1. Σας παρακαλώ να μας ειπήτε κάτι από την ζωήν σας Γέροντα. Πού γεννηθήκατε, πού μεγαλώσατε;
Γεννήθηκα στις 15 Αυγούστου του έτους 1914 στο χωριό Μισλεάνου της κοινότητος Περιέτσι, του νομού Ιαλομίτσα και ήμουν το έβδομο παιδί της οικογενείας μας. Στον μοναχισμό εισήλθα στις 13 Ιανουαρίου του 1947, στο Μοναστήρι Κόζια, του νομού Ρίμνικου. Εκάρην μοναχός στις 26 Σεπτεμβρίου στο Μοναστήρι του αγίου Ανθίμου του Βουκουρεστίου. Ο π. Πετρώνιος, ηγούμενος της Σκήτης του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Άγιον Όρος, ήτο, ανάδοχος της κούρας μου. Αυτός μου έδωσε το όνομα Αρσένιος. Κατόπιν εστάλην στο Μοναστήρι Συχαστρία με εντολή του πατριάρχου Ιουστινιανού. Με εξέλεξαν ηγούμενο της Μονής και Γέροντας-Πνευματικός μας ήτο ο π. Κλεόπας. Εκείνη την εποχή ήμασταν στη Συχαστρία περί τα 120 άτομα.
Χειροτονήθηκα διάκονος στο χωριό Καλαμφιντέτσι και ιερεύς στο γυναικείο μοναστήρι του οσίου Αγάθωνος πλησίον της πόλεως Μποντοσάνι. Με εχειροτόνησε ο μητροπολίτης Ιασίου Σεβαστιανός. Ιερεύς έγινα ακριβώς μετά ένα χρόνο από την κουρά μου, δηλαδή στις 26 Σεπτεμβρίου 1950, ημέρα της μνήμης του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού, του Αποστόλου της Αγάπης. Το γεγονός αυτό με ενεθάρρυνε πολύ και δεν το θεωρούσα χωρίς σημασία στην μοναχική και ιερατική μου πορεία. Χειροθετήθηκα Πνευματικός για το μοναχικό Σεμινάριο του Νεάμτς μεταξύ των ετών 1950-52. Τότε ήμουν, μοναδικός Πνευματικός σ’ όλη τη Ρουμανία. Εξελέγην και ενθρονίστηκα ηγούμενος για την μονή Σλάτινα, του νομού Σουτσεάβα, όπου η Ιερά Σύνοδος με είχε στείλει εκεί με 30 μοναχούς από την μονή Συχαστρία.
Εκεί στην Σλάτινα με παρέλαβε η Αστυνομία Sigurimi. Μ’ επήραν απ’ την ακολουθία του Όρθρου στις δύο τα μεσάνυκτα. Εγώ ο ίδιος εκείνη τη στιγμή έκανα την Ακολουθία. Ενθυμούμαι ήλθαν 89 αξιωματικοί με τρία φορτηγά και δύο ιδιωτικά αυτοκίνητα. Όταν τους είδα να έρχωνται, τους είπα: «Σείσθηκε το βουνό και βγήκε ένα ποντίκι. Ημπορούσατε να με πάρετε ένα τηλέφωνο να έλθω μόνος μου. Γιατί εκάματε τόσο κόπο, τόσα έξοδα για ένα καλόγερο! Τι χρειαζόταν αυτό το θέατρο;»
Με μετέφεραν στο ανακριτήριο της Σουτσεάβας, πρωτεύουσας της Μολδαβίας. Με κατηγορούσαν ότι έγραφα διάφορα πράγματα και δεν ξέρω τι άλλο. Εν τω μεταξύ είχαν αρπάξει όλα τα βιβλία και τετράδιά μου. «Κύριοι», τους είπα, εάν με κατηγορείτε για κάτι, εγώ δεν παραδέχομαι τίποτε. Εσείς εύκολα ημπορείτε να με καταδικάσετε διαστρέφοντας τα πράγματα. Εγώ όμως δεν αναγνωρίζω κανένα έγγραφο που να μην έχη την υπογραφή μου».
Ήσαν πεπεισμένοι ότι εγώ έκανα προπαγάνδα, χωρίς ποτέ να εχω αναμιχθεί με το κόμμα. Δεν είχα άλλο ιδεώδες μέσα μου, παρά μόνο να αγωνίζομαι για την πίστι, να πεθαίνω για την πίστι και να πολεμώ με τις δυνάμεις του σκότους, για να έχω την ευτυχία κοντά στον Δεσπότη Χριστό μας.
Στο τέλος μου εκάλυψαν τα μάτια με μαύρο πανί και μ’ έβαλαν σ' ένα δωμάτιο ενός τετραγωνικού μέτρου και ύψους 5 μέτρων. Μέσα ήτο μία καρέκλα και τίποτε άλλο. Φορούσα μόνο το ζωστικό μου και εξάπλωνα πάνω στο τσιμέντο καθιστός, διότι δεν υπήρχε αρκετός χώρος να ξαπλώσω ευθεία το σώμα μου κάτω.
Την νύκτα άκουσα ένα ελαφρό κτύπο στον τοίχο. «Ποιος είναι:» ερώτησα. Ήτο ο π. Μάρκος. Είχε συλληφθεί κι αυτός. Ευρισκόταν στο διπλανό κελλί, των ιδίων διαστάσεων με το ιδικό μου.
Δεν ημπορείτε να αντιληφθήτε μέσα στον πόνο μου, τι χαρά ένιωσα να έχω δίπλα μου κάποιον άνθρωπο ιδικό μου! Αυτός ήτο μεγάλος ασκητής και εραστής του Θεού. Για τη μεγάλη καρτερία του τον θεωρούσαν φακίρη. Τόσο πολύ υπέμενε τους πόνους και τα βάσανα για τον Χριστό, ώστε δεν έβγαζε λέξι όταν του εξερίζωναν τα νύχια των χεριών και ποδιών του. Έλεγε στους άλλους συγκρατουμένους του με γενναιοψυχία και χριστιανική καύχησι: «Τους έκανα σκόνη τους αστυνομικούς».
Κατόπιν με μετέφεραν με το τυφλοπάνι στα μάτια στο Βουκουρέστι για την συνέχισι της ανακρίσεως, η οποία εκεί διήρκεσε 90 ημέρες. Ήτο η πιο βασανιστική περίοδος. Σ' έδερναν και σ' εσκότωναν μόνο και μόνο να συμφωνήσης με τις κατηγορίες τους. Τους έλεγα: Δεν είμαι ένοχος γι’ αυτό το πράγμα, κύριοι. Δεν ξέρω τον τάδε. Κόψτε μου το κεφάλι. Στο τέλος ευρήκαν αφορμή να με ενοχοποιήσουν με την «Φλεγόμενη Βάτο». «Φλεγόμενη Βάτος» ήτο μία ομάδα πνευματικών προσωπικοτήτων του Βουκουρεστίου και των περιχώρων, οι οποίοι κάθε εβδομάδα συγκεντρώνοντο στο Μοναστήρι του αγίου Ανθίμου και ησχολούντο με την συζήτησι και την μελέτη πατερικών βιβλίων. Ακόμη συνομιλούσαν πώς θα αντιμετωπίσουν ένα ουνίτη ιερέα, ο οποίος με τα κηρύγματά του τραβούσε πολλούς νέους κοντά του και είχε σταλεί από τον Πάπα σαν υπεύθυνος της νοτιο-ανατολικής Ευρώπης. Με κατηγόρησαν λοιπόν ότι εκάναμε εκεί συγκεντρώσεις εναντίον του καθεστώτος της Χώρας.
Μετά από πολλές διαδικασίες ελευθερώθηκα από τις φυλακές, αλλά δεν γινόμουν δεκτός σε κανένα μοναστήρι, διότι οι ηγούμενοι και οι πατέρες εφοβούντο μήπως ενοχοποιηθούν ως συνεργάτες μου και κλεισθούν φυλακή. Ο πατριάρχης Ιουστινιανός μου έδωσε την ιδέα να πάω στο Κλουζ, εφημέριος σε κάποια ενορία, διότι τότε πολλές θέσεις ήσαν κενές, λόγω της συλλήψεως των ιερέων. Υπηρέτησα ως εφημέριος δύο χρόνια στην ενορία Κάτω και Άνω Φιλέα. Τότε εστάλην και ως ηγούμενος στο μοναστήρι Κέϊα του νομού Πράχοβα. Μετά από 6 χρόνια μεταφέρθηκα στο μοναστήρι Καλνταρουσάνι, όπου υπηρέτησα ως μέγας οικονόμος και γραμματεύς. Από εκεί με μετακίνησαν στο γυναικείο μοναστήρι Ντίντρου-Λεμν, όπου υπηρέτησα ως Πνευματικός και λειτουργός. Κατόπιν επί ενάμισυ χρόνο εργάσθηκα σαν λειτουργός στο Ανδρικό μοναστήρι Τσερνίκα, ενώ από το 1976 μεταφέρθηκα με εντολή του πατριάρχου στο μικρό μοναστήρι της αγίας Θεοτόκου Μαρίας, που είναι στην κωμόπολι Τέκιργκιολ της Κωνστάντζας. Εκεί υπηρετώ μέχρι τώρα ως Πνευματικός και λειτουργός των μοναζουσών Αδελφών και πολλών ευλαβών χριστιανών.
2. Ενθυμείσθε τα πρώτα βήματα σας που εκάνατε στην μοναχική ζωή;
Αδελφέ μου, από την αρχή της μοναχικής μου ζωής ήμουν συνεχώς υπό διωγμόν. Είχα πρόθεσι να επήγαινα στο μοναστήρι Φρασινέϊ, το οποίον είχε ένα μετόχι στην πόλι Ρίμνικου-Βίλτσεα. Εκεί συνάντησα τον ηγούμενο της Μονής. Δεν είχα ιδεί μοναστήρι στην ζωή μου μέχρι τότε και για το Φρασινέϊ είχα ακούσει. Δεν είχα πάει ποτέ. Δεν ήτο απών ο Θεός, αλλά έπρεπε να είσαι ικανός για να αντιληφθής την παρουσία του. Ήμουν μέσα στο τραίνο, τετάρτης θέσεως, με το βαγόνι που μετέφεραν και ζώα. Εκεί μία ομάδα νέων έψαλλαν θρησκευτικούς ύμνους.
Ήμουν τότε πολύ ευτυχισμένος που τους άκουγα και έλεγα μέσα μου: «Άκου σαν άγγελοι ψάλλουν...». Εκεί στο τραίνο συνάντησα και ένα περιηγητή, ο οποίος εγνώριζε όλα τα μοναστήρια. Αυτός ο άνθρωπος με διευκόλυνε σε όλα. Ήτο ο φύλαξ άγγελός μου, διότι εγώ ήμουν ξένος σ' αυτά τα μέρη. Ο μητροπολίτης Σιμπίου Αντώνιος έλεγε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ο μοναδικός στον κόσμο που γνωρίζει με λεπτομέρειες κάθε τι που σχετίζεται με τα μοναστήρια της Ρουμανίας. Αυτός ο άνθρωπος τόσο πολύ εξετίμησε τον λογισμό μου για την μοναχική ζωή, ώστε με μετέφερε ο ίδιος στο μοναστήρι Φρασινέϊ. (Το μοναστήρι αυτό κτίσθηκε από τον άγιο Καλλίνικο Τσερνίκας, επί-σκοπο του Ρίμνικου-Βίλτσεα το 1843.) Καθιερώθηκε άβατο από τον ίδιον και έτσι παραμένει μέχρι σήμερα. Ευρίσκεται στα βουνά της ιδίας περιοχής.
Ο Γέροντας Συμεών, ηγούμενος της Μονής, μου είπε: «Δεν σε δέχομαι αδελφέ μου. Βλέπω ότι είσαι ολιγογράμματος και δεν θα ημπορέσης να εργασθής στο γραφείο. Και του είπαν τότε οι άλλοι πατέρες: «Κράτησέ τον αυτόν σαν βοηθό του γραφείου και εμάς δώσε μας ένα πιο δύσκολο διακόνημα». Ο ηγούμενος έσφαλε στις εκτιμήσεις του, όμως εγώ δεν μπορούσα να ικανοποίησω την τρέλλα μου που είχα για τον Χριστό.
Από το Φρασινέϊ ανεχώρησα και επήγα στο Κόζια. Ευρίσκεται στην ίδια επαρχία. Τότε είχε πολύ χιόνι και ο Εσπερινός διαβαζόταν στην τράπεζα, όπου έκαιγε σόμπα. Συναντήθηκα με τον ηγούμενο, ο οποίος με δέχθηκε σαν άγγελο. Έλεγε στους άλλους: «Ήλθε άγγελος, άγγελος στο μοναστήρι μας». Όσο καιρό έμεινα εκεί εσκάλισα τις πόρτες της Ωραίας πύλης της εκκλησίας του γηροκομείου της Μονής. Σαν λαϊκός είχα ειδικευθεί στο τμήμα πυροτεχνίας και ξυλογλυπτικής τέχνης. Κατόπιν διωρίσθηκαν σαν δάσκαλος για τους μοναχούς της μονής Τούρνου, όπου ωμίλησα στους εκεί μαθητές για τον Χριστό. Τους ωμιλούσα ο,τιδήποτε ήξερα από το αιγυπτιακό Γεροντικό και την Αγία Γραφή, που τα είχα διαβάσει έξι χρόνια πριν πάω για μοναχός. Έμεινα χρόνια στις φυλακές και ασχολούμην πολύ με πνευματικά προβλήματα. Οι κομμουνιστές, οι οποίοι εζητούσαν στελέχη, με είδαν με γένεια και είπαν: «Κύριοι, αυτός είναι καλός να τον παραδώσετε σ' εμάς». Δηλαδή να μη προσφέρομαι πλέον στον Χριστό, αλλά στον διάβολό τους!
Έτσι μου έδωσαν παραίτηση. Εγώ ταπεινώθηκα, αλλά δεν έμεινα αβοήθητος από την πρόνοια του Θεού. Μετά από εκεί με πήραν στο μοναστήρι Τισμάνα και μετά στην σκήτη (εξαρτηματικό μονύδριο) Τσιοκλοβίνα. Εκεί στην κορυφή του βουνού, εδιάβαζα κι εγώ κάποια ακολουθία. Μετά από αρκετό καιρό με διώρισαν δάσκαλο και Πνευματικό στην εκκλησιαστική σχολή του Μουφλένι. Όταν έμαθε η κρατική Ασφάλεια που ευρισκόμουν, διέταξε: «Να εξαφανισθή αμέσως αυτός από εκεί». Μετά από εκεί έφθασα στην Συχαστρία, όπου ήτο ηγούμενος ο π. Κλεόπας, ο οποίος με έστειλε να κατοικήσω σε μία τρώγλη στα δάση των Καρπαθίων ορέων. Ο π. Παΐσιος Ολάρου μου έδωσε 18 κουταλιές ζάχαρη να πάρω μαζί μου. Εκείνη την χρονιά ο χειμώνας ήτο πολύ βαρύς. Αποκλείσθηκαν από τα χιόνια οι δρόμοι κι εγώ απομονώθηκα εκεί μέχρι την άνοιξι του επομένου έτους. Οι πατέρες με θεωρούσαν πεθαμένο, όμως εγώ ήμουν πολύ ευτυχής που συναντήθηκα πάλι μαζί τους. Επιστρέφοντας στη Συχαστρία, υπηρέτησα επί ένα μήνα στο μαγειρείο και ερωτούσα τους αδελφούς εάν τους άρεσαν τα φαγητά μου. Και αυτοί μου απαντούσαν: «Δεν μας αρέσουν αδελφέ Άγγελε, αλλά εσύ μας είσαι πολύ αγαπητός». Μετά την σύντομη αυτή διακονία μου στο μαγειρείο, μου ανέθεσε ο ηγούμενος να βγάζω πέτρες από το ποτάμι για την επανίδρυσι του παρεκκλησίου των αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης. Κατόπιν ο π. Κλεόπας μου ανέθεσε να δέχωμαι τα προς μνημόνευσι ονόματα των προσκυνητών της Μονής.
3. Ενθυμείσθε πόσα χρόνια εκάνατε στις φυλακές;
Την πρώτη φορά φυλακίσθηκα έξι χρόνια. Τότε ήμουν λαϊκός. Μετά την είσοδό μου στον μοναχισμό φυλακίσθηκα ακόμη άλλα έξι χρόνια και τελευταία άλλα δύο. Συνολικά 14 χρόνια ήμουν φυλακισμένος για την πίστη του Χριστού μας!
4. Σε ποιες φυλακές εκάνατε;
Στις φυλακές του Αϊούντ (πόλις της δυτικής Ρουμανίας) έκανα τον περισσότερο καιρό. Εκεί υπήρχε ένα τμήμα Ασφαλείας από Ούγγρους κομμουνιστές πολύ σκληρό. Στο κρατητήριο με κράτησαν χρόνια και χρόνια. Περνούσαν από εμάς συχνά πράκτορες του κόμματος να ιδούν τα αισθήματα και τα φρονήματά μας. Αυτές οι φυλακές του Αϊούντ ήσαν το βασίλειο του θανάτου. Το έργο που εφήρμοζαν με σκληρότητα ήτο ο αργός διά της λιμοκτονίας θάνατος.
Όταν άνοιγαν το κελλάκι σου για να σε πάρουν, δεν ήξερες, εάν θα επιστρέψης. Σε περίπτωσι ασθενείας σου σε έπαιρναν και σε επήγαιναν σε άλλο χειρότερο τμήμα για να συντομεύσουν τον θάνατό σου. Σε κρατούσαν απομονωμένο από όλους μέχρι να πεθάνης.
5. Τι εκάνατε τον ελεύθερο χρόνο σας;
Κάθε ημέρα επαναλάμβανα στην μνήμη μου στιγμές από την Θεία Λειτουργία. Είχα μια κανάτα νερό και 300 γραμμάρια ψωμί από κριθάρι. Θεωρούσα την κανάτα για Άγιο Ποτήριο και περνούσα απ’ όλες τις στιγμές της θείας Λειτουργίας. Κατόπιν κοινωνούσα μ' αυτό το ψωμί τους άλλους κρατουμένους και τους έλεγα: Δεν μπορώ να σας ειπώ τι είναι η Θεία Κοινωνία, επειδή δεν έχω εδώ τα απαραίτητα στοιχεία να την τελέσω, αλλά συμβολικά σας δίνω αυτό το ψωμί, που το θεωρώ ανώτερο και απ’ αυτό το απλό αντίδωρο. Πολλοί κρατούμενοι εζητούσαν να εξομολογηθούν επειδή δεν ήξεραν εάν θα ζουν μέχρι την επόμενη ημέρα. Μ' αυτά τα συμβολικά εϊδη τους κοινωνούσα ως μελλοθανάτους και τους έλεγα: «Αύριο το πρωί να μείνετε στο τάδε μέρος και εκεί να ενθυμηθήτε τις αμαρτίες σας». Και όταν ετελείωνα μ' αυτό τον τρόπο, ας πούμε, την θεία Λειτουργία, εδιάβαζα σ' όλους και την συγχωρητική ευχή. Όμως με μία προϋπόθεσι: Εάν συναντούσαν κάποιον ιερέα, να εξομολογηθούν όλα από την αρχή. Εάν όχι, εθεωρούσα έγκυρη την εξομολόγηση που τους είχα κάνει εγώ, χωρίς βέβαια να σταθούν μπροστά μου και να εξομολογηθούν, αλλά μόνο να ενθυμούνται νοερώς και τρόπον τινά νοερώς να μου τα λέγουν. Το έργο αυτό συνέβαινε πολύ συχνά.
Σε μια άλλη περίοδο, όπου ήμουν φυλακισμένος πάλι επί έξι χρόνια, εφιλοτέχνησα με την τέχνη της ξυλογλυπτικής που ήξερα, ένα ξύλινο ομοίωμα της περικαλλούς εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της πόλεως Άρντζες. Αυτό το ξυλογλυπτικό ομοίωμα είχε ύψος από την βάσι του μέχρι την κορυφή του σταυρού της εκκλησίας 65 πόντους. Ημπορούσα να το βγάλω απ’ εκεί, αλλά οι ρώσσοι έβαλαν χέρι και μου το επήραν. Εσκάλισα ακόμη και ένα καντήλι, του οποίου ο σταυρός στη ρίζα του είναι τεθραυσμένος σαν σύμβολο ότι η αλήθεια του Ευαγγελίου στον κόσμο αυτόν διώκεται. Επάνω από τον κενό χώρο, όπου μπαίνει το λάδι, έφτιαξα ένα σταυρό, ο οποίος να φωτίζεται από τις ακτίνες της φλόγας, όταν το καντήλι είναι αναμμένο και αυτό σαν σύμβολο ότι ο σταυρός και πάλι θα νικήση. Στο μέρος απ’ όπου κρέμεται το καντήλι έφτιαξα ένα κέντημα που να συμβολίζη τον ουρανό, ενώ ο βυθός του καντηλιού να συμβολίζη την γη. Έτσι μου έλεγε η ψυχή μου να το αισθάνωμαι. Στο μέσον του καντηλιού έκανα μία σκαλιστή ζώνη, η οποία συμβολίζει την δύναμι και την ενότητα που έχει με άλλες αξίες. Η ζώνη αυτή συμβολίζει ακόμη και την δύναμι που έχει η αμαρτία να μας περισφίγγη στην ζωή. Στο Γεροντικό κάποιος έλεγε ότι εθανάτωσε την αμαρτία. Και τον ρώτησαν:
- Εάν ιδής ένα νόμισμα κάτω τι θα κάνης;
- Θα το ιδώ, αλλά δεν θα το πάρω.
- Εάν ιδής ένα άνδρα και μία γυναίκα ν' αμαρτάνουν;
- Θα τους ιδώ, αλλά δεν θα τους κρίνω.
- Ναι, αλλά, εάν πεθαίνη το πάθος, τότε ούτε θέλεις να βλέπης την αμαρτία.
Εν κατακλείδι, λέγω, ότι τα πάθη δεσμεύονται και δεν πεθαίνουν. Θεός να μας φυλάξη να μη ξεσπάση κανένα πάθος, το οποίο θα μας ταλαιπωρεί σ' όλη την ζωή μας.
Ακόμη εσκάλισα και μικρούς επιστήθιους σταυρούς, τους οποίους εμοίραζα στον κόσμο.
Δεν αγιογράφησα μέσα στην φυλακή. Δεν ήτο δυνατόν. Όμως ασχολήθηκα αρκετά μ’ αυτό το εργόχειρο. Ένα από τα αντιπροσωπευτικά έργα μου είναι ο Απόστολος Παύλος, ένας σταυρός και η Κυρία Θεοτόκος με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Τον πόνο δεν είναι εύκολο να τον υπομένης, εάν δεν είσαι σε στενή σχέσι με τον Θεό. Δεν ημπορούσα να ειπώ: «Κύριε, δος μου πόνο», αλλά τον ευχαριστούσα με όλη την καρδιά μου, διότι με εβοηθούσε και με εκρατούσε άγρυπνο. Υπάρχουν πράγματα για τα οποία δεν ημπορείς να ομιλήσης-αποκαλύψεις και μιά ολόκληρη σειρά πραγμάτων, τα οποία υπερασπίζεις και για τα οποία δεν σου επιτρέπεται να ομιλήσης.
Υπήρχαν στιγμές στις οποίες μόλις ημπορούσες να αναπνέης και τότε μου έφευγε η περιέργεια που είχα πώς βγαίνει η ψυχή από το σώμα. Τόσο προχωρημένη ήτο η καταπίεσις. Προπαντός όταν σε έβαζαν σε ένα δωμάτιο με πολύ χαμηλή θερμοκρασία. Τότε ενόμιζες ότι θα σταματήση η καρδιά σου και θα μείνης επί τόπου.
6. Εζήσατε και μερικά χρόνια στην έρημο, Γέροντα;
Δεν θα ήθελα να ειπώ ότι επήγα στην έρημο για να απόκτησω όνομα ασκητού, αλλά έμεινα στο δάσος και έκραζα στον Θεό με απελπισία, διότι δεν ήτο τότε εύκολο να ζης ακόμη και να προσεύχεσαι. Έλεγα στον εαυτό μου και προς τον Κύριο: «Κύριε, εγώ δεν είμαι ερημίτης».
Στην έρημο ημπορείς να πας αφού αναδειχθής ήρωας στο μοναστήρι. Εκεί στην έρημο υπάρχουν δαίμονες πολύ άγριοι, οι οποίοι δεν σε λυπούνται ούτε για μια στιγμή.
Πρέπει να είσαι μια θεωμένη ύπαρξι για να ημπορής να αντέξης στην ερημία. Δεν ζης εκεί για ν' ακούς την φωνή των δένδρων και το προσευχητικό τραγούδι των δασών. Πρέπει να βλέπης την μεγαλειότητα των μεγάλων δένδρων, πώς κινούνται, αλλά να μην αναχωρήσης από τον τόπο σου.
Με άλλα λόγια να ξέρης να ζήσης συντροφιά με αυτά και την γύρω φύσι. Εάν θέλης να φύγης για τον κόσμο, σε παίρνουν με υποδοχή οι δαίμονες σαν ένα λιποτάκτη. Έχει διαπιστωθεί στους δόκιμους μοναχούς και στις μοναχές το εξής: Αφ’ ότου μπαίνουν στο μοναστήρι, τους έρχεται η επιθυμία της ερήμου. Όσοι φεύγουν για την έρημο, σχεδόν όλοι απελπίζονται και επιστρέφουν στον κόσμο. Πιστεύουν ότι στην έρημο τους περιμένουν φωτεινοί άγγελοι. Ημπορεί να συμβεί και αυτό, αλλά το γεγονός είναι ότι εκεί οι δαίμονες τους αρπάζουν και τους κάνουν σκόνη. Εάν είσαι άνθρωπος ειλικρινής και έχεις μία συναίσθηση των πράξεών σου, ωφελείσαι από το γεγονός ότι ο διάβολος σου επιτίθεται κατά μέτωπον και αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι δειλός και αδύναμος. Ο διάβολος δεν ημπορεί να κάνη τίποτε, εάν είσαι ταπεινός. Όμως, εάν έχης και μία σταγόνα υπερηφανείας που σε ενοχλεί, αυτή είναι αρκετή να σε χορέψη ο διάβολος όπως εκείνος θέλει. Στην έρημο είσαι στο χέρι του, έλεγε κάποιος.
Και τώρα θα σας ειπώ ένα περιστατικό, παρότι αποφεύγω να λέγω τέτοιες ιστορίες. Ευρισκόμουν σε μία τρώγλη του δάσους και εκοιμώμουν επάνω σε μία χονδρή σανίδα. Ήμουν συνηθισμένος στην ζωή μου από μικρό παιδί. Εκείνη την νύκτα οι δαίμονες εκτύπησαν με μία μεγάλη χιονόμπαλα την πόρτα της καλύβας μου και μου έδωσαν την εντύπωσι ότι κάποιος είναι. Αλλά δεν ήτο κανείς. Εχιόνιζε επί 13 ημέρες και νύκτες και είχε καλυφθή εκεί το παν. Εκείνη την νύκτα δεν ημπόρεσα να κοιμηθώ. Είχα τυλιχθή με ένα ράσο και με ένα γιλέκο δερμάτινο. Εξύπνησα για μια στιγμή προς το πρωί και πάλι αποκοιμήθηκα. Δηλαδή δεν σηκώθηκα κατά την τάξι που είχα.
Τότε, με ετράβηξε κάτω και με κτυπούσε στο κεφάλι. Έπρεπε να αυτο-υπερασπισθώ και είπα: «Αποκοιμήθηκα και εγώ σαν κουρασμένος που ήμουν και ευρήκες εσύ την ευκαιρία να δείρης ένα πονεμένο και ξένο άνθρωπο». Διεπίστωσα ότι δεν σου επιτίθεται, εάν δε σε έχη στο χέρι με κάποιο πρόβλημα. Με είχε εύρη και μένα με κάτι που είχα. Χαίρομαι με όλη μου την ψυχή, διότι μου απεκάλυψε τις αδυναμίες μου. Εάν σφάλης σε κάτι, σε εγκαταλείπει η Χάρις και ο Θεός σου επιτρέπει ένα πειρασμό για να σε συνετίση και να σε ταπεινώση. Μισθό εκκοπής θελήματος στην ερημία δεν έχουμε, επειδή δεν μας διατάζει κανείς, αλλά μας σοφίζει με τους πειρασμούς του ο διάβολος! Νομίζετε ότι είναι ολίγη αυτή η σοφία; Αυτές είναι μερικές διαπιστώσεις που σε ωφελούν σε όλη την ζωή σου και αντιλαμβάνεσαι ότι πρέπει να ευρίσκεσαι σε συνεχή επαγρύπνησι.
Άλλη φορά, όταν επήγαινα σ' ένα δρόμο σχεδόν ψηλαφητά διότι ήτο σκοτάδι, άκουσα μια απαίσια κραυγή από απόστασι δέκα μέτρων από μένα και εξεπλάγην. Συγκρατήθηκα, έδωσα κουράγιο στον εαυτό μου και δεν ήξερα τι να κάνω. Επίστευα ότι είναι πονηρά πνεύματα, όμως ήσαν κραυγές αετών.
Δεν ημπορείς να σταθής στην μοναξιά, εάν δεν έχης συνεχή επικοινωνία εξ ολοκλήρου με τον Θεό. δεδομένου ότι ο διάβολος είναι ύπαρξις η οποία ημπορεί να σε συνοδεύη και είναι ο μεγαλύτερος εχθρός σου.
Στην έρημο εφώναζα και εκραύγαζα προς τον Θεό, όσο ήθελα και όπου ήθελα, και παρότι κυνηγημένος από τους ανθρώπους, ήμουν με τον Θεό και Τον εφοβούμην. Ενώ στην φυλακή δεν ημπορούσα πώς να προφυλαχθώ. Οι βασανιστές σου δεν φοβούνται τον Θεό.
Η έρημος είναι ένα πράγμα εξαιρετικά σπουδαίο, διότι διά της προσευχής του ο ερημίτης βοηθεί όλο τον κόσμο. Όμως ο παράδεισος δεν είναι μόνο για τους ερημίτες. Αυτοί οι ερημίτες είναι μία εξαίρεσις.
7.Εμείνατε στην έρημο πολλά χρόνια με τον π. Κλεόπα. Τι πρόγραμμα προσευχής ακολουθούσατε;
Κανένα πρόγραμμα προσευχής δεν είχαμε. Το κάθε τι γινόταν συνεχώς. Εμέναμε στο δάσος και το βράδυ συναντιώμασταν στις καλύβες μας. Εγώ προσωπικά είμαι σύμφωνος ο καθένας να διαβάζη τα δικά του, διότι καθένας έχει το δικό του στάδιο της πνευματικής ζωής, στο οποίο οφείλει ν' αγωνισθή.
Ο π. Κλεόπας επέμενε σε περίπτωσι θανάτου του να τον πάω στην Συχαστρία. Εγώ του είπα: Πάτερ, η Συχαστρία έχει ανάγκη της ζωντανής παρουσίας σου και εκεί θα είσαι ωφέλιμος και για τους μοναχούς και τους λαϊκούς χριστιανούς. Η γνώμη του ήτο να παραμείνη οριστικά στην έρημο. Εγώ δεν ήμουν σύμφωνος μαζί του. Στην συνέχεια, επέστρεψε στην Συχαστρία και εδημιούργησε μία ζωντανή πνευματική ατμόσφαιρα. Είμαι σίγουρος ότι, όταν ανοιχθή η γη να «καταπιή» το σώμα του, τότε και ο ουρανός θα παραλάβη την ψυχή του. Δεν ημπόρεσα να πάω στην κηδεία του, διότι είμαι μόνος σαν ιερεύς στην μονή μου. Όμως την δεύτερη ημέρα που ελειτούργησα τον εμνημόνευσα και ο μόνος που με κατενόησε για την απουσία μου ήτο ο ίδιος ο π. Κλεόπας.
8. Την δεκαετία του '50 εζήσατε με τον π. Κλεόπα μαζί στα δάση της Μολδαβίας. Τι έχετε να μας πείτε;
Είναι πολύ ενδιαφέρον και τιμητικό για μένα διότι έζησα με τέτοιους αγίους ασκητές στην έρημο. Με τον π. Κλεόπα εμείναμε στα δάση, κυνηγημένοι από το κομμουνιστικό καθεστώς και πολλές φορές συζητούσαμε διάφορα ασκητικά θέματα και προγράμματα. Το συνηθισμένο αντικείμενο συζητήσεώς μας αλλά και αντιπαραθέσεως μας ήτο το εξής: Αυτός έκλινε περισσότερο προς μία αυστηρή άσκηση με σκληρή νηστεία, με προσευχή και δάκρυα, ενώ εγώ προτιμούσα περισσότερο την νοερά εγρήγορση. Κι αυτή την άποψη μου την κρατώ μέχρι τώρα. Διότι αυτό που θέλει ο Θεός δεν είναι μιά αυτή καθ' εαυτή άσκηση, αλλά «καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη...», δηλαδή συνεχή παρουσία του Θεού στην ζωή μας.
Έχω την εντύπωση ότι αυτός που επιδιώκει υπερβολική άσκηση, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του π. Κλεόπα, κάποια στιγμή θα ειπή ότι ετελείωσε το ασκητικό του πρόγραμμα και θα πάει στο κελλί του να ξαπλώση ήσυχος ότι εξώφλησε τα χρέη του. Ενώ η εγρήγορσις είναι συνεχής κατάστασις της ψυχής. Λέγεται κάπου για κάποιον ότι «πολλά του συγχωρέθηκαν, διότι πολύ αγάπησε». Μα, όταν αγαπάς η ψυχή είναι σε εγρήγορσι, είναι παρούσα σε κάθε επιθυμία και νοερά κίνηση. Αυτό προσωπικά ενδιαφέρει εμένα σαν ιερεύς που είμαι απέναντι των ανθρώπων.
Αρχιμανδρίτου Ιωαννίκιου Μπάλαν
ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΡΟΥΜΑΝΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΡΣΕΝΙΟ
Εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»