skip to main |
skip to sidebar
Στίς 24 Αὐγούστου 1902, σέ μιά γραφική κωμόπολη τῆς Μάνης ἕνα
χαρούμενο γεγονός συμβαίνει. Γεννιέται ὁ 5ος γιός, τό 8ο κατά σειρά
παιδί, σέ μία ἀπό τίς γνωστές οἰκογένειες τοῦ τόπου, πού θά εἶναι ὁ
Βενιαμίν της.
Ὁ μικρός μεγαλώνει μέσα στή στοργή τῶν γονιῶν καί τῶν
μεγαλύτερων ἀδελφῶν του.
Ὁ Σπύρος χάνει τό λατρευτό του πατέρα σέ ἡλικία 12 χρονῶν.
Οἰκονομικές στενοχώριες, συνέπεια τοῦ πρόωρου θανάτου τοῦ πατέρα
δυσκολεύουν τή ζωή στό ἀρχοντικό τους. Μεγάλο τμῆμα τῆς
πατρογονικῆς περιουσίας πωλεῖται γιά νά ἐξασφαλισθεῖ ἡ ἐξέλιξη τῶν
παιδιῶν.
Μέ ἄνεση μπαίνει στήν ἰατρική σχολή. Σάν φοιτητής ἔχει ἀξιόλογες
ἐπιτυχίες.
Ἕνα ἐθνικό δράμα, ἡ Μικρασιατική καταστροφή τόν φέρνει
κληρωτό στά βάθη τῆς Τουρκίας καί ἀκολουθεῖ στήν τραγική ἐπιστροφή
του τόν Ἑλληνικό Στρατό. Ἀληθινό θαῦμα πῶς σώθηκε μέσα ἀπό τήν
κόλαση τοῦ Ἀφιόν Καραχισάρ, ἐνῶ ὁ στρατηγός Τρικούπης, πού αὐτόν
ἀκολουθοῦσε, ἔμεινε αἰχμάλωτος. Βρίσκεται τέλος στήν Μυτιλήνη καί
κουρελής καί ἀξύριστος γυρίζει στό σπίτι του.
Ἡ πατρίδα τόν καλεῖ καί πάλι καί ὑπηρετεῖ στή Θράκη αὐτή τή
φορά. Σάν κόπασε ἡ ἐθνική καταιγίδα, συνέχισε τίς Ἰατρικές του
σπουδές.
Μέ σκληρή δουλειά καί ἀφάνταστο κόπο κατόρθωσε νά τελειώσει
τίς σπουδές του χωρίς καθυστέρηση, ἐργαζόμενος συγχρόνως σέ
ἀσφαλιστική Ἑταιρεία γιά τόν ἐπιούσιο.
Ἔρχεται στήν Ἀθήνα ὅπου παίρνει τήν εἰδικότητα τοῦ Ἀκτινολόγου.
Διορίζεται ὡς Ἐπιμελητής τοῦ Ἀκτινοδιαγνωστικοῦ στό Νοσοκομεῖο τοῦ
Ἑλληνικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, μέ τήν πρώτη ὁμάδα τῶν ἐκλεκτῶν νέων
γιατρῶν πού ἐστελέχωσαν τό καινούργιο Νοσοκομεῖο. Λίγο ἀργότερα
φέρνει τά τελειό τερα Ἀκτινολογικά μηχανήματα καί ἀνοίγει ἕνα ἀπό τά
πιό ἄρτια Ἐργαστήρια τῆς Ἀθήνας. Ἡ ἐπαγγελματική ἐπιτυχία εἶναι
πλήρης. Ἐργάζεται μέ τέτοιο τρόπο πού κατακτᾶ καί τόν ἰατρικό κόσμο,
καί τήν πιό ἐκλεκτή Ἀθηναϊκή κοινωνία. Ὑπουργοί, πρωθυπουργοί,
ἀκαδημαϊκοί δέχονται τίς ὑπηρεσίες του. Οἱ ἀκτινογραφίες του
θεωροῦνται πρότυπες καί θαυμάζονται καί στό ἐξωτερικό ἀκόμη. Γίνεται
γραμματεύς τῆς Ἑλληνικῆς Ἀκτινολογικῆς Ἑταιρείας. Τό 1940,
ἀκούγοντας βαθειά μέσα του τό ἐθνικό προσκλητήριο, κλείνει καί
ἐργαστήριο καί σπίτι, καί κατατάσσεται ἐθελοντικά στόν Ἑλληνικό
στρατό.
Τόν στέλνουν Διευθυντή τοῦ 1ου Ὀρεινοῦ Χειρουργείου στήν
Καλαμπάκα ὅπου δέχεται τούς πρώτους τραυματίες τοῦ Ἀλβανικοῦ
Ἔπους. Ἀργότερα στήν Ἄρτα ἀναπτύσσει ἄλλο χειρουργεῖο ὅπου δέχεται
τά πλήθη τῶν στρατιωτῶν πού ἔπαθαν κρυοπαγήματα.
Τέλος, προΐσταται τοῦ Κέντρου Διακομιδῆς στήν Ἀμφιλοχία. Ἐκεῖ
τόν βρίσκει ἡ κατάρρευση τοῦ μετώπου μετά τήν εἴσοδο τῶν Γερμανῶν.
Ἀξιώθηκε τότε νά προσφέρει στήν Πατρίδα πολύτιμες ὑπηρεσίες καί πῆρε
τό βαθμό τοῦ Ταγματάρχου.
Ἔρχεται ἡ σκληρή κατοχή. Θεωρεῖ τόν ἑαυτό του στρατευμένο στήν
Κοινωνική Πρόνοια. Στήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου δίνει ὅ,τι μπορεῖ
καί ὡς γιατρός καί ὡς ἰδιώτης.
Ἀρραβωνιάζεται καί ἀμέσως ξεσπᾶ ἡ θύελλα τοῦ Δεκέμβρη 1944.
Ἕνας μεγαλόσωμος γιατρός, τότε, μέ καμηλό παλτό καί μέ περιβραχιόνιο
τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ στό χέρι γυρίζει τίς πιό βαλλόμενες περιοχές τῆς
Ἀθήνας. Ἕνας ὅλμος σκοτώνει μπροστά του μία γνωστή του κυρία.
Βοηθάει σάν τραυματιοφορέας, δίνει τίς πρῶτες βοήθειες καί ἀψηφῶντας
κάθε κίνδυνο τρέχει σέ σπίτια πού ἔχουν ἀποκλεισθεῖ γιά νά φέρει
τρόφιμα.
Κι ὅταν πέρασε ἡ θύελλα, παρ’ ὅλα τά οἰκογενειακά βάρη πού
αὐξάνουν μέ γοργό ρυθμό, (κάθε ἐνάμισυ χρόνο περίπου ἕνα καινούργιο
βλαστάρι ἔρχεται στόν κόσμο), ὁ Θεός τόν ἀξιώνει νά προσφέρει
πάμπολλες κοινωνικές ὑπηρεσίες. Τρέχει ἀκούραστος παντοῦ.
Πρό πάντων συμμετέχει στόν πόνο τῶν ἀσθενῶν. Ὅταν ὡς
ἀκτινολόγος διαπίστωνε ἕνα περιστατικό πού θά εἶχε ἄσχημη ἐξέλιξη,
πρό πάντων ὅταν ἐπρόκειτο γιά νεαρό ἄτομο, ἔχανε τή διάθεσή του γιά
ἀρκετές ἡμέρες καί μερικές φορές τόν εἶδαν νά κλαίει μέ λυγμούς.
Ταυτόχρονα ὅμως ἔδινε θάρρος στούς ἀσθενεῖς, ποτέ δέν τούς
ἀποκαρδίωνε. Συνιστοῦσε ψυχική ἠρεμία καί ἐμπιστοσύνη στό σχέδιο τοῦ
Θεοῦ.
Πολλές φορές σέ περιπτώσεις ἐγκυμοσύνης, ὅταν τά ἰατρικά
δεδομένα ἦταν ὑπέρ τῆς ἀποβολῆς ἐμβρύου, ὁ ἴδιος, σταθμίζοντας ὅλους
τους παράγοντες συνιστοῦσε τή συνέχιση τῆς ἐγκυμοσύνης. Ἔδινε
κουράγιο στή μέλλουσα μητέρα καί ἔλεγε: «Μή φοβᾶσαι, κράτησέ το τό
παιδί. Νά ἰδεῖς, θά γεννήσεις γερό παιδί καί θά τό βαφτίσω ἐγώ!». Καί
εἶχε ἀποκτήσει ἀρκετά βαφτιστήρια μ’ αὐτόν τόν τρόπο.
Παράλληλα ἦταν καί πολύ φιλόξενος. Ἔτσι κατά τίς τρομερές
πλημμύρες στό Μπουρνάζι – Περιστέρι στά 1961 – 62 πῆρε στό σπίτι του
γιά φιλοξενία ἑφτά παιδάκια πλημμυροπαθῶν, τόν καιρό πού ἡ
οἰκογένειά του πλησίαζε νά ἔχει δέκα παιδιά! Ἡ ἀγάπη του κατόρθωσε
νά τά βολέψει.
Ἀκόμη, ὁ δραστήριος Ζουμπούλης ἦταν καί ἐθελοντής αἱμοδότης καί γι’
αὐτό ὁ Ἑλληνικός Ἐρυθρός Σταυρός τοῦ ἀπένειμε μετάλλιο.
Ἐν τῷ μεταξύ ἡ οἰκογένεια ἔχει μεγαλώσει πολύ. Δέκα παιδιά. Ἕνα
θαῦμα.
Ἀλλά οἱ τόσες προσφορές, ἀρχίζουν νά ἔχουν σοβαρές ἐπιπτώσεις
στήν ὑγεία του. Τό ἀντιλαμβάνεται ἀμέσως καί ἀρχίζει λίγο λίγο νά
ἀπομακρύνεται ἀπό τό ἰατρικό ἐπάγγελμα ὕστερα ἀπό 30 χρόνια
σκληρῆς δουλειᾶς στό Ἀκτινολογικό Ἐργαστήριο.
Τό καλοκαίρι τοῦ 1975, μία τυχαία ἀκτινολογική ἐξέταση, πού μόνος
του ζήτησε νά κάνει, μᾶς φανερώνει ὅτι τό τέλος εἶναι ἐπί θύραις. Ἡ
τρομερή ἀρρώστια εἶχε μπεῖ στήν τελική της εὐθεία.
Γνωρίζοντας τόν ἀνυπόμονο χαρακτήρα του καί ξέροντας τί τόν
περιμένει, παρακαλεῖ τό Θεό νά μήν τόν βασανίσει ἡ ἀρρώστια
περισσότερο ἀπ’ ὅσο μπορεῖ: «Θεέ μου, ξέρεις πόσο ἀνυπόμονος εἶμαι, μή
μέ ἀφήσεις νά ἀγανακτήσω». Καί τοῦ ἔκανε ὁ Θεός αὐτή τή χάρη. Τόν
πῆρε πρίν ἐκδηλωθοῦν τά χειρότερα συμπτώματα τῆς ἀρρώστιας. Δέν
θέλησε νά μεταφερθεῖ σέ νοσοκομεῖο. Ἔτσι τό νοσοκομεῖο μεταφέρθηκε
στό σπίτι: μηχανήματα, νοσοκόμες, γιατροί.
Τά μεγαλύτερα ἀγόρια ξαγρυπνοῦσαν ἐκ περιτροπῆς στό διπλανό
δωμάτιο, ἕτοιμα νά βοηθήσουν σέ ὅ,τι θά χρειαζόταν τή νύχτα. Τά
κορίτσια ὅλη μέρα τοῦ ἔφερναν ὅ,τι μπορεῖ νά ἐπιθυμήσει ἕνας ἄρρωστος.
Ἡ Εἰρήνη σά γιατρός, ἄν καί λεχώνα ἐκεῖνες τίς μέρες, μεταφέρθηκε
οἰκογενειακῶς στό σπίτι του γιά νά βρίσκεται κοντά του μέρα – νύχτα. Ὁ
Παῦλος, φοιτητής τότε, ἦταν πάνω ἀπό τό προσκέφαλό του ἤ ἔτρεχε γιά
νά συντονίσει τίς ἰατρικές ἐνέργειες πού χρειάζονταν.
Κάλεσε ὅλη τήν οἰκογένεια, εἶπε τίς ἐπιθυμίες του. Πρῶτα
εὐχαρίστησε ὅλους: «Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τίς χαρές πού μοῦ δώσατε, πού
δέν τίς περίμενα». Ἐννοοῦσε τούς γάμους τῶν κοριτσιῶν, τά ἐγγονάκια,
τίς σημαντικές ἐπιτυχίες στίς σπουδές. Ὕστερα συμβούλεψε τή σύζυγό
του καί τά παιδιά. «Τώρα θά σέ δῶ, πού μένεις μόνη στό τιμόνι τῆς
οἰκογένειας» εἶπε. Καί στά παιδιά: «Νά μή ξεσυνερίζεται ὁ ἕνας τόν ἄλλο.
Οἱ μεγαλύτεροι νά προσέχουν καί νά προστατεύουν τούς μικρότερους».
Ὅρισε μέ τή σβησμένη φωνή του, πῶς ἤθελε νά μοιρασθοῦν τά
ὑπάρχοντά του μεταξύ τῶν παιδιῶν. Ὅρισε ἀκόμη τά ποσά πού ἤθελε
νά κατατεθοῦν σέ φιλανθρωπικά ἱδρύματα καί στήν Πρόνοια, γιά τήν
ψυχή του, ὅπως εἶπε.
Στίς 12 Δεκεμβρίου, ἡμέρα τῆς γιορτῆς του, μαζεύτηκαν τό βράδυ
παιδιά καί ἐγγονάκια νά τοῦ φιλήσουν τό χέρι καί νά τούς εὐχηθεῖ.
Εὐχήθηκε ὅλους. Ἀλλά ἦταν ἀνικανοποίητος. Κάτι ἄλλο ζητοῦσε τό
πνεῦμα του. Μόνο ὅταν τόν διαβεβαίωσαν ὅτι τό ἑπόμενο πρωί θα
ἐρχόταν ὁ π. Χρυσόστομος νά τόν κοινωνήσει, ἠρέμησε καί κοιμήθηκε
ἥσυχα τή νύχτα. Τό πρωί στίς 13 Δεκεμβρίου μέ πλήρη διαύγεια καί
κατάνυξη πῆρε τήν τελευταία Θεία Κοινωνία. Οἱ τελευταῖες του λέξεις
ἦταν: «Κύριε, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῶ». Ὕστερα ἔβαλε λίγο γάλα στό
στόμα του καί κοιμήθηκε. Ἡ σύζυγός του καθόταν δίπλα του
διαβάζοντας ἀπό τό Συναξαριστή τούς βίους τῶν Ἁγίων τῆς ἡμέρας (ἦταν
τό ἀγαπημένο του ἀνάγνωσμα τά τελευταῖα χρόνια). Πότε ἄκουγε, πότε
κοιμόταν. Ὥσπου ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στά χέρια τοῦ Θεοῦ τῆς
ἀγάπης, πού τόσο ἀγάπησε καί ὑπηρέτησε.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Λαϊκό Συναξάρι » σελ. 87
Τοῦ Ἀρχιμανδρήτου Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου
ΕΚΔΟΤΗΣ: ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΣΙΑΤΙΣΤΑΣ ΤΗΛ. 2465021472 ΦΑΞ 2465023133
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ: ΙΕΡΕΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου