ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΚΤΟΣ
ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ευλόγησον Πάτερ
ΤΙΝΟΣ ένεκεν, αδελφοί, και δια ποίαν αφορμήν ο προγνώστης ημών Θεός δεν ηφάνισεν απ' αρχής τον πλανέσαντα ημάς διάβολον, ο οποίος μας εύγαλεν από την ζωήν και μας έφερεν εις τον θάνατον, και από τον Παράδεισον εις την γην, και ύστερον, αλλοίμονον, εις τον άδη και εις την αιώνιον κόλασιν;
Εις τούτο λέγομεν, ότι εάν εξουσίαζεν ο διάβολος και ήθελεν ευγάλει τον άνθρωπον μετά βίας από τον Παράδεισον, είχε κάποιον λόγον το ζητούμενον άλλ' επειδή ταύτης της δυνάμεως είναι εστερημένος ο διάβολος, μόνον δε συμβουλεύει και παρακινεί τον άνθρωπον εις το κακόν και όχι μετά της εξουσίας, εις ημάς έμεινε να μη τον ακούσωμεν. Άλλ' ημείς του δίδομεν θεληματικώς να μας εξουσιάζη και όχι βιαστικώς, και όχι όλοι νικούν αυτόν, αλλά μόνον οι ανδρείοι δια της προαιρέσεως τινές δε νικώνται από τους δαίμονας και από την αμέλειάν τους κολάζονται διότι ο μεν κακός άνθρωπος, εάν και αμαρτάνη, δεν αδικείται από τον διάβολον, αλλά από την αμέλειάν αυτού και τούτο είναι φανερόν από το πλήθος των νικώντων και εάν οι σπουδαίοι δια τούς κακούς επιβουλεύθησαν, είναι διότι δεν έχουν που να φανή η ανδρεία τους. Ούτω λοιπόν γίνεται και εις την διάπλασιν του στόματος, και tων ομματίων, διότι δια τούτων επιθυμούσιν εκείνα όπου δεν πρέπει ήγουν από την θεωρίαν των οφθαλμών, πίπτουν πολλοί εις μοιχείαν, δια δε πάλιν του στόματος βλασφημούσι τον Θεόν και άλλοι δογματίζουν αιρέσεις. Τάχα δια ταύτα να ήναι ο άνθρωπος χωρίς γλώσσαν και οφθαλμούς ; ή τα χεριά μας και τα πόδια μας να τα κόπτωμεν; διότι τα χέρια μας είναι γεμάτα αίματα, τα δε πόδια μας τρέχουσιν εις κακίαν και μετά τούτων και τα αυτιά όπου δέχονται το ψεύδος και μολύνουσι την ψυχήν. Επειδή και αυτά λοιπόν τα φαγητά και τα πιοτά, ομοίως και αυτόν τον ούρανόν και την γην και την θάλασσαν, τον ήλιον και την σελήνην και τον χορόν όλον των αστέρων δεν ωφελούσι, πως θέλουν να ήναι χρήσιμα, επειδή έγειναν δια του κατακοπέντος ανθρώπου, ούτω ελεεινώς και δυστυχώς;
Βλέπεις τον άπρεπον γέλωτα, εις τον οποίον ο λόγος καταστρέφειν αναγκάζεται; Ο διάβολος λοιπόν από τον εαυτόν του είναι κακός και όχι δια ημάς έγεινε κακός, διότι εάν θελήσωμεν ημείς πολλά καλά κερδαίνομεν άπ' αυτόν, μη θέλοντος αυτού. Το δε μεγαλήτερον θαύμα εν τούτω της φιλανθρωπίας του Θεού και το μέγεθος είναι, ότι δι' αυτού οι άνθρωποι γίνονται καλλίτεροι, όθεν δάκνει, καθ' εαυτόν λυπεί όταν δε δι' αυτού τούτο προξενείται ημίν, δεν ημπορεί να υπομείνη την πείραξιν. Και εις τούτο λέγουσί τίνες ότι, εάν δεν επαραχώρει Θεός, δεν ήθελε πλανέση τον άνθρωπον ο διάβολος από την αρχήν.
Τι λοιπόν να ειπούμεν εις τούτον ; Ότι εάν μη τούτο ήθελε γείνει, δεν ήθελε μάθει ο Αδάμ πόσον καλόν είχεν εις τον Παράδεισον, ουδέ ήθελον κριμνισθή από της ισοθεΐας και δεν ήθελε πέσει ποτέ εις την αθεΐαν και υπερηφανίαν˙ διότι εις τοσούτον ύψος υψώθη και εκαταξίωσε τον εαυτόν του, ώστε και Θεός να γένη επέτυχε.
Τι λοιπόν ούτος δεν ήθελεν αποτολμήσει να κάμη, εάν δεν ήθελε σωφρωνισθή με τον ξεπεσμόν ; Όμως ας ειπούμεν, ότι ο διάβολος αν τον Αδάμ δεν ήθελε συμβουλεύσει τίποτε, τάχα άπταιστος ήθελεν απομείνει από τον κρεμνισμόν της παραβάσεως; Τούτο δεν είναι να το ειπούμεν˙ διότι αυτός ο τόσον εύκολα πεισθείς υπό της γυναικός, τούτο, και να μη ήτο ο διάβολος, γρήγορα από τον εαυτόν του ήθελε πέσει εις την παράβασιν της αμαρτίας· διότι τούτος όπου εδέχθη τόσον εύκολα την απάτην του άλλου, αυτός και πριν της απάτης αμελής ήτον˙ διότι δεν εδύνατο ο διάβολος τοσούτον κακόν να προξενήση, εάν ήτον η ψυχή του έξυπνη.
Και επειδή ούτω έμελλε να γένη, δια ποίαν αφορμήν τοιούτον πρόσταγμα έδωκεν ο Θεός τω Αδάμ, προγινώσκων τούτο πως ήθελε να πέση εις την αμαρτίαν της παρακοής ; Και ότι έδωκε την εντολήν αυτώ, μεγάλης επιμελείας σημάδι ήτον, παρά να μη του είχε δώσει˙ πλήν ας ήναι, ο Αδάμ την μεν προαίρεσιν έχων τοιαύτης λογής αμελημένην, καθώς το ύστερον εφανέρωσε και μηδεμίαν εντολήν εδέχετο, άλλ' ας έμενε τρώγοντας και πίνοντας και διασκεδάζοντας˙ τάχα η αμέλεια από της αναπαύσεως και τρυφής αυτής επί το χειρότερον ή επί το καλλίτερον έδωκεν; Άλλ' από όλα φανερόν είναι, ότι εις μεγάλην κακίαν κατέπεσεν, ως ανόητος όπου ήτον και ακόμη δεν εθάρρει να έχη την αθανασίαν και την ισοθεΐαν˙ άλλ' αβέβαιον ταυτην ούσαν την ελπίδα, και προς τόσην ανοησίαν και υπερηφανίαν υψωθείς, τόσον ότι ήλπισε να γένη Θεός.
Και ταύτα, ουδαμώς βλέπων πιστόν εκείνον όπου τον έταζεν, επειδή βεβαίαν είχε την αθανασίαν. Που δεν έφθασεν η υπερηφανία; Τις δεν ήθελεν αμαρτήσει; πότε δε αν υπήκουσε του Θεού; διότι αυτός μετά την δόσιν του προστάγματος, ούτω αγνώστως καταφρονήσας του Θεού όπου του έδωκε το πρόσταγμα αυτό, εάν μη καθόλου ήθελε παρ' αυτού, γρήγορα ηγνόησε πως είναι υποτασσόμενος˙ διότι εάν δεν εκολάζετο δια των πονηρών έργων, μηδέ έαματο δια των καλών έργων. Πολλοί λοιπόν τω λόγω της αναστάσεως απιστούσι, και την μεν αρετήν έφευγον, ως κακών αιτίαν, την δε πονηρίαν, ως πρόξενον των καλών εργάζοντο. Και επειδή ενταύθα το κατ' αξίαν άπαν έπερνον, περισσόν ενόμιζον είναι και ψεύδος τον λόγον της Κρίσεως, ίνα μήτε ούτω απιστήτε, μήτε ο πολύς λαός και απαίδευτος χειρότερος γένηται, καταφρονών την δικαίαν Κρίσιν του Θεού.
Πολλοί των αμαρτανόντων εδώ κολάζονται, και εις μερικούς όχι δια την απόδοσιν των κατορθωμάτων και το μη ποιείν εις όλους τον λόγον της Κρίσεως πιστούμενος˙ το δε και προ της Κρίσεως πολλούς κολάζει, τους πολύν ύπνον κοιμώντας εξυπνίζων˙ διότι με το να παιδεύωνται οι κακοποιοί άνθρωποι, πολλοί από τον φόβον της παιδεύσεως σωφρονίζονται, δια να μη πάθουν και αυτοί τα όμοια εκείνων. Εκείνοι πάλιν όπου δεν παιδεύονται εδώ δια τας αμαρτίας αυτών, άλλον καιρόν ο Θεός έχει να τούς κολάση˙ καθώς ο Κάϊν, όπου εφόνευσε τον αδελφόν του τον Άβελ, και εδώ εκολάσθη και εκεί αιωνίως, και έγεινε παράδειγμα εις τον κόσμον. Κολάζει δε ο Θεός καμμίαν φοράν και όλους μαζύ, καθώς έκαμεν επί του Κατακλεισμού, εις τον καιρόν του Νώε, εις σωφρονισμόν των πολλών.
Βούλεται και θέλει ο Θεός και τους μη πιστεύοντας ανθρώπους εις αυτόν να πιστεύσουν, δια να τους σώση˙ καθώς το λέγει και αυτός, ότι˙ Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, άλλ˙ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, όταν δε και μετά την επιμέλειαν και συμπάθειαν όπου απήλαυσαν από του Θεού, και πάλιν δεν ηθέλησαν να γένουν καλλίτεροι και να γνωρίσουν την αλήθειαν, και πάλιν ουδέ τότε δεν τους άφησεν από το χέρι του, άλλ' επειδή της ουρανίου ζωής θεληματικώς μόνοι τους υστερήθησαν. Ο Θεός λοιπόν εις την ζωήν αυτήν δίδει τοις ανθρώποις όλα τα αγαθά ίσια˙ τον ήλιον ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει επί δικαίους και αδίκους, και τα πάντα της παρούσης ζωής εις σύστασιν ευεργετών. Εάν δε και εχθρών τοσαύτην προμήθειαν κηίμνη και κυβέρνησιν, πόσω μάλλον θα επιβλέψη επί τους πιστεύοντας αυτόν και δουλεύσαντας;
Και δια ποίαν άφορμήν δεν εύγαλεν ο Θεός τον διάβολον από το μέσον του κόσμου; Λέγομεν εις αυτό, ότι είναι ένας παλαιστής και δύο πολέμαρχοι, και θέλουν να παλεύσουν με εκείνον τον παλαιστήν˙ και ο μεν ένας αγωνιστής να δώση τον εαυτόν του εις πολυφαγίαν και πολυποσίαν, και από την γαστριμαργίαν να γένη ωσάν παράλυτος και αδύνατος˙ ο δε άλλος σπουδάζων εις ταις παλαίστραις και εις άσκησιν και μάθησιν, εις φανέρωσιν πάντων πως ενίκησεν. Εάν λοιπόν φονεύσης τον ανταγωνιστήν, με τίνα τούτων ομοιώσεις; τάχα με τον γαστρίμαργον και αμελή; ή τω σπουδαίω και εγκρατεί; Φανερόν είναι ότι τω αγωνιστή όπου πολλά εκοπίασε˙ διότι ο μεν δια την αμέλειάν αδικήθη, φονευθέντος του ανταγωνιστού, ο δε ραθύμως μένοντος τούτου; όχι δια τον σπουδαίον επηρεάζεται, αλλά από της οικείας ραθυμίας κατέπεσεν. Ο ασθενής λοιπόν την προαίρεσιν και αμελής και να μην ήναι και ο διάβολος, ταχέως καταπίπτει και εις κρημνόν πολύν κακίας και ασεβείας τον εαυτόν του καταβάλλει διότι, εάν και τα μέλη μας εξετάσωμεν, και απέλθωμεν, και αυτά ευρήσωμεν αιτίαν απωλείας, εάν δεν φυλαγώμεθα όχι παρά την ιδικήν τους φύσιν, αλλά παρά την ιδικήν μας αμέλειάν. Και βλέπε˙ το ομμάτι εδόθη παρά Θεού τω ανθρώπω ίνα βλέπη την Κτίσιν δια να δοξάζη τον Κτίστην και Δεσπότην του κόσμου˙ άλλ' εάν μη καλώς χρειασθής τον οφθαλμόν, γίνεταί σου μοιχείας πρόξενος˙ και γλώσσα εδόθη σοι, ίνα υμνής και δοξάζης τον Θεόν' άλλ' εάν μη καλώς προσεχής, γίνεταί σου αιτία βλασφημίας και αισχρολογίας˙ χείρες σου εδόθησαν, ίνα σηκώνης αυτάς εις ευχάς και ευχαριστίας˙ άλλ' εάν δεν φυλάγης αυτάς, θέλεις τας απλώσει εις αρπαγήν και πλεονεξίαν˙ πόδια σου εδόθησαν δια να τρέξης εις καλά έργα, ήγουν εις ασθενείς, εις φυλακωμένους, εις Εκκλησίας και εις Αγίων μνήμας˙ άλλ' εάν δεν τα φύλαξης, θέλεις κάμει δι' αυτών τα έργα του διαβόλου.
Βλέπεις ότι τον ασθενή όλα τον βλάπτουν, και αυτά λοιπόν τα καλά φάρμακα και σωτηρία, και εις θάνατον φέρουσιν, όχι παρά την ιδικήν τους φύσιν, αλλά παρά την ασθένειαν εκείνου. Όταν λοιπόν ίδωμεν πραγμάτων αταξίαν και ταραχήν, ας μη κατηγορούμεν του Θεού και να νομίζωμεν ότι τα παρόντα είναι απρονόητα διότι η ταραχή και η αταξία, άλλη είναι από τους καιρούς, άλλη από τον κακόν λογισμόν, ο οποίος εν μυρίαις ευταξίαις ουδέν απολαύει των αυτών˙ ώσπερ ο οφθαλμός όταν ήναι ασθενημένος, εάν ήναι ο ήλιος και εις το μέσον της ημέρας, σκότος πάλιν βλέπει˙ όταν δε ήναι γερός, και εν αύτη τη εσπέρα, δύναται να υπάγη όπου θέλει μετ' ασφαλείας˙ ώστε και το ομμάτι του νοός μας έως ου υγιαίνη, όλα τα καλά βλέπει˙ άλλ' όταν ήναι ο νους μας σκοτισμένος και διεφθαρμένος, και εις αυτόν τον ουρανόν εάν και τον ανεβάσωμεν, των εκεί θείων θεωριών πολλήν ταραχήν και αταξίαν καταγνώσεται.
Δια τούτο μήτε από όλους εδώ ζητεί ο Θεός κρίσιν, ίνα μη απογνώσουν την Ανάστασιν και απελπίσουν την Κρίσιν, ώστε πάντων ενθάδε διδόντων λόγον, ούτε πάντας αφίνει ο Θεός ατιμώρητους απελθείν, ίνα μη πάλιν απρονόητα είναι τα πάντα νομίσουν. Εάν δε τις άπιστη την Ανάστασιν, ας βάλη με τον νουν του, πόσα και πόσα έκαμεν ο Θεός, από εκεί όπου δεν ήσαν, και ας λάβη πληροφορίαν και περί εκείνης της παγκοσμίου Αναστάσεως. Και ότι πως επήρε γην ο Θεός και έπλασεν τον άνθρωπον, γη δεν ήτον προ τούτου, πως λοιπόν η γη γέγονεν άνθρωπος; πως αύτη η γη οπού δεν ήτον εφάνη; και ποίον θεμέλιον έχει και τι είναι υποκάτω της γης, και τι μετ' εκείνο πάλιν το μετά την γην; και πόσα άπ' αυτήν την γην εγεννήθησαν, όλα δηλ. τα άπειρα γένη των άλογων ζώων, τα παντός είδους σπέρματα, τα πολυάριθμα κάλλη των φυτών ; Τούτων δε απορώτερον και ανερμήνευτον της Αναστάσεως είναι το μυστήριον διότι δεν είναι όμοιον ανάψαι λύχνον και μηδαμού δείξαι πυρ, ουδέ σπήτι πίπτον ανακαινίσαι εκείνο˙ ουδέ ουσία εαίνετο.
Εκείνο όπου φαίνεται εις ημάς δυσκολώτερον, έκαμε πρότερον, ίνα από τούτου του ευκολότερου παράδοξη. Αλλά και από της ιδικής μας γεννήσεως, σπέρμα ολίγον και βραχύ φλέγμα, το πρώτον άμορφον και ατύπωτον σπέρνεται εις την μήτραν την δεχομένην το σπέρμα; πόθεν γίνεται η τόση διάπλασις του ζώου, είτε λογικού είτε άλογου; τι δε ο σίτος; δεν είναι γυμνός κόκκος και μετά το σπαρθήναι. δεν σήπεται; πόθεν γίνεται άσταχυς, και ανθέρικας, και καλάμι και τα αλλά όλα ωσάν αυτά;
Πολλαίς φοραίς πίπτει σπυρί σύκου εις την γην, και ρίζαν, και κλάδους και καρπόν έκαμεν είτα από αυτά μεν δέχεσαι καθ' ένα και δεν τα εξετάζεις και μόνον τον Θεόν πολυπραγμονείς και εξετάζεις την κυβέρνησιν, και πως μεταπλάττει και ανασταίνει τα σώματα μας ; και που ταύτα συγχωρήσεως άξια ; Αλλά δια ποίαν αφορμήν αφήκεν ο Θεός τον διάβολον, τοιούτον μιαρόν και ακάθαρτον πνεύμα, να εμπερδεύεται και να μας ρίχνη πολλάκις εις την αμαρτίαν; τούτον λοιπόν αφήκεν, ίνα από τον φόβον του πολεμίου και την ερχόμενην βλάβην περιμένοντες, πολλήν την φύλαξιν επιδείξωμεν και με παντοτεινήν αγρυπνίαν προσέχωμεν.
Και τι θαυμάζεις εάν τον διάβολον αφήκε; τούτο το κάμει, διότι φροντίζει και επιμελείται την σωτηρίαν μας, και έξυπνων ημάς από τον ύπνον της αμελείας και ετοιμάζων στεφάνων υπόθεσιν δια τούτο και αυτήν την γέενναν, ήγουν την κόλασιν έκαμεν, ίνα ο φόβος της τιμωρίας και της κολάσεως, το ανυπόμονη τον, προξενή εις ημάς την Βασιλείαν των ουρανών. Και πάλιν εάν ποίησης τίποτε καλόν και μη πάρης εδώ αυτού την ανταπόδοσιν, μη βαρυνθής, μηδέ συγχύζου, διότι μετά τον θάνατον εν τω μέλλοντι καιρώ σε περιμένει η ανταπόδοσις με αμοιβήν πολλήν και η αιώνιος Βασιλεία του Θεού. Εάν δε πάλιν κάμης τίποτε κακόν έργον και πονηρόν και δεν παιδευτής υπό του νόμου και του Πνευματικού σου Πατρός, μη θαρρής ότι ατιμώρητος θέλεις απομείνει, διότι εκεί σε δέχεται η αιώνιος τιμωρία της κολάσειος, εάν μη μετανοήσης και κάμνης αποχήν από της αμαρτίας δια των καλών έργων διότι λέγει˙ Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν˙.
Αν τύχη και λυπάσαι πως βλέπεις άλλους και ζουν μετά πονηρίας και πλεονεξίας, και έχουν πλούτον και εν ευημερία απολαμβάνουν των παρόντων αγαθών και πικραίνεσαι επί τη μακροθυμία του Θεού, για βάλλε με τον νουν σου, πόσοι κακοποιοί άνθρωποι είναι όπου φυλάγουν κακούς δρόμους και φονεύουν τους οδοιπόρους ; πόσοι τους τοίχους και τους τάφους σκάπτουσι και κλέπτουν ; πόσοι ποτίζουν φαρμάκι άλλους και αποθνήσκουν. Τάχα δια τούτων κατηγορούμεν τον κριτήν Θεόν ; όχι διότι˙ εάν λαβών αυτούς υπό την ψήφον αφήση, και τον μεν παθόντα κακώς κολάση, τον δε ποιήσαντα καλά τιμήση και στεφανώσας εκπέμψη, αυτός συ γυρεύεις τας τιμωρίας και πρότερον καταφρονείς τον εαυτόν σου.
Συλλογίσου, άνθρωπε, τα όσα ήμαρτες εις όλην σου την ζωήν και θέλεις ευρεθή εις την ψήφον του θανάτου, και χάριν θέλεις έχει εις την ανεξικακίαν και μακροθυμίαν του Θεού˙ και θαύμασαι διότι ο Θεός αν ήθελε τιμωρήση καθ' ένα δια τας αμαρτίας όπου κάμνει, δεν ήθελε φθάσει όλον το γένος των ανθρώπων, αλλά ήθελεν αφτανισθή. Δια τούτο ας μη καταπέσωμεν, αδελφοί, διότι ημείς δεν φροντίζομεν τόσον την ιδικήν μας σωτηρίαν, όσον ο Ποιητής μας Θεός. Και όχι τόσον εις ημάς μέλλει να μη πάθωμεν κανένα κακόν, όσον τω Θεώ όπου μας εχάρισε την ψυχήν, διότι ούτε εν ταις συμφοραίς αφίνει ο Θεός πάντοτε τους ανθρώπους να πειράζωνται, δια να μη αποκάμωσι και αφανισθούν από την λύπην, ούτε πάλιν εν ταις ευημερίαις αυτών και καλοπάθειαις, δια να μη γενώσιν αμελέστεροι της σωτηρίας. Αλλά ταις εναλλαγαίς των πολλών ειδών, την σωτηρίαν αυτών οικονομών εργάζεται.
Διότι εάν ένα καράβι όπου να ήναι χωρίς καραβοκύριν, αδύνατον είναι να σταθή, άλλ' εν ευκολία καταποντίζεται, λοιπόν ο κόσμος πως ήθελεν έμβη από τοσούτους χρόνους, μηδένας αυτόν κυβερνών ; Και δια να μη ειπώ άλλο πλέον, νόμισαι συ τον κόσμον, όπου είναι επάνω εις την γην, πως είναι καράβι, άρμενον τον ουρανόν επιβάτας τους ανθρώπους πέλαγος την άβυσσον. Πως λοιπόν από τοσούτους χρόνους δεν έγεινε ναυάγιον, και απώλεια ποτέ τούτου του παγκοσμίου καραβιού; άφησε λοιπόν το καράβι, μίαν ημέραν χωρίς κυβερνήτην και ναύτας, και θέλεις το ίδει παρευθύς καταποντιζόμενον. Αλλά ο κόσμος ουδέν τοιούτον έπαθεν, έπτά χιλιάδες χρόνους και περισσότερον έχων. Και τι λέγω καράβι και βάρκα ; καλύβην τις έστησεν εις το αμπέλι του και τρυγήσας τον καρπόν, αφήκεν έρημον, πολλάκις ουδέ δύο ημέρας δεν διαμένει, αλλά χαλά και πέφτει ταχέως. Και εάν καλύβη χωρίς του προνοούντος δεν ημπορεί να σταθή, και δημιούργημα ουρανού τε και γης, τοσούτον ούτε καλόν και θαυμαστόν, πως ήθελεν απομείνη τοσούτους χρόνους αδιάφθαρτον, χωρίς τίνος προμηθείας; Αδύνατον ή τον εννόησόν μοι το κάλλος και ωραιότητα του ουρανού πόσους χρόνους έχει και δεν εμαύρισε˙ γνώρισε και της γης την δύναμιν, πως δεν ατόνησεν η κοιλία της τόσους χρόνους να γεννά τα πολυειδή σπέρματα ομοίως και τα πηγάδια και ταις βρύσες, πως πάντοτε αναβλύζουν και ουδέποτε στερεύουν.
Εννόησον την θάλασσαν πόσους δέχεται ποταμούς, και δεν υπερβαίνει το μέτρον δια τούτο πρέπει εις καθ˙ ένα ποίημα των λεγομένων υπό Θεού, να λέγωμεν: Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε, ότι πάντα εν σοφία εποίησας. Και πως να μη ήναι άπρεπον, ότι τον μεν κτίστην και λεπτουργόν βλέπομεν πως κόπτει τα ξύλα και πριονίζει, και δεν τον εξετάζομεν δια ποίαν αφορμήν το κάμνει ούτω ομοίως και τον ιατρόν όταν ιατρεύη τους ασθενείς, άλλους μεν κόπτει τας σάρκας τους, άλλους δε καίει και φλεβοτομεί, άλλους δε αποκλείει εις τόπον αφεγγή, και στενοχωρεί αυτούς εν πείνη και δίψη˙ και ημείς βλέποντες αυτά όπου κάμνουν, δεν περιεργαζόμεθα να λέγωμεν διατί τούτο και διατί εκείνο κάμνουσιν; αλλά μόνον σιωπούμεν την δε ανερμήνευτον Σοφίαν του Θεού πολυπραγμονούμεν και εξετάζομεν ει δε και θελήση τις να κάμη ελεημοσύνην υπέρ των αδικούμενων και πτωχών, εξετάζομεν ακριβώς και λέγομεν διατί είναι ο δείνα πένης και ο δείνα πτωχός, ή ο δείνα πλούσιος και δεν σκύπτεις κάτω να γνωρίσης τον εαυτόν σου τι είσαι και να βάλλης δεσμόν εις την γλώσσάν σου να μην περιεργάζεσαι άκαιρα, μόνον κοίταξε το πέλαγος των αμαρτιών σου, και αν ήσαι περίεργος, ζήτησε εις τον εαυτόν σου τιμωρίας, δια την πολυπραγμοσύνην εις τους κακούς λόγους όπου είπες˙ διότι έπρεπε τον εαυτόν σου να εξετάσης και όχι τον Θεόν και αυξάνεις εις τα αμαρτήματά σου άλλα βαρύτερα αμαρτήματα; και πως, δεν είναι άξια κολάσεως;
Άμποτες ο ελεήμων και εύσπλαχνος Χριστός ο Θεός, λυτρώνοντας εξ αυτής πάντας ημάς, καταξιώσει της Βασιλείας αυτού της επουρανίου μετά πάντων των Αγίων.
Αμήν
www.egolpion.gr