίκρες πολλὲς καὶ θλίψεις
τὸν πότιζαν οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν ἀντιλήψεις.
Ὑποκριτὴ τὸν ἔλεγαν ὄργανα τοῦ διαβόλου,
μὰ εἶχε τὴν ὑπομονὴ δὲν θύμωνε καθόλου.
Καὶ γιὰ ἀνηθικότητες τοῦ ἔλεγαν ἕνα βράδυ,
ὅτι γεννᾶ νόθα παιδιὰ καὶ ρίχνει στὸ πηγάδι.
Γυναίκα τὸν κατήγγειλε εἰς τὸν εἰσαγγελέα,
ὅτι κρατᾶ τὴν κόρη της καὶ κάνουνε παρέα.
Πηγαίνει εἰς τὴν Αἴγινα πολὺ ἀγριεμένος,
μὲ δύο χωροφύλακες ἦταν ἀσφαλισμένος.
Ἐμίλησε στὸν Ἅγιο μὲ πιὸ χυδαῖο τρόπο,
τὸν ἐφοβέρισε πολὺ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Τὸν πιάνει ἀπὸ τὸ ράσο του, ἀκόμα καὶ τὰ γένια,
ἦταν ἀναιδέστατος, μὲ ἤθη τιποτένια.
Τὸν ἄκουγε ὁ Ἅγιος καὶ δὲν τοῦ βγάζει λέξη,
τὸ χέρι του ἔδειχνε ψηλὰ Θεὸς θὰ τὸν ἐλέγξῃ.
Ἀλλὰ στὸν ἀσεβέστατο τώρα εἰσαγγελέα,
δίνει ὁ Θεὸς τὸ ράπισμα νὰ κρίνει πιὸ ὡραία.
Σὲ μία ἑβδομάδα ἀρρώστησε, ξεράθηκε τὸ χέρι,
τὸν Ἅγιο ποὺ κούναγε, δίκαια ὑποφέρει.
Τότε τὸ συναιστάνθηκε ὁποὺ ἦταν σ᾿ αὐτὴ τὴ θέση
καὶ ζήτησε τὸν Ἅγιο νὰ τοῦ τὸ συγχωρέσῃ.
Πῆγαν μὲ τὴ γυναίκα του στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου
ἐζήτησαν συγχώρεση τ᾿ Ἁγίου Νεκταρίου.
Ἤτανε ἀνεξίκακος τὸν ἔβλεπε μπροστά του
καὶ τότε τὸν συνεχώρησε μὲ ὅλη τὴν καρδιά του.
Μετὰ δυὸ χρόνια οἱ γιατροὶ τὸ χέρι εἰσαγγελέα
τὸ κόψανε ποὺ ἦταν ξερό, δὲν φέρθηκε ὡραία.
Τὸ μοναστήρι ἐπρόκοψε καὶ ὅλη ἡ ἀδελφότης
καὶ ἔβρισκε ἀνάπαυσιν ἐκεῖ ἡ ἀνθρωπότης.
Δώδεκα χρόνια ἔζησε ἐκεῖ στὸ μοναστήρι,
τοὺς χριστιανοὺς συμβούλευε, δὲν χάλαγε χατίρι.
* * *
Ἦταν ὅμως θέλημα Θεοῦ νὰ κοιμηθῇ καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ εἶναι τοῦ αἰώνα μας ὁ μυρωμένος κρίνος.
Τὸ χίλια ἐννιακόσια εἴκοσι προσβλήθη ἀπὸ προστάτη,
αὐτὸς ποὺ ἐθεράπευσε χριστιανῶν τὰ πάθη.
Ὑπέφερε πόνους φρικτοὺς περίπου ἕνα χρόνο,
στὸν κόσμο δὲν τὸ ἔλεγε, τὸ ἤξερε ὁ ἴδιος μόνο.
Θλίψεις πολλὲς ὑπέφερε, ψυχή του ἡ ἁγία,
δικαίως κληρονόμησε Χριστοῦ τὴν βασιλεία.
Στὸ τέλος προαισθάνθηκε ὁ ἴδιος τὸν θάνατό του,
προσεύχεται εἰς τὸν Θεόν, χέρια ὑψωμένα ἐμπρός του.
Λέγει σὲ μία μοναχή, τὴν λέγαν Νεκταρία,
πῶς πάει γιὰ τοὺς οὐρανοὺς σὲ νέα κατοικία.
Ἐμεῖς τί θὰ ἀπογίνουμε, τοῦ ἁπαντᾷ ἐκείνη,
νὰ ἔχετε ἐλπίδα στὸ Θεό, ποτὲ δὲν σᾶς ἀφήνει.
Γίνονται οἱ πόνοι ἀφόρητοι, τὸν πάνε στὴν Ἀθήνα,
μπαίνει στὸ Ἀρεταίειο, γνωστὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα.
Τότε ἕνας ὑπάλληλος τοῦ πῆρε τὰ στοιχεῖα,
τὸν νόμιζε γιὰ μοναχὸ εἰς τὴν ἐνδυμασία.
Τοῦ ἁπαντᾷ ἡ μοναχὴ ὅτι εἶναι αὐτὸς Δεσπότης
εἶναι ὁ Πενταπόλεως, τὸν ξέρει ἡ ἀνθρωπότης.
Οὔτε χρυσὸ ἐγκόλπιο, οὔτε τὰ χρήματά του,
ἐζήτησε ὁ ὑπάλληλος, ποὺ ἤτανε κοντά του.
Ἀφοῦ δὲν εἶχε χρήματα, πῆγε μὲ τοὺς ἀπόρους,
καὶ μὲ τοὺς μελλοθάνατους, γλίτωνε τοὺς φόρους.
Δύο μῆνες ἔζησε ἐκεῖ, ἀλλὰ φρικτὰ πονοῦσε,
εἶχε πολλὴ ὑπομονή, δὲν τὰ ὁμολογοῦσε.
Γαλήνιος προσεύχεται, εἰς τὸν Θεὸ καὶ πάλι
παρέδωσε τὸ πνεῦμα του, γυρνώντας τὸ κεφάλι.
Χίλια ἐννιακόσια εἴκοσι, ἐννέα Νοεμβρίου,
πῆγε ἡ Ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Κυρίου.
Πρὶν κοιμηθῇ μετέλαβε Ἁγία Κοινωνία,
καὶ ἕτοιμος ἀναχώρησε στὴν Ἄνω Βασιλεία.
Τὸν ἄλλαξαν οἱ ἀδελφές, τοῦ ἄλλαξαν φανέλα
σ᾿ ἄλλο κρεβάτι ἔριξαν ποὺ ἦταν χαμωκέλα.
Παράλυτος καθότανε σὲ ἐκεῖνο τὸ κρεβάτι,
καὶ ἀμέσως θαῦμα ἔγινε κι ὁ ἄνθρωπος ὑγειάνθη.
Σηκώθηκε, περπάτησε καὶ τὸν Θεὸ δοξάζει,
ποὺ κάνει τοὺς ἄρρωστους καλά, αὐτὸς ἐξουσιάζει.
Μοσχοβολᾶ ὡς τώρα ὁ θάλαμος ποὺ ὁ Ἅγιος ἐκοιμήθη,
τὸν θάλαμο ὀνόμασαν ὡς τοῦ Ἁγίου σπίτι.
* * *
Τὸ σκήνωμά του ἔφεραν στὴν Αἴγινα καὶ πάλι
καὶ ἡ κηδεία ἔγινε μὲ εὐλάβεια μεγάλη.
Τὸ Ἅγιό του λείψανο ἔβγαζε εὐωδία,
στὸ πλοῖο ποὺ ταξίδευε ἔδινε εὐλογία.
Στὴν Αἴγινα ὁποὺ ἔφτασαν, χτυποῦσαν οἱ καμπάνες,
καὶ κλαίγανε λυπητερά, νέοι, παιδιὰ καὶ μάνες.
Τὸ φέρετρο τὸ σήκωσαν ὅλοι πεζοπορίᾳ
νέοι καὶ ἄνδρες καὶ παιδιὰ νὰ πάρουν εὐλογία.
Τὴ νύκτα μέσα στὸ ναὸ ψάλλουν ἀκολουθία,
τὸ μέτωπό του ἵδρωνε κι ἔβγαζε εὐωδία.
Τὸν ἔθαψαν στὸ τάφο του, ὁποὺ εἶχε ἑτοιμασμένο,
μία καλογραία μοναχή, πεῦκο εἶχε φυτευμένο.
Στὸν τάφο ποὺ τὸν ἔθαψαν πέρασαν πέντε μῆνες
κενὸ μνημεῖο ἔφτιαξαν οἱ μοναχὲς ἐκεῖνες.
Ἡ ἡγουμένη νόμιζε τὸ σῶμα θὰ βρομάῃ
καὶ εἶναι ὅπως τὸ ἔθαψαν, πάντα μοσχοβολάει.
Ἦρθε ἀρχιεπίσκοπος τοῦ κάναν νεκροψία
τὸ σῶμα ἦν ἀνέπαφο, εἶχε ζωὴ ἁγία.
Μία μοναχὴ εἶδε ὅραμα ἐντὸς νοσοκομείου
παλάτι εἰς τὸν οὐρανὸ τ᾿ Ἁγίου Νεκταρίου.
Μὲ χρόνια διαλύθηκε τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου
διασκορπίστηκε παντοῦ πρὸς δόξα τοῦ Κυρίου.
Καθῆκον ἐξετέλεσα εἶπε σὲ μία κυρία
καὶ τὸν Θεό μου συναντῶ στὴν Ἄνω Βασιλεία.
Τοῦ ἔχουνε κτίσει ἐκκλησίες μετὰ τὸ θάνατό του
σὲ ὅλους κάνει θαύματα τ᾿ Ἅγιο λείψανό του.
* * *
Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀποροῦν καὶ ἔχουν δυσπιστία
πῶς ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε χάρη καὶ εὐλογία.
Καὶ ἔρχεται ὁ Ἅγιος καὶ τοὺς καθησυχάζει
τοὺς εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς ὅλους τοὺς δοκιμάζει.
Τοὺς εἶπε τὴν ὑπομονὴ καὶ ἀνεξικακία
ἔτσι τὰ ζύγισε ὁ Θεὸς καὶ πῆρε τὴν ἀξία.
Κατόπιν ἀνακήρυξης ἐκ τοῦ Πατριαρχείου
θεσπίζεται Συνοδικὴ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου.
Συρρέουν εἰς τὴν Αἴγινα πιστοὶ καὶ προσκυνοῦνε
ἀκόμη καὶ στὸν τάφο τοῦ τὸν κρότο τὸν ἀκοῦνε.
* * * * *
ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
Εἶναι πολλὰ τὰ θαύματα τ᾿ Ἁγίου Νεκταρίου
ποὺ κάνει καθημερινῶς μὲ Χάριν τοῦ Κυρίου.
Δύο ἱεροκήρυκες θαύματα πεντακόσια,
γράφουνε στὰ βιβλία τους δίχως νὰ πάρουν γρόσια.
Γιὰ ὅλες τὶς ἀσθένειες εἶναι γιατρὸς μεγάλος,
ἔχει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅσο κανένας ἄλλος.
Δίνει παιδιὰ σὲ ἄτεκνες χρόνια πολλὰ μητέρες,
σὰν βλέπει πίστι στὸ Θεὸ τὶς πονηρὲς ἡμέρες.
*
Σὲ ἄπιστο χωροφύλακα Ἅγιος εἶχε μιλήσει,
γιὰ νὰ ἐξομολογηθῇ μὰ καὶ νὰ κοινωνήσῃ.
Αὐτὸς ὅμως δὲν πίστευε καὶ μὲ κανένα τρόπο
κατόπιν τὸν μετέθεσαν ἐπῆγε σὲ ἄλλο τόπο.
Δώδεκα χρόνια πέρασαν, ῾ς Αἰγίνης τὸ λιμάνι,
συνάντησε τὸν Ἅγιο, παρὰ ποὖχε πεθάνει.
Καὶ πάλι τὸν συνέστησε γιὰ νὰ μετανοήσῃ,
στὸ καφενεῖο τοῦ χωριοῦ ἐπῆγε νὰ καθίσῃ.
Εὐρῆκε γνώριμους πολλούς, συζήτηση τοὺς πιάνει,
πῶς βρῆκε τὸν ἡγούμενο ποὺ ἦταν στὸ λιμάνι.
Πῶς λένε τὸν ἡγούμενο, Νεκτάριο, τὸν λένε,
σὰν τ᾿ ἄκουσαν οἱ ἄνθρωποι κοντεύανε νὰ κλαῖνε.
Τοῦ εἶπαν τοῦ χωροφύλακα, αὐτὸς ἔχει πεθάνει
πρὸ τρία χρόνια ἀκριβῶς, ὁποὺ εἶδες στὸ λιμάνι.
Τότε συγκινηθήκανε, μὰ πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅλοι,
ἦταν ὁ χωροφύλακας ποὺ ἦρθε μὲς στὴν πόλη.
Φεύγει ὁ χωροφύλακας, πάει στὸ μοναστήρι,
προσκύνησε μὲ σεβασμὸ καὶ εἶχε πανηγύρι.
*
Μία νέα ἀπ᾿ τὸν Πειραιᾶ δαιμόνιο τὴν πιάνει,
στὸν Ἅγιο Νεκτάριο τὴν προσευχή της κάνει.
Ὁ σατανᾶς βασάνιζε νὰ τὴν ταλαιπωρήσῃ,
γιατὶ αὐτὴ εἶχε κατὰ νοῦ καλόγρια νὰ ζήσῃ.
Πολέμησε ὁ σατανᾶς Χριστό μας νὰ νικήσῃ,
νὰ πέθαινε τὸ σῶμα της νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ζήσῃ.
Τὸν Ἅγιο Γεράσιμο τὸν ἔλεγε καψάλη,
τὸν Ἅγιο Νεκτάριο νυχᾶ ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Τὸν Ἅγιο Νεκτάριο φοβότανε μὲ τρόμο
ποὺ πήγαινε στὸν οὐρανὸ τὸν ρώτησαν στὸ δρόμο.
Τί Χάρι θὲς Νεκτάριε, λέγει ἡ Ἁγία Τριάδα,
νὰ διώχνω τὰ δαιμόνια, νὰ φεύγουν στὴν ἀράδα.
Καὶ λέγει τὸ δαιμόνιο ἔλαβα αὐτὴ τὴ χάρι
τῶν παρθενώνα ἔκτισε, τῆς Αἴγινας καμάρι.
Ὁ Ἅγιος ἐσταύρωσε ἀμέσως τὴ κοπέλα,
καὶ ἀμέσως φεύγει ὁ σατανᾶς ποὺ πρῶτα εἶχε τρέλα.
Ἔγινε τότε μοναχὴ καὶ πέρναγε ὡραία,
μὲς τὴν Μονὴ τὴν εἴχανε ἐτότε γραμματέα.
Ὤ! Ἅγιε Νεκτάριε, ὅλους ἐμᾶς λυπήσου,
προσεύχου γιὰ τοὺς χριστιανοὺς νά ῾χωμε τὴν εὐχή σου.
Στὸν ταπεινὸ καὶ εὐτελῆ ποὺ γράφει αὐτὴ ἡ πένα
εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς προσεύχου καὶ γιὰ μένα.
Ἀμήν.
www.nektarios.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου