ΜΕΡΟΣ Ε’
Ο Στάρετς Θεόφιλος και η σόμπα του
Η σόμπα του μακαρίου Θεοφίλου έκαιγε χειμώνα-καλοκαίρι ή πιο σωστά, δεν έκαιγε, άλλα κάπνιζε. Καθώς έβαζε σ' αυτήν μεγάλα, απελέκητα κούτσουρα, αναγκαζόταν να την ξανανάψη αρκετές φορές. Όπως είναι φυσικό, με τέτοια θέρμανσι και ιδιαίτερα τον χειμώνα το κελλί δεν μπορούσε να ζεσταθή, και το νερό του κελλιού πάγωνε συχνά. Ο Στάρετς όμως δεν έδινε την παραμικρή σημασία γι' αυτό. Φορούσε ένα επανωφόρι από προβιά και τις τσόχινες μπότες του και βυθιζόταν στην προσευχή. Έτσι το πνεύμα του έμενε ψηλά, πάνω απ’ όλες τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του λιπόσαρκου κορμιού του.
Ένα καλοκαίρι, όταν ο Στάρετς βρισκόταν στο ερημητήριο του Κιτάγιεφ και έμενε σε μία ξύλινη καλύβα, ο ηγούμενος του έστειλε τεχνίτες, για να επιδιορθώσουν την παμπάλαια κτιστή σόμπα του κελλιού του. Ο Θεόφιλος όμως δωροδόκησε τους τεχνίτες για να μην την αγγίξουν καθόλου. Ο προϊστάμενος του ερημητηρίου, Ιερομόναχος Ιώβ, ωργίσθηκε τόσο πολύ, ώστε πήρε με τα ίδια του τα χέρια το μπουρί της σόμπας του Στάρετς και τον ίδιο τον μετέφερε σ' ένα κοντινό πέτρινο κτίριο, για να τον παρακολουθή πιο στενά.
Τότε ο μακάριος, ασκώντας την σαλότητά του, κάλεσε αμέσως δικούς του εργάτες και τους διέταξε να γκρεμίσουν την σόμπα του και να την ξαναχτίσουν όπως ήθελε ο ίδιος, τον σταμάτησαν όμως εγκαίρως.
Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, μετά το τέλος του εσπερινού, ο Στάρετς αψηφώντας την αυστηρή απαγόρευσι του ηγουμένου, αποφάσισε να ανάψη την σόμπα του. Αφού έβαλε επάνω της την πήλινη χύτρα βγήκε στο δάσος και την άφησε αφύλακτη. Κατά την απουσία του, η φωτιά μεταδόθηκε στο ξύλινο πάτωμα, το οποίο άρχισε να καίγεται και να βγάζη πολύ καπνό. Οι αδελφοί έτρεξαν και με πολλή δυσκολία έσβησαν την φωτιά. Ο υπεύθυνος της ζημιάς άργησε να βρεθή, όταν όμως επέστρεψε άρχισε να τους παρηγορή όλους: «Μη θλίβεστε για κάτι που δεν έγινε», έλεγε. «Καλύτερα ας δοξάσουμε τον Κύριο για το έλεός Του, διότι είναι θαυμαστά τα έργα Του προς χάριν των ανθρώπων».
Η τροφή του Στάρετς
Ο Στάρετς έπαιρνε το φαγητό του από την τράπεζα των αδελφών και συνήθως τα ανακάτευε όλα μαζί σε ένα πιάτο —μπορς , χυλό. ραδίκια και κβας — χωρίς να νοιάζεται αν υπήρχαν μαζί και γλυκά και πικρά.
«Το ίδιο συμβαίνει και στη ζωή», έλεγε σ' όποιον έμενε έκπληκτος με την παραξενιά του. Το πικρό, το ξινό και το αλμυρό ανακατεύονται με το γλυκύ και όλα αυτά πρέπει να τα χωνέψουμε.
Το φαγητό όμως που προσέφερε ο μακάριος στους ξένους και τους φτωχούς το άφηνε όπως το έπαιρνε από την τράπεζα. Για τον εαυτό του μαγείρευε μερικές φορές ζυμαρικά, χυλό από σιμιγδάλι ή ακόμη και φιδέ. Δεν χρησιμοποιούσε όμως αλάτι και λάδι και έτσι είχαν πολύ αηδιαστική γεύσι.
Γενικά, ο Θεόφιλος έτρωγε πολύ λίγο. Την Τετάρτη και την Παρασκευή δεν δοκίμαζε τίποτε άλλο εκτός από μισό φλυτζανάκι μέλι, αραιωμένο με κρύο νερό και πάγο. Αυτό επίσης ήταν το φαγητό του για το Σάββατο και την Κυριακή της πρώτης εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και το Μεγάλο Σάββατο. Τις υπόλοιπες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος δεν έβαζε στο στόμα του ούτε νερό. Ο Στάρετς δεν έπινε τσάι· αντί γι' αυτό έβραζε δύο φλυτζάνια δυόσμο, αλλά έπινε πάντα το μισό από κάθε φλυτζάνι. Το υπόλοιπο το έχυνε σε πήλινες κούπες και το προσέφερε στους ξένους. Ο μακάριος δεν έτρωγε το θρεπτικό μαύρο ψωμί αλλά μόνο το άσπρο ή το σικαλίσιο, διάλεγε δε μόνο λίγη ψίχα.
Η τροφή των πουλιών
Εκτός όμως απ’ όλες αυτές τις συνήθειες και τις παραξενιές, ο μακάριος είχε ακόμη ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: την αγάπη και τη συμπόνοια για τα ζώα και τα πουλιά.
Από τον φράχτη του ερημητηρίου του Κιτάγιεφ ως την άκρη της στέρνας του μοναστηριού απλωνόταν ένα μικρό ξέφωτο. Επειδή κανείς δεν το χρησιμοποιούσε, ο Θεόφιλος προσέλαβε έναν γεωργό και του ζήτησε να οργώση την γη και να σπείρη καναβούρι.
«Τι σου χρειάζεται το καναβούρι, πατερούλη;»
«Τα πετεινά του ουρανού θα έρχωνται και θα τρώνε».
Ο γεωργός έκανε ό,τι του ζητήθηκε. Το καναβούρι μεγάλωσε και ολόκληρα σμήνη πουλιών έρχονταν εκεί για να φάνε και να φτιάξουν φωλιές.
Τα ποντίκια και ο «ηγούμενος»
Κάποτε, επειδή στο κελλί του Στάρετς βρίσκονταν διάφορες προμήθειες και φαγώσιμα, εισέβαλε ένα πλήθος ποντικών. Ο Θεόφιλος, όταν έχασε πια την υπομονή του από τις νυκτερινές επιδρομές τους, αποφάσισε να βάλη ένα τέλος. Κάλεσε ένα νεαρό αναγνώστη και του είπε:
«Πιάσε μου τον ηγούμενο. Πιάσ' τον κι εγώ θα σού δώσω λεφτά να πάρης τσουρέκι».
«Μα πώς θα γίνη αυτό, αφού συνέχεια κάθεται μέσα στο κελλί του; Για δοκίμασε να πλησίασης! Θα τις αρπάξης από τη μαγκούρα του και θα το θυμάσαι σ' όλη σου τη ζωή», απάντησε ο νεαρός χαμογελώντας. Νόμιζε ότι ο Θεόφιλος εννοούσε τον ηγούμενο Ιώβ.
«Όχι αυτόν τον ηγούμενο, ανόητε».
«Μα ποιον, πατερούλη;»
«Αυτόν που πιάνει τα ποντίκια. Κοίτα μόνο να πιάσης κανένα αδέσποτο γάτο, γιατί αυτός θα είναι αποδοτικός στη δουλειά του. Ένας σπιτόγατος όλη την ώρα θα κοιμάται μπροστά στη σόμπα».
Σύντομα εγκαταστάθηκε στο κελλί ένας γάτος και τα ποντίκια εξαφανίστηκαν.
Ο κόκκορας, η κότα και ο Νικηφόρος.
Μόλις όμως ησύχασε από το κοπάδι των ποντικών, άρχισαν να τον ενοχλούν κατσαρίδες και σκαθάρια. Τότε ο μακάριος κάλεσε τον υποτακτικό του και του είπε:
«Να, πάρε χρήματα και αγόρασε μου μία μικρή κότα».
Ο Ιβάν πήγε στο χωριό και αντί για κότα αγόρασε ένα πετεινάρι. Το πετεινάρι τριγυρνούσε μέσα στο κελλί κουνώντας το κόκκινο λειρί του και τσιμπούσε έντομα στις γωνίες. Κατά το πρωί όμως, όταν ο Στάρετς έπεφτε να κοιμηθή λίγο καταπονημένος από τον ολονύκτιο αγώνα της προσευχής, άρχιζε ξαφνικά να κακαρίζη: «Κικιρίκουου!»
«Α, μα αυτό δεν είναι μοναχική ζωή», είπε τελικά ο Στάρετς. «Πάρ' τον από εδώ! Πάρ' τον! » είπε στον Ιβάν.
«Και που να τον πάω;» ρώτησε εκείνος αγουροξυπνημένος.
«Πήγαινε τον στον δόκιμο Νικηφόρο. Δος του τον εκ μέρους μου».
Ο Ιβάν έκανε υπακοή χωρίς αντιλογίες και πήγε το πετεινάρι στον Νικηφόρο.
Ο δόκιμος Νικηφόρος, πριν να έλθη στο μοναστήρι, ήταν δουλοπάροικος και καμαριέρης του αφέντη του. Επειδή είχε κλίσι για την μοναχική ζωή, παρακάλεσε τον κύριο του να τον αφήση ελεύθερο. Κατόπιν ήλθε στο Κίεβο και μπήκε στην αδελφότητα του ερημητηρίου του Κιτάγιεφ. Ήταν ο τρίτος χρόνος που ζούσε εκεί, αλλά τον τάραζαν ακάθαρτοι λογισμοί και τον ωθούσαν να φύγη από το μοναστήρι. Όταν πήρε το πετεινάρι, ο Νικηφόρος στάθηκε και σκέφθηκε: «Γιατί μου έστειλε ο γέροντας αυτό το πετεινάρι; Ενώ δεν τρώω κρέας, ο κόσμος θα το δη και σίγουρα θα με κατακρίνη». Επειδή όμως ήταν ταπεινός, πήρε το πετεινάρι στο κελλί του. Έτσι, αφού ο Στάρετς έδιωξε το πετεινάρι, το αντικατέστησε με μία μικρή κότα. Μετά από ένα μήνα ο δόκιμος Νικηφόρος ήλθε στον Στάρετς για να τον συμβουλευθή. Ο μακάριος, χωρίς να του πη ούτε μία λέξι, του έδωσε και την κότα.
«Κύριε ελέησον! Γιατί μου το κάνετε αυτό, πατερούλη; Εγώ ούτε με το πετεινάρι δεν τα βγάζω πέρα».
«Πάρ' την, πάρ' την, σου λέω. Έτσι θα έχης ζευγάρι».
Πέρασαν λίγες ήμερες και ξαφνικά ο Νικηφόρος γνωρίστηκε τυχαία με μία όμορφη κοπέλα και την ερωτεύθηκε παράφορα. Έφυγε λοιπόν κρυφά από το μοναστήρι και σύντομα την παντρεύτηκε. Τότε μόνο κατάλαβε τι σήμαινε το πετεινάρι και γιατί του έδωσε ο γέροντας την κότα για ζευγάρι.
Ο υπάκουος ταύρος
Το ερημητήριο του Στάρετς ήταν μακριά από την Λαύρα και την πόλι και γι' αυτό δεν μπορούσε να πηγαίνη εκεί συχνά. Προμηθεύτηκε λοιπόν ένα μαύρο ταύρο, με τον οποίο πήγαινε στην Λαύρα και στη μονή Μπράτσκυ, που ήταν κοντά στην πόλι. Αξίζει όμως να διηγηθούμε πώς ο Στάρετς απέκτησε αυτόν τον ταύρο.
Ο Ιβάν Κατκώφ —ο κρεατέμπορος από το Ποντόλ, ο οποίος είχε φέρει το άλογο στον Θεόφιλο, όταν ήταν στη μονή Μπράτσκυ— ήλθε στον Στάρετς για εξομολόγησι και καθώς μιλούσε για τις υποθέσεις του, ανέφερε ότι είχε αποκτήσει ένα νεαρό ταύρο, που ήταν πολύ άγριος.
«Πατερούλη, αγόρασα έναν ταύρο. Σκεφτόμουν να τον κρατήσω για μένα, μα ούτε που ξέρω τι να κάνω μ' αυτόν. Σαν να τρελλάθηκε εντελώς το ζωντανό, ορμάει σ' όλους με τα κέρατα του. Θέλω να τον σφάξω, μα είναι κρίμα».
«Ε, τότε δώσ' τον σε μένα», είπε ο Στάρετς.
«Σε σας! Κύριε ελέησον! Είναι αδύνατον ακόμη και να τον πλησίαση κανείς. Έχει σακατέψει ήδη πολύ κόσμο».
«Δεν πειράζει. Θα του διδάξουμε την ταπείνωσι».
«Μα πώς εγώ να...»
«Πολύ απλό. Πλησίασέ τον και πες του: "Άκουσε, ταυράκο! Από σήμερα δεν είσαι δικός μου, αλλά του Στάρετς Θεοφίλου. Ετοιμάσου να πας σ' αυτόν"».
Έτσι κι έκανε ο κρεατέμπορος. Μόλις επέστρεψε στο σπίτι του, πλησίασε τον ταύρο και επανέλαβε τα λόγια του Στάρετς. Κι ενώ ο ταύρος ξεφυσούσε άγρια και έσκαβε το χώμα με τις οπλές του, έγινε ήσυχος σαν πρόβατο. Άρχισε να χαϊδεύη ταπεινά και να γλύφη τα χέρια του κυρίου του. Τότε ένας εργάτης πέρασε ένα σχοινί γύρω από τα κέρατά του και το βράδυ ο ταύρος είχε ήδη εγκατασταθή στο ερημητήριο του Κιτάγιεφ κοντά στον Στάρετς Θεόφιλο.
Αφού παρέλαβε ο μακάριος τον ταύρο, έφτιαξε ένα μικρό κάρρο με ένα μικρό σκέπαστρο από καραβόπανο, απλωμένο σε σιδερένιο σκελετό στο πίσω μέρος του κάρου. Ο Στάρετς κατέβαινε στην πόλι επάνω σ' αυτό το κατασκεύασμα. Δεν καθόταν ποτέ στο μπροστινό μέρος του κάρρου, άλλα πάντα στο πίσω με την πλάτη γυρισμένη προς τον ταύρο. Είχε τοποθετήσει ένα μικρό αναλόγιο κάτω από την τέντα και, όσο ταξίδευε, διάβαζε γονατιστός το αγαπημένο του Ψαλτήρι. Το πιο εκπληκτικό όμως είναι τούτο: Ο ταύρος, που δεν είχε ούτε γκέμια ούτε χαλινάρι, παρά μόνο ένα ζυγό, πήγαινε τον κύριό του ακριβώς εκεί που ήθελε —στο Ποντόλ, στη μονή Μπράτσκυ, στη Λαύρα— χωρίς καμμία διαταγή, καθοδήγησι, κέντρισμα ή οτιδήποτε παρόμοιο. Λένε ακόμη ότι ο ταύρος απέφευγε τις πέτρες, τα αυλάκια και τα χαντάκια, για να μην ταρακουνάη τον μακάριο που μελετούσε.
Δεν θα έπρεπε πάντως να μας εκπλήσση το ότι το άλογο αυτό ζώο τον υπάκουε έτσι χωρίς μαστίγιο, ότι ένα άγριο κτήνος έγινε μπροστά του πειθήνιο και ήσυχο σαν αρνάκι. Άλλωστε τα ζώα έγιναν άγρια εξ αιτίας της αγριότητος της ανθρωπίνης φύσεως. Θυμηθείτε την ζωή των προπατόρων μας στον παράδεισο. Όλα τα ζωντανά δημιουργήματα έβλεπαν στο πρόσωπό τους την φωτεινή εικόνα του Θεού και ακόμη και τα πιο άγρια ζώα αισθάνονταν την εξαίσια ευωδιά αυτής της εικόνος και έσκυβαν ταπεινά το κεφάλι μπροστά στον Αδάμ. Όταν ο άνθρωπος έπαυσε να υπακούη στις εντολές του Θεού, αμαυρώθηκε μέσα του η εικόνα του Θεού. Τότε και τα άλογα ζώα έπαυσαν να τον αναγνωρίζουν και να τον υπακούουν. Η ευωδία της εικόνος του Θεού αντι-καταστάθηκε από την δυσωδία των παθών και ο ίδιος ο άνθρωπος εξωμοιώθηκε με τα ανόητα κτήνη. Η ανυπακοή του προς τον Θεό επέσυρε ως τιμωρία την ανυπακοή των ζώων της γης προς αυτόν και ο ίδιος ο άνθρωπος άρχισε να φοβάται εκείνα τα ζώα, τα οποία κάποτε ήταν υποτεταγμένα σ' αυτόν. Αλλά οι άγιοι του Θεού, με την υπακοή τους στις εντολές Του, αποκατέστησαν μέσα τους την εικόνα του Θεού και, καθώς δέχθηκαν τα δώρα της χάριτος του Κυρίου, ακτινοβολούν την πρωτόκτιστη καθαρότητα και λαμπρότητα. Γι' αυτό και τα άγρια ζώα, μόλις αισθανθούν στον άνθρωπο την ευωδία της αρχικής καθαρότητος, αρχίζουν να τον υπακούουν. Πόσα μπορεί να κάνη η αγάπη και η αρετή!
Στην πόλι όλοι γνώριζαν τον μακάριο Στάρετς. Μόλις πρόβαλλε σε κάποιον από τους κεντρικούς δρόμους, οι έμποροι έβγαιναν γρήγορα από τα μαγαζιά τους και φώναζαν: «Έρχεται ο Θεόφιλος! Ο Θεόφιλος!» Κι ο καθένας έσπευδε να ρίξη κάτι μέσα στο κάρρο του —άλλος ένα κομμάτι ύφασμα, άλλος μία φραντζόλα και άλλος ένα μαντήλι ή ένα κουβάρι κλωστή. Ήταν παρατηρημένο πως όποιος προσπαθούσε να δώση στον Στάρετς κάτι από τα εμπορεύματά του, οπωσδήποτε όλη την ήμερα θα είχε μεγάλα κέρδη στη δουλειά του. Ο Στάρετς όμως δεν κρατούσε τίποτε από αυτά για τον εαυτό του. Ό,τι βρισκόταν μέσα στο κάρρο το έδινε στους φτωχούς που συναντούσε στον δρόμο του. Κι αυτοί δεν ήταν λίγοι· έτρεχαν πίσω από τον μακάριο ολόκληρο πλήθος.
Τα σταφύλια του δεσπότη
Διηγούνται πολλά παράξενα περιστατικά που συνέβαιναν καμμιά φορά σ' αυτά τα ταξίδια. Για παράδειγμα, ενώ γνώριζε ότι ο Μητροπολίτης Φιλάρετος δεν τον συμπαθεί, ο Θεόφιλος προσπαθούσε να εξοργίζη ακόμη περισσότερο τον σεβαστό αρχιερέα με την σαλότητά του.
Ένα καλοκαίρι, που ο δεσπότης έμενε για λίγο διάστημα σ' ένα εξοχικό στο Γκολοσέγιεφ, ο Θεόφιλος πήγε εκεί με το κάρρο του και το ωδήγησε μέσα στον κήπο του μητροπολίτη. Ο κηπουρός έμεινε εμβρόντητος.
«Θεός φυλάξοι, πάτερ Θεόφιλε! Για πού τόβαλες;»
Ο μακάριος, χωρίς να δώση την παραμικρή σημασία, αντί να γυρίση πίσω, οδήγησε τον ταύρο ίσια μπροστά και προχώρησε μέσα από ένα δρομάκι, το οποίο είχε δεξιά και αριστερά φυτεμένες κληματαριές και ήταν τόσο στενό, που ούτε ένας πεζός δεν μπορούσε να περάση. Το δρομάκι περνούσε κάτω ακριβώς από το παράθυρο στο οποίο στεκόταν ο Μητροπολίτης Φιλάρετος. Ο επίσκοπος πετάχτηκε εξαγριωμένος έξω στην βεράντα.
«Τι είναι αυτό το αίσχος; Ποιος τόλμησε να αφήση τον Θεόφιλο να μπη στον κήπο; Γιατί ήλθε εδώ; Διώξτε τον αμέσως, θα χαλάση τα σταφύλια μου».
Ο μακάριος, που είχε φθάσει σχεδόν στο τέλος του στενού δρόμου, συναντήθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον επίσκοπο και μόλις άκουσε τα θυμωμένα λόγια του, γύρισε τον ταύρο ήρεμα προς τα πίσω.
«Αφού δεν σας αρέσει, τότε δεν χρειάζεται».
Και αντί να βγη από τον κήπο από κάποιο φαρδύτερο δρόμο, γύρισε τον ταύρο προς τα πίσω και τον άφησε να προχωρήση ξανά μέσα από το ίδιο δρομάκι ανάμεσα στις κληματαριές.
«Είναι αξιοθαύμαστο», διηγείτο αργότερα τρομαγμένος ο κηπουρός, «το πώς πέρασε ο Στάρετς ανάμεσα στις κληματαριές και ακόμη πιο αξιοθαύμαστο το πώς κατώρθωσε να γυρίση το κάρρο σε έναν τόσο στενό χώρο, όπου δεν μπορούσε ούτε ένας άνθρωπος να περάση. θαύμα, αληθινό θαύμα!»
«Έγνω βους τον κτησάμενον»...
Από τότε ο Θεόφιλος έπεσε σε δυσμένεια. Του πήραν τον ταύρο και τον έστειλαν στο κοπάδι της Λαύρας. Στον ίδιο τον μακάριο απαγόρευσαν να εμφανίζεται στο ερημητήριο του Γκολοσέγιεφ και να περιφέρεται στους δρόμους. Όμως από την ημέρα που έβαλαν τον ταύρο στο κοπάδι του μοναστηρίου, έπεσε τέτοιο ασυνήθιστο θανατικό στα ζώα, που ο οικονόμος της Λαύρας έχασε κάθε έλεγχο και δεν ήξερε καθόλου τι συμβαίνει. Κάλεσαν κτηνιάτρους, επειδή υπέθεσαν ότι κάποια επιδημία εμφανίστηκε στο κοπάδι. Οι γιατροί όμως που εξέτασαν τα ζώα δεν βρήκαν σ' αυτά καμμία ουσιαστική πάθησι. Στο μεταξύ τα ζώα εξακολουθούσαν να πέφτουν και να ψοφούν. Τότε αποφάσισαν να το αναφέρουν στον Μητροπολίτη Φιλάρετο. Ο δεσπότης κάλεσε τον οικονόμο και τον ρώτησε να μάθη από ποια ακριβώς ήμερα άρχισαν να ψοφούν τα ζώα. Ο οικονόμος απάντησε πως αυτό άρχισε από την ήμερα που πήραν τον ταύρο από τον Θεόφιλο και τον έβαλαν στο κοπάδι.
«Ώστε έτσι!», φώναξε ο δεσπότης και διέταξε να απομακρύνουν τον ταύρο από το κοπάδι χωρίς καθυστέρησι. Μόλις έγινε αυτό, προς γενική κατάπληξι, σταμάτησε αμέσως το θανατικό των ζώων. Ο ταύρος στάλθηκε στο Κιτάγιεφ και επιστράφηκε στον ιδιοκτήτη του. Μόλις ο μακάριος πήρε πίσω τον προστατευόμενό του, γυάλισε τα κέρατά του και ξανάρχισε ήρεμα τις καθημερινές διαδρομές του.
Πραγματικά, έγνω βους τον κτησάμενον.
Προρρήσεις και σαλότητες
Ο δρόμος από το Γκολοσέγιεφ στο Κιτάγιεφ είναι πάρα πολύ στενός. Στην αρχή του δάσους του Κιτάγιεφ ανεβαίνει σ' έναν απόκρημνο λόφο. Στο σημείο αυτό διακόπτει τον δρόμο μία στενή χαράδρα την οποία είναι υποχρεωμένος να διασχίση κάθε ταξιδιώτης. Κάποτε ο Μητροπολίτης Φιλάρετος και ο Αρχιμανδρίτης Λαυρέντιος, ο αναπληρωτής του ηγουμένου της Λαύρας, βιάζονταν να φθάσουν στο ερημητήριο του Κιτάγιεφ για κάποιες υποθέσεις. Η άμαξα του δεσπότη δεν είχε φθάσει ούτε μέχρι τα μέσα της χαράδρας, όταν εμφανίσθηκε ο πατήρ Θεόφιλος με τον ταύρο του. Ο αμαξάς του μητροπολίτη νόμιζε πως αυτός που πλησίαζε ήταν κάποιος χωρικός και του φώναξε άγρια.
«Ε, εσύ! Γύρνα πίσω. Γύρνα πίσω, σου λέω».
Ο μητροπολίτης, ακούγοντας τις άγριες φωνές του αμαξά, έβγαλε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και ρώτησε:
«Τι συμβαίνει;»
Βλέποντας όμως τον Στάρετς Θεόφιλο να πλησιάζη, κατάλαβε αμέσως περί τίνος επρόκειτο.
«Ιβάν, σταμάτα!»
Ο αμαξάς σταμάτησε τα άλογα και ο δεσπότης με τον πατέρα Λαυρέντιο βγήκαν από την άμαξα. Ο Θεόφιλος καθόταν ακουμπώντας με τους αγκώνες στο κιγκλίδωμα του κάρου και έκανε τον κοιμισμένο.
«Θεόφιλε, ξύπνα! Συνέβη μία κακοτυχία!» φώναξε ο μητροπολίτης και άρχισε να ξυπνά τον μακάριο.
«Τι είναι; Α! Εσείς είστε άγιε Δέσποτα;»
«Εγώ είμαι. Γιατί κοιμάσαι, βρε κατεργάρη; Κοίτα τι πρόβλημα μας δημιούργησες».
Και πραγματικά το πρόβλημα ήταν μεγάλο. Η συνάντησις έγινε στο πιο στενό σημείο, έτσι ώστε ούτε ο ταύρος ούτε η άμαξα ήταν δυνατόν να γυρίσουν.
«Λοιπόν, τι θα κάνουμε τώρα;»
«Ε, κάτι θα κάνουμε», απάντησε ήσυχα ο Θεόφιλος.
Έπρεπε να ξεζέψουν τον ταύρο. Ο δεσπότης τον ωδήγησε με την ράβδο του πίσω στην ανηφόρα, ενώ ο πατήρ Λαυρέντιος με τον Θεόφιλο έσερναν από πίσω τους το κάρρο. Ο αμαξάς δεν πήρε μέρος σ' αυτό το «αγώνισμα», γιατί συγκρατούσε τα εξαγριωμένα άλογα. Μετά από αρκετές προσπάθειες ο δρόμος ελευθερώθηκε και ο αρχιερέας μπορούσε ελεύθερα να συνεχίση τον δρόμο του. Ο δεσπότης ήταν ευδιάθετος και γελώντας δυνατά χαιρέτησε τον μακάριο.
«Για δες, βρε ζιζάνιο, πόσο ιδρώτα έβγαλες από εμάς τους ταλαίπωρους», είπε σκουπίζοντας από το μέτωπο του χοντρές σταλαγματιές ιδρώτα.
Σύντομα μετά από αυτό το γεγονός διαπλάτυναν το δρόμο, όχι όμως αρκετά, κι έτσι πάλι συνέβαιναν παρόμοια περιστατικά.
Μία άλλη φορά, ο μακάριος συναντήθηκε πάλι με τον δεσπότη ακριβώς στο ίδιο σημείο την ίδια ώρα. Παρ' όλο όμως που μπορούσε τώρα να γυρίση πίσω, ο Θεόφιλος αρνήθηκε. Ήταν σαν να έκλεινε επίτηδες τον δρόμο στον μητροπολίτη. Ξέσπασε τότε μία λογομαχία μεταξύ του αμαξά και του Θεοφίλου. Ο πατήρ Θεόφιλος ισχυριζόταν πως ήταν πολύ πιο δύσκολο γι' αυτόν που είχε ένα μόνο ταύρο να καλύψη τον χαμένο χρόνο παρά για τον δεσπότη που είχε ολόκληρο αμάξι με τέσσερα άλογα. Ο αμαξάς όμως επέμενε.
«Ο Θεόφιλος έχει δίκιο», είπε ο δεσπότης που παρατηρούσε την σκηνή. «Θα έπρεπε να του είχαμε κάνει χώρο. Μα επειδή δεν είναι δυνατόν να γυρίση εδώ ένα αμάξι με τέσσερα άλογα, δείξε μακροθυμία, Θεόφιλε, και γύρνα εσύ με τον ταύρο σου».
Ο μακάριος όμως παρέμενε στο ίδιο μέρος και δεν ήθελε να υπακούση στην εντολή. Ο αρχιερέας άρχισε να δυσανασχετή.
«Λοιπόν, τι θα κάνης; Θα σταματήσης να δοκιμάζης την υπομονή μου;»
«Όχι, δεν θα σταματήσω, διότι εσείς πρέπει να γυρίσετε πίσω και όχι εγώ».
«Και γιατί αυτό;»
«Γιατί έτσι».
Εκείνη ακριβώς την στιγμή, έφθασε στον δεσπότη ένας αγγελιαφόρος από την Λαύρα με ένα μήνυμα. Κάποιος εργάτης είχε πέσει κάτω από την σκαλωσιά του καμπαναριού του ναού της Αγίας Σοφίας και είχε σκοτωθή.
«Κρεμόταν πολύ ώρα στον αέρα κρατώντας το κιγκλίδωμα, μα δεν άντεξε και σωριάστηκε στο έδαφος», είπε ο απεσταλμένος και ζήτησε εκ μέρους του ηγουμένου της Λαύρας άμεσες οδηγίες από τον δεσπότη.
Ο αρχιερεύς ταραγμένος δεν πρόφερε ούτε λέξι, μόνο σταυροκοπήθηκε και διέταξε τον αμαξά να ανεβή τον λόφο κι εκεί να στρέψη τα άλογα και να γυρίση πίσω στην Λαύρα. Ο Θεόφιλος δεν ήταν πια εκεί. Με την άφιξι του αγγελιαφόρου επέστρεψε πίσω, αφού η αποστολή του είχε τελειώσει.
Μία τρίτη συνάντησις συνέβη ως εξής: Ο μακάριος επέστρεφε από την πόλι στο Κιτάγιεφ, όταν η άμαξα του μητροπολίτη τον πρόφθασε και σταμάτησε δίπλα του στην γέφυρα Ντεμίγιεφ. Ο δεσπότης φώναξε:
«Θεόφιλε! Για πού τόβαλες;»
«Όπου οδηγεί ο Θεός και το καλεί η ανάγκη. Μόνο που έχω ένα πρόβλημα. Ο ταύρος έπαψε να με υπακούη. Κι εγώ, για να του βάλω επιτίμιο, παρήγγειλα ένα μακρύ μαστίγιο».
«Γιατί επιμένεις να πηγαίνης με τον ταύρο σε ρυθμό χελώνας;»
«Ο δρόμος για την Βασιλεία των Ουρανών είναι αργός και σταθερός».
«Ανέβα στην άμαξά μου και θα σε πάω πιο γρήγορα κι από γεράκι».
«Ευχαριστώ, δεν θέλω. Όμως θα φτάσω πιο γρήγορα από σας».
Όπως το προείπε έτσι κι έγινε. Εξ αιτίας της μεγάλης ταχύτητος βγήκε μία ρό¬δα από την άμαξα του δεσπότη και μέχρι να την διορθώσουν, πέρασε μία ολόκληρη ώρα. Ο Θεόφιλος έφθασε στο μεταξύ στο Κιτάγιεφ και όταν συνάντησε τον δεσπότη κοντά στην πύλη, έβαλε μετάνοια και του είπε:
«Υγιαίνετε, άγιε δέσποτα. Σας περιμένω εδώ και πολλή ώρα».
«Έχεις δίκιο, Θεόφιλε», απάντησε εκείνος. «Ο ταύρος με τα κέρατα πέρασε τα καλοθρεμμένα μου άλογα. Μου φαίνεται ότι κι εγώ στο μέλλον πρέπει να ταξιδεύω μ' αυτόν τον τρόπο».
Πολλοί θυμούνται αυτόν τον ταύρο, ο οποίος συνήθως ήταν λυτός και έβοσκε ελεύθερα γύρω από την αυλή του Στάρετς. Λένε πως ο ταύρος είχε ένα σχεδόν υπερφυσικό ένστικτο και μπορούσε να μαντέψη αλάνθαστα τον χαρακτήρα των ανθρώπων που πλησίαζαν τον Στάρετς για να πάρουν την ευλογία του. Κι αυτό γιατί άλλους τους συναντούσε με εχθρική και επιθετική διάθεσι και σε άλλους φερόταν ήρεμα και τους άφηνε να περάσουν ελεύθερα στο κελλί του γέροντα.
Συνεχίζεται
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 11
www.impantokratoros.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου