Ἔχουμε τή συνήθεια ν’ ἀποκαλοῦμε ἣρωες ἐκείνους πού διακρίθηκαν
στίς μάχες, πού ἒκαμαν ἀξιόλογα κατορθώματα.
Κανείς δέν ἐνδιαφέρεται γιά τούς ἀνώνυμους, πού ἡ κάθε μέρα τῆς ζωῆς
τους εἶναι μία πάλη καί πού σιωπηλά ἀγωνίζονται γιά νά ζήσουν, νά
σταθοῦν στό ὕψος τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου καί πού προσπαθοῦν νά
τιμήσουν τόν τίτλο, “ Ἂνθρωπος” μέ Α κεφαλαῖο, ὅπως λέει ὁ λαός μας.
Ἕνα τέτοιο πρόσωπο θά προσπαθήσω νά σκιαγραφήσω. Εἶναι μία
γυναίκα “Ἡ Μανωλιούδαινα”, ὅπως τήν ὀνόμασαν στό χωριό μας.
Ἐγώ τή γνώρισα, ἀπ’ ὅταν γνώρισα τή μάνα μου. Ἦταν ἡ μητέρα τῆς
κοπέλας πού βοηθοῦσε τή μητέρα μου στήν ἀνατροφή μου.
Τή θυμᾶμαι πάντα σοβαρή, πρόθυμη νά ἐξυπηρετήσει ὅλο τόν κόσμο.
Ὅταν μεγάλωσα λίγο, καί μποροῦσα νά καταλάβω τόν κόσμο, ἒνοιωσα
τό δράμα της.
Εἶχε γεννηθεῖ στήν Ἀράδαινα, σ’ ἕνα χωριό στά Σφακιά. Ἀνῆκε σέ μία
πολυμελῆ οἰκογένεια. Εἶχε τέσσερες ἀδελφούς καί ἦταν ἡ μοναχοκόρη ἑνός
ἀρκετά εὒπορου σπιτικοῦ. Ἦταν μία ὂμορφη γυναίκα, ἀκόμα καί ὅταν ἐγώ
τή γνώρισα.
Κείνη τήν ἐποχή, στό τέλος τοῦ προπερασμένου αἰώνα, τά Σφακιά
εἶχαν ἕναν ἀξιόλογο στόλο κι ἒπιαναν τά λιμάνια τῆς ἀνατολικῆς
Μεσογείου. Οἱ δύο μεγάλοι ἀδελφοί ἦταν ναυτικοί κι ἒφερναν στήν ἀδελφή
τους ὅ,τι καλύτερο μποροῦσαν γιά νά τή στολίσουν καί γιά νά φτιάξει τήν
προίκα της. Οἱ μικρότεροι ἀδελφοί ἒμεναν μέ τούς γονεῖς καί τήν ἀδελφή
τους, τήν Κατερίνα, στήν Ἀράδαινα. Ἡ Κατερίνα ἦταν τό καμάρι ὅλων τῶν
δικῶν της καί τοῦ χωριοῦ, ὄμορφη, καλωσυνάτη, ἔξυπνη, σωστή
ἀρχόντισσα.
Μία βάσκανος μοίρα κτύπησε τήν οἰκογένεια. Οἱ δύο γιοί πού πήγαιναν
ἀπό λιμάνι σέ λιμάνι, ἀπό τόπο σέ τόπο, γύρισαν μία μέρα στό νησί
κτυπημένοι ἀπό τή φοβερή ἀρρώστια τῆς ἐποχῆς: τή λέπρα.
Καταστροφή στό σπιτικό τῶν Μπραουδάκηδων. Ὁ πατέρας μόλις εἶχε
πεθάνει καί ἡ μάνα γιά νά σώσει τ’ ἂλλα παιδιά της, τά ἒδιωξε ἀπό τό
σπίτι, ἀφοῦ τούς ἒδωσε ὅλες τίς οἰκονομίες της. Ἐκείνη με τούς
ἂρρωστους νέους ἒμεινε στό σπίτι μαζί τους, γιά νά τούς συμπαρασταθεῖ
στό δράμα τους.
Τά τρία λοιπόν ἀδέλφια τράβηξαν πρός τά Χανιά καί ἐγκαταστάθηκαν
προσωρινά στόν Ἀποκόρωνα. Ἐκεῖ πάντρεψαν τήν Κατερίνα μέ τό
Μανωλιό, ἕνα καλό παλικάρι, τεχνίτη, τσαγκάρη, πού ἦλθε μαζί μέ τή
γυναίκα του, καί ἐγκαταστάθηκαν στήν Ἐπισκοπή, ὅπου μέ τή δουλειά του
(μέ τά χρήματα τῆς Κατερίνας εἶχαν ἀγοράσει ἕνα μαγαζάκι) ζοῦσαν
ὑποφερτά.
Ἒφεραν στόν κόσμο πέντε παιδιά. Τό Γιάννη, τή Μαρία, τή Δέσποινα,
τή Βαγγελιά καί τό Βαγγέλη.
Τό δράμα τῆς οἰκογένειας ἂρχισε μέ τή φιλία πού ἒπιασε ὁ Μανωλιός μ’
ἕνα μεγαλοκτηματία τῆς Ἐπισκοπῆς πού ἦταν μπεκρής.
Αὐτός, ἒξυπνος, ὡραῖος καί πλούσιος, πλησίασε τό Μανωλιό ὁ ὁποῖος
θεώρησε μεγάλη τιμή τήν εὒνοια τοῦ τσιφλικούχου, παράτησε τή δουλειά
του καί ἀκολουθοῦσε τόν καινούργιο φίλο του κάθε βράδυ στά καπηλειά
τοῦ χωριοῦ.
Τό σπίτι του δέν τόν ἔβλεπε πιά. Ἡ Κατερίνα, περήφανη καθώς ἦταν,
δέν ἢθελε νά δείξει στούς ἂλλους τήν κατάντια του. Ἀνασκουμπώθηκε καί
ἂρχισε νά δουλεύει, γιά νά ἀναθρέψει τά παιδιά της.
Ἦταν πολύ ἂξια. Ἢξερε νά κάνει τά πάντα: Γνώριζε ὅλα τά μυστικά
τοῦ ἀργαλειοῦ (ἦταν ἡ δασκάλα τῆς ὑφαντικῆς στό χωριό), ἢξερε νά
πλένει, νά σιδερώνει, νά μαζεύει ἐλιές, νά θερίζει, ν’ ἀνατρέφει ζῶα, νά
περιποιεῖται περιβόλια. Καί τί δέν ἢξερε… Καί ὅλα τά ’κανε μέ μία
ἀξιοπρέπεια, πού σκλάβωνε τούς πάντες.
Κι ὁ Μανωλιός;… Τό χαβά του. Ὅλη τή νύχτα μπεκρόπινε καί τήν
ἡμέρα κοιμόταν.
Ὁ καιρός περνοῦσε… Καθώς μοῦ ’λεγε ἡ μητέρα μου, πού τήν εἶχε
συχνά στή δούλεψή της, ποτέ δέν παραπονιόταν γιά τόν ἂνδρα της. Τά
παιδιά μεγάλωναν. Ὁ Γιάννης ἒγινε κι αὐτός τσαγκάρης καί ξανάνοιξε τό
μαγαζάκι τοῦ πατέρα του. Ἦταν ἕνας καλός τεχνίτης καί τό σπίτι ἂρχισε
νά παίρνει τήν πάνω βόλτα.
Πάνω πού ἀνάσανε ἡ Κατερίνα ξεσπᾶ ὁ Βαλκανικός πόλεμος. Ὁ γιός, ὁ
Γιάννης, πηγαίνει στρατιώτης καί σκοτώνεται στό Μπιζάνι.
Ἂλλο κτύπημα γιά τήν Κατερίνα, καί σάν νά μήν ἒφτανε αὐτό, ὁ μικρός
Βαγγέλης παθαίνει πολιομυελίτιδα καί μένει παράλυτος. Τό παιδί αὐτό δέν
μπόρεσε νά ξανασταθεῖ στά πόδια του.
Σ’ ἕνα σπιτικό τόσο κτυπημένο ἀπό τή μοίρα, ἡ Κατερίνα, ἡ
Μανωλιούδαινα, εἶχε νά παλέψει νά ζήσει τέσσερα παιδιά. Τρείς κόρες κι
ἕνα ἀνάπηρο ἀγόρι.
Ὅταν ἂρχισα πιά νά πηγαίνω στό σχολεῖο, περνοῦσα κάθε μέρα ἀπό
τήν ἀνοιχτή πάντα πόρτα της. Τήν καλημέριζα, ὅπως μοῦ εἶχε πεῖ ἡ
μητέρα μου. Αὐτή πάντα μοῦ ’δινε τήν εὐχή της καί ἢμουν περήφανη γι’
αὐτό. Ἀγαποῦσα ἰδιαίτερα τή Δεσποινιά μας, τήν κόρη της, καί γι’ αὐτό
ἴσως μοῦ ἦταν καί αὐτή ἀγαπητή.
Ὁ καιρός περνοῦσε. Ὅλοι μεγαλώναμε κι ἐγώ δέν ἔπαυα νά καμαρώνω
τή Μανωλιούδαινα, νά πηγαίνω συχνά σπίτι της, πού ἦταν κοντά στό δικό
μας καί νά βλέπω τή Μαρία, τή μεγάλη κόρη νά ὑφαίνει τόσο ὡραία
πράγματα, κουβέρτες, χαλιά, μπατανιές κ.λ.π., κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψη τῆς
μάνας της.
Ἡ Δεσποινιά, ἡ δεύτερη κόρη ἦταν πάντα σπίτι μας. Εἶχε γίνει κάτω
ἀπό τήν ἐπίβλεψη τῆς μάνας μου μία πρώτης τάξεως νοικοκυρά καί εἶχε
μάθει, κοντά μας, νά διαβάζει καί νά γράφει.
Ἡ Βαγγελιά ἒπλεκε θαυμάσιες δαντέλες καί τροφοδοτοῦσε τό χωριό.
Ὅταν ἦταν δουλειές στά χωράφια, ἐλιές, θέρος, περιβόλια, πρῶτες καί
καλύτερες ἡ μάνα καί οἱ δύο κόρες. Τόν πατέρα τόν σκότωσε τό κρασί.
Αὐτόν δέν τόν θυμᾶμαι. Τά χρόνια πέρασαν. Οἱ κοπέλες μεγάλωσαν,
παντρεύτηκαν κι ἔστησαν ἀπό ἕνα καλό σπιτικό ἡ κάθε μιά τους. Ἡ
Δεσποινιά ἒμεινε μαζί μας 22 ὁλόκληρα χρόνια. Παντρεύτηκε ἀπό τό σπίτι
μας. Ἀπόκτησε ἕνα κοριτσάκι, ἒγινα ἡ νονά της. Παντρεύτηκε ἕναν ἀπό τούς
καλύτερους νέους τοῦ χωριοῦ μας. Τώρα αὐτή καί ἡ οἰκογένειά της ζοῦν
ἀνάμεσά μας. Εἶναι ὑποδειγματική σύζυγος, μητέρα καί γιαγιά.
Ἂφησα τελευταῖο τό Βαγγέλη. Ἐδῶ εἶναι τό θαῦμα καί ὁ ἡρωισμός τῆς
Μανωλιούδαινας. Ὁ Βαγγέλης ἦταν πολύ ἒξυπνος νέος. Ἡ μητέρα του
ἦταν τότε ἐπιστάτισσα στό σχολεῖο.
Ἦταν μεγάλο τό σχολεῖο! Τρείς μεγάλες αἲθουσες γιά νά χωρέσουν
γύρω στά 200 παιδιά πού εἶχε τότε τό χωριό (τώρα ἒχει πολύ
περισσότερα), αὐλές, κήπους… Ὅλα αὐτά τά κρατοῦσε ἡ ἐπιστάτισσα
καθαρά, φρόντιζε στό διάλειμμα τά παιδιά νά μήν μαλώνουν, νά παίζουν
ὂμορφα καί πρό πάντων νά μήν βλασφημοῦν.
Ἐκεῖνο ὅμως πού δέν θά ξεχάσω ποτέ εἶναι ὅτι κάθε πρωί ὅταν πήγαινα
στό σχολεῖο καί περνοῦσα ἀπό τήν πόρτα της, τήν ἒβλεπα νά βγαίνει καί
αὐτή κρατώντας τό Βαγγέλη στήν ἀγκαλιά της, σάν μωρό, γιατί δέν
μποροῦσε νά περπατήσει.
Πρωί, ἀπόγευμα, μέ ἥλιο ἢ μέ βροχή ἡ Μανωλιούδαινα μέ τό γιό της
ἀγκαλιά, ἀνηφόριζε γιά τό σχολεῖο ὅπου ὁ Βαγγέλης μάθαινε γράμματα.
Ἦταν περήφανη γι’ αὐτόν. Κι εἶχε δίκιο, γιατί ὁ Βαγγέλης ἦταν ὁ
καλύτερος μαθητής τοῦ σχολείου. Πῆρε μέ ἄριστα τό ἀπολυτήριο τοῦ
δημοτικοῦ καί ἐξακολουθοῦσε νά διαβάζει διάφορα βιβλία πού φροντίζαμε
ὅλοι νά τοῦ προμηθεύουμε.
Δραστήριος καί καλοσυνάτος κατόρθωσε νά ἀποκτήσει τήν
ἐμπιστοσύνη ὂχι μόνο τοῦ χωριοῦ μας, ἀλλά καί τῶν γειτονικῶν χωριῶν.
Οἱ περισσότεροι χωρικοί, ἂνδρες καί γυναῖκες, ἦταν ἀγράμματοι. Τόν
παρακαλοῦσαν νά τούς γράφει τά γράμματα πού ἔστελναν καί νά τούς
διαβάζει τά γράμματα πού λάβαιναν ἀπό τούς ξενιτεμένους τους (ἐκείνη
τήν ἐποχή πολλοί νέοι ἀπό τό χωριό εἶχαν μεταναστεύσει στήν Ἀμερική)
πράγμα πού ἒκανε μέ μεγάλη χαρά.
Τέλος, ἐπειδή ὁ ἀδελφός του εἶχε πέσει γιά τήν πατρίδα, τοῦ ἒδωσαν
τήν ἂδεια γιά ἕνα περίπτερο. Ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς του δούλευε σ’ αὐτό τό
περίπτερο πού εἶχε τοποθετήσει στήν πλατεία τοῦ χωριοῦ. Ὅπως ἦταν
δημοφιλής καί ἀγαπητός σέ ὅλους, ἒκανε καλές δουλειές. Ὅλο τό χωριό καί
τά γύρω χωριά ὑποστήριξαν αὐτό τό νέο, πού μέ μόνα ἐφόδια τή θέλησή
του, τήν Πίστη του στό Θεό καί τήν ἐξυπνάδα του, ξεπέρασε ὅλες τίς
δυσκολίες πού ἀντιμετώπιζε λόγῳ τῆς ἀναπηρίας του, ζοῦσε τή ζωή του μέ
αἰσιοδοξία, καί μέ τό χαμόγελο πάντα ἀντιμετώπιζε τόν καθένα ἀπό μᾶς.
Τό περίπτερο δούλευε καλά. Κατόρθωσε ν’ ἀγοράσει κτήματα καί νά κτίσει
ἕνα σπίτι μέσα σ’ ἕνα μικρό κῆπο. Πέθανε γύρω στά 60 χρόνια του ἀρκετά
εὒπορος καί ἀγαπητός στό χωριό. Τή μητέρα του την λάτρευε. Δέν ἢθελε
νά τῆς λείψει τίποτε. Τῆς ἑτοίμασε ἕναν ὡραῖο τάφο, κι ὅσο ζοῦσε, λίγες
εἶναι οἱ μάνες πού δέχτηκαν τέτοιες φροντίδες ἀπό τά παιδιά τους. Πέθανε
σέ βαθειά γεράματα μέσα στίς φροντίδες τῶν παιδιῶν της.
Τόσες δοκιμασίες δέν στάθηκαν ἱκανές νά κάμψουν αὐτή τήν ἀνθρώπινη
ὕπαρξη πού, γιά μένα, θά μένει πάντα ἕνα φωτεινό παράδειγμα, καί γιά
ὅλους ἐμᾶς πού μέ τό παραμικρό ἐμπόδιο χάνουμε τό θάρρος μας. Αὐτή
πάλεψε μέ θανάτους, μέ ἀσθένειες, μέ φτώχεια, μέ ἀναπηρίες, ἀλλά δέν
λύγισε. Ὀρθοστητή σάν ἄγαλμα, πέρασε ὅλες τίς ἀντιξοότητες, καί
καμαρωτή κατέβηκε στόν ἀπέριττο τάφο, στό νεκροταφεῖο τοῦ χωριοῦ,
γιά νά θυμίζει σ’ ὅλους ἐμᾶς πῶς πρέπει νά συμπεριφέρεται μία ψυχή πού
πιστεύει στό Θεό καί ἔχει καταλάβει τήν ἀποστολή πού ζητεῖ ἀπ’ αὐτήν ὁ
Πλάστης.
Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ὁ Κόσμος τῆς Ἑλληνίδος» Μάϊος 1996 Τεῦχος 429
ΕΚΔΟΤΗΣ: ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΙΑΤΙΣΤΑΣ
ΤΗΛ. 2465021472 ΦΑΞ 2465023133
ΥΠΕΥѲΥΝΟΣ: ΙΕΡΕΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Πρωτοσέλιδα Κυριακής 24-11-2024
-
Διαβάστε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της Κυριακής 24 Νοεμβρίου 2024
Πριν από 6 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου