Η οικονομική κρίση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα και για την οποία ευθύνονται πολλοί και διαχρονικά, δυστυχώς, θα βαθαίνει συνεχώς και θα οξύνεται. Για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης απαιτείται συστράτευση όλων των δυνάμεων του έθνους χωρίς χρονοτριβή, χωρίς να χάνεται πολύτιμος χρόνος ώστε να υπάρξουν το συντομότερο δυνατό θετικά αποτελέσματα.
Του Παναγιώτη Ν. Κρητικού*
Στη δύσκολη αυτή φάση που βρίσκεται η χώρα μας έχει αρχίσει η δρομολόγηση «επίλυσης» των ανοιχτών εθνικών μας θεμάτων, ιδιαίτερα εκείνων που έχουν καταστεί αντικείμενο διεκδίκησης, δηλαδή του βουλιμικού επεκτατισμού της Τουρκίας (Αιγαίο, Κύπρος, Θράκη), καθώς και του Μακεδονικού (Σκοπιανού). Η διαδικασία «επίλυσης» αυτών των θεμάτων γίνεται κάτω από τους χειρότερους οιωνούς και τις δυσμενέστερες για μας συνθήκες. Η πρόσφατη επίσκεψη του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών κ.Δρούτσα στην Άγκυρα και η επίσκεψη τον ερχόμενο Μάη του κ.Ερντογάν στην Αθήνα είναι γεγονότα που σηματοδοτούν προσυμφωνημένες εξελίξεις.
Οι δεδομένες υπερφίαλες και παράνομες βλέψεις της Τουρκίας εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων, τις οποίες ούτε κρύβει ούτε αναιρεί, δε μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Οι όροι τους οποίους υπαγορεύει το πνεύμα ηγεμονισμού από το οποίο διακατέχεται η Τουρκία και το οποίο έχει αναβαθμίσει σε νέο-οθωμανική ιδεολογία ο υπουργός Εξωτερικών, κ.Νταβούτογλου, καθιστούν στην παρούσα συγκυρία τις συνομιλίες ετεροβαρείς, δηλαδή συνομιλίες μεταξύ επικυρίαρχου και υποτελούς.
Εξάλλου, η έλλειψη, όπως φαίνεται, στη δική μας πλευρά εθνικού συντονισμού και εθνικής ταύτισης πάνω σε μια σαφή και σταθερή επεξεργασμένη γραμμή, στη βάση του αδιαπραγμάτευτου της εθνικής μας κυριαρχίας, συμβάλλει αρνητικά στη δημιουργία εκείνου του ψυχολογικού κλίματος που είναι απαραίτητο να αντιρροπήσει και να αποκρούσει τις παράνομες, παράλογες και ταυτόχρονα επιθετικές βλέψεις ενός κακόπιστου και προκατειλημμένου διεκδικητή.
Και όταν λέμε σταθερή και σαφή εθνική γραμμή, εννοούμε την ανυποχώρητη θέση στα κυριαρχικά μας δεδομένα, χωρίς καμία απόκλιση, παρέκκλιση ή παραίτηση από αυτά. Μόνο θέμα προς συζήτηση είναι εκείνο το οποίο αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και το οποίο ανάγεται στους κανόνες του δικαίου της θάλασσας και στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Είναι, νομίζουμε, η ώρα της εγκατάλειψης της υποχωρητικότητας, μια υποχωρητικότητα η οποία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να διεγείρει τους σιελογόνους αδένες του καρχαρία και να ενισχύει την αρπακτική βουλιμία του. Οι συνεχείς υποχωρήσεις μας, επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό. Υπενθυμίζουμε μερικές: από την αποχή (παραίτηση) από τις έρευνες στο Αιγαίο για την ανεύρεση πετρελαίου το 1987, φτάσαμε στα Ίμια το 1996 και στις γκρίζες ζώνες και την αναγνώριση ζωτικών συμφερόντων και ενδιαφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο (Μαδρίτη), για να ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του ενδοτισμού με την εθνική ντροπή της παράδοσης του Οτσαλάν το 1999.
Ακολούθησε η «αναγνώριση» συνοριακών διαφορών (Ελσίνκι) τον ίδιο χρόνο για να φτάσουμε στις προκλητικές αμφισβητήσεις των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων (Καστελόριζο) αμφισβήτηση εθνικού χώρου (Αγαθονήσι, Φαρμακονήσι). Οι καθημερινές παραβάσεις και παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου και οι πρόσφατες «αβλαβείς» διελεύσεις τουρκικών πολεμικών πλοίων εγγύς και της Αττικής, αποτελούν αρνητικές συνθήκες υπό την σκιά των οποίων δε μπορεί να γίνει καμία συνομιλία.
Μας είναι επίσης αδιανόητο, ασύλληπτο και ακατανόητο ότι οι συνομιλίες μπορούν να γίνουν στη βάση εκχώρησης κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Το σημειώνουμε αυτό γιατί η σύσταση συμβουλίου ανωτάτου επιπέδου (High Level Cooperation Council) στο οποίο θα συμπροεδρεύουν οι δύο Πρωθυπουργοί και θα συμμετέχουν δέκα υπουργοί από κάθε πλευρά το οποίο πρότεινε ο Ερντογάν και αποδέχτηκε η Ελλάδα σε συνδυασμό με τα πέντε νέα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης είναι φανερό ότι ιχνογραφούν συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο.
Στην ουσία συντελείται αναίμακτος ακρωτηριασμός της εθνικής μας ακεραιότητας. Η εθνική κυριαρχία είναι ενιαία και αδιαίρετη και δε μπορεί να διολισθαίνει σε συγκεκαλυμμένες μορφές επιμέρους συγκυριαρχίας συγκεκριμένου εθνικού χώρου. Να αποτελούν, άραγε, όλα αυτά την απαρχή υλοποίησης της παλαιάς ιδέας σκοτεινών εγκεφάλων για τη δημιουργία τουρκοελληνικής ομοσπονδίας; Αλλά για κάτι τέτοιο δεν έχει εξουσιοδοτήσει κανέναν ο ελληνικός λαός. Εάν αυτό δεν συμβαίνει, τότε υπάρχει ανάγκη αλλαγής της εθνικής στρατηγικής της χώρας έναντι της Τουρκίας και ενόψει των μελλοντικών εξελίξεων στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο.
Απέναντι στην εμπράκτως εκδηλούμενη επεκτατική πολιτική της Τουρκίας οφείλεται από μέρους της Ελλάδας αποφασιστική απάντηση με αλλαγή στρατηγικής με πρώτο βήμα την αναθεώρηση της άνευ όρων στήριξης της γείτονος στην ενταξιακή της προοπτική. Με δεδομένη την αρνητική θέση ισχυρών χωρών-μελών της Ε.Ε. απέναντι στην προοπτική αυτή, με δεδομένη την αμείωτη επεκτατική της πολιτική την οποία επενδύει με τον παραδοσιακό μανδύα του οθωμανισμού, με δεδομένη επίσης την άρνησή της να εκδημοκρατικοποιήσει τις εσωτερικές της δομές, μας είναι ακατανόητο το πώς και το γιατί η χώρα μας να είναι το υποζύγιο που σέρνει τον αραμπά (βοϊδάμαξα) προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η αλλαγή της εθνικής μας στρατηγικής σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας με τη γείτονα υπαγορεύεται και από το γεγονός ότι και εκείνη εδώ και αρκετό καιρό αθόρυβα αναπροσαρμόζει την εθνική της στρατηγική. Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι ο στόχος της προς πλήρη ένταξη στην Ε.Ε. παίρνει τα χαρακτηριστικά ματαιοδοξίας, έχει επιλέξει το ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης με όρους δορυφορικής επιρροής στον γεωπολιτικό της περίγυρο.
Δεν επέλεξε τυχαία ο κ. Ερντογάν το Σεράγεβο της Βοσνίας (ακραιφνή μουσουλμανικό χώρο στα Βαλκάνια) για να κατηγορήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι επιδιώκει να γίνει μια κλειστή χριστιανική λέσχη. Έστελνε από εκεί μήνυμα προς πολλούς αποδέκτες ότι υπάρχει και ο δρόμος μιας παράπλευρης ισλαμικής λέσχης στην οποία η Τουρκία θέλει να ηγεμονεύσει. Και αυτό φαίνεται να είναι στην προοπτική της και το οποίο εντάσσεται στο πλαίσιο του νέο-οθωμανισμού.
Ενόψει όλων αυτών: απαιτείται μαζί με την ανασύνταξη των εθνικών μας δυνάμεων, μαζί με την ενεργοποίηση των δυνάμεων του Ελληνισμού μαζί με την ενίσχυση της εθνικής αυτοπεποίθησης και την αναπτέρωση του πατριωτικού φρονήματος του Λαού μας, η επαναχάραξη μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής με όλες εκείνες τις δυνάμεις των οποίων η ταύτιση των συμφερόντων τους επιβάλλει συνεργασία και συμπόρευση για την απόκρουση των κυοφορούμενων απειλητικών νέων συσχετισμών δυνάμεων που διαμορφώνει η νέα στρατηγική της Τουρκίας στον ευρύτερο γεωπολιτικό περίγυρο. Προκύπτει, επομένως, ανάγκη δημιουργίας νέων ισορροπιών.
Δυστυχώς όμως, η περιφερειακή νέα τάξη πραγμάτων η οποία κυοφορείται δεν αφυπνίζει τις ηγέτιδες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες αντί να ενδυναμώνουν την ισχύ της με πνεύμα αλληλεγγύης και να προσαρμόζουν την στρατηγική της στις επερχόμενες εξελίξεις, υποκύπτουν στην παλαιά νόσο δηλαδή τον εθνικισμό στο όνομα του οποίου απεργάζονται την διάλυσή της.
Φοβούμαστε ότι σε όχι πολύ μακρύ χρονικό διάστημα ο γεωπολιτικός χάρτης της ευρύτερης περιοχής που ζούμε (Βαλκάνια, Ευρασία, Καύκασος, Μέση Ανατολή, Μεσόγειος αλλά και εκείνος της γηραιάς Ηπείρου δεν θα έχει καμία σχέση με τον σημερινό.
*Ο Παναγιώτης Ν. Κρητικός είναι Πρόεδρος του ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ «Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΖΟΡΜΠΑΣ» και πρ. Αντ/ος της Βουλής.
πηγή:Αγωνας της Κρήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου